Πέρσι, περίπου την ίδια εποχή, ήμασταν στα Γιάννενα με αφορμή την έκθεση «Plasmata II» που διοργάνωσε η Στέγη κοντά στη Λίμνη Παμβωτίδα. Εκεί, ακούσαμε και τις πρώτες ενθουσιώδεις διηγήσεις των φίλων και συναδέλφων που επέστρεφαν -μεθυσμένοι κυριολεκτικά και μεταφορικά- από την Κόνιτσα και το 1ο φεστιβάλ «Γιατί ΄ναι μαύρα τα βουνά».
Οι περιγραφές για τους διονυσιακούς χορούς, τις ξεσηκωτικές μουσικές και τις αναζωογονητικές βουτιές στον Αώο ποταμό, προκάλεσαν τρελό “fomo” στους υπόλοιπους. Ακόμα μεγαλύτερη εντύπωση μας έκαναν οι ιστορίες που ακούσαμε για «εκείνον-τον-φοβερό-τύπο», τον Κρίστοφερ Κινγκ, την ψυχή του φεστιβάλ.
O Αμερικανός που ερωτεύτηκε την ΉπειροΓεννημένος στην Βιρτζίνια το 1971, ο Κρίστοφερ Κινγκ είναι εθνομουσικολόγος, συγγραφέας και βραβευμένος με Γκράμι μουσικός παραγωγός. Ο «Κρις-μου» όπως τον αποκαλούν οι ντόπιοι, ζει εδώ κι περίπου τέσσερα χρόνια στην Κόνιτσα και είναι κάτι παραπάνω από φιλέλληνας. Δηλώνει φανατικός λάτρης του τόπου και του τρόπου ζωής, και έχει αφιερώσει περισσότερα από 15 χρόνια στην έρευνα πάνω στο ελληνικό δημοτικό τραγούδι και ειδικά στην ηπειρώτικη παραδοσιακή μουσική. Για το τεράστιο έργο του στην προώθηση της ελληνικής μουσικής παράδοσης του απονεμήθηκε το 2022 η Ελληνική Ιθαγένεια.
Η μεγάλη του αγάπη για την Ήπειρο, τον δικό του Παράδεισο όπως τη χαρακτηρίζει, αποκαλύπτεται στο βιβλίο του «Ηπειρωτικό μοιρολόι, Οδοιπορικό στην αρχαιότερη ζωντανή δημώδη μουσική της Ευρώπης» που μεταφράστηκε και κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις εκδόσεις Δώμα. Εκεί μιλά με πάθος για όσα τον μάγεψαν στην περιοχή: τους μύθους, τα πανηγύρια, τα τσίπουρα, τους Τσιγγάνους οργανοπαίχτες και κυρίως για τα δημοτικά τραγούδια που άλλοτε συνοδεύουν τα γλέντια και άλλοτε τον θρήνο. Αυτές τις ιστορίες τις αφηγείται συνήθως με τη συνοδεία παλιών δίσκων γραμμοφώνου 78 στροφών από την τεράστια συλλογή του.
Ο Κρίστοφερ Κινγκ λοιπόν είχε την αρχική ιδέα να στηθεί στην Κόνιτσα μια γιορτή αφιερωμένη στις μουσικές παραδόσεις των Βαλκανίων. Με την υποστήριξη του Ιδρύματος Ωνάση, που αμέσως αγκάλιασε την ιδέα- το όραμα του υλοποιήθηκε με τεράστια επιτυχία και το φεστιβάλ κέρδισε από την πρώτη χρονιά διεθνή αναγνώριση.
Φέτος, από τις 28 έως τις 30 Ιουνίου, η ομάδας της Στέγης επέστρεψε στην Κόνιτσα και μαζί με τον Κρίστοφερ Κινγκ συγκέντρωσαν καλλιτέχνες και μπάντες απ’ όλα τα Βαλκάνια, αποδεικνύοντας και πάλι ότι η μουσική δεν έχει σύνορα. Και ναι, αυτή τη φορά, είχαμε την τύχη να βρεθούμε εκεί και να ζήσουμε μια εμπειρία -χωρίς υπερβολή- μυσταγωγική.
Κόνιτσα: Η πύλη της Ηπειρώτικης ομορφιάςΦτάνοντας στην Κόνιτσα, για πρώτη φορά δεν μπορείς παρά να δικαιώσεις τον Κινγκ για την επιλογή του να εγκατασταθεί μόνιμα εδώ καθώς δεν ξέρεις τι να πρωτοθαυμάσεις: Τα επιβλητικά βουνά και την καταπράσινη φύση που περιβάλλει την πόλη, τα πετρόχτιστα αρχοντικά, τα διάφανα νερά του Αώου στα οποία δεν μπορείς να αντισταθείς. Και αυτή η αίσθηση ευφορίας και θαυμασμού εντείνεται καθώς ανακαλύπτεις και άλλες γωνιές της κωμόπολης, περπατώντας το ανηφορικό καλντερίμι που οδηγεί στο σπίτι της Χάμκως, τον χώρο που στεγάζει το φεστιβάλ.
Το πέτρινο αρχοντικό που έζησε η μητέρα του Αλή Πασά, σημαντικό διατηρητέο μνημείο του 18ου αιώνα, είναι κτισμένο στην Άνω Κόνιτσα και προσφέρει θέα που κόβει την ανάσα. Σ’ αυτό το μοναδικό σημείο, λίγο πριν τη δύση του ήλιου, ο Κρίστοφερ Κινγκ μας υποδέχονταν κάθε βραδιά του 3ημέρου με μια σπάνια ορχηστική ηχογράφηση του κομματιού «Γιατί ’ναι μαύρα τα βουνά» για να συνεχίσει με επιλεγμένα τραγούδια από τους πολύτιμους δίσκους 78 στροφών της γιγαντιαίας συλλογής του. Κάθε κομμάτι και μια διαφορετική ιστορία. Μια εισαγωγή για τη μουσική περιπλάνηση στις γειτονιές των Βαλκανίων που θα μας ξεναγήσει αμέσως μετά.
«Η μουσική δεν είναι ένα στατικό, ομοιογενές πράγμα, αλλά αντίθετα ένα σύνθετο, εξελισσόμενο ανθρώπινο φαινόμενο που δεν έχει σύνορα» δηλώνει ο Κινγκ στην έναρξη του φεστιβάλ διευκρινίζοντας ότι στόχος της 2ης διοργάνωσης είναι να φωτίσει το πώς οι Ρομά καλλιτέχνες έπαιξαν –και συνεχίζουν να παίζουν- καθοριστικό ρόλο στη μουσική των Βαλκανίων κατορθώνοντας να κρατήσουν ζωντανή την παράδοση: «Αυτό που ακούμε σήμερα σε όλη την Ελλάδα και τα Βαλκάνια είναι αποτέλεσμα ανθρώπων που διατηρούν αλλά και προσαρμόζουν τη μουσική τους, προκειμένου αυτή να παραμείνει επίκαιρη, ζωντανή και δυναμική» σημειώνει.
Το εκλεκτό φεστιβαλικό χαρμάνι που μας είχε ετοιμάσει ο Κινγκ τα είχε όλα: συμπαγείς μπάντες αλλά και πετυχημένα «παντρέματα». Χορωδίες και βιρτουόζους από την Αλβανία, την Κροατία, τη Βόρεια Μακεδονία, τη Βουλγαρία, την Ήπειρο, τη Θεσσαλονίκη το Αγρίνιο. Χορευτικά συγκροτήματα από διάφορες περιοχές της Ελλάδας αλλά και προβολές σπάνιων ταινιών από τις δύο πλευρές των βόρειων ελληνικών συνόρων . Κάθε βραδιά και ένα ξεχωριστό μουσικό ταξίδι, που μ’ έναν τρόπο απολύτως φυσικό και αβίαστο, κατέληγε σε ένα μεθυστικό πανηγύρι με τους θεατές να χορεύουν αγκαλιασμένοι σε ομόκεντρους κύκλους.
Τι κρατάμε από αυτό το 3ήμερο;Τους παγανιστικούς ήχους των Grupi Lab, του 6μελούς πολυφωνικού σχήματος, οι οποίοι, με επικεφαλής τον ογδοντάχρονο βοσκό Golik Jaupi, μας μύησαν στην ισοπολυφωνική παράδοση της νότιας Αλβανία.
Την “performance” των χορευτών του Συλλόγου Πανηγυριστών «Ο Άη Συμιός», με τον χορό που εξελίχθηκε σε… φονικό, αναβιώνοντας ένα παραδοσιακό δρώμενο του πανηγυριού που γίνεται στο Μεσολόγγι.
Την ξεσηκωτική ώθηση που μας έδωσε ο Ηλίας Κακαρούκας και η μπάντα του -οι τρεις Ρομά μουσικοί από το Αγρίνιο-, που με μία πίπιζα, ένα ζουρνά και ένα νταούλι μας έβαλαν στο κλίμα του πανηγυριού στο οποίο όλοι ανταποκριθήκαμε χωρίς δισταγμό.
Τις Figa, τα πέντε υπέροχα κορίτσια από την Κροατία που επεχείρησαν να μας διδάξουν παραδοσιακά τραγούδια της χώρας τους στο διασκεδαστικό workshop που στήθηκε στην πλατεία της Κόνιτσας.
Τους «δικούς» μας Nova Prespa Band και το επιτυχημένο πάντρεμά τους με τους δεξιοτέχνες των χάλκινων πνευστών Πάνο Σκουτέρη και Aurel Qirjio στο οποίο οφείλεται το γλέντι της 2η βραδιάς.
Την αέρινη Alkyone, και τον μοναδικό τρόπο που διασκεύασε ελληνικά παραδοσιακά τραγούδια και ειδικά το σήμα κατατεθέν του φεστιβάλ το «Γιατί ’ναι μαύρα τα βουνά».
Τέλος τον Βούλγαρο Samir Kurtov, το απόλυτο ροκ-σταρ του ζουρνά που με το κουαρτέτο του κυριολεκτικά απογείωσε το φεστιβάλ.
Μετά και τη 2η επιτυχημένη διοργάνωση, η Κόνιτσα αξίζει να βρίσκεται στις κορυφαίες θέσεις της λίστας με τους φεστιβαλικούς προορισμούς της χώρας μας. Εμείς κρατάμε την υπόσχεση της Αφροδίτης Παναγιωτάκου, ότι η Στέγη «δεν είναι περαστική από την Κόνιτσα αλλά ήρθε για να μείνει» και ονειρευόμαστε ήδη το επόμενο φεστιβάλ!