Συν & Πλην: «Η Αγαπημένη του κυρίου Λιν» στην Πειραιώς 260
Μια σύνοψη των θετικών και αρνητικών σημείων για την «Αγαπημένη του κυρίου Λιν» σε σκηνοθεσία Γκι Κασίερς που ανεβαίνει στην Πειραιώς 260.
Για την «Αναφορά του Μπροντέκ» (εκδόσεις Ψυχογιός), ένα άλλο – επίσης βραβευμένο – βιβλίο του, ο Φιλίπ Κλοντέλ έχει πει πως οι σύγχρονοι πολίτες «είναι η μνήμη της κατεστραμμένης ανθρωπότητας». Και πως «εκπροσωπούμε πληγές που δεν θα γιατρευτούν ποτέ». Ο 62χρονος, πλέον, συγγραφέας και σεναριογράφος – έχοντας διδάξει στη έδρα της Ανθρωπολογίας του Πολιτισμού – είναι ένας δημιουργός – παρατηρητής επεισοδίων από τα πάθη των σημερινών πληθυσμών από όπου κι αν έρχονται, όποιες εμπειρίες κι αν τους έχουν μεγαλώσει. Με γλώσσα ψύχραιμη αλλά και ευαίσθητη κοιτάζει σκοτεινές πτυχές του κόσμου που μας περιβάλλει, δίνοντας μια οικουμενική διάσταση στα έργα του.
Όπως και στην «Αναφορά του Μπροντέκ», έτσι και στην «Αγαπημένη του κυρίου Λιν», ο Κλοντέλ ασχολείται με την έννοια του διαφορετικού, του ξένου – αν και στη δεύτερη περίπτωση οδηγεί το υλικό του περισσότερο μέσα από το χώρο του συμβολικού, παρά του ρεαλιστικού χώρου. Ήρωας του είναι ένας ηλικιωμένος άνδρας από κάποια χώρα της Άπω Ανατολής (μάλλον από την Κίνα) που δέχεται εχθρικά πυρά. Θύματα του πολέμου – μιας βόμβας που έσκασε στο χωράφι όπου εργάζονταν – ο γιος και η νύφη του. Μοναδική επιζήσασα η, λίγων μηνών, εγγονή του Σανγκ Ντιου και η αγαπημένη της κούκλα. Μαζί της – και με ένα σακουλάκι από το χώμα της πατρίδας του – παίρνει το δρόμο της προσφυγιάς. «Ένας γέροντας στέκεται στο πίσω μέρος ενός πλοίου», γράφει ο Κλοντέλ κι εκεί ξεκινά η περιπέτεια του ηλικιωμένου άνδρα. Ή μάλλον κατά τη στιγμή που «εισπνέει βαθιά τη μυρωδιά της καινούργιας χώρας». Ο κύριος Λιν, άγνωστος σε μια άγνωστη χώρα με μια άγνωστη γλώσσα, βρίσκεται στη δομή προσφύγων μιας αφιλόξενης μεγαλούπολης – σε ένα περιβάλλον εντελώς ανοίκειο από το χωριό του. Το μόνο που του θυμίζει πως ανήκει κάπου είναι η μικρή Σανγκ Ντιου, την οποία στιγμή δεν αποχωρίζεται από την αγκαλιά του. Όλα αυτά μέχρι τη στιγμή που θα καθίσει σε ένα παγκάκι, σε ένα πάρκο κοντά στον προσφυγικό ξενώνα. Κι εκεί θα γνωρίσει τον κύριο Μπαρκ, έναν ηλικιωμένο άνδρα, επίσης στιγματισμένο από την απώλεια, αφού μόλις έχει χάσει τη γυναίκα του. Οι δυο τους θα δημιουργήσουν μια ζεστή σχέση, παρότι κανείς δεν καταλαβαίνει τι λέει ο άλλος.
«Η αγαπημένη του κυρίου Λιν» συμπληρώνει μια 20ετή παρουσία στα γαλλικά γράμματα, βραβευμένη με το Prix Solidarite du Groupe Harmonie. Μια βαθιά ανθρώπινη και βαθιά μελαγχολική ιστορία για το ανεπούλωτο τραύμα του ξεριζωμού, την αδυναμία των ανθρώπων να διαχειριστούν τη μοναξιά και την απώλεια, την άσβεστη ανάγκη να επικοινωνήσουν και να απλώσουν το χέρι στον Άλλο. Αυτό το υλικό μεταβάλλεται σε θεατρικό μονόλογο από τον Φλαμανδό σκηνοθέτη και πρώην Καλλιτεχνικό Διευθυντή του Toneelhuis στην Αμβέρσα, Γκι Κασίερς, τον οποίο ανέβασε για πρώτη φορά το 2017 και έκτοτε έχει γνωρίσει πέντε βερσιόν με διαφορετικούς ερμηνευτές.
H παράστασηΗ δοκιμασμένη «συνταγή» του Βέλγου σκηνοθέτη Γκι Κασίερς πάνω στην βαθιά ανθρώπινη νουβέλα του Φιλίπ Κλοντέλ «Η αγαπημένη του κυρίου Λιν» συναντάει την ερμηνευτική δεινότητα του Κωνσταντίνου Μαρκουλάκη.
Η αφηγηματική απλότητα από τη μια και η δεξιοτεχνική χρήση της κινηματογράφισης από την άλλη είναι οι αντίρροπες δυνάμεις της παράστασης, που πλήττονται από την εικαστική λιτότητα και τον χαμηλό σκηνοθετικό τόνο.
Τα Συν (+) Η επιλογή του έργουΔεν είναι τυχαία η πορεία της νουβέλας του Κλοντέλ, αλλά ούτε και οι διαδοχικές εκδοχές που έχει γνωρίσει η παράσταση. Οπότε δικαίως, το κείμενο φτάνει στα ελληνικά θεατρικά ύδατα, μετάκληση του Φεστιβάλ Αθηνών από το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος. Σε μια συγκυρία που οι μεγάλες τομές στην σύγχρονη ιστορία έρχονται από τον πόλεμο, την τραγική απώλεια και την προσφυγιά, το έργο του Γάλλου συγγραφέα και η λιτή, καίρια διασκευή του από τον Γκι Κασίερς ηλεκτρίζει τα σημεία του ανθρώπινου πόνου που πυροδοτούνται από τη μοναξιά και τον ξεριζωμό και επουλώνονται από την ανάγκη για επικοινωνία, συμφιλίωση και συντροφικότητα.
Η σκηνοθεσίαΗ προσωπική γλώσσα του Φλαμανδού δημιουργού έχει ως σημεία εκκίνησης την κλασική αξία της λογοτεχνίας (σταθερά τον αφορούν κείμενα που σχετίζονται με τη μετανάστευση και τις πολιτικές μεταβολές στην Ευρώπη) και τις δυνατότητες της πολυμεσικής αφήγησης. Έτσι, εξάλλου, τον γνωρίσαμε και πριν από 13 χρόνια, ως καλεσμένο της Στέγης θεατροποιώντας το μυθιστόρημα του Μάλκομ Λόουρι «Κάτω από το ηφαίστειο».
Ακολούθως κι εδώ δημιουργεί ένα αυστηρά λιτό περιβάλλον, το οποίο εκτός από την ερμηνεία του Κωνσταντίνου Μαρκουλάκη, εμπλουτίζουν μια ευμεγέθης οθόνη κι ένα ηχητικό σύστημα. Περισσότερο επιδραστική η χρήση της πρώτης παρέμβασης που προτείνει κάτι ευφυές: Καταγράφει live τον ηθοποιό, δημιουργεί ένα κινούμενο αντίγραφο του ολογράμματος του από προηγούμενη σκηνή και σε μερικά λεπτά, ο ‘δίδυμος’ αδερφός του, προβάλλει στην οθόνη, καλύπτοντας οπτικά και τους δύο ρόλους του έργου. Σημειολογικής – και λιγότερο εικαστικής αξίας – ο καταιγισμός λέξεων που αποτυπώνονται πάνω στην οθόνη, εμπλουτίζοντας την αφήγηση του πρωταγωνιστή και υπογραμμίζοντας πως ο λόγος ίσως να μην έχει τόση δύναμη, όσο η ανάγκη για επαφή. Αν η σκηνοθεσία δεν είχε υιοθετήσει έναν τόσο χαμηλό τόνο, οι κεντρικές πρωτοβουλίες της θα εγγράφονταν με μεγαλύτερη δυναμική.
Η ερμηνείαΟ Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης εμπιστεύεται τις δυνάμεις του. Όχι μόνο τις υποκριτικές – αυτές που με ευαισθησία, τρυφερό και όχι μελό συναισθηματισμό – απέδωσαν δύο ψυχικά τοπία: Το ανοιχτό τραύμα του κυρίου Λιν, αυτήν «την αδύναμη κι εύθραυστη σκιά» που συγκρουόταν διαρκώς με τη θλίψη, μα και το πένθος του κυρίου Μπαρκ· η ζωή του οποίου μπορεί να μην είχε συνθλιβεί, αλλά σίγουρα δεν «ερχόταν στον κόσμο για δεύτερη φορά» όπως ο κύριος Λιν. Ο Μαρκουλάκης σεβάστηκε την εξαντλητική απλότητα στην οποία είχε βασιστεί το εγχείρημα, την ώρα που έπρεπε να υπακούσει και στη συνθετότητα του: Ήταν ο ίδιος που έβαζε σε λειτουργία ‘σκηνοθετικά’ αντανακλαστικά για να ανταποκριθεί στις τεχνικές απαιτήσεις κινηματογράφισης που είχε η παράσταση. Τα κατάφερε καλά και στις δύο περιπτώσεις.
Ο εικαστικός κόσμος της παράστασης είναι πλήρως εξαρτημένος από την κινηματογράφιση του Κασίερς. Ωστόσο, όταν αυτή η παράμετρος υποχωρεί, η σκηνή Η΄ της Πειραιώς παραμένει άδεια σαν κενό black box, περιορίζοντας σημαντικά κάθε αισθητικό ενδιαφέρον του ανεβάσματος και αυξάνοντας (υποθέτουμε) τη μοναξιά του ερμηνευτή.
Το άθροισμα (=)Ένα εξόχως επίκαιρο και βαθιά ανθρώπινο αφηγηματικό διακύβευμα αναδεικνύεται χάρη στην πολυμεσική – παρότι λιτή – σκηνοθεσία του Γκι Κασσίερς και την ερμηνεία του Κωνσταντίνου Μαρκουλάκη.