«Τι έγινε ρε παιδιά;», αυτή είναι η κατάλληλη φράση για να συνοψίσει συνολικά την έκπληξη που μας προκάλεσε το τελευταίο επεισόδιο του δεύτερου κύκλου του Maestro και την γλυκόπικρη γεύση που μας άφησε. Σε ένα πλήρες επεισόδιο, γεμάτο μηνύματα και ανατροπές, διακρίναμε επανενώσεις, αλλά και ιστορίες όχι μόνο να μην κλείνουν, αλλά και να μπλέκονται ακόμη περισσότερο.
Στο έκτο και τελευταίο επεισόδιο της σειράς, παρατηρήσαμε ένα ντόμινο εξελίξεων, πάντα με κοινό γνώμονα αναφοράς τη δολοφονία του Χαράλαμπου. Σταδιακά και διαχρονικά με τη περιγραφή του Αντώνη για τη σχέση του με τον πατέρα του, την επιστροφή του στο νησί και την επικοινωνία του με τον Σπύρο, παρακολουθούμε την ανάκριση που υφίστανται οι πρωταγωνιστές της σειράς από τον Δημοσθένη, τον αστυνομικό που έρχεται από την Κέρκυρα για να διαλευκάνει την υπόθεση του φόνου, τα αγαπημένα-από τη πρώτη σεζόν- οικογενειακά τραπέζια και τη μάταιη προσπάθεια του Φάνη να επανενωθεί με τους δικούς του ανθρώπους. Και βέβαια, την τελευταία σκηνή που μας άφησε με το στόμα ανοιχτό…
Ολόκληρη η σεζόν θα μπορούσε κάλλιστα να χαρακτηριστεί ως ένα οπτικό αριστούργημα, μια πόρτα διαφυγής από τις υπόλοιπες σειρές που έχουμε συνηθίσει στην ελληνική τηλεόραση. Η πατριαρχία, οι τοξικές σχέσεις, τα έμφυλα στερεότυπα και η μάστιγα της γυναικείας κακοποίησης, είναι θέματα που πέφτουν στο τραπέζι ακόμη πιο έντονα στη δεύτερη αυτή σεζόν. Μεταφέροντάς μας στην Αθήνα, παρακολουθήσαμε την -αν και μικρή σε διάρκεια- ουσιώδη φιλία της Κλέλιας με τη Ζωή, την αμυντική στάση της Αλεξάνδρας ως προς την μητρότητα, την ανικανότητα του Αντώνη να ξεχάσει όσα διαδραματίστηκαν στην Κέρκυρα και εκεί, τη δυσκολία του Σπύρου να συμβιβαστεί μέσα στη ψεύτικη ζωή που ο ίδιος αναγκάστηκε να πλάσει, αλλά και τη συνύπαρξη του Φάνη, της Σοφίας και του Μιχάλη.
Πριν βγείτε από το σπίτι για τον καθημερινό σας καφέ ή για την ηλιόλουστη βόλτα στους -όχι και τόσο γραφικούς, όπως παρουσιάζονται στη σειρά- πεζόδρομους της Αθήνας, ελάτε να δούμε μαζί όλα όσα μάς άρεσαν αλλά και όλα όσα περιμέναμε να εξελιχθούν διαφορετικά στη δεύτερη αυτή σεζόν του Maestro…
Ο Χριστόφορος Παπακαλιάτης, μέσα από το Maestro, έχει κατορθώσει να καλύψει ένα μεγάλο τηλεοπτικό κενό που αποτελούσε πληγή για την ελληνική τηλεόραση. Πρόκειται για μια από τις μοναδικές ελληνικές σειρές του σήμερα, όπου αντικατοπτρίζει την σημερινή κοινωνία, δίνει έμφαση στα προβλήματά της και περνάει, έμμεσα ή άμεσα, μηνύματα για την καλυτέρευση της. Από την εικόνα και τη μουσική μέχρι τους διαλόγους, η σειρά καταπιάνεται με θέματα που ακόμη και αν κάποιος δεν τα βιώνει στη καθημερινότητα του, σίγουρα γνωρίζει ή έχει ακούσει παρόμοιες καταστάσεις.
Ξεφεύγοντας από το κουραστικό αυτό στερεότυπο της «καρικατούρας» του ομοφυλόφιλου ή της λύπης και της συμπόνιας για μια κακοποιημένη γυναίκα, το Maestro δεν δείχνει με το δάχτυλο, παρά παρουσιάζει καταστάσεις στην αληθινή τους, και πολλές φορές ωμή τους διάσταση. Γιατί όχι, δεν αισθάνονται όλες οι μητέρες την απόλυτη ευτυχία με το που νιώσουν για πρώτη φορά το παιδί τους στην αγκαλιά τους, όχι δεν είναι φυσιολογικό ο σύντροφος σου να σου ασκεί κριτική για το τι χρώμα κραγιόν θα βάλεις και όχι, δεν ζούμε σε μια κοινωνία στην οποία είναι όλα τέλεια.
Οι ηθοποιοί της σειράς και οι ερμηνείες όλων των συντελεστών αποτελούν- δίχως αμφιβολία- ένα από τα πιο δυνατά χαρτιά του Maestro. Ο Χριστόφορος Παπακαλιάτης, άλλωστε, έχει διαχρονικά αποδείξει πως ξέρει καλά να επιλέγει τον κατάλληλο άνθρωπο για κάθε ρόλο. Στη δεύτερη αυτή σεζόν, προσωπικά ξεχώρισα δυο γυναίκες που πάντα καταφέρνουν να μας αφήνουν με το στόμα ανοιχτό, να μας συγκινούν και να πετυχαίνουν κάτι που είναι προνόμιο λίγων ηθοποιών: να παίζουν με τα μάτια.
Η Μαρία Καβογιάννη κατάφερε για ακόμη μια χρονιά να γίνει το απόλυτο και αγαπημένο icon των τηλεθεατών και των χρηστών στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Άλλοτε φοβισμένη και άλλοτε ανακουφισμένη, μας συγκλόνισε στη βουβή σκηνή που διαδραματίζεται όταν βλέπει τη βάρκα του Χαράλαμπου να επιστρέφει χωρίς τον ίδιο και τη στιγμή που πετά σε ένα κουτί τις αλυσίδες, εκείνες που ο άντρας της χρησιμοποιούσε για να κακοποιήσει την ίδια και τον γιο της. Και βέβαια, η πιο σπουδαία στιγμή που ισούται με χιλιάδες μηνύματα, είναι εκείνη που αποφασίζει να πράξει ανιδιοτελώς και επισκέπτεται μαζί με τη Χαρούλα έναν χώρο στον οποίο στεγάζονται κακοποιημένες γυναίκες που δεν έχουν καμία απολύτως βοήθεια από το κράτος. Εκεί, γενναία παραχωρεί όλα της τα λεφτά, εκείνα που έπεσαν στα χέρια της από το ξέπλυμα του Χαράλαμπου και αποφασίζει να βοηθήσει με αυτά τις γυναίκες στη θέση των οποίων έχει βρεθεί η ίδια.
Και φυσικά, η πάντοτε καθηλωτική Αλεξάνδρα ξεχώρισε για ακόμη μια φορά. Η Στεφανία Γουλιώτη, τόλμησε να δώσει εικόνα και ήχο σε μια γυναικεία φιγούρα που αν και τηλεοπτικά δεν την βλέπουμε συχνά, υπάρχει παντού γύρω μας. Αυτές οι γυναίκες οι αλύγιστες, οι δυναμικές, που θεωρούν πως προστατεύουν τον εαυτό τους, αλλά στη πραγματικότητα θέτουν άμυνες προς κάθε κατεύθυνση, αντικατοπτρίστηκαν πλήρως από τον ρόλο της Αλεξάνδρας. Η Στεφανία Γουλιώτη μας έδειξε μέσα από τον πολύπλοκο χαρακτήρα της, την μπερδεμένη γυναικεία ιδιοσυγκρασία, με έναν τρόπο που έγινε απόλυτα συμπαθής και κατανοητός από το κοινό – πράγμα πρωτοφανές αν λάβουμε υπόψη μας τα στερεότυπα που συνεχίζουν να υπάρχουν στην Ελλάδα σχετικά με τη γυναίκα, τη μητρότητα και τη σχέση γονέα-παιδιού. Οι σκηνές της γέννας στην είσοδο μιας πολυκατοικίας και της γεμάτης οργής διαμάχης με τον πατέρα της, αποτελούσαν την αρχή και το κλείσιμο ενός πολυσύνθετου ρόλου-προσωπικά αγαπημένου μου- που ευελπιστούμε να αποτελέσει την αρχή και για άλλες τέτοιες τηλεοπτικές, γυναικείες απεικονίσεις.
Από μια γυναίκα βουβή, βράχος δίπλα στον άντρα της σε ο,τι και αν κάνει, η Σοφία, η μητέρα της Κλέλιας και του Αντώνη, προτάσσει το καλό των παιδιών της και στέκεται ενάντια σε όποιον θα μπορούσε να βλάψει το μέλλον τους. Προφυλάσσει με κάθε τρόπο το μυστικό του παιδιού της και προσπαθεί μέσα από αναγκαία ψέματα, να το αποκρύψει από τον αστυνομικό Δημοσθένη. Ωστόσο, αυτή τη φορά δεν στέκεται σιωπηλή δίπλα από τον Φάνη, αλλά διεκδικεί τα δικαιώματά της. Με γνώμονα τα «θέλω» της, φεύγει από το σπίτι τους και επιλέγει να μείνει με τον Μιχάλη, κάτι που παραδέχεται και στα παιδιά της στο έκτο επεισόδιο της σειράς.
Η σημαντική συνεισφορά στην εξέλιξη του ρόλου πιστώνεται αναμφίβολα και σε μεγάλο βαθμό στη Μαρίσσα Τριανταφυλλίδου, όπου με το εξαιρετικό υποκριτικό της ταλέντο και τα συναισθήματα- που αποφεύγοντας τις υπερβολές- διαφαίνονται στο πρόσωπο της, κατορθώνει να προσδώσει άλλη βαρύτητα στη θέση της Σοφίας και της ζωής της στους Παξούς.
Αν υπάρχει ένας άνθρωπος που ξέρει καλά να προβάλλει την ρομαντική πλευρά της Αθήνας, αυτός είναι σίγουρα ο Χριστόφορος Παπακαλιάτης. Αν και στο συγκεκριμένο υπάρχει διάσταση απόψεων (αρκετοί θεωρούν πως η Αθήνα προβάλλεται καθαρά τουριστικά και με διαφημιστικούς σκοπούς), πρέπει όλοι να παραδεχτούμε πως τα νέα μαγαζιά που μας συστήθηκαν μέσα από τις οθόνες μας, θα γίνουν στέκια για καφέ, ποτό και διασκέδαση. Η Αθήνα διαθέτει και αυτή, την πιο ρομαντικοποιημένη πλευρά της, η οποία σε συνδυασμό με την μουσική επιμέλεια της σειράς, μάς καλεί να τη γνωρίσουμε.
Έξτρα bonus αξίζει να δοθεί στην Επαφή Κληρονομιάς – και μην πεις ψέματα, ξέρω πως και εσύ έψαξες τι ακριβώς σημαίνει αυτός ο όρος και πώς μπορείς να τον εισάγεις στην καθημερινότητά σου.
Το Maestro, από τη πρώτη κιόλας σεζόν, φρόντισε να μας συστήσει ικανοποιητικά τους κεντρικούς χαρακτήρες. Δεν θα μπορούσα, όμως, να μην σταθώ στα αρκετά ανοιχτά, παράλληλα κεφάλαια που εξιστορούνται στα έξι αυτά επεισόδια. Οι ιστορίες έχουν διογκωθεί τόσο πολύ, που δυσκολεύομαι να πιστέψω ότι στα ελάχιστα τελευταία επεισόδια της σειράς που θα προβληθούν τον Οκτώβριο, όλοι οι ενδιαφέροντες χαρακτήρες θα λάβουν ένα ολοκληρωμένο και πλήρες τέλος, όπως αυτό που τους αξίζει. Προσωπικά, η επανένωση της Κλέλιας με τον Ορέστη στο τελευταίο επεισόδιο, μου φάνηκε κάπως βιαστική (όχι σε μήκος επεισοδίων, αλλά σε επίπεδο ιστορίας).
Τα χρονικά άλματα του σεναρίουΑναγνωρίζω πως για την εξοικονόμηση του τηλεοπτικού χρόνου, μερικές σκηνές πρέπει να υπονοηθούν ή να προβληθούν πάρα πολύ σύντομα. Παρόλα αυτά, παρατήρησα αρκετά σημεία με χρονικά άλματα ή παραλείψεις που μου φάνηκαν πολύ απότομα. Η φιλία της Κλέλιας με τη Ζωή, για παράδειγμα, αν και μικρή- αυτό άλλωστε ήθελε να μας δείξει και από τη βάση της αυτή η σχέση, να ζούμε δηλαδή τη ζωή στο έπακρο- μου φάνηκε λίγο βεβιασμένη. Θα προτιμούσα να δω περισσότερους διαλόγους μεταξύ τους και όχι διάσπαρτες σκηνές κάτω από μουσικά χαλιά (δεν παραπονιέμαι πολύ, καθώς η συγκεκριμένη σκηνή έκανε ευρέως γνωστό το τραγούδι “Ανισόπεδη Ντίσκο» του Pan Pan).
Η τελευταία σκηνή της σειράς μας έπιασε απροετοίμαστους και μας αφήνει για τέσσερις σχεδόν μήνες με πολλά ερωτηματικά. Κατά τη διάρκεια της επιστροφής με το σκάφος, ποιοι είναι αυτοί που πυροβολούν τον Φάνη; Ποιος τους έβαλε; Μήπως η Σοφία; Είναι αλήθεια ή όχι; Για αυτό και για όλες τις υπόλοιπες εξελίξεις, για τις οποίες ανυπομονούμε, θα αναμένουμε το Maestro τον Οκτώβριο, που θα επιστρέψει με τέσσερα νέα και τελευταία επεισόδια…