Ο Αμπ. είναι 17 χρονών. Φοράει ένα κόκκινο ψαράδικο καπέλο που έρχεται σε αντίθεση με το σκούρο σοκολατένιο δέρμα του. Έρχεται από τη Λιβερία. Έφτασε στην Ελλάδα πριν από δύο μήνες, έχοντας διανύσει την Οδύσσεια των διακινητών προσφύγων από τα παραλία της Δυτικής Αφρικής, μέχρι την Αλγερία και την Τυνησία κι από εκεί με σάπιες βάρκες στην Ελλάδα.
Ο Αμπ. δεν χαμογελάει πολύ. Έχει χάσει και τους δύο γονείς του από τον ιό Έμπολα. Δεν είσαι σίγουρη αν παγώνεις περισσότερο εσύ ή εκείνος όταν τον ακούς να λέει πως έχει κάνει πέντε φορές απόπειρας αυτοκτονίας, επειδή είναι μόνος του στον κόσμο. Κι όμως, πριν δύο ώρες αυτό το παιδί τραγουδούσε με μια ελπίδα· πονεμένη, αλλά ελπίδα. Όμως, δεν ήταν μόνος του. Πρωταγωνιστούσε στην διαπολιτισμική παράσταση «ΣUΠΕR» στο πλαίσιο μιας μεικτής ομάδας ασυνόδευτων ανηλίκων προσφύγων και ανήλικων Αθηναίων, υπό το μανδύα του προγράμματος όπερας για εφήβους «Co_OPERAtive» που εδώ και τρία χρόνια υλοποιούν οι εκπαιδευτικές δράσεις της Εθνικής Λυρικής Σκηνής.
Ανήλικοι πρόσφυγες εξομολογούνται μέσω της μουσικήςΗ ιστορία του Αμπ. είναι μόνο μια ψηφίδα από εφηβείες που διαρρήχθηκαν πρόωρα και βίαια, αφού στην ομάδα του «Σuper» συμμετέχουν ανήλικοι από πολλές χώρες της Αφρικής – Κονγκό, Γουϊνέα, Σομαλία, Νιγηρία αλλά και από άλλες εμπόλεμες ζώνες όπως η Συρία, το Αφγανιστάν και τους τελευταίους μήνες η Παλαιστίνη.
Το κοινωνικό και πολιτικό τους status, τα βιώματα και οι κίνδυνοι που έχουν διατρέξει είναι τόσο σοβαροί ώστε να αιτούνται ασύλου. Αυτό φυσικά δεν αναιρεί τις εγγεγραμμένες εμπειρίες που το «Co_OPERAtive» επιχειρεί να απελευθερώσει μέσα από τους λυτρωτικούς μηχανισμούς της μουσικής, της κίνησης, του τραγουδιού και το κυριότερο της συνύπαρξης με ιθαγενή παιδιά. «Μια μαγεμένη χορωδία, η χορωδία του αταίριαστου, οι κραυγές των χαμένων ψυχών», λένε σε ένα γύρισμα του λιμπρέτου της παράστασης – τη μουσική της οποίας συνθέτει ο Πάνος Ηλιόπουλος και διευθύνει ο Μάρκελλος Χρυσικόπουλος.
«Χρειάστηκε μια βαθιά και ουσιαστική σύνδεση για να αφουγκραστώ τι θα μπορούσε να ειπωθεί και να αφορά. Χρειάστηκε να είμαστε αδιανόητα εφευρετικοί ώστε να μη θέσουμε ευθέως ερωτήσεις για τραυματικά ζητήματα και συνάμα τα παιδιά αυτά να καταλάβουν ότι τα νιώθουμε και πως θέλουμε να τα αφουγκραστούμε. Όλα έπρεπε να συμβαίνουν με μεγάλο σεβασμό ενώ στην πραγματικότητα ζητούσαμε να εκτεθούν σε εμάς, να πουν αλήθειες. Έπρεπε να τους κοιτάζω στα μάτια και ταυτόχρονα να κρατάμε απόσταση ασφαλείας», λέει η Αργυρώ Χιώτη που σκηνοθέτησε την παράσταση και συνάμα επιμελήθηκε τη σύνθεση του κειμένου και των στίχων μαζί με την Ελένη Μολέσκη.
Καθώς η διαδικασία γνωριμίας και προσπάθειας να συστηθεί μια ομάδα γεφύρωσης των πολιτισμικών διαφορών έχει ξεκινήσει από τα μέσα του περασμένου Οκτωβρίου, ανάμεσα σε νεαρούς Έλληνες και πρόσφυγες, η πιο αποτελεσματική λύση για να αποκαλύψουν τα βιώματα τους αποδείχθηκαν, όπως λέει η Αργυρώ Χιώτη, ήταν «τα ραβασάκια». Εκμυστηρεύονταν, δηλαδή, σύντομες σκέψεις (αλλά μεγάλες αλήθειες) που τους επέτρεπαν να επικοινωνήσουν και να οραματιστούν ένα καλύτερο αύριο. Με αυτές προσέρχονταν στις εβδομαδιαίες συναντήσεις τους επί οκτώ μήνες. «Ήταν εμφανείς οι διαφορετικές αντιλήψεις τους για τον κόσμο, ωστόσο αν δεν έπαιρναν αυτό το χρόνο, δεν θα έφταναν στα χέρια μας απαντήσεις όπως ‘θα ήθελα να είμαι ο Νέλσον Μαντέλα για να πολεμήσω για τη δικαιοσύνη’», παρατηρεί η σκηνοθέτρια της παράστασης.
Θα ήθελαν να είναι σούπερ ήρωεςΗ ιδέα του κειμένου ξεκίνησε από την ερώτηση που, κάποια στιγμή στη ζωή του, έχει ακούσει κάθε παιδί: «Ποιος σούπερ ήρωας ήθελες να είσαι μικρός και ποιος θα ήθελες να είσαι τώρα;». Με αυτό το ερωτηματικό η φαντασία τους άρχισε να καλπάζει πάνω σε εκφάνσεις ρεαλισμού, αφού το αγόρι που φοράει ένα σωσίβιο λέει πως αναπνέει κάτω από το νερό και πως «γίνεται κύμα». Στα λόγια τους εύχονται να μπορούσαν να πετούν, να φτάνουν στην επιφάνεια από το βυθό της θάλασσας, να είναι αόρατοι. «Είναι τέλειο να είσαι αόρατος», καταλήγει ένα άλλο αγόρι από την Αφρική, «γιατί μπορώ να ανήκω όπου θέλω, όταν το θέλω». Εκεί όπου η φαντασία γίνεται αφοπλιστική ανάγκη μιας θυσιασμένης παιδικότητας, εκεί εμφανίζονται στη σκηνή της Εναλλακτικής της ΕΛΣ Κοκκινοσκουφίτσες και Σούπερμαν, Αρλεκίνοι και Ρωμαίοι στρατηλάτες, Μπάτμαν, Χαλκ και Σπάϊντερμαν, πριγκιποπούλες και μπαλαρίνες.
Οι Έλληνες που συμμετέχουν στη μικτή ομάδα «Co_OPERAtive»Η Ήρια και ο Όλι είναι μαθητές της Γ΄ Γυμνασίου και της Α΄ Λυκείου, αντίστοιχα. Σκέφτηκαν να δηλώσουν συμμετοχή στο πρόγραμμα κυρίως γιατί έχουν ήδη διατυπώσει καλλιτεχνικές ανησυχίες και ταλέντα. Τραγουδούν και χορεύουν, αλλά τίποτα δεν τις είχε προετοιμάσει για όσα θα συνέβαιναν στο «Co_OPERAtive». «Η γνωριμία και η συνύπαρξη με τα παιδιά είναι το καλύτερο που μου συνέβη εδώ και πολύ καιρό. Είναι σημαντικό να ξέρεις πως σκέφτονται παιδιά από άλλες χώρες, πως αντιδρούν στα ίδια πράγματα άλλες κουλτούρες και θρησκείες· κι επίσης είναι σημαντικό να τα κατανοήσεις όλα αυτά. Είναι μια χειρονομία καλοσύνης και εγκαρδιότητας», λέει o Όλι διαπιστώνοντας πως το ανθρωπιστικό και το καλλιτεχνικό ενδιαφέρον αυτής της χειρονομίας ισορροπεί αφού «μέσω της τέχνης μαθαίνουμε τους άλλους – κι αυτοί εμάς».
Μέσω της τέχνης μαθαίνουμε τους άλλους – κι αυτοί εμάς
Όλι, μαθητής Λυκείου
Η Ήρια είχε εκδηλώσει κάποιο ενδιαφέρον για τον εθελοντισμό και τώρα μιλάει για το πως μοιράζεται κομμάτια της ζωής της με παιδιά που δεν μιλούν τη γλώσσα της και για το πως «θα τους βοηθήσουμε να μην είναι μόνοι, αφού τα έχουν βρει δύσκολα». «Μπορώ να πω ότι έμαθα να μην κρίνω από αυτό που βλέπω» ομολογεί, ενώ γυρίζει αμήχανα στα δάχτυλά της τις ξανθιές της μπούκλες.
Εδώ, για την ομάδαΔίπλα τους, ο Ρ. καταλαβαίνει πολλά από αυτά που λένε τα κορίτσια, αν και βρίσκεται μόλις 1.5 χρόνο στην Ελλάδα. Αφγανικής καταγωγής, διωγμένος από τον πόλεμο και γεννημένος στο Ιράν διένυσε το μεγαλύτερο μέρος της απόστασης που το ενώνει με την Ελλάδα, περπατώντας. Μόνο για να διασχίσει την Τουρκία και να προσεγγίσει τα ελληνικά σύνορα περπατούσε επί ένα μήνα. Ο Ρ. δεν είναι μόνος στον κόσμο, στο Ιράν ζει η μητέρα του, ωστόσο είναι μόνος εδώ. Ίσως γι’ αυτό μιλάει, όπως και ο Αμπ., κοφτά, λίγο. «Στην αρχή νόμιζα ότι στο Νιάρχος θα είναι χάλια. Δεν ήταν. Κάναμε ομάδα και γι’ αυτό είμαι εδώ. Κι ας είμαστε από άλλες χώρες», λέει. Μαζί με τον Αμπ. ζουν στον ξενώνα του Κοινωνικού ΕΚΑΒ – μιας εκ των δυο Ανθρωπιστικών Οργανώσεων (συμπεριλαμβανομένου της ΟΚΠ Ευρωπαϊκής Έκφρασης) που συμμετέχουν στο πρόγραμμα.
Το πιο σημαντικό αυτής της πρωτοβουλίας είναι πως τα παιδιά αυτά βιώνουν την ολοκλήρωση μιας εμπειρίας. Έχουν κυνηγηθεί τόσο πολύ, δεν έχουν ζήσει παιδική ηλικία και εφηβεία, έχουν αναγκαστεί να ταξιδέψουν ασυνόδευτα
Τζένη Τόλου, εκπαιδευτικός
«Είναι από τις σπάνιες φορές που αυτά τα παιδιά βρίσκονται σε ένα χώρο μαζί με Έλληνες. Οι περισσότερες δραστηριότητες μας περιλαμβάνουν άλλους πρόσφυγες. Από εκεί και πέρα, καταφέρνουν να εξοικειωθούν με πράγματα που, σε άλλη περίπτωση, θα θεωρούσαν ανεπίτρεπτα. Είναι πρωτόγνωρο ν’ αγγίζουν κάποιον άλλο στο πλαίσιο μιας δραστηριότητας. Οι μουσουλμάνοι δεν εγκρίνουν οι γυναίκες να κυκλοφορούν με χέρια γυμνά – φανταστείτε εδώ να ντύνονται όλοι μαζί στον ίδιο χώρο. Οι περισσότεροι από αυτούς δεν είχαν πάει ποτέ, ούτε καν υποψιάζονταν, τι είναι θέατρο. Αλλά το πιο σημαντικό αυτής της πρωτοβουλίας είναι πως τα παιδιά αυτά βιώνουν την ολοκλήρωση μιας εμπειρίας. Έχουν κυνηγηθεί τόσο πολύ, δεν έχουν ζήσει παιδική ηλικία και εφηβεία, έχουν αναγκαστεί να ταξιδέψουν ασυνόδευτα. Ακόμα και όταν φτάσουν στην Ελλάδα, μόλις εμφανιστεί μια ευκαιρία να φύγουν για τη Γερμανία – που θεωρούν ως Γη της Επαγγελίας – θα το κάνουν. Τις περισσότερες φορές επιστρέφουν κι αυτό προστίθεται στον κύκλο της ίδιας ματαίωσης: Να μην ολοκληρώνεται τίποτα», εξηγεί η εκπαιδευτικός Τζένη Τόλου από την «Ευρωπαϊκή Έκφραση».
Οι αιφνίδιες αναχωρήσεις και οι διαρκείς μετακινήσεις σε αναζήτηση ενός καλύτερου αύριο, όπως εξηγεί και ο καλλιτεχνικός συνεργάτης του project Μιχάλης Μοσχούτης, είχε πολλές επιπτώσεις στη σύνθεση και την ψυχολογία της ομάδας. Στους επτά μήνες του εργαστηρίου υπήρξαν παιδιά που ενώ είχαν φανερή έφεση στην τέχνη έπρεπε να φύγουν. «Αυτός ο αποχωρισμός μας υπενθύμιζε πως η ζωή είναι πάνω από ό,τι ετοιμάζουμε εμείς, ότι πάντα η ζωή θα παίρνει τα ηνία, παρότι και η παράσταση μας ήταν φτιαγμένη από τη δική τους ζωή», παρατηρεί η Αργυρώ Χιώτη, προσπαθώντας με κάθε τρόπο να απέχει από τον εύκολο συναισθηματισμό και να δημιουργεί εν δυνάμει συνεργατικές συνθήκες ανάμεσα στους ενήλικους και ανήλικους συντελεστές της παράστασης. «Προσπάθησα να πετύχουμε μια πειθαρχία, μια εκφραστική καθαρότητα, τα σώματα αυτά να είναι παρόντα και να είναι μαζί, αφήνοντας σε δεύτερη μοίρα τον καλλιτεχνικό στόχο. Πολλές φορές, αισθάνθηκα λίγη, αλλά πάντα σεβάστηκα τη δύναμη αυτών των παιδιών», προσθέτει.
Κοιτάζοντας τους συνειδητοποιείς τι σημαίνει αποδοχή. Είναι κάτι βαθιά υπαρξιακό γιατί αποδεχόμενοι το διαφορετικό κατακτάμε μια απίστευτη ελευθερία
Αργυρώ Χιώτη, σκηνοθέτις
Μέσα σε όλα η προσωπική της συγκίνηση ήρθε παρακολουθώντας το δέσιμο των παιδιών. «Δεν έγιναν φίλοι, όμως έγιναν τα μέλη μιας πιθανής ουτοπικής συνύπαρξης. Τα Ελληνόπουλα που συμμετέχουν θα μπορούσαν να έχουν λάβει μέρος σε ένα οποιοδήποτε άλλο, πιο ανώδυνο εργαστήριο· όμως έμειναν μαζί μας από την αρχή μέχρι το τέλος. Είπαν ‘πάμε μαζί κι ας είμαστε διαφορετικοί’. Κοιτάζοντας τους», λέει το βράδυ της γενικής τους πρόβας, «συνειδητοποιείς τι σημαίνει αποδοχή. Είναι κάτι βαθιά υπαρξιακό γιατί αποδεχόμενοι το διαφορετικό κατακτάμε μια απίστευτη ελευθερία. Αυτή η ελευθερία κερδήθηκε εδώ, φτιάξαμε ένα κοινό τόπο και χώρο, μια φούσκα συνύπαρξης».
Οι ελπίδες μετά την καταστροφήΤο προηγούμενο βράδυ της γενικής πρόβας, ο Αμπ. και ο Ρ. είχαν κατέβει στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά για να πανηγυρίσουν (έξαλλα όπως με πείθουν) τη νίκη του Ολυμπιακού για το Κύπελλο UEFA. Και οι δύο λατρεύουν το ποδόσφαιρο, ο δε Αμπντουλά θέλει να γίνει επαγγελματίας ποδοσφαιριστής και, παρότι η ζωή τον έχει πείσει για το σκληρό της πρόσωπο, πιστεύει ότι μπορεί να τα καταφέρει. Θέλει, επίσης, να σπουδάσει νομικά, εις μνήμη του πατέρα του που ήταν δικηγόρος.
Θέλεις, δεν θέλεις, θα κάνεις όνειρα· έτσι περνάει η ζωή
Ρ., πρόσφυγας, μαθητής Λυκείου
Προς το παρόν, έχει αρχίσει να εκπαιδεύεται στην ιδέα πως είναι να έχεις φίλους και να επικοινωνείς. Μιλάει Αγγλικά, ο Ρεζά πάλι όχι, αλλά λένε, ήδη, πως είναι φίλοι. Ο Ρ. φοιτά στη Β΄ Λυκείου – εξ ου και τα αξιοπρεπή ελληνικά του – μα θέλει να μάθει κι άλλες ξένες γλώσσες για να μπορέσει να βρει δουλειά και να βοηθήσει οικονομικά τη μητέρα του. Αν τον ρωτήσεις τι περιμένει από το μέλλον, θα απαντήσει με απρόσμενη ωριμότητα: «Θέλεις, δεν θέλεις, θα κάνεις όνειρα· έτσι περνάει η ζωή».
Εφηβείες που εκπέμπουν σε άλλη συχνότηταΤα όνειρα τους, φυσικά, διαφέρουν πολύ από της Ήριας και του Όλι. Η μεν πρώτη, θέλει να σπουδάσει αρχιτεκτονική και να κάνει μεταπτυχιακές σπουδές εκτός Ελλάδας (ήδη μιλάει πέντε γλώσσες). Ο δε Όλι θέλει να σπουδάσει κινηματογράφο γιατί, όπως λέει, του αρέσει το δημιουργικό χάος.
Έμαθα να μην κρίνω από αυτό που βλέπω
Ήλια, μαθήτρια Γυμνασίου
Πως νιώθουν που ενώ βρίσκονται στην ίδια ηλικία με τα αγόρια στο πλάι τους, έχουν τόσο διαφορετικά βιώματα και εντελώς άλλα προνόμια; «Δεν ξέρω πώς να συμπεριφερθώ, σίγουρα νιώθω συμπόνια και θυμώνω που ο κόσμος είναι φτιαγμένος έτσι και κάποιοι υποφέρουν από τις συνέπειες του. Από την άλλη, αν σκέφτομαι μόνο αυτό, μάλλον θα παγώσω, δεν θα μπορώ να κάνω τίποτα ωφέλιμο. Οπότε προσπαθώ να σκέφτομαι πως τίποτα δεν είναι μόνο μαύρο ή άσπρο. Και στο ΣUΠΕR αυτό λέμε», σχολιάζει ο Όλι.
Με το βλέμμα στην υπέρβασηΚατά τα τρία τελευταία χρόνια του «Co_OPERAtive» υπήρξαν νεαροί πρόσφυγες που συμμετείχαν και, παρά τις μεγάλες τους πληγές, κατάφεραν να κάνουν την υπέρβαση. Ο Μιχάλης Μοσχούτης δίνει το παράδειγμα ενός παλιού συμμετέχοντα του προγράμματος από την Αφρική, που σήμερα σπουδάζει με υποτροφία και παράλληλα έχει προσληφθεί στην ΕΛΣ ως ταξιθέτης.
Είναι η επιβεβαίωση μιας φράσης του κειμένου που η Αργυρώ Χιώτη ξεχωρίζει: «Όλα έχουν πάει καλά και πλησιάζουμε τα όνειρα μας. Δεν έχουμε φύγει από την πορεία μας». Μια φράση που λένε εν χορώ οι έφηβοι πρωταγωνιστές της. Και μαζί μια άλλη: «Όλα να άλλαζαν, να γίνονταν αλλιώς».