Το Φεστιβάλ Αθηνών Επιδαύρου 2024, στις 12 Ιουλίου υποδέχεται στο Ηρώδειο την Γεωργιανή πιανίστα Κάτια Μπουνιατισβίλι, για να ερμηνεύσει το δημοφιλέστερο ίσως κοντσέρτο για πιάνο όλων των εποχών, το Πρώτο του Τσαϊκόφσκι. Update – Την Μπουνιατισβίλι θα αντικαταστήσει ο Αλεξέι Βολοντιν.
Συνοδοιπόροι της στον μελωδικό κόσμο του ρομαντικού συνθέτη, η Κρατική Ορχήστρα Αθηνών και ο καταξιωμένος αρχιμουσικός Λουκάς Καρυτινός, θα μετατραπούν οι ίδιοι σε… σολίστες στο περίφημο Κοντσέρτο για ορχήστρα του Μπέλα Μπάρτοκ, το πιο εντυπωσιακό συμφωνικό έργο του Ούγγρου πρωτοπόρου, που σφύζει από ζωντάνια και χορευτική διάθεση, αγγίζοντας τα όρια του παροξυσμού.
Το πρώτο κοντσέρτο για πιάνο και ορχήστρα του Τσαϊκόφσκι, γεμάτο ρομαντικές καταβολές – αναμφίβολα το δημοφιλέστερο κοντσέρτο για πιάνο όλων των εποχών – αποτελεί ύψιστη δεξιοτεχνική πρόκληση και σημείο αναφοράς για κάθε πιανίστα. Η βραδιά, ανοίγει με το Κοντσέρτο για ορχήστρα του Μπέλα Μπάρτοκ. Μακράν το πιο εντυπωσιακό και αγαπημένο συμφωνικό έργο του Ούγγρου πρωτοπόρου, το Κοντσέρτο για ορχήστρα δεν είναι παρά ένα ορχηστρικό «tour de force» – επίδειξη ισχύος που καταλήγει σύμφωνα με τον συνθέτη σε «χορευτικό παροξυσμό, μες στον οποίο όλοι οι λαοί του κόσμου δίνουν τα χέρια». Τη συναυλία διευθύνει ο Λουκάς Καρυτινός.
Μια συμπαραγωγή της Κρατικής Ορχήστρας Αθηνών και του Φεστιβάλ Αθηνών Επιδαύρου.
Μπέλα Μπάρτοκ (1881 – 1945)
Κοντσέρτο για ορχήστρα
1. Introduzione. Andante non troppo – Allegro vivace
2. Giuoco delle coppie. Allegro scherzando
3. Elegia. Andante non troppo
4. Intermezzo interrotto. Allegretto
5. Finale. Presto
Αναζητώντας διέξοδο από τη λαίλαπα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, ο Μπάρτοκ εγκατέλειψε την Ουγγαρία το φθινόπωρο του 1940 για να εγκατασταθεί μόνιμα στη Νέα Υόρκη. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του σφραγίστηκαν από οικονομική δυσπραγία και σοβαρά προβλήματα υγείας (λευχαιμία). Οι φίλοι και συμπατριώτες του Μπάρτοκ, ο αρχιμουσικός Φριτς Ράινερ και ο βιολονίστας Γιόζεφ Σίγκετι, σε μία προσπάθειά τους να τονώσουν το ηθικό του συνθέτη, απευθύνθηκαν το καλοκαίρι του 1943 στον μαέστρο της Συμφωνικής της Βοστόνης Σερζ Κουσεβίτσκυ ζητώντας του να παραγγείλει ένα συμφωνικό έργο στον Μπάρτοκ. Εκείνος όντως προέβη σε σχετική παραγγελία, προϊόν της οποίας ήταν το Κοντσέρτο για ορχήστρα, γραμμένο μεταξύ της 15ης Αυγούστου και της 8ης Οκτωβρίου 1943. Η πρεμιέρα του δόθηκε την 1η Δεκεμβρίου 1944 από την Συμφωνική της Βοστόνης υπό τη διεύθυνση του Κουσεβίτσκυ. Το έργο έγινε δεκτό με ενθουσιασμό και έκτοτε έχει καθιερωθεί ως ένα από τα πιο αγαπητά και εύληπτα έργα του Μπάρτοκ.
Ο όρος «Κοντσέρτο για ορχήστρα» φαινομενικά είναι παράδοξος, αφού ένα κοντσέρτο παραδοσιακά γράφεται για ένα σολιστικό όργανο (ή σπανιότερα για περισσότερα) και ορχήστρα. Η ιδιαιτερότητα ενός κοντσέρτου για ορχήστρα έγκειται στον συστηματικό χειρισμό μεμονωμένων οργάνων ή ομάδων της ορχήστρας εκ περιτροπής κατά τρόπο σολιστικό. Το Κοντσέρτο για ορχήστρα του Μπάρτοκ έχει πέντε μέρη, που κατά τον συνθέτη «μεταβαίνουν σταδιακά από την αυστηρότητα του πρώτου μέρους και το πένθιμο τραγούδι του τρίτου προς το ολοζώντανο φινάλε». Έτσι, οι πυλώνες του αψιδωτού αυτού μουσικού οικοδομήματος είναι το πρώτο, το τρίτο και το πέμπτο μέρος, ανάμεσα στα οποία το δεύτερο και το τέταρτο λειτουργούν ως ανάλαφρα ιντερμέδια.
Η αργή εισαγωγή του πρώτου μέρους στηρίζεται σε ένα μελαγχολικό θέμα, που διαδοχικά εμφανίζεται με ολοένα και μεγαλύτερη ένταση σε φλάουτα, τρομπέτες και έγχορδα. Από εκεί και ύστερα εκτυλίσσεται μία λίγο-πολύ τυπική φόρμα σονάτας. Το δεύτερο μέρος («παιχνίδι των ζευγαριών») παρουσιάζει το ένα μετά το άλλο ζευγάρια πνευστών, οι γραμμές των οποίων κινούνται παράλληλα: τα φαγκότα σε έκτες, τα όμποε σε τρίτες, τα κλαρινέτα σε έβδομες, τα φλάουτα σε πέμπτες, οι τρομπέτες σε δεύτερες. Θεματικά οι πέντε ενότητες είναι ανεξάρτητες μεταξύ τους, ενώ στο κέντρο του μέρους παρεμβάλλεται ένα απροσδόκητα τονικό χορικό των χάλκινων πνευστών, πριν την επανέκθεση των πέντε ενοτήτων με πιο σύνθετη ενορχήστρωση. Η ακόλουθη Ελεγεία είναι χαρακτηριστική της λεγόμενης «νυχτερινής μουσικής» του Μπάρτοκ. Ο όρος αυτός χρησιμοποιήθηκε από τον ίδιο για να αποδώσει μία μουσική που αποσκοπεί στο να αποτυπώσει τους ήχους αλλά και τη γενικότερη αίσθηση της νύχτας στη φύση. Το όμποε εισάγει το ανάλαφρο θέμα του σύντομου ιντερμέτζου, που στην πορεία του διακόπτεται από μία ειρωνική, καυστική παρωδία ενός θέματος από την Έβδομη Συμφωνία του Σοστακόβιτς. Το φινάλε αποτελεί ένα ορχηστρικό tour de force. Η διάθεση είναι χορευτική και εξωστρεφής σχεδόν καθ’ όλη τη διάρκεια του μέρους, που σύμφωνα με τον Μπάρτοκ εκφράζει «έναν χορευτικό παροξυσμό, μες στον οποίο όλοι οι λαοί του κόσμου δίνουν τα χέρια».
Πιοτρ Ίλιτσ Τσαϊκόφσκυ (1840 – 1893)
Κοντσέρτο για πιάνο και ορχήστρα αρ.1 σε σι ύφεση ελάσσονα, έργο 23
1. Allegro non troppo e molto maestoso – Allegro con spirito
2. Andantino semplice – Prestissimo – Tempo I
3. Allegro con fuoco
Την παραμονή των Χριστουγέννων του 1874, ο Τσαϊκόφσκυ, επισκέφτηκε τον φίλο του Νικολάι Ρουμπινστάιν (σημαντικό πιανίστα, συνθέτη και ιδρυτή του Ωδείου της Μόσχας), προκειμένου να ζητήσει τη γνώμη του για το μόλις γραμμένο Κοντσέρτο του για πιάνο, το οποίο ήθελε να του αφιερώσει. Ο Ρουμπινστάιν το αποδοκίμασε με άκρως αρνητικούς χαρακτηρισμούς και ο Τσαϊκόφσκυ, μη θέλοντας να αλλάξει κάτι στο έργο, το έστειλε κατόπιν στον μεγάλο πιανίστα και αρχιμουσικό Χανς φον Μπύλοφ, ο οποίος εξαρχής διείδε σε αυτό «πρωτοτυπία, δύναμη, μεγαλείο και ωριμότητα». Έτσι, έγινε ο αποδέκτης της σχετικής αφιέρωσης από το συνθέτη και παράλληλα είχε την τιμή της πρώτης του εκτέλεσης, η οποία έλαβε χώρα στις 25 Οκτωβρίου 1875 στη Βοστόνη (υπό τη διεύθυνση του Μπέντζαμιν Τζόνσον Λανγκ) κατά τη διάρκεια περιοδείας του στην Αμερική. Αυτή υπήρξε η αρχή της πορείας ενός Κοντσέρτου, που μέχρι σήμερα έχει αγαπηθεί, ερμηνευθεί και ηχογραφηθεί όσο ελάχιστα έργα στην ιστορία.
Πάντως για την ιστορία αξίζει να αναφερθεί, ότι λίγο αργότερα ο Νικολάι Ρουμπινστάιν αναθεώρησε έμπρακτα τις αρχικές του απόψεις γινόμενος ένας από τους πρώτους πιανίστες που το ενέταξαν στο ρεπερτόριό τους αλλά και διδάσκοντάς το σε λαμπρούς μαθητές του. Τελικά η φιλία του πιανίστα με τον συνθέτη ξεπέρασε την πρόσκαιρη σκιά πλήρως, με επιστέγασμα την απόφαση του Τσαϊκόφσκυ να αφιερώσει το επόμενο κοντσέρτο του για πιάνο στον Ρουμπινστάιν ως ένδειξη ευγνωμοσύνης για την σπουδαία ερμηνεία του στο Πρώτο.
Για τους πιανίστες το Κοντσέρτο αποτελεί διαχρονικά μία ύψιστη δεξιοτεχνική πρόκληση· ο Τσαϊκόφσκυ δεν υπήρξε βαθύς γνώστης του πιάνου και ίσως γι’ αυτό το έργο βρίθει περασμάτων εξόχως «άβολων» πλην αφάνταστα λαμπερών και ισχυρών. Από την άλλη, οι μοναδικά λυρικές μελωδίες του απαιτούν μία απόλυτη ηχητική ευαισθησία στην προσέγγισή τους.
Η εισαγωγή του πρώτου μέρους αποτελεί ένα από τα χαρακτηριστικότερα σημεία όλου του έργου, με το πιάνο αρχικά να συνοδεύει δυναμικά τη διάσημη μελωδία της ορχήστρας και στη συνέχεια να εκθέτει μία δεξιοτεχνική καντέντσα. Μετά την επανεμφάνιση της αρχικής μελωδίας εκτυλίσσεται μία τυπική φόρμα σονάτας κοντσέρτου, το κύριο θέμα της οποίας έλκει την καταγωγή του από μία λαϊκή μελωδία, που ο Τσαϊκόφσκυ είχε ακούσει να τραγουδά ένας τυφλός επαίτης στον δρόμο. Μετά από την παρουσίαση (από το κλαρινέτο) του δεύτερου θέματος και την ανάπτυξή του, ακολουθεί μία συγκλονιστική αντιπαράθεση πιάνου και ορχήστρας στην ενότητα της επεξεργασίας και η επανέκθεση του θεματικού υλικού με την αναμενόμενη προσθήκη μίας δεξιοτεχνικότατης και εκτενούς καντέντσας.
Το δεύτερο μέρος ανοίγει -και ολοκληρώνεται- με μία αιθέρια μουσική ενότητα. Σε πλήρη αντίθεση, το γρήγορο μεσαίο τμήμα έχει το χαρακτήρα ενός δυναμικού σκέρτσου. Η βασική του μελωδία προέρχεται από το γαλλικό τραγούδι «Il faut s’amuser, danser et rire” («Κανείς πρέπει να διασκεδάζει χορεύοντας και γελώντας»). Το φινάλε, που αναθεωρήθηκε από τον συνθέτη το 1889, πρόκειται για ένα χορευτικό μέρος όλο φρεσκάδα και ενεργητικότητα, με το κύριο θέμα του να βασίζεται σε παραδοσιακό τραγούδι της Ουκρανίας.