Μόλις στα 40 του χρόνια έχει καταφέρει όσα άλλοι συνάδελφοί του των παραστατικών τεχνών θα χρειάζονταν δύο ζωές για να υλοποιήσουν. Ο πρόωρος θάνατος του πατέρα του (σε ηλικία 44 ετών και μάλιστα μπροστά στα μάτια του γιου του) τον τραυμάτισε ανεπανόρθωτα, πείθοντας τον για τον ελάχιστο χρόνο της ανθρώπινης ζωής και το αναπάντεχο του βίου.
Δεν έχασε χρόνο. Από την εφηβεία του ο Σάιμον Στόουν ήξερε ότι θα ασχοληθεί με τις Τέχνες, ρουφώντας γνώση για το θέατρο και τον κινηματογράφο με μανική διάθεση. Γεννημένος στην Ελβετία αλλά μεγαλωμένος στην Αυστραλία, έκανε τα πρώτα του βήματα στο χώρο του θεάματος στα 16 του χρόνια για να ιδρύσει την θεατρική ομάδα του μόλις αποφοίτησε από τη δραματική σχολή. Σύντομα απέσπασε τον τίτλο του «τρομερού παιδιού» της αυστραλιανής σκηνής πιστεύοντας ότι ο λόγος που οι άνθρωποι συνδέονται τόσο στενά με το θέατρο είναι «γιατί αγαπούν να παρακολουθούν την ανθρώπινη κατάσταση στα όρια της». Καθόλου τυχαίο που καταπιάστηκε με Έλληνες τραγικούς και κλασικούς συγγραφείς εφορμώντας από τους αρχαίους μύθους για να πει σημερινές ιστορίες. «Τι κι αν είναι μια πολύ παλιά ιστορία αλλά μιλάει για σένα;» αναρωτιέται προβοκατόρικα.
Η φήμη του δεν άργησε να φτάσει στην Ευρώπη. Η «Μήδεια» του με την οποία μας επισκέπτεται για πρώτη φορά στην Αθήνα, έκανε πρεμιέρα το 2014 στην Ολλανδία με τον θίασο του Ίβο βαν Χόβε Toneelgroep Amsterdam ρίχνοντας πάνω του τα φώτα και δίνοντας του την ευκαιρία να συνεργαστεί με οργανισμούς όπως το Young Vic, το National Theater, η όπερα του Ζάλτσμπουργκ, η Metropolitan Opera και το Netflix.
Γιατί ναι, εδώ και καιρό ο Σάιμον Στόουν δουλεύει non stop και εκτός θεάτρου, σκηνοθετώντας με αξιώσεις τόσο για το σινεμά, όσο και για την όπερα.
Ήταν το τρίτο παιδί της οικογένειας καθώς προηγούνταν δύο μεγαλύτερα κορίτσια. Οι γονείς του, Στούαρτ και Ελεανόρ είχαν δεχθεί μια πρόταση συνεργασίας από μια φαρμακευτική εταιρεία, λίγους μήνες πριν ο ίδιος γεννηθεί. Έτσι, εγκατέλειψαν την Αυστραλία, όπου ζούσαν μέχρι τότε, για να επιστρέψουν στη Μελβούρνη – με μια ενδιάμεση στάση στο Κέμπριτζ της Αγγλίας – 12 χρόνια αργότερα.
Όταν οι Στόουνς μετακόμισαν στο Κέμπριτζ – ο πατέρας του είχε δεχθεί να αναλάβει το βιοχημικό εργαστήριο του ομώνυμου Πανεπιστημίου και η μητέρα του να εργαστεί το Βασιλικό Κτηνιατρικό Κολλέγιο – ο Σάιμον μπήκε εσώκλειστος σε ιδιωτικό σχολείο. Η απόφαση αυτή των γονιών του τον αποδιοργάνωσε. «Ήμουν ανεξέλεγκτος, έκλεβα πράγματα, μισούσα το σχολείο, είχα μια απαίσια προφορά στα αγγλικά και γενικώς είχα απαίσια συμπεριφορά», ομολογεί. Η εκρηκτικότητα του φαίνεται πως εκτονώθηκε σε μια σειρά από αθλητικές δραστηριότητες αλλά οι γονείς του επέμεναν πως εξακολουθούσε να έχει κενά πειθαρχίας. Κι έτσι σύσσωμη η οικογένεια τηρούσε απαρέγκλιτα μια τελετουργία: Κολυμπούσαν καθημερινά και τις Κυριακές πήγαιναν στην εκκλησία.
Το 1996 κι ενώ οι Στόουν είχαν μετεγκατασταθεί ξανά στη Μελβούρνη, η οικογένεια βίωσε μια τραγική απώλεια.Πατέρας και γιος πήγαν για το καθιερωμένο τους πρωϊνό κολύμπι, στη διάρκεια του οποίου ο Στούαρτ Στόουν έπαθε έμφραγμα και πέθανε ακαριαία. Ο Σάιμον ήταν αυτόπτης μάρτυρας της προσπάθειας ανάνηψης του και τελικά του θανάτου του, για τον οποίο μέχρι σήμερα αισθάνεται ενοχές, αφού το ίδιο πρωί είχε μαλώσει με τον πατέρα του με ασήμαντη αφορμή. Ήταν μόλις 12 ετών.
Πέραν από τη βαθιά θλίψη, ο θάνατος του πατέρα του, άφησε το Σάιμον με το αίσθημα του περιορισμένου χρόνου ζωής.«Αποφάσισα να είμαι πολύ πιο παραγωγικός σε πολύ πιο σύντομο χρονικό διάστημα». Ως παιδί διάβαζε έως και πέντε νέα θεατρικά έργα την εβδομάδα, στα 15 του είχε βρει ατζέντη να τον εκπροσωπήσει και στα 16 του δούλευε κανονικά ως ηθοποιός σε τηλεοπτικές σειρές και διαφημίσεις. Στα 22 του ίδρυσε τη δική του θεατρική ομάδα στη Μελβούρνη, το «Hayloft Project», πραγματοποιώντας το σκηνοθετικό του ντεμπούτο με το «Ξύπνημα της Άνοιξης» του Βέντεκιντ. Κατά την ίδια περίοδο, αφιερώθηκε στο κλασικό ευρωπαϊκό ρεπερτόριο – Τσέχωφ, ΄Ιψεν – και πριν κλείσει τα 30 του δούλευε ως σκηνοθέτης στο θέατρο της Βασιλείας. Οι συνεργασίες του συνεχίστηκαν με πολλά θέατρα της Κεντρικής Ευρώπης ενώ μέχρι το 2016 είχε κάνει το βρετανικό του ντεμπούτο στο Λονδρέζικο Young Vic με τη διασκευή της «Γέρμα» του Λόρκα.
Ο Αυστραλιανός Τύπος τον είχε χαρακτηρίσει από το νωρίς το enfant terrible του εγχώριου θεάτρου για το ζήλοκαι το… θράσος με το οποίο διασκεύαζε κλασικά κείμενα. «Το θέατρο είναι ένας χώρος που μπορεί να μεταφράσει με ακρίβεια τη σχέση μας με την ιστορία γιατί διαδραματίζεται αυτή τη στιγμή, ενώ το δραματουργικό υλικό έρχεται από πολύ παλιά. Γι’ αυτό και μου αρέσει η επαναγραφή κλασικών κειμένων», εξηγεί.
Οι ηθοποιοί του υποδέχονται άλλοτε με τρόμο κι άλλοτε με ενθουσιασμό αυτή του την πρακτική. Ο ίδιος την υπερασπίζεται, λέγοντας πως βασική πρόθεση του είναι να εμπλέξει τους ηθοποιούς στη δημιουργία ενός έργου, αντλώντας από τη διαδικασία των αυτοσχεδιασμών, όπως συμβαίνουν κάθε μέρα στην πρόβα.
Το θέατρο δεν είναι η μοναδική ενασχόληση του Σάιμον Στόουν.To 2015 σκηνοθέτησε την ταινία «Η κόρη» βασισμένη στην ιψενική «Αγριόπαπια» με πρωταγωνιστές τους Τζέφρι Ρας, Μιράντα ‘Οτο και Σαμ Νιλ – μια ταινία που είχε ικανοποιητική φεστιβαλική παρουσία – ενώ το 2021 σκηνοθέτησε την «Ανασκαφή» με τους οσκαρικούς Ραλφ Φάινς και Κάρεϊ Μάλιγκαν σε παραγωγή του Netflix. Δηλώνει «σπασίκλας» του κινηματογράφου αφού ‘κατανάλωνε’ ταινίες από τα 14 του χρόνια με τον ίδιο ρυθμό που διάβαζε θεατρικά έργα. Η βασική του στόχευση ήταν να γίνει κινηματογραφικός σκηνοθέτης, όραμα από το οποίο αποσπάστηκε εξαιτίας του θεάτρου. Σήμερα, απολαμβάνει που συνάντησε την κινηματογραφική σκηνοθεσία του σε μια επαγγελματική ωριμότητα, ώστε να είναι σε θέση να συνεργαστεί με κορυφαίους πρωταγωνιστές.
Μια ηλικία κατά την οποία η σύγχρονη κοινωνία αρχίζει να εξαιρεί και να παραγκωνίζει τις γυναίκες από τις κοινωνικές ζυμώσεις – ακριβώς επειδή δεν είναι πλέον σε παραγωγική διαδικασία. Η διασκευή του πάνω στη «Φαίδρα» εστιάζει στην σκέψη ότι μια ώριμη γυναίκα ερωτεύεται ένα νεότερο άνδρα, ανακαλύπτοντας ξανά την ερωτική επιθυμία μέσα της και δίνοντας στον εαυτό της μια δεύτερη ευκαιρία στη ζωή. «Μπορεί να θεωρείται ως μια μη λογική πράξη, αλλά όλοι οι ελληνικοί μύθοι εξορκίζουν την αυτοκαταστροφική μας διάθεση», εξηγεί.
Για τον τρόπο που αντιλαμβάνεται την τραγωδία της Μήδειας έχει δηλώσει: «Η ιστορία της Μήδειας είναι διαχρονική.Όταν ένα ζευγάρι χωρίζει, η επιθυμία του ενός συντρόφου να βλάψει τον άλλο μπορεί να εκτραπεί και να θελήσει να βάλει το πολυτιμότερο: Τα παιδιά τους. Στη Μήδεια μια γυναίκα σκοτώνει τους ίδιους της τους γιους. Τι θα οδηγούσε έναν άνθρωπο σε μια τέτοια πράξη; Είναι η συνειδητοποίηση πως όλα όσα σήμαινε για το σύντροφο της δεν υπάρχουν πια; Ότι την έχει αντικαταστήσει με ένα «νεότερο μοντέλο»; Η Μήδεια ήταν κάποτε η μούσα του Ιάσονα, η γυναίκα που τον γοήτευσε και τον μάγεψε. Τώρα που είναι πιο ώριμη και μη παραγωγική, την εγκαταλείπει. Δεν τη συμπεριλαμβάνει στα σχέδια και τις φιλοδοξίες του. Την αποκλείει και της στερεί τον σκοπό της για να ζει. Βρίσκεται στο τέλος της σχέσης ζωής της. Αρνείται να εγκαταλείψει τα παιδιά της και αποφασίζει να λάβει δραστικά μέτρα. Επιδιώκει να τον πληγώσει; Ζητά εκδίκηση για την προδοσία του ή οι πράξεις της είναι ένας τρόπος να εκδηλώσει την αφοσίωση της; Ίσως να είναι απλά μανιακή. Η Μήδεια είναι ένα έργο για μια γυναίκα που βιώνει ξανά τον αποκλεισμό». Στη μετασκευή του στη «Μήδεια» παρουσιάζει την ηρωίδα ως μια βιοχημικό, μητέρα δύο παιδιών, η οποία όχι μόνο ανακαλύπτει πως ο άνδρας της την απατά, αλλά πως της υποκλέπτει και ολόκληρη την πανεπιστημιακή της έρευνα.
«Νομίζω πως αν έπρεπε να αναλύσω τον εαυτό μου, θα έλεγα ότι μπορώ να προσεγγίσω πιο εύκολα, λογικά και συναισθηματικά, την γυναικεία πλευρά της φαντασίας μου από την αρσενική πλευρά της προσωπικότητας μου». Δηλώνει θαυμαστής των γυναικών, γεγονός που μεταφράζεται στον τρόπο που σκιτσάρει τους ανδρικούς χαρακτήρες στα έργα του, ως ατελή και υπανάπτυκτα όντα. Αυτή, όπως λέει, είναι η θέση του για την αρρενωπότητα.
Στα 16 του συστηνόταν ως ομοφυλόφιλος, κάτι που σήμερα μεταφράζει ως το μοναδικό τρόπο κατά τον οποίο μπορούσε να νομιμοποιήσει την τρυφερότητα, την εκφραστικότητα και την ανεμελιά του. Σύντομα, ειδικά κατά το διάστημα φοίτησης του στη δραματική σχολή, συνειδητοποίησε ότι δεν μπορούσε να υπάρξει παρά σε ετεροφυλόφιλες σχέσεις, αν και έπεσε στην παγίδα να συμπεριφέρεται όπως η πλειονότητα των ανδρών: Ενοχικά και μονοδιάστατα. Έχει παντρευτεί δύο φορές και είναι πατέρας ενός μικρού κοριτσιού.
Πλέον, ζει στο Λονδίνο, μετά από μια οκταετία με βάση τη Βιέννη, με την γυναίκα του Τζέσαμι Ντάιρ – μια πρώην ηθοποιό και νυν δραματοθεραπεύτρια – και την κόρη τους.Οι βιβλιοθήκες του σπιτιού είναι γεμάτες από εκδόσεις θεατρικών έργων, βιβλία αρχιτεκτονικής και φιλοσοφίας και οι τοίχοι του με έργα του Μαξ Ερνστ και του ΄Οσκαρ Κοκόσκα. Παρά την αυστραλιανή καταγωγή του, η ευρωπαϊκή του παιδεία υπερέχει – εξ ου και ο θαυμασμός του για την ευρωπαϊκή τέχνη.
Η Μήδεια ανεβαίνει στο Θέατρο Παλλάς από τις 9 – 11 Ιουλίου στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών.
Κείμενο / Σκηνοθεσία: Simon Stone
Μετάφραση / Δραματουργία Peter Van Kraaij
Μετάφραση Vera Hoogstad
Σκηνογραφία Bob Cousins
Σχεδιασμός φωτισμού Bernie van Velzen
Σχεδιασμός ήχου Stefan Gregory
Κοστούμια An D’Huys
Παίζουν Marieke Heebink, Alexander Elmecky, Bart Slegers, Eva Heijnen, Evgenia Brendes, Leon Voorberg, Mente Wijsman, Fedy Bakker
Εισιτήρια: https://www.more.com/theater/festival/mideia/basismeno-ston-eyripidi/