Η σιωπηλή καμαριέρα
Η ταινία του Μιγκέλ Φάους έχει μακρινή συγγένεια με τα «Παράσιτα» ποντάροντας τα μάλα στην χαρισματική πρωταγωνίστρια.
Η κολομβιανή Άννα εργάζεται ως οικιακή βοηθός σε μια πλούσια οικογένεια της Βαρκελώνης φροντίζοντας την εξοχική έπαυλη τους κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού. Η αγωνία της υπομονετικής υπηρέτριας έχει να κάνει με την απόκτηση της άδειας παραμονής στην Ισπανία, κάτι που ως φαίνεται θα καθυστερήσει αρκετά, πυροδοτώντας μια σειρά από απρόσμενα γεγονότα.
«Εργατικότητα και διακριτικότητα»Σε αντίθεση με την παραπάνω «συμβουλή» που δίνει στην Άννα η κυρία του σπιτιού, εκείνη και τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας – ο εμμονικός πατέρας που σιχαίνεται τις αδέσποτες γάτες επειδή του καταστρέφουν τα λαχανικά στον κήπο και οι δύο έφηβοι γόνοι που διασκεδάζουν με σεξ, αλκοόλ και ναρκωτικά- μόνο διακριτικοί δεν είναι.
Μέσω της υποκριτικής ευγένειας τους απαιτούν πράγματα που θα μπορούσαν κι οι ίδιοι να πάρουν (π.χ. ένα ποτήρι κρασί) χωρίς να χρειαστεί να τους τα δώσει η Άννα. Όμως τότε δεν θα είχε λόγο ύπαρξης ούτε η νεαρή υπηρέτρια αλλά ούτε και οι ίδιοι όπως πονηρά μας λέει το πανέξυπνο και ελλειπτικό σενάριο του Φάους.
Ο σκηνοθέτης περιγράφει έναν επίγειο παράδεισο που κάθε άνθρωπος θα ήθελε να απολαύσει έστω και για λίγες στιγμές στη διάρκεια των καλοκαιρινών διακοπών του. Η Άννα μαγεύεται από το περιβάλλον αυτό αλλά δεν έχει περιθώρια διασκέδασης καθώς η δουλειά και κυρίως η ικανοποίηση των κακομαθημένων αφεντικών της προέχει.
Κι ενώ ο σκηνοθέτης θολώνει το τοπίο με κάποιες ανεπαίσθητες πινελιές (τα αφεντικά της Άννας παρά το μπλαζέ υφάκι τους ή τις συνεχείς απαιτήσεις τους δεν γίνονται ποτέ προσβλητικά) κάνει τη ρελάνς βάζοντας την ηρωίδα του να οικειοποιείται τον χώρο με συμπεριφορές που δείχνουν ότι κι εκείνη δεν είναι τόσο αθώα όσο δείχνει.
Μια ταινία που φυσικά έχει το ταξικό ζήτημα πάνω από όλα, αλλά καταφέρνει να αναλύσει με σύνεση και εκφραστικά αφηγηματικά εργαλεία (μαύρο χιούμορ, αισθησιακές εικόνες κλπ) κι άλλα ζητήματα. Η κρίση του δυτικού πολιτισμού βρίσκεται φυσικά σε περίοπτη θέση: δείτε μόνο πως συνδέει ο Φάους τα σύμβολα χλιδής (η πόρσε, η πισίνα κ.α.) και ανωτερότητας (το ακαταλαβίστικο για την Άννα έργο τέχνης που θα αγοράσει ο ιάπωνας συλλέκτης) με την αλαζονεία και το θράσος των μελών της εύπορης οικογένειας. Είναι μια συνθήκη που κουβαλά μέσα της τα κομμάτια μιας διαψευσμένης ουτοπίας που δύσκολα θα μπορέσει να αποφύγει την μοιραία κατάληξη.