Νυχτερινός Εκφωνητής: Ο Ρένος Χαραλαμπίδης ερωτεύεται (ξανά) νύχτα στην Αθήνα
Σε ένα θερινό σινεμά, μ’ ένα aperol στο χέρι, είδα την καινούρια ταινία του Ρένου Χαραλαμπίδη• και καθώς χάζευα από τον φακό του την βραδινή Αθήνα αναρωτιόμουν – πόσο ακόμα έρωτα μπορεί να μοιράσει με τον “Νυχτερινό Εκφωνητή” του;
Τι συμβαίνει με τις ταινίες του Ρένου Χαραλαμπίδη και τα τηλέφωνα; Πάσης φύσεως• καρτοτηλέφωνα, τηλεφωνικούς θαλάμους, τηλεφωνητές, θυροτηλέφωνα. Τι είναι αυτό που συμβαίνει με τις ταινίες του Ρένου Χαραλαμπίδη και την νύχτα; Δεν ξέρω αλλά… θυμάστε εσείς ποτέ την Αθήνα τόσο άδεια; Τόσο ήρεμη; Τόσο ερωτική; Ναι, στα Φτηνά Τσιγάρα θα μου πείτε τώρα.
Είδα την καινούρια ταινία του Ρένου Χαραλαμπίδη εχθές το βράδυ και όπως καταλάβατε μάλλον περισσότερα ερωτήματα μου άφησε παρά απαντήσεις. Ο Χαραλαμπίδης είναι ο Νυχτερινός Εκφωνητής. Ένας ραδιοφωνικός παραγωγός που εδώ και 30 χρόνια κάνει την ίδια μεταμεσονύχτια εκπομπή στο ραδιόφωνο (από τις 11 το βράδυ μέχρι τις πρώτες πρωινές ώρες). Η ταινία τον βρίσκει στο βράδυ το πεντηκοστών γενεθλίων του, να αφηγείστε από ένα ραδιοφωνικό θάλαμο, γεμάτο με συσκευές βγαλμένες από τον προηγούμενο αιώνα – γραμμόφωνα, πικάπ, μαγνητόφωνα- το χρονικό ενός παλιού του έρωτα.
Ο Νυχτερινός Εκφωνητής αποφασίζει να αφιερώσει την συγκεκριμένη εκπομπή στις κασέτες που είχε κρατήσει με τα μηνύματα από τον παλιό του τηλεφωνητή. Κασέτες που έλεγαν την ιστορία του έρωτα του με μια μπαλαρίνα της λυρικής σκηνής 30 χρόνια πριν (δια στόματος της ίδιας, κατα κύριο λόγο), όταν εκείνος υπηρετούσε εύζωνας στην προεδρική φρουρά. Είχαν δώσει -άτυπα- την υπόσχεση πως στα 50 του θα ξαναμιλήσουν, θα ξαναβρεθούν, θα δώσουν ραντεβού. Όχι μέσω ενός τηλεφωνητή, αλλά κάτω από την Πύλη του Ανδριανού. Εκείνος παίζει όλα τα ηχογραφημένα μηνύματα, από την αρχή της σχέσης μέχρι το τέλος. Θα τον καλέσει πίσω; Θα ακούσει την εκπομπή; Θα είναι εκεί στα 50 του, στον αποχωρισμό την νιότης του;
Κάθε φορά που πηγαίνω στο σινεμά γνωρίζοντας πως θα δω ταινία του Ρένου Χαραλαμπίδη, ξέρω πως θα ερωτευτώ. Θα ερωτευτώ μια άλλη εποχή και κάποιους ανθρώπους, που ακόμα κι αν δε τους έχω γνωρίσει, ξέρω πως υπήρξαν. Από την κινηματογράφησή του μέχρι το φωτισμό της Αθήνας -που πάντα αποτελεί το σκηνικό του-, το παιχνίδι των λέξεων που κάνει και την μουσική που “ντύνει” τις σκηνές του (το Λευκό Γιασεμί στα Φτηνά Τσιγάρα πάντα θα με στοιχειώνει), οι ταινίες του μυρίζουν έρωτα. Ταυτόχρονα, πάντα ερωτεύομαι τις γυναίκες που διαλέγει να ενσαρκώσουν τις πρωταγωνίστριες του (καλησπέρα Άννα-Μαρία Παπαχαραλάμπους). Είναι πάντα τόσο γεμάτες, γοητευτικές, εκφραστικές, ερωτεύσιμες. Συνήθως έχουν μακριά καστανά μαλλιά, τα οποία νομίζω υπάρχουν πάντα εκεί ως ένα τόσο σημαντικό μέρος της προσωπικότητας της πρωταγωνίστριας (είτε πιασμένα, είτε ανέμελα) σαν ένα σημάδι της παροδικότητας ή της τελειότητάς της. Λες και είναι ψεύτικη ή ένα αερικό που κινείται φευγαλέα μέσα στο μυαλό του συγγραφέα, σαν μία ιδέα που ενσαρκώνει όλα του τα “θέλω”.
Στην συγκεκριμένη ταινία τα μαλλιά της Ελευθερίας Στάμου, της μπαλαρίνας του Νυχτερινού εκφωνητή, μου κέντρισαν ακόμα περισσότερο το ενδιαφέρον. Σε όλη την ταινία δεν βλέπουμε ποτέ το πρόσωπο της- ούτε και κανένα άλλο εδώ που τα λέμε. Το μόνο πρόσωπο που βλέπουμε είναι εκείνο του Ρένου Χαραλαμπίδη. Αυτό το στοιχείο της ανωνυμίας – καθ’όλη την διάρκεια της ταινίας επίσης δεν αναφέρεται ποτέ κανένα όνομα (νυχτερινός εκφωνητής, κιθαρίστρια, μπαλαρίνα, εύζωνας κ.α.) – με κάνει να σκέφτομαι ακόμα περισσότερο την έννοια τη “ιδέας” και πώς η συγκεκριμένη ταινία σε αφήνει να οραματιστείς όπως θέλεις το πρόσωπο της πρωταγωνίστριας της, αφού δεν στο δείχνει πότε. Βέβαια εδώ γεννιέται το ερώτημα: είναι τόσο βαθύ ή τελικά ο Νυχτερινός Εκφωνητής απλά δεν θυμάται καν το πρόσωπό της πλέον, παρά μόνο το πώς την κοιτούσε; Πάρα πολλά τα ερωτήματά μου, ξέρω.
Οι φωνές του Ρένου Χαραλαμπίδη και της Μαργαρίτας Αμαραντίδη, νομίζω είναι οι δύο βασικοί λόγοι που η ταινία θα σας κρατήσει. Ο Χαραλαμπίδης παίρνει ένα τόσο νοσταλγικό και ρομαντικό επάγγελμα, αυτό του ραδιοφωνικού παραγωγού, το συνδυάζει με τον ερωτισμό, το πάθος και την ένταση μιας μπαλαρίνας και μας δίνει άλλη μία ταινία για το πώς είναι να ερωτεύεσαι και να απογοητεύεσαι, (βράδυ) στην Αθήνα – αυτή την φορά ως μεσήλικας.
Τελικά, τα ερωτήματά μου δεν απαντήθηκαν ή μάλλον, με το γράψιμο, γεννήθηκαν καινούρια. Αυτό είναι ένα ζήτημα με τις ταινίες του Ρένου, πάντα σε αφήνουν να πεις (και να σκεφτείς) πολλά. Αλλά δεν πειράζει, σου δίνουν την ευκαιρία να χωθείς στις σκέψεις σου στην νυχτερινή Αθήνα στο δρόμο για το σπίτι ενώ στα ακουστικά παίζει διασκευασμένο το “Μωρό μου Φάλτσο” από τον Ρένο Χαραλαμπίδη και την Μαργαρίτα Αμαραντίδη.