Ο Ζαχαρίας Μαυροειδής είναι ένα από τα πιο αγαπητά, συγκροτημένα και χαρισματικά άτομα που ξέρω και παρακολουθώ από τα πρώτα του βήματα στις ταινίες μεγάλου μήκους, όπως ο Ξεναγός. Ο Ξενοφώντας Χαλάτσης είναι φίλος, η χαρά της ζωής και βασιλιάς της καλής ατάκας. Η συνεργασία των δύο στη συγγραφή του σεναρίου για τη νέα ταινία του Μαυροειδή, «Το Καλοκαίρι της Κάρμεν» δεν θα μπορούσε παρά να είναι εκρηκτική.
Όπως γράφει ο σκηνοθέτης, η ταινία είναι μια περήφανα «ξεδιάντροπη» κωμωδία με θέμα την πολυεπίπεδη φιλία μεταξύ δύο γκέι ανδρών. Ο Νικήτας και ο Δημοσθένης περνάνε μια μέρα στα Λιμανάκια της Βάρκιζας, αναπολώντας το πρόσφατο παρελθόν τους με την προοπτική να το μετατρέψουν σε σενάριο. Προς έκπληξή τους, σύντομα ανακαλύπτουν σοβαρές αποκλίσεις στο πώς ερμηνεύουν τα γεγονότα του περίφημου καλοκαιριού με την Κάρμεν. Το μόνο στο οποίο θα συμφωνήσουν είναι η ματαιοπονία της αυτογνωσίας.
Πολύχρωμη, τολμηρή, αστεία, ανάλαφρη αλλά και στοχαστική, με καταληκτική μουσική, σκηνικά και κοστούμια, η ταινία με έκανε να γελάσω (πολύ!), να βρω στοιχεία που όλοι μας, ανεξαρτήτως σεξουαλικής ταυτότητας, έχουμε σκεφτεί, αισθανθεί ή βιώσει, να σκεφτώ τις σκληρές, πικρές αλήθειες που θίγει και που πέρα από χωρισμούς, έρωτες, έχουν να κάνουν με μοναξιά, οικογενειακές σχέσεις και απόρριψη, αλλά και την κινηματογραφική πραγματικότητα σήμερα. Όλα αυτά από την αστεία πλευρά, γιατί η Κάρμεν είναι «Μια κωμωδία για την τραγωδία της αυτογνωσίας», όπως λέει ο υπότιτλος.
Η ταινία έκανε διεθνή πρεμιέρα στη Βενετία, έχει ταξιδέψει κι έχει βραβευτεί σε πολλά φεστιβάλ, είναι υποψήφια σε 12 κατηγορίες στα βραβεία Ίρις της Ελληνικής Ακαδημίας Κινηματογράφου και τώρα ξεκινά τις προβολές της σε κινηματογράφους της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης από το Cinobo.
Συνάντησα τον Ζαχαρία και τον Ξενοφώντα λίγες μέρες πριν την πρεμιέρα της ταινίας στην Αθήνα και μιλήσαμε για σχεδόν τα πάντα.
Ζ.Μ.: Στην ταινία υπάρχει μια ατάκα από την Άσυ Μπήλιου, ότι η αυτογνωσία είναι μια βολική αυταπάτη. Όλη η διαδικασία συγγραφής σεναρίου των δυο φίλων, ακριβώς επειδή πατάει σε βιώματά τους, πολύ σύντομα οδηγεί στα βράχια της διαδικασίας της αυτογνωσίας, επειδή διαφωνούν στο γιατί συνέβη ό,τι συνέβη, έχουν διαφορετική ερμηνεία για τα πράγματα. Πιστεύω είναι ότι είναι μια ευγενής αξία να γνωρίσεις τον εαυτό σου, αλλά συχνά καταλήγει να είναι και μια ψευδαίσθηση. Φτιάχνουμε μια εικόνα για τον εαυτό μας και εύκολα μπορούμε να πειστούμε ότι είμαστε έτσι και μετά αποδεχόμαστε οποιαδήποτε αντανάκλασή της την επιβεβαιώνει, ενώ ό,τι δεν την επιβεβαιώνει αυτήν την εικόνα, το κρίνουμε ως άκυρο, άτοπο κλπ.
Θέλατε να κάνετε ένα statement με τη συγκεκριμένη ταινία;Ζαχαρίας Μαυροειδής: Ό,τι παρουσιάζεται για τα βιώματα των γκέι γίνεται με μια σοκαριστική φυσικότητα και χωρίς διάθεση ούτε να εξευγενίσει, ούτε να υπερασπιστεί κάτι. Το μεγάλο στοίχημα για μένα ήταν να μην εξευγενίσουμε την ιστορία.
Ζ.Μ. Δεν είναι πολεμική η ταινία, δεν πάμε να σηκώσουμε σημαία. Βλέποντας πώς έχει πάει σε προβολές, παρατηρώ τα στοιχεία αποδοχής και διαφορετικότητας, αλλά αυτό γίνεται, επειδή είναι κεκτημένα. Ό,τι παρουσιάζεται για τα βιώματα των γκέι γίνεται με μια σοκαριστική φυσικότητα και χωρίς διάθεση ούτε να εξευγενίσει, ούτε να υπερασπιστεί κάτι. Το μεγάλο στοίχημα για μένα ήταν να μην εξευγενίσουμε την ιστορία. Αντίστοιχα και με τη θηλυπρέπεια: Πολύ συχνά στις αφηγήσεις γίνεται μια κακοποιητική αναπαράσταση και συχνά ένας queer δημιουργός φοβάται να εντάξει τη θηλυπρέπεια σε μια ιστορία, ακριβώς γιατί είναι πολύ λεπτή η διαφορά ανάμεσα στο να αναπαράγεις ένα στερεότυπο και στο να λες ότι υπάρχει και η θηλυπρέπεια και είναι ΟΚ. Αυτό είναι μια πρόκληση, αλλά όχι για εμάς. Το έχω εισπράξει πάντως. Μια Ελληνίδα στην Ελβετία με ρώτησε αν τη λέξη «αδερφή» τη χρησιμοποιούν οι γκέι μεταξύ τους, γιατί είναι κακοποιητική. Δεν έχουμε συνηθίσει να ακούμε να μιλάνε έτσι σε ταινίες, όμως στην πραγματική ζωή συμβαίνει. Η ειλικρίνεια με την οποία αναπαρίστανται στην ταινία οι καθημερινοί διάλογοι δύο ομοφυλόφιλων χαρακτήρων, δεν είναι τόσο συνήθης. Θηλυπρεπής χαρακτήρας υπάρχει και στην ταινία, όχι με διάθεση διακωμώδησης, απλά έτσι είναι. Όσο διασκεδάζει αυτός με τον εαυτό του και τη θηλυπρέπειά του και με το να τσαλαπατάει την αρρενωπότητα, άλλο τόσο το απολαμβάνουμε κι εμείς μαζί του. Το αστείο δεν είναι εις βάρος του γκέι, αλλά εις βάρος της αρρενωπότητας.
Φ.Χ. Τη θηλυπρέπεια την έχουμε συνηθίσει ως κωμικό στοιχείο, για να βγάλει γέλιο. Ακόμα και στους γκέι υπάρχει αυτός ο ρατσισμός ενάντια στα θηλυπρεπή αγόρια. Ουσιαστικά είναι μια άλλη έκφανση του ψυχισμού τους, της εμφάνισής τους. Δεν είναι κακό ή καλό. Ο άλλος θέλει να είναι έτσι, έτσι να εκφραστεί. Είναι αυτό που λέμε «κουλή». Είναι ωραίο να γίνεσαι και κουλή! Επίσης, πώς ορίζεται το queer cinema; Αν ένας σκηνοθέτης είναι queer, είναι και όλες οι ταινίες του ανεξαρτήτως θεματικής; Ή αν οι πρωταγωνιστές είναι queer, αλλά χωρίς κλασικά queer προβλήματα; Η Κάρμεν δεν έχει τα κλασικά queer προβλήματα – αποδοχή, in the closet, αυτοκτονία, κατάθλιψη, μπούλινγκ. Τα αγγίζει, αλλά δεν επικεντρώνεται εκεί. Έχει αγάπη, το ζήτημα της αποδοχής από την οικογένεια, αυτογνωσία, φιλία, χωρισμός… ποιος χωρίζει και δεν περνά ό,τι ο κακομοίρης ο Δημοσθένης; Είναι κι ένας από τους λόγους που η ταινία αρέσει στο κοινό ανεξαρτήτως σεξουαλικότητας.
Ζαχαρία, όπως έχεις πει, προτίμησες να μην περιμένεις χρόνια για χρηματοδοτήσεις και έκανες μια low budget ταινία. Πόσο αυτό μπορεί να περιορίσει ή και αντίθετα να πυροδοτήσει τη φαντασία ενός σκηνοθέτη;Ζ.Μ.: Κάθε ταινία είναι συνάρτηση των παραγωγικών δεδομένων που έχεις, οπότε η δημιουργική διαδικασία κάθε ταινίας είναι σύμφυτη με τις δημιουργικές προεκτάσεις της. Είτε την κάνεις στην πιο ακριβή είτε στην πιο φτηνή της εκδοχή, πάντα τροφοδοτεί το περιεχόμενο της ιστορίας. Δεν είναι εύκολο να κάνεις σινεμά, είτε με μηδέν budget είτε με εκατομμύρια, απλώς είναι άλλου είδους οι δυσκολίες. Ήταν ένας γόνιμος περιορισμός, γιατί κάποια στιγμή όλο αυτό γίνεται και μέρος της ιστορίας. Από τη στιγμή που οι ίδιοι οι χαρακτήρες της ταινίας προσπαθούν να κάνουν μια low budget ταινία και να γράψουν το σενάριο, αυτό τροφοδοτεί πολύ ωραίες και αστείες καταστάσεις.
Πόσο αυτοαναφορική είναι η ταινία και πώς ήταν η διαδικασία της συν-συγγραφής του σεναρίου;Ξενοφώντας Χαλάτσης: Η Κάρμεν δεν έχει τα κλασικά queer προβλήματα – αποδοχή, in the closet, αυτοκτονία, κατάθλιψη, μπούλινγκ. Τα αγγίζει, αλλά δεν επικεντρώνεται εκεί. Έχει αγάπη, το ζήτημα της αποδοχής από την οικογένεια, αυτογνωσία, φιλία, χωρισμός…
Ζ.Μ.: Υπάρχουν προφανώς πολλά σημεία αυτοαναφοράς. Και το ότι στην πορεία ήρθε το εύρημα με τους ήρωες να γράφουν το στόρι, τα λέει όλα. Η συνεργασία μας είχε ενδιαφέρον, γιατί τα προβλήματα που συναντάς στη γραφή, την άλλη μέρα έχουν γίνει κομμάτια της ιστορίας, αφήγηση. Η ταινία ουσιαστικά αφηγείται τη δημιουργία της, τη διαδικασία που περάσαμε προσπαθώντας να τη φτιάξουμε. Είναι ιδιοσυγκρασιακή δουλειά το γράψιμο, δεν είναι αυτονόητο ότι μπορούν κάποιοι άνθρωποι να γράψουν μαζί. Δεν υπάρχει φόρμουλα. Πρέπει κάθε φορά να την ανακαλύπτεις, ανάλογα με τους συνεργάτες, το πρότζεκτ και τις συνθήκες. Επειδή δέκα χρόνια τώρα διδάσκω σενάριο, το ξέρω εμπειρικά, έχω βρεθεί σε διάφορες συνθήκες συνεργασίας, αλλά η διδασκαλία είναι το πιο σημαντικό σχολείο στο σενάριο. Μαθαίνουμε από τα λάθη μας, αλλά θέλει πολύ κόπο για να καταφέρεις να δεις το λάθος σου με διαύγεια. Συνήθως το βλέπεις κατόπιν εορτής, όταν πλέον δεν έχεις περιθώρια να το διορθώσεις. Ενώ όταν δουλεύεις με σενάρια άλλων είναι πολύ σαφές ποιο είναι το λάθος, το πρόβλημα που δεν το βλέπει ο δημιουργός και μπορεί να το διορθώσει.
Φ.Χ.: Ξεκινήσαμε να γράφουμε το σενάριο πριν την πανδημία. Περάσαμε καλοκαίρια μαζί, απογεύματα μετά τη δουλειά, Σαββατοκύριακα… Εγώ έχοντας κάνει σεμινάριο για θεατρική γραφή κατάλαβα ότι θέλω να κάνω κωμωδίες. Ό,τι μήνυμα είναι να περάσει, να περάσει με χαρά και ελαφρότητα. Ενώ όμως θεωρείται δύσκολη η κωμωδία, από την άλλη δεν τις θεωρούν σοβαρές, ποιοτικές ταινίες.
Ζ.Μ.: Στα ευρωπαϊκά φεστιβάλ, όπου οι ταινίες προσδοκούν να συμμετέχουν, οι κωμωδίες είναι η εξαίρεση. Κι αυτό κάπως ανατροφοδοτεί την παραγωγή, καθώς οι περισσότερες κωμωδίες δεν κάνουν καν τον κόπο να διεκδικήσουν τη συμμετοχή τους στα μεγάλα φεστιβάλ. Θυμάμαι ότι όταν κάναμε την πρεμιέρα μας στη Βενετία, οι programmers μας έλεγαν πόσο σπάνιο είναι να δεις μια κωμωδία που να νιώθεις ότι έχεις λόγο να τη συμπεριλάβεις στο πρόγραμμα, ότι έχει μια καλλιτεχνική αξία.
Φ.Χ.: Το χιούμορ και το με τι θα γελάσει κάποιος είναι κι αρκετά προσωπικό και έχει και πολιτιστικά χαρακτηριστικά. Είναι λίγο πιο ιδιοσυγκρασιακό. Ενώ να κάνεις τον κόσμο να κλάψει είναι πιο παγκόσμιο. Πεθαίνει το παιδί σου, σε σκοτώνουν, σε βιάζουν – θα κλάψεις, είναι μονόδρομος. Γι’ αυτό και γουστάρω τόσο την επιτυχία της Κάρμεν στα φεστιβάλ. Γιατί φαίνεται τελικά ότι αυτό το χιούμορ μάλλον αγγίζει κι άλλο κόσμο, δεν είναι μόνο ελληνικό ή queer.
Ζ.Μ. Η κωμωδία έχει άμεση ανταπόκριση, όπως και το θέατρο. Και είναι ωραίο να το βλέπεις στις προβολές. Εγώ έχω γράψει πολλή κωμωδία και μ’ αρέσει ο σαρκασμός. Υπάρχει όμως και το ρίσκο να σε παρασύρει η κωμωδία. Οι ατάκες μας έβγαιναν αβίαστα και είναι πολύ εύκολο να παρασυρθείς και να είναι η ατάκα για την ατάκα. Μετά πρέπει να ξεκαθαρίσεις τι αφήνεις, γιατί μπορεί να έχεις κερδίσει μια ωραία ατάκα, αλλά αν χάσεις στο βάθος του χαρακτήρα είναι μεγάλο ζήτημα.
Ζ.Μ. Θεωρώ ότι έχει κατακτηθεί ένα πολύ υψηλό επίπεδο. Υπάρχουν πάντως δύο παράμετροι: Ότι στην Ευρώπη έχουμε την παράδοση του ‘Σινεμά του δημιουργού’. Το σύστημα του σινεμά προωθεί πολύ το να γράφει ο σκηνοθέτης το σενάριό του, το οποίο δεν είναι καθόλου εύκολο ή εύλογο, είναι τελείως διαφορετική η δεξιότητα ενός σκηνοθέτη και ενός σεναριογράφου. Η δεύτερη παράμετρος είναι ότι για να φτάσει να παίξει ένα σενάριο, το έχουν διαβάσει πάρα πολλοί. Το έχει εγκρίνει ένας παραγωγός, το Κέντρο Κινηματογράφου, κλπ. Οπότε αν δεχόμασταν ότι πάσχουν τα σενάρια, θα σήμαινε ότι όλη η κινηματογραφική βιομηχανία πάσχει από αφηγηματικές δεξιότητες.
Φ.Χ.: Και οι δυο χαρακτήρες είναι ένα συνονθύλευμα των δυο μας και ιστοριών από τον κύκλο μας. Ο πιο κοντινός στην πραγματική ζωή είναι πάντως η μάνα (δεν κάνουμε σπόιλερ τις θανατηφόρες ατάκες!). Τις ατάκες τις έχουν ακούσει όλοι και τρισχειρότερες. Κι έχω συναντήσει μάνες που λένε ότι δεν έχουν νιώσει ποτέ ντροπή για το παιδί τους και είναι πάντα περήφανες. Και λέω, πάτε καλά, ποτέ δεν έχει ουρλιάξει το παιδί σου στο σούπερ μάρκετ, να θες ν’ ανοίξει η γη να σε καταπιεί;
Ζ.Μ.:… και βέβαια ό,τι φέρουν οι ίδιοι οι ηθοποιοί. Ό,τι και να είναι γραμμένο στο χαρτί, όσο πιστό και να είναι σε μια προϋπάρχουσα πραγματικότητα, είναι ελάχιστο κομμάτι του ρόλου. Αν δεν μπει ο ηθοποιός με την αύρα του, το πρόσωπό του, το σώμα, την κίνησή του, δεν ξέρεις ποιος είναι ο χαρακτήρας. Τους δύο πρωταγωνιστές, Γιώργο Τσιαντούλα και Ανδρέα Λαμπρόπουλο, τους βρήκαμε μέσω κάστιγκ από τον Άκη Γουρζουλίδη και τη Σωτηρία Μαρίνη. Κάναμε δοκιμαστικά σε ζευγάρια και το βασικό ζητούμενο ήταν να έχουν ωραία χημεία μεταξύ τους και όσο δυνατόν να φαίνονται φίλοι. Έκανα λοιπόν πολλές κατ’ ιδίαν συναντήσεις μαζί τους κι έτσι περπάτησε το σενάριο. Οι δε μικροί χαρακτήρες έχουν λίγο χώρο να αναπτυχθούν και είναι εύκολο να βγουν στερεοτυπικοί. Με τη Ρουμπίνη Βασιλακοπούλου (υποδύεται τη μάνα) έκανα δουλειά ατάκα – ατάκα, για να είμαι σίγουρος ότι βγάζει έναν συνεκτικό χαρακτήρα και όχι επιδερμικό.
Υπάρχουν πάντως στοιχεία, όπως το γράμμα του Νικήτα από το Καστελλόριζο, που βγάζουν πόνο, όχι αστεία!Φ.Χ.: Το γράμμα είναι πόνος, αυτά που λέει το παλικάρι. Πρόσφατα είδα ένα ντοκιμαντέρ με την Ανιές Βαρντά που έλεγε, ξέρω ότι υπάρχει πόνος και δυστυχία, αλλά επιλέγω να κοιτάζω προς κάτι πιο φωτεινό κι ανάλαφρο. Δεν το ακυρώνεις λοιπόν, δεν λες ότι δεν υπάρχει, απλά επιλέγεις να δείξεις την άλλη πλευρά, που εξίσου υπάρχει. Ή το στερεότυπο περί φιλίας. Υπήρχε κόσμος μετά τα φεστιβάλ που μας έλεγε ότι περίμενε να τα φτιάξουν οι δύο ήρωες. Υπάρχει το στερεότυπο ότι οι γκέι κάνουν σεξ. Ναι, αλλά όχι μόνο. Υπάρχουν φιλίες, πλατωνικές σχέσεις, μεγάλη αγάπη. Όταν έχεις φάει απόρριψη από την οικογένεια λόγω διαφορετικότητας (κι όχι μόνο επειδή είσαι γκέι) και χρειάζεσαι αγάπη στη ζωή, επενδύεις σε φίλους που γίνονται μετά οικογένεια, γιατί σε αποδέχονται, στέκονται δίπλα σου, όταν η οικογένεια σε έχει κάνει πέρα, σε απορρίπτει ή δεν θέλει να έχει σχέση μαζί σου.
Ζ.Μ.: Δύο γκέι άντρες που είναι φίλοι μοιάζουν σε πολλά με τους στρέιτ – ανταγωνισμός, κωδικοί διασκέδασης κλπ -, αλλά σίγουρα μπορεί να είναι εν δυνάμει εραστές, οπότε στις φιλίες κάπως πρέπει να το διαχειριστούν αυτό. Πολλές φιλίες έχουν προκύψει μέσα από αποτυχημένα ραντεβού. Για όλα τα λοατκι άτομα οι φιλίες υποκαθιστούν την οικογένεια σε ένα πρώτο επίπεδο, πχ με ποιον θα κάνω Πάσχα, δεν θέλω να πάω στο χωριό με τη μάνα μου, ή και σε ένα πολύ πιο ουσιαστικό επίπεδο, με ποιον πχ θα πάω στην εκταφή της μάνας μου. Ενίοτε μέσα σε αυτές τις φιλίες αναπαράγονται δυναμικές οικογενειακές. Στην ταινία υπάρχει ένα παιχνίδι με αυτό, σε μερικές σκηνές ο πρωταγωνιστής φέρεται στον κολλητό του, όπως του φέρεται η μάνα του.
Πώς λειτουργεί το location στα Λιμανάκια Βουλιαγμένης, όπου ο Νικήτας και ο Δημοσθένης συζητούν για το σενάριο και τριγύρω συνυπάρχουν τόσοι διαφορετικοί χαρακτήρες;Ζ.Μ.: Κάποιος που δεν γνωρίζει, πιστεύει ίσως ότι εκεί είναι νταρκίλα και βαριά, ερωτική ατμόσφαιρα. Νομίζω ότι η ταινία αποτυπώνει με τρυφερότητα και ειλικρίνεια τον εφήμερο κόσμο που δημιουργείται κάθε μέρα σε ένα μέρος cruising, όπου συναντιέται όλο το φάσμα της λοατκι κοινότητας κι όχι απαραίτητα με την πρόθεση να κάνουν ανώνυμο σεξ. Μπορείς να κάνεις τρέλες, να είσαι δημιουργικός, να κάτσεις να γράψεις ή απλώς να αράξεις γιατί μόνο εκεί νιώθεις ότι δεν είσαι δακτυλοδεικτούμενος. Αν εστιάσεις στο σεξουαλικό κομμάτι, μπορείς να το δεις ως κάτι αισθησιακό, επικίνδυνο, γεμάτο ηδονή και πόθο, αλλά λίγο να μετατοπιστείς και είναι ένα θέατρο αρρενωπότητας. Όλοι αυτοί οι άντρες που περιφέρονται με το βλέμμα το τοξικό και που μπορεί να είναι θεόκουλοι, είναι πραγματικά ένα πάρα πολύ αστείο θέατρο αρρενωπότητας! Στην ταινία βγαίνει αυτό, το πώς στήνονται οι άντρες σαν τα παγώνια.
Η ταινία ξεκίνησε από τη Βενετία, ταξίδεψε σε πολλά φεστιβάλ και θα προβληθεί σε 80 κινηματογράφους στη Γαλλία και σε πολλές άλλες χώρες, όπως Βέλγιο Γερμανία Αυστρία, Ελβετία, Βραζιλία, Αμερική, Βρετανία, Αυστραλία, Πολωνία… Πώς νιώθετε γι’ αυτήν τη μεγάλη επιτυχία;Ζ.Μ.: Η αποδοχή από τα φεστιβάλ είναι πολύ ευχάριστη. Θεωρούσα βέβαιο ότι η ταινία θα ταξίδευε σε φεστιβάλ λοατκι, αλλά κρατούσα μικρό καλάθι για τα υπόλοιπα, γιατί έχω κάνει ταινίες και ξέρω πόσο απαιτητικό και ανταγωνιστικό είναι το φεστιβαλικό κύκλωμα. Ήταν απίστευτη χαρά ότι ξεκινήσαμε από τη Βενετία, που είναι σαν να ξεκινάς από τη μεγάλη νεροτσουλήθρα με φόρα και μετά έρχονται όλα πολύ πιο εύκολα.
Φ.Χ.: Γράφοντας και ξαναβλέποντάς το, ήξερα ότι είναι γαμώ τα σενάρια. Αλλά από την άλλη δεν ήξερα πόσο μπορώ να είμαι αντικειμενικός με ένα δικό μου παιδί και πώς θα προχωρήσει. Πήρε το βραβείο κοινού στη Θεσσαλονίκη, στις Βρυξέλες, στο Σαν Φρανσίσκο, που είναι τα πιο μεγάλα παράσημα, το κοινό να βγαίνει έξω ευχαριστημένο. Επίσης το Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης επέλεξε την Κάρμεν για το πρόγραμμα Smart Seven, όπου καθένα από επτά ευρωπαϊκά φεστιβάλ διαλέγει μια νέα ταινία που ταξιδεύει σε αυτά και τον Νοέμβριο στη Θεσσαλονίκη μία από αυτές βραβεύεται. Έτσι η Κάρμεν ταξίδεψε σε πόλεις όπως η Λισαβώνα, η Μαδρίτη, το Ρέικιαβικ, κ.ά.
Πώς θα τη χαρακτηρίζατε την ταινία;Ζ.Μ.: Εγώ την έχω βαφτίσει ‘queer bromance’ που εμπεριέχει την ανδρική φιλία. Αν κάτι σε κάνει να γελάσεις, κάτι έχει σπείρει μέσα σου. Και η μελαγχολία που βγάζει σε κάποιους, ίσως εν τέλει έχει να κάνει με το ότι μέσα από την ταινία καταφέρνουν να μπουν στην οπτική των λοατκι ατόμων και να δουν πράγματα που ίσως δεν είχαν συνειδητοποιήσει. Σε μια ταινία έχεις δυνητικά την ευκαιρία να δεις τη ζωή μέσα από τα μάτια ενός άλλου. Όσο πιο ξένος είναι αυτός ο άλλος από τα βιώματά σου, τόσο περισσότερο μπορεί και να ανακαλύψεις πράγματα που δεν τα περίμενες. Και κυρίως πόσα κοινά έχεις με τον «ξένο».
Φ.Χ.: Κατέληξα μετά από τόσα φεστιβάλ στο ότι το είδος της ταινίας είναι σπάνιο, γιατί είναι μια ταινία ανάλαφρη που όμως πιάνει και βαριά θέματα. Και αντί να κάνεις παντιέρα το πόσο διαφορετικοί είμαστε, εν τέλει κάνεις παντιέρα το πόσο ίδιοι είμαστε. Γιατί νομίζω ότι εν τέλει αυτό λέει η ταινία: Πόσο ίδιοι είμαστε. Θα κλάψουμε στους χωρισμούς, θα φάμε πατάτα από τη μάνα μας, θα κάνουμε κολλητούς, θα τσακωθούμε, θα τα ξαναβρούμε… Καλή και η διαφορετικότητα, αλλά μην ξεχνάμε τη βάση, πόσο μοιάζουμε άσχετα από σεξουαλική ταυτότητα κλπ. Επίσης, κρίνοντας από την επιτυχία της ταινίας και το σε πόσο κόσμο μιλάει, νομίζω ότι δεν είμαστε πίσω εμείς κι άλλες κοινωνίες μπροστά. Για κάποια γκέι άτομα είναι ίδια η κατάσταση παγκοσμίως. Υπάρχει παγκόσμια συντηρητικοποίηση και το ότι έγινε πχ το σύμφωνο δεν σημαίνει ξαφνική στροφή της κοινωνίας προς το ανοικτότερο.
Τι εύχεστε για την πορεία της ταινίας;Ζ.Μ. Εύχομαι να πάει κόσμος να δει την ταινία, να μη φοβηθεί το tag “queer” και προσκαλώ και τις γυναικοπαρέες όλων των ηλικιών που στηρίζουν την τέχνη και είναι ο πυρήνας του ελληνικού σινεμά και όχι μόνο. Να απολαύσουν την καλοκαιρινή ιστορία, τα αγόρια μας και τη φανταστική μητέρα που υποδύεται η Ρουμπίνη Βασιλακοπούλου.
Φ.Χ.: Όπως είπε μια φίλη της μάνας του Ζαχαρία, για κάποιες γυναίκες η ταινία αυτή είναι ντοκιμαντέρ. Θα μάθουν πράγματα! Και μια καλή ταινία οφείλει νομίζω να σε κάνει να μάθεις κάτι καινούριο.
Ο Ζαχαρίας Μαυροειδής αυτή την περίοδο γράφει ένα αστυνομικό σενάριο που εκτυλίσσεται στην Ήπειρο και ετοιμάζει ένα φιλόδοξο, μεγάλου μήκους animation για παιδιά, βασισμένο στο βιβλίο του «Επτά ψυχές στο στόμα» (εκδ. Polaris), μια ιστορία με γάτες σε ένα Κυκλαδονήσι. Επίσης είναι μέλος της πρωτοβουλίας ‘Filmmakers for Palestine’ που κάνει δράσεις στήριξης των παλαιστινίων και εναντίωσης στο κράτος του Ισραήλ.
Σκηνοθεσία: Ζαχαρίας Μαυροειδής. Σενάριο: Ζαχαρίας Μαυροειδής, Ξενοφών Χαλάτσης. Διεύθυνση φωτογραφίας: Θεόδωρος Μιχόπουλος GSC. Μοντάζ: Λίβια Νερουτσοπούλου. Ήχος: Στέφανος Ευθυμίου. Μουσική: Ted Regklis. Κοστούμια: Κατερίνα Ζούρα. Σκηνικά: Αλίκη Κούβακα. Σχεδιασμός Κομμώσεων & Μακιγιάζ: Ιωάννα Λυγίζου. Παραγωγή: Αταλάντη Α.Ε | Ιωάννα Μπολομύτη. Συμπαραγωγή: Αργοναύτες Α.Ε, Athens Productions Α.Ε./ Γιάννης Καραντάνης, ΕΡΤ, Ζαχαρίας Μαυροειδής. Με την υποστήριξη: Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου | ΕΚΟΜΕ. World Sales: Be for Films. Πρωταγωνιστούν: Γιώργος Τσιαντούλας, Ανδρέας Λαμπρόπουλος, Ρουμπίνη Βασιλακοπούλου, Νικόλας Μίχας, Βασίλης Τσιγκριστάρης. Χώρα Παραγωγής: Ελλάδα. Έτος Παραγωγής: 2023. Διάρκεια: 106′