Στους πρόποδες του όρους Αιγάλεω, εκεί που η πόλη πνίγει τις βουνοκορφές, έχουν μαζευτεί οι «Όρνιθες». Κανονικά, σύμφωνα με το ρολόϊ της φύσης, καταμεσής της νύχτας, αυτά τα πουλιά θα έπρεπε να φωλιάζουν σε φυλλώματα δέντρων και να κοιμούνται βαθιά. Τα συγκεκριμένα, πάλι, οργιάζουν. Κι αυτό γιατί δεν είναι πουλιά, αλλά παριστάνουν, συμπεριφέρονται και κινούνται ως τέτοια. Κι αυτό γιατί εδώ συμβαίνει το θέατρο των πουλιών. Ο Άρης Μπινιάρης κρατάει μικρόφωνο και έχει ανοιχτό το κείμενο των «Ορνίθων» του Αριστοφάνη.
Γεύση από πρόβαΤο σχολικό προαύλιο είναι συνηθισμένο από παιδιά που παίζουν. Απόψε, στον ίδιο χώρο παίζουν ενήλικες με έντονη παιδικότητα και ενήλικες που υπερβαίνουν την ανθρωπινότητα τους, υποδυόμενοι πουλιά. Όχι κοινά πουλιά, αλλά επαναστατικά. «Ας ξεχυθεί ξανά ο αρχαίος αχός μας, ας ξεσπάσει επιτέλους η φωνή μας», κραυγάζουν τα «αθάνατα πουλιά, τ’ αγέραστα πουλιά του αιθέρα».
Φορώντας δερμάτινα κράνη, διακοσμημένα με πολύχρωμα, εντυπωσιακά φτερά, ο Χορός των «Ορνίθων» – οι Μιχάλης Βαλάσογλου, Θανάσης Ισιδώρου, Τάσος Κορκός, Σοφία Κουλέρα, Αυγουστίνος Κούμουλος, Μαρία Κυρώζη, Κυριάκος Σαλής, Αλεξία Σαπρανίδου, Ειρήνη Τσέλλου – ξεσπούν σε ένα, διονυσιακής υφής πέταγμα, προσπαθώντας να μάθουν στους «εφήμερους θνητούς» στον Οδυσσέα Παπασπηλιόπουλο και το Γιώργο Χρυσοστόμου ν’ ανοίγουν τα φτερά τους. «Δεν συνηθίζεται εύκολα αυτό, εμείς είμαστε άνθρωποι», λέει με συστολή ο πρώτος, αλλά τελικά θα αποδειχθεί ο πιο αποφασισμένος να απαρνηθεί τη φύση του για μιαν άλλη.
Τι κι αν παρελάσουν κάθε λογής λαμόγια – έτσι έχει ονομάσει ο Άρης Μπινιάρης όλους τους επικίνδυνους και αχόρταγους κόλακες που διεκδικούν μερίδιο από τη νέα Πολιτεία, ονόματι Νεφελοκοκκυγία. Τι κι αν ο Χρησμολόγος του Στέλιου Ιακωβίδη τους απειλεί πως «θα χυθεί το αίμα των στασιαστών;». Τι κι αν η Ποιήτρια της Κωνσταντίνας Τάκαλου πουλάει προοπτικές για «υψηλή διανόηση και κουλτούρα;». Τι κι αν ο Μέτων του Ερρίκου Μηλιάρη οραματίζεται τουριστική ανάπτυξη στην πόλη των πτηνών; Τι κι αν ο Επίτροπος του Μάριου Παναγιώτου πλασάρει το know how της διαφθοράς του Δημοσίου; Τι κι αν ο Συκοφάντης του Θανάση Ισιδώρου μιλάει σαν δικτατορίσκος, υποδυόμενος όλες τις εξαγορασμένες εξουσίες (Τύπος, Δικαιοσύνη κ.τ.λ.); Ανένδοτοι οι μειοψηφούντες άνθρωποι – ο Αριστοφάνης τους ονόμασε Πεισθέταιρο και Ευελπίδη – διακηρύσσουν πως «χρειαζόμαστε φτερά για όσους ανθρώπους σαν εμάς είναι χαμένοι». Τι ωραία, που τα λόγια αυτά, πριν ταξιδέψουν στο Αρχαίο Θέατρο της Επιδαύρου και τα άλλα αρχαία θέατρα της περιφέρειας, ακούγονται πρώτα μέσα σε ένα σχολείο.
Δεν είναι η πρώτη φορά που ο Άρης Μπινιάρης καταπιάνεται με το αρχαίο δράμα· αρκεί να θυμίσουμε τις εμβληματικές «Βάκχες» στη Στέγη και τους αισχύλειους «Πέρσες» για λογαριασμό του ΘΟΚ. Το οξύμωρο, ωστόσο, είναι πως ο πρώτος του Αριστοφάνης έρχεται σε ένα σημείο δημιουργικής καμπής: Μετά από μια σειρά ανεβασμάτων για τον ολοκληρωτισμό και τη βία. «Αισθάνθηκα πως είναι η ώρα να μιλήσω για την εξουσία μέσα από ένα φιλοσοφικό πλαίσιο που φέρνει άλλη ζεστασιά στα πράγματα», εξηγεί. H ρητορική του Αριστοφάνη θεώρησε πως είναι η καταλληλότερη. «Ήθελα να δουλέψω πάνω στο συγκεκριμένο έργο για τη βασική του ιδέα: Για τους δύο ήρωες που φεύγουν από κάπου αναζητώντας ένα καλύτερο μέλλον. Η σκέψη πως αυτό το ανακαλύπτουν μέσα στο σύμπαν των πουλιών – τα οποία σημειωτέον μιλούν ανθρώπινα – δεν με κράτησε μόνο μέσα στη φανταστική, παραμυθιακή συνθήκη. Αντίθετα, βρίσκω την ιστορία πολύ γειωμένη και την επιθυμία του Πεισθέτερου και του Ευελπίδη άκρως θεμιτή. Η ιστορία τους δεν έχει να κάνει τόσο με το αν θα πετάξεις, αλλά με το πως θα βαδίσεις. Με τον τρόπο που θα σταθείς ξανά στον κόσμο με ένα καινούργιο βηματισμό», σχολιάζει ο σκηνοθέτης.
Άρης Μπινιάρης: Η ιστορία του Πεισθέταιρου και του Ευελπίδη δεν έχει να κάνει τόσο με το αν θα πετάξεις, αλλά με το πως θα βαδίσεις. Με τον τρόπο που θα σταθείς ξανά στον κόσμο με ένα καινούργιο βηματισμό
Μαζί με τη σταθερή του συνεργάτιδα στη δραματουργία, Έλενα Τριανταφυλλοπούλου μελέτησαν από την αρχή το πρωτότυπο του Αριστοφάνη. Το έργο – που γράφεται για να ασκήσει κριτική στον Πελοποννησιακό Πόλεμο – αφηγείται την περιπέτεια δύο Αθηναίων να εγκαταλείψουν την πόλη σε αναζήτηση του βασιλιά Τηρέα, ενός πρώην ανθρώπου, νυν τσαλαπετεινού, ελπίζοντας να τους δώσει την απάντηση για το δρόμο που πρέπει να τραβήξουν προκειμένου να ζήσουν ειρηνικά, μακριά από την ανθρώπινη αλαζονεία και διαφθορά. Μη λαμβάνοντας μια ικανοποιητική απάντηση, αποφασίζουν «να τολμήσουν αυτό που κανείς δεν έχει τολμήσει»: Να ιδρύσουν οι ίδιοι έναν τέτοιο τόπο, συμμαχώντας με το γένος των πουλιών.
Οδυσσέας Παπασπηλιόπουλος: Η εποχή όπου ο Αριστοφάνης παιζόταν κατά γράμμα, έχει περάσει. Η ουσία είναι στο πνεύμα κι όχι στο γράμμα του. Πρέπει κανείς να βρει έναν άξονα για να έρθει σήμερα σε επαφή με τα κείμενα του
Με εφαλτήριο την κεντρική ιδέα, Μπινιάρης και Τριανταφυλλοπούλου κατέληξαν να παραδίδουν μια νέα δραματουργία, αφού όπως ξεκαθαρίζουν «τα ¾ του κειμένου είναι επινοημένα και πολλά στοιχεία, παρωχημένα πια, έπρεπε να απομακρυνθούν». Έχοντας την εμπειρία της σκηνοθεσίας του Αριστοφάνη με την «Λυσιστράτη», ο Οδυσσέας Παπασπηλιόπουλος υπερθεματίζει πάνω σε αυτή τη χειρονομία· στην ανάγκη επαναδιαπραγμάτευσης του αριστοφανικού κειμένου καθώς «δεν έχει νόημα να το υπερασπίζεται κανείς σήμερα, χωρίς να προχωρήσει σε αλλαγές. Η εποχή όπου ο Αριστοφάνης παιζόταν κατά γράμμα, έχει περάσει. Η ουσία είναι στο πνεύμα του Αριστοφάνη κι όχι στο γράμμα του. Πρέπει κανείς να βρει έναν κεντρικό άξονα για να έρθει σήμερα σε επαφή με τα κείμενα του».
Βασισμένοι, λοιπόν, στο ιστορικό δεδομένο πως ο Αριστοφάνης είχε ασπαστεί τον Ορφισμό, ο Άρης Μπινιάρης και η Έλενα Τριανταφυλλοπούλου, έφεραν στο κείμενο αποσπάσματα των διασωσμένων ορφικών ύμνων (της νύχτας, του ονείρου, του ουρανού) τονώνοντας την εγγενή ποιητική αριστοφανική διάθεση και αναδεικνύοντας τη διάσταση της τελετουργίας μέσα από τη εξύμνηση της φύσης.
Ο ποιητικός λόγος στάθηκε ως πυρηνικό δραματουργικό υλικό, αφού οι δυο τους βρέθηκαν να μπολιάζουν τον Αριστοφάνη με στίχους του Νομπελίστα Πάμπλο Νερούδα και άλλων ποιητών και συνάμα να διατηρούν στοιχεία του πρωτότυπου (όπως την παράβαση) μέσα από μια νέα διαχείριση. «Το έργο γράφτηκε για μιαν υπέρβαση σε άμεση συνάρτηση με την κοινότητα. Ο Αριστοφάνης βεβαιώνει πως αν κάτι αλλάξει, θα αλλάξει μέσα από το σύνολο», προσθέτει η Έλενα Τριανταφυλλοπούλου. Εξ ου και η περιοχή της ποίησης, νοηματικά και λογοτεχνικά, αντλεί από αυτό το ‘πέταγμα’. «Ο Πεισθέτερος και Ευελπίδης δημιουργούν μια τομή, ένα τόπο ανάμεσα σε ανθρώπους και θεούς. Οριοθετούν κάτι, μέσα από μετεωρισμό κι αυτό ενέχει έναν ισχυρό συμβολισμό: Πως για να ακουστεί κανείς πρέπει να κάνει μια τομή στο κατεστημένο», προσθέτει ο Άρης Μπινιάρης, τοποθετώντας το κείμενο πλάϊ σε ένα σύγχρονο βίωμα που επίσης κραυγάζει για μια ριζική τομή: Ο δυτικός τρόπος ζωής και ο καπιταλισμός έχουν αποτύχει πανηγυρικά και η εμπειρία του κόσμου, όπως τον ξέρουμε, εξαντλείται. «Ποια, λοιπόν, μπορεί να είναι η συνέχεια; Η επανασύνδεση με τη Φύση». Ή όπως γράφουν στο κείμενο τους «το φτερωτό όνειρο να φωτίσει το σκοτάδι της νύχτας».
«Στην ανίχνευση μιας νέας αρχής, καλό είναι να μην είσαι μόνος σου. Καλό είναι να έχεις έναν άνθρωπο δίπλα σου». Παρακολουθώντας τον Οδυσσέα Παπασπηλιόπουλο ως Πεισθέταιρο και τον Γιώργο Χρυσοστόμου ως Ευελπίδη να να αγκαλιάζονται σφιχτά κάθε τόσο, μέσα στις περιπέτειες τους προς την ίδρυση της Νεφελοκοκκυγίας, το σχόλιο του σκηνοθέτη Άρη Μπινιάρη φαίνεται να οδηγεί όχι μόνο το δυαδικό σχήμα (που μοιάζει με Μπέκετ πριν τον Μπέκετ) αλλά και ολόκληρο το θίασο ως συλλογικότητα. «Αυτός ο μικρός πυρήνας των δύο ανθρώπων μας δείχνει τι σημαίνει το ξεπέρασμα των ορίων μιας συμβατικής ζωής, ότι χρειάζεται να πετάξεις τα βαρίδια που σου έχουν φορεθεί για να ζήσεις πιο ελεύθερα. Κάθε μετακίνηση εκτός κέντρου, κάθε πορεία στο αντίθετο ρεύμα των πραγμάτων επαληθεύει την υπέρβαση τους. Και είναι συγκινητικό που οι δυο τους όχι μόνο επιμένουν σε μιαν άλλη εκδοχή ζωής, αλλά συμμαχούν με μια φυσική δύναμη για να τα καταφέρουν» παρατηρεί ο Οδυσσέας Παπασπηλιόπουλος.
Αυτή η διάσταση των ηρώων ήταν κάπως αναπάντεχη για τον συμπρωταγωνιστή του, Γιώργο Χρυσοστόμου καθώς «είχα υπολογίσει περισσότερο στο κωμικό και λιγότερο στο οραματικό στοιχείο τους. Τελικά, αυτή η αίσθηση παιδικότητας, ατμοσφαιρικότητας και ποίησης έφτασε να γίνει η βάση μου για να υποστηρίξω τον Ευελπίδη· κάνει όσα κάνει από αγάπη για το φίλο του και αυτή η φιλία με δόνησε πραγματικά», εξηγεί.
Γιώργος Χρυσοστόμου: Είχα υπολογίσει περισσότερο στο κωμικό και λιγότερο στο οραματικό στοιχείο των ηρώων. Τελικά, αυτή η αίσθηση παιδικότητας και ποίησης με δόνησε πραγματικά
Ο σκηνογράφος – ενδυματολόγος της παράστασης Πάρις Μέξης παρεμβαίνει σχολιάζοντας πως στον αγώνα αυτών των δύο ηρώων «δεν υπάρχει τίποτα το πολεμικό. Είναι δυο άνθρωποι που δεν ξέρουν που πάνε, ο ένας κάτι αναζητεί και ο άλλος τον ακολουθεί απλώς επειδή τον αγαπάει και τον εμπιστεύεται. Κι αυτό είναι πολύ γοητευτικό». Για τον ίδιο λόγο, η Κωνσταντίνα Τάκαλου – εμφανίζεται στο ρόλο της Ίριδας και της ποιήτριας – αισθανόταν πάντα μια έλξη απέναντι στους «Όρνιθες». «Αν καλοσκεφτούμε την πλοκή του κειμένου, θα πούμε μα είναι τρελό. Δεν ξέρω καν αν μιλάμε με όρους ουτοπίας ή ομηρικού μύθου. Προσωπικά στέκομαι στο καταφύγιο των ηρώων, που είναι τα ζώα. Ο άνθρωπος έχει ανάγκη τη φύση και η φύση τον άνθρωπο. Είναι ένα αδιάσπαστο σύστημα» σχολιάζει η ηθοποιός, βρίσκοντας σύμφωνο τον συμπρωταγωνιστή της Ερρίκο Μηλιάρη. Παρότι υποδύεται έναν από τους βδελυρούς ήρωες του έργου, το Μέτων – έναν, ας πούμε μεγαλοεργολάβο της εποχής μας που θέλει να ισοπεδώσει το φυσικό τοπίο – ο Μηλιάρης στέκεται, ξεκάθαρα, απέναντι. «Η μεταμόρφωση του εαυτού περνάει από τη συνύπαρξη με τη φύση. Αυτό μας λέει το έργο. Γι’ αυτό και δεν θα το χαρακτήριζα ουτοπικό, αλλά αντίθετα πολύ γήινο που σατιρίζει τραγικά αυτό που είμαστε».
Σε βασικούς ρόλους, τη διανομή συμπληρώνουν ο Κώστας Κορωναίος ως Έποπας, ο Στέλιος Ιακωβίδης ως Χρησμολόγος και Προμηθέας, ο Μάριος Παναγιώτου ως Επίτροπος και Ποσειδώνας και ο Θανάσης Ισιδώρου ως Συκοφάντης.
Η σκηνοθεσία«Ξέρεις πως είναι να ζεις με τα πουλιά;». Αυτό το ερώτημα τροφοδότησε τη σκηνοθεσία του Άρη Μπινιάρη που, αν και δεν απομακρύνεται από τις βασικές λειτουργικές αρχές της – την έντονη μουσική, την κινησιολογική φόρμα και τον απαρέγκλιτο ρυθμό – αυτή τη φορά τα μεταφράζει μέσα από τη δραματουργία.
«Αντλούμε από την ίδια εργαλειοθήκη αλλά δίνοντας στα εργαλεία μας άλλες αποχρώσεις. Γιατί προτεραιότητα εδώ είναι να επαληθευτεί η δραματουργική γραμμή. Να επαληθευτεί ο υπαρξιακός, κοινωνικός, πολιτικός σχολιασμός. Γιατί μέσα στην παράσταση λέγονται πράγματα πολύ σοβαρά αλλά νοηματοδοτούνται μέσα από ένα πετάρισμα, μια ελαφράδα. Το κείμενο πρέπει να αναπνεύσει στην επιφάνεια του» εξηγεί ο σκηνοθέτης, που δηλώνει πως πρώτο του μέλημα δεν ήταν αν θα γελάσει το κοινό, όσο να δημιουργήσει μια αίσθηση διαρκούς υπονόμευσης προσώπων και γεγονότων. Αυτή τη φορά, εμπιστεύτηκε περισσότερο τη διαίσθησή του και, όπως λέει, πολλές από τις αναζητήσεις της ομάδας απαντήθηκαν στη διάρκεια της πρόβας.
Η μουσικήΠαρακολουθώντας την πρωταγωνιστική ομάδα να εμφορείται από ένα τη δυναμική μιας αρχέγονης φυλής κατανοεί κανείς πως επικοινωνεί μαζί τους η μουσική του Αλέξανδρου Δράκου Κτιστάκη. Το επιβεβαιώνει και ο ίδιος: «Ως προς την μορφολογία της μουσικής, την ενορχήστρωση, την αρμονία και τις επιλογές των οργάνων κινηθήκαμε με κεντρικό άξονα το φυσικό και το αρχέγονο. Συνθετικά, μετά από έρευνα και μελέτη, αποφάσισα να επιλέξω αρμονίες που δομούνται και στηρίζονται στη σειρά των αρμονικών, στην πιο φυσική, δηλαδή, μορφή που μπορεί να απαντήσει κανείς τον ήχο και την αρμονία στη φύση». Γι’ αυτό και εντόπισε επιρροές σε πολλά διαφορετικά είδη μουσικής. «Επηρεάστηκα από την κλασική μουσική, την σύγχρονη εκδοχή της μουσικής κινηματογράφου αλλά παράλληλα αφέθηκα σε στοιχεία πιο παραδοσιακά και αρχετυπικά, όπως τα ριζίτικα της Κρήτης και την αρμονία της μπαρόκ μουσικής προκειμένου να υπάρχει μία διαρκής συνομιλία του αρχέγονου με το σύγχρονο» σημειώνει.
Εξασκημένος στις συνεργασίες με τον Άρη Μπινιάρη γνώριζε πως υπάρχει σταθερά μια πολύ μεγάλη απαίτηση από τη μουσική να στηρίξει το ρυθμό, το ύφος και τη φόρμα που πρέπει να εκφραστεί. «Ο Άρης σκηνοθετεί πάνω στη μουσική», σχολιάζει. «Κατά συνέπεια όλες οι μουσικές επιλογές πρέπει να το λάβουν υπόψιν. Με αυτόν τον τρόπο δομείται ένα μουσικό έργο που υπηρετεί και συνυπάρχει με το κείμενο και την παράσταση, υποστηρίζει τον ρυθμό και τον παλμό της σκηνής και άλλοτε υπογραμμίζει τα συναισθήματα ή πηγαίνει κόντρα σε αυτά».
Η αισθητική της παράστασηςΣυνήθως συμβαίνει το αντίθετο: Το αισθητικό νήμα της παράστασης εκπέμπεται από τα σκηνικά κι όχι από τα κοστούμια της. Εδώ, ωστόσο, ο ενδυματολόγος και σκηνογράφος Πάρις Μέξης (και σταθερός συνεργάτης του Άρη Μπινιάρη από την εποχή των «Βακχών») ξεκινάει ανάποδα. Με δεδομένη τη σκέψη πως «το κλειδί της παράστασης είναι τα πουλιά» δούλεψε πάνω σε δύο επίπεδα: Συμπύκνωσε το ρεαλιστικό statement του πουλιού σε εντυπωσιακά φτερωτά κράνη και μάσκες και διακόσμησε τα κοστούμια του Χορού με μια ‘φαντασιακή’ 3D εκδοχή φτερών: Τύπωσε υδατογραφίες από πούπουλα πάνω σε λευκά κοστούμια (αφήνοντας γυμνά τα πόδια, όπως γυμνά είναι και τα πόδια των πουλιών). Συνομιλώντας έτσι με τον κινησιολόγο, Αλέξανδρο Βαρδαξόγλου που ανέλαβε να μεγεθύνει τους ηθοποιούς σε υπερβατικά όντα.
Όσο για το σκηνικό των «Ορνίθων» η απλότητα του – ένα διακοσμημένο πατάρι – το έφερε σε έναν αναπόφευκτο διάλογο με το σκηνικό του Γιάννη Τσαρούχη, στο ιστορικό ανέβασμα του Καρόλου Κουν. «Στην άκρη της σκηνής προβάλλει ένα αφαιρετικό άλσος. Λειτουργεί ως ένας τόπος συνάντησης για τους ανθρώπους και τα πουλιά», εξηγεί ο Πάρις Μέξης, επιτρέποντας να γίνουν και αβίαστες αναγωγές για το χώρο που καταλαμβάνει η φύση, στην άκρη του ανθρώπινου, χτισμένου, πολιτισμού.
Η χορογραφίαΟι ‘Ορνιθες, δηλαδή ο εννεαμελής χορός της παράστασης – Μιχάλης Βαλάσογλου, Θανάσης Ισιδώρου, Τάσος Κορκός, Σοφία Κουλέρα, Αυγουστίνος Κούμουλος, Μαρία Κυρώζη, Κυριάκος Σαλής, Αλεξία Σαπρανίδου, Ειρήνη Τσέλλου – στροβιλίζονται διαρκώς γύρω από τον Οδυσσέα Παπασπηλιόπουλο και το Γιώργο Χρυσοστόμου παραπέμπουν σε σχηματισμούς από σμήνη πουλιών που δαμάζουν τα ρεύματα των ανέμων. Ο Αλέξανδρος Βαρδαξόγλου – χορευτής, χορογράφος και ηθοποιός – εδώ υπεύθυνος για τον κινησιολογικό σχεδιασμό της παράστασης είχε, όπως σημειώνει, ένα πλούσιο πεδίο ερεθισμάτων να αντλήσει μοτίβα. Όχι μόνο εμπνευσμένος «από την αεικίνητη φύση των πουλιών αλλά και από τον ίδιο τον Αριστοφάνη. Το πιο θεατρικό κομμάτι της παράστασης είναι οι Όρνιθες», παρατηρεί. Κι έτσι, ενώ από τη μια μπαίνει στην περιπέτεια να υπηρετήσει τη φόρμα από την άλλη διεκδικεί και χώρο για παιχνίδι. «Συνυπάρχει η αταξία με τη φοβερή τάξη», λέει.
Το κινησιολογικό σκέλος της παράστασης αποκαλύπτεται εξόχως απαιτητικό, αλλά όπως σχολιάζει ο Γιώργος Χρυσοστόμου «παρά την επίπονη διαδικασία, η όλη προσπάθεια λειτουργεί διαλογιστικά και τελικά παρά το αυστηρό πλαίσιο, όλοι έχουμε κατακτήσει μιαν ελευθερία». Ο Τάσος Κορκός από το Χορό σχολιάζει πως αφού οι ήρωες του έργου επιδιώκουν να μετακινηθούν «πως είναι δυνατόν αυτό να μη μεταφράζεται σε κάματο στη σκηνή; Όταν θες να προχωρήσεις αντίθετα από αυτό που σου λένε ότι επιτρέπεται, δεν θα κουραστείς; Αναγκαστικά κι εμείς πρέπει να είμαστε αληθινοί σε αυτό το νόημα – γι’ αυτό και είναι σπουδαίος ο τρόπος που η ομάδα φέρνει τα σώματα της στη σκηνή».
Οι “Ορνιθες” του Αριστοφάνη ανεβαίνουν στο Αρχαίο Θέατρο Επιδαύρου στις 9 και 10 Αυγούστου στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Επιδαύρου 2024.
Η παράσταση κάνει πρεμιέρα στο Αρχαίο Θέατρο Φιλίππων στις 12 και 13 Ιουλίου.
Μετάφραση: Τάσος Ρούσσος
Σκηνοθεσία: Άρης Μπινιάρης
Δραματουργική επεξεργασία – Διασκευή: Έλενα Τριανταφυλλοπούλου-Άρης Μπινιάρης. Σκηνικά – Κοστούμια: Πάρις Μέξης. Μουσική σύνθεση: Αλέξανδρος Δράκος Κτιστάκης. Κινησιολογία: Αλέξανδρος Βαρδαξόγλου. Σχεδιασμός φωτισμών: Βαγγέλης Μούντριχας. Σχεδιασμός ήχου: Νικόλας Καζάζης. Μάσκες Χορού: Δήμητρα Καίσαρη. Α’ βοηθός σκηνοθέτη: Νεφέλη Παπαναστασοπούλου. Β βοηθός σκηνοθέτη: Βαγγέλης Πρασσάς. Βοηθός σκηνογράφου – ενδυματολόγου: Αλέγια Παπαγεωργίου
Παίζουν: Οδυσσέας Παπασπηλιόπουλος, Γιώργος Χρυσοστόμου, Κώστας Κορωναίος, Στέλιος Ιακωβίδης Κωνσταντίνα Τάκαλου, Ερρίκος Μηλιάρης, Μάριος Παναγιώτου, Θανάσης Ισιδώρου.
Χορός: Μιχάλης Βαλάσογλου, Θανάσης Ισιδώρου, Τάσος Κορκός, Σοφία Κουλέρα, Αυγουστίνος Κούμουλος, Μαρία Κυρώζη, Κυριάκος Σαλής, Αλεξία Σαπρανίδου, Ειρήνη Τσέλλου.
Εισιτήρια: https://tickets.public.gr/theater/ornithes-tou-aristofani/
Πρώτοι Σταθμοί περιοδείας