Φοράει (όπως πάντα) ένα μαύρο παντελόνι, ένα μαύρο t -shirt και μαύρα sneakers. Όμως, απόψε, καθώς στέκεται μέσα στο μαρμάρινο αίθριο των Μουσών στο Μέγαρο Μουσικής, η παρουσία του παραπέμπει σε ένα από σκίτσα του: Μολύβια, μαλακά μαύρα μολύβια πάνω σε ένα μπλοκ ακουαρέλας.
Σώματα στην άμμοΟ Δημήτρης Παπαϊωάννου, ο διεθνής των παραστατικών τεχνών, κάνει αυτό το απόγευμα μια επιστροφή στη ζωή του ως ζωγράφος. Εξάλλου, μόλις, έχει κυκλοφορήσει και παρουσιάζει το «Sketches from life» (εκδόσεις Nomas Publications), μια συλλογή σχεδίων που δημιούργησε τα τρία περασμένα καλοκαίρια στις παραλίες της Ανάφης.
Σώματα και πρόσωπα, γυναικεία και ανδρικά (κυρίως ανδρικά) αποσπάσματα ενός κορμιού που κοιμάται στην άμμο, η πλειονότητα τους σε άσπρο – μαύρο, αλλά και κάποιες εκπλήξεις χρώματος από πρόθυμα μοντέλα και από την, πάντα διαθέσιμη, παραθαλάσσια κυκλαδίτικη φύση.
Με αφορμή έναν έρωταΕίχε, σχεδόν, δύο δεκαετίες να ζωγραφίσει εντατικά αφού, όπως λέει, είχε παρασυρθεί από τη σκηνή· και η σχέση του με τη ζωγραφική είχε ατονήσει – με εξαίρεση τα σκίτσα που έκανε για τις παραστάσεις του. Όμως, τέσσερα χρόνια πριν ερωτεύτηκε ξανά, ερωτεύτηκε δυνατά «και θεωρώντας πως όλα είναι δυνατά, άρχισα πάλι να ζωγραφίζω. Τότε ήταν που θυμήθηκα πως η ζωγραφική λειτουργεί ως προσωπική θεραπεία, ως μια άσκηση διαλογισμού κι έτσι ξαναπήρα το θάρρος να σχεδιάσω», εξηγεί.
«Το μπλοκ μου έχει γίνει ο πιο πιστός μου σύντροφος στις μέρες της Ανάφης», λέει. Τα έργα του, αφορούν στο σχέδιο εκ του φυσικού, αυτό που με όρους ζωγραφικής, αποκαλείται γυμνό νυκτός. Και στις παραλίες της Ανάφης, ο γυμνισμός είναι πολύ διαδεδομένος, οπότε ο Δημήτρης Παπαϊωάννου δεν δυσκολεύεται να βρει τη «λεία» του. Γυμνά σώματα που λούζονται στον ήλιο, τα περισσότερα γίνονται μοντέλα εν αγνοία τους – συχνά έχουν αποκοιμηθεί στην άμμο – κι άλλοι που αναγνωρίζουν το ζωγράφο τους προσφέρουν απλόχερα μια πόζα.
«Ζωγραφίζω όποιο σώμα βολεύει. Αυτός που ξαπλώνει και μάλλον θα κοιμηθεί, είναι ιδανικός. Βοηθάει πολύ να μην γνωρίζω αυτούς που ζωγραφίζω· είναι σαν να χαρτογραφώ μιαν άγνωστη χώρα», σημειώνει· όπως επίσης αγαπά να ζωγραφίζει την ώρα που κατεβαίνει ο ήλιος «όπου η αναγλυφότητα του σώματος σχετίζεται με τους τόνους κι όχι με το περίγραμμα. Τα σώματα σχηματίζονται περισσότερο μέσα από τη σκιά, παρά από το φως. Κι είναι πιο λαχταριστά να τα φωτογραφίσεις κόντρα στον ήλιο».
Εμμονή για το ωραίοΓια τον Δημήτρη Παπαϊωάννου, το σχέδιο του ανθρώπινου σώματος δεν είναι τίποτα περισσότερο από μια ακόμα επιβεβαίωση μέσα στην ιστορία της τέχνης «να καταλάβουμε τι είμαστε, να μετρήσουμε με προσωπικό μέτρο. Η μόνιμη άσκηση της ζωγραφικής είναι να μελετάς τον άνθρωπο», σημειώνει. Και φαίνεται πως το ίδιο ισχύει και για την απεικόνιση του ωραίου. Ο ίδιος το ερμηνεύει ως «μια ενσάρκωση του αλγόριθμου της ζωής. Αναγνωρίζουμε τον κώδικα από τον οποίο είμαστε φτιαγμένοι. Είναι ένα μυστήριο αυτή η εμμονή του ανθρώπου να απεικονίζει κάτι το ωραίο· μάλλον έρχεται σε αρμονία με την ύπαρξη του».
Σχέση ζωής με τα πινέλαΗ σχέση του Δημήτρη Παπαϊωάννου με τη ζωγραφική είναι, σχεδόν, καταγωγική: Ο ίδιος ανακαλεί τον εαυτό του να ζωγραφίζει από νηπιακή ηλικία, από τα τέσσερα του χρόνια και εικάζει πως ο κύκλος αυτός θα κλείσει – εκτός απροόπτου – μαζί με το βιολογικό του τέλος. Το κίνητρο του πίσω από τη ζωγραφική είναι η επικοινωνία με τους άλλους ή ακόμα και η δυνατότητα του να καθρεφτιστεί μέσα από τους άλλους. Δεν είναι τυχαίο πως στα αρχεία του συχνά πέφτει πάνω σε σκίτσα όπου αποτυπώνει εκφράσεις αγνώστων, ακριβώς επειδή του θυμίζουν τον εαυτό του. Επίσης, η ζωγραφική αποτελούσε γι’ αυτόν πάντα μια απλή διέξοδο «έναν τρόπο για να περνάει ο χρόνος καταπληκτικά», όπως λέει. Δεν χρειαζόταν τίποτα περισσότερο από μολύβι και χαρτί.
Το θέατρο είναι η καλύτερη ζωγραφική που έκανα ποτέ. Στη σκηνή πάντα έχω κάτι να προσθέσω· ενώ στο χαρτί, τι να προσθέσω μετά τον Χόκνεϊ;
Σε αντίθεση με το θέατρο όπου «κουράζεσαι να αναζητάς χρήματα για την επόμενη παραγωγή όπως επίσης κουράζεσαι να είσαι διαρκώς σε επαφή με τους άλλους». Παρόλα αυτά, η ζωγραφική δεν υπερίσχυσε στη δημιουργική λειτουργία του από το θέατρο και, όπως αναφέρει, η επιλογή είχε να κάνει με τις αντίρροπες δυνάμεις της ευκολίας και της δυσκολίας. «Στο σχέδιο από παιδί είχα μια ευκολία. Στο σωματικό θέατρο κατασκευάστηκα για το αντίθετο. Εξάλλου, το θέατρο σε φέρνει σε μια διαρκή διαπραγμάτευση με τους άλλους. Ωστόσο, πρέπει να πω ότι το θέατρο είναι η καλύτερη ζωγραφική που έκανα ποτέ. Στη σκηνή πάντα έχω κάτι να προσθέσω· ενώ στο χαρτί, τι να προσθέσω μετά τον Χόκνεϊ;», παραδέχεται παιχνιδιάρικα.
Μαθητής του φιλόσοφου ΤσαρούχηΒέβαια, αν λάβει κανείς υπόψη πως ο Δημήτρης Παπαϊωάννου υπήρξε ένας από τους μαθητές του Γιάννη Τσαρούχη, το επίπεδο που έθεσε στη ζωγραφική ήταν, εξ αρχής, υψηλό. Ως άτυπος δάσκαλος του, λίγα χρόνια πριν απογαλακτιστεί από την πατρική εστία, ο Τσαρούχης ήταν ο άνθρωπος που του άνοιξε τον ορίζοντα προς την τέχνη. Εκείνος που τον εξοικείωσε με τις παραστατικές τέχνες, ο άνθρωπος που τον πήγε για πρώτη φορά στο Ηρώδειο και τελικά η πηγή των αναζητήσεων του προς το χορό (σε μια εποχή όπου ο χορός στην Ελλάδα ήταν ατροφικός), κάτι που κατέληξε στην ίδρυση της περίφημης ομάδας Εδάφους. «Ήμουν πολύ τυχερός που βρέθηκα κοντά στο Τσαρούχη, ήταν ένας φιλόσοφος, ένας ποιητής του ασήμαντου. Είχε μια ταπεινότητα χωρίς ψευδοσεμνότητα· ήταν ένας καλλιτέχνης που μπορούσε να αναδείξει το τιποτένιο σε θεϊκό. Κι αυτό το μέτρο που μου δίδαξε με κάνει συχνά να συνέρχομαι. Γιατί, εκτός των άλλων, ο Τσαρούχης μου έμαθε πως πρέπει να κοροϊδεύουμε τους εαυτούς μας, να είμαστε αστείοι».
Κι αν οι δύο βασικές δημιουργικές του ταυτότητες τελικά δεν ανταγωνίζονται η μια την άλλη, υπάρχει ένας κοινός τρόπος που εργάζεται για όλα. «Μην ξεχνάτε πως σε όλα είμαι αυτοδίδακτος», υπενθυμίζει κι αυτό δικαιολογεί πως πάντα βρίσκεται σε αναζήτηση. «Δεν ξέρω τι θέλω, αλλά τι δεν θέλω. Έχω αλλεργία στο άστοχο και το άτονο. Όμως, ο τρόπος που δουλεύω είναι χαοτικός. Την ώρα της έρευνας δεν ξέρω που θα οδηγηθώ και ο μόνος λόγος που θεωρητικοποιώ κάτι, είναι για να συνεννοηθώ με τους άλλους. Δηλαδή, ενώ μοιάζω σίγουρος γι’ αυτό που λέω, δεν είμαι καθόλου», αποκαλύπτει.
Παύση για λίγοΜόλις έχει επιστρέψει από το Παρίσι ολοκληρώνοντας εκεί την περιοδεία του «Ink» που του χάρισε (ξανά) παγκόσμια αποδοχή. Κι ενώ το βιβλίο «Sketches from life» τον θέτει και πάλι σε μια ενεργή τροχιά, στην πραγματικότητα ομολογεί πως επιθυμεί να πατήσει pause. Εξάλλου, το «Ink» σηματοδότησε τη συμπλήρωση 10 ετών συνεχόμενης κίνησης ανά τον κόσμο ταξιδεύοντας με τον «Εγκάρσιο Προσανατολισμό», το «Μεγάλο δαμαστή», το «Still life», την «Πρώτη ύλη».
Αρνούμαι προτάσεις για να προχωρήσω στη δημιουργία ενός νέου έργου – διαρκώς το αναβάλλω. Υπάρχει ο προγραμματισμός να αναβιώσω δύο παλιά μου έργα που σημείωσαν επιτυχία αλλά έχω μεγαλώσει, θέλω ανάσες. Δεν θέλω να κυνηγάω την καριέρα μου.
«Βρίσκομαι σε μια στιγμή όπου αρνούμαι προτάσεις για να προχωρήσω στη δημιουργία ενός νέου έργου – διαρκώς το αναβάλλω. Υπάρχει ο προγραμματισμός να αναβιώσω δύο παλιά μου έργα που σημείωσαν επιτυχία αλλά έχω μεγαλώσει, θέλω ανάσες. Δεν θέλω να κυνηγάω την καριέρα μου. Έζησα απόλυτα αυτό που ονειρευόμουν: Να παίζουμε στα μεγαλύτερα θέατρα του κόσμου και να έρχονται άνθρωποι να μας δουν, τους οποίους θαύμαζα για δεκαετίες και είναι οι ίδιοι άνθρωποι που στο παρελθόν κυνηγούσα για να παρακολουθήσω στα ίδια αυτά θέατρα που βρεθήκαμε την τελευταία δεκαετία».
Η πρώτη γνωριμία με την ΑνάφηΑρχές Ιουνίου και φαίνεται πως έχει έρθει επιτακτικά η ώρα της Ανάφης, του προσωπικού ερημητηρίου του Παπαϊωάννου καθώς, όπως εκμυστηρεύεται, όσο περνούν τα χρόνια αυξάνει το διάστημα της, εκεί, παραμονής του. Η πρώτη φορά που επισκέφθηκε το νησί ήταν μετά από έναν πολύ επώδυνο χωρισμό. Είχε μαζί του ένα sleeping bag, ένα σημειωματάριο και τη θλίψη του. Κι όμως ακόμα και η καταφυγή στην Ανάφη κάτι δημιουργικό γέννησε αφού τότε, επιστρέφοντας στην πόλη, έφτιαξε ένα κόμικ με το όνομα του νησιού και το δημοσίευσε σ’ ένα queer fanzine της εποχής το «Κοντροσόλ στο Χάος» στο οποίο, ως κομίστας, ήταν συνεκδότης.
Όπως ο χρόνος έχει δείξει, ο Δημήτρης Παπαϊωάννου όπου κι αν βρίσκεται αφήνει κάτι. Ακόμα και στην παραλία αφήνει ίχνη – όχι πάνω στην άμμο – αλλά χνάρια δημιουργικά αφού «το να δημιουργώ είναι συνυφασμένο με το να ζω. Υπό αυτή την έννοια, είμαι γεννημένος καλλιτέχνης. Εκεί που κάθομαι κάνω κάτι. Το καλό είναι πως είχα μια μανία και η μανία βοηθάει».