MENU
Κερδίστε Προσκλήσεις
ΤΕΤΑΡΤΗ
30
ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ
ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ
ΕΙΔΑΜΕ / ΣΥΝΑΥΛΙΑ

Release Athens 2024: Η συμπεριληπτική αλήθεια, my friend, is riding on the wind

Όλα όσα είδαμε στο live των Judas Priest, Bruce Dickinson, Accept, Saturday Night Satan στο Release Festival την Κυριακή 21 Ιουλίου.

Παναγιώτης Παπαϊωάννου | 23.07.2024

Ήταν σαν ένα τεράστιο οικογενειακό τραπέζι με χιλιάδες συγγενείς, μόνον που αυτή τη φορά υπήρχε κάτι στον αέρα που όφειλε να λυθεί.

Την προηγούμενη φορά, στο προ διετίας τραπέζι, ο ατίθασος όσο και ιδιοφυής 66χρονος θείος τα πήρε από την ανώριμη στάση ενός από τους παρευρισκομένους που άναψε καπνογόνο στο τραπέζι και οργισμένος τον είχε βρίσει, εμφασίζοντας στην καταγωγή του. Η οικογένεια, όπως κάθε πολυπληθής οικογένεια, δύο χρόνια τώρα, είχε χωριστεί σε κολεγιές. Κάποιοι, βγάζοντας αφρούς απ’ το στόμα τον χλεύαζαν, προσπερνώντας (ή συγκαλύπτοντας) το αντικειμενικό γεγονός ότι σε οποιοδήποτε τραπέζι δεν γίνεται ανεκτό ν’ ανάβεις καπνογόνο «για να δείξεις τη χαρά σου». Κάποιοι άλλοι άνοιξαν δαιδαλώδεις διαλόγους για το ενδεδειγμένο μέτρο της συμπεριφοράς του θείου, για το ότι δεν έπρεπε να περάσει αυτή η προσβολή κατά της χώρας των παρευρισκομένων, της τιμημένης φυλής ολόκληρης, ότι θείος ήταν ένα σιχαμερό ρετάλι, ένας εχθρός του γένους, που δεν φτάνει που τον κανακεύει για τόσα χρόνια ολόκληρα σόγια, τώρα στα γεράματα «αποδεικνύει πόσο υποκριτής, μισερός, καταχθόνιος και αντεθνικός είναι».

Bruce Dickinson

Αυτά λοιπόν, στην Πλατεία Νερού, το βράδυ της Κυριακής, 21 Ιουλίου 2024, λύθηκαν, με τον ενδεδειγμένο, οικουμενικώς αντιληπτό, χεβυμεταλλικό τρόπο. Πρώτα ανέλαβαν τα ανίψια της συγγενικής επιτραπέζιας οικογενειακής συνέλευσης. Και με ένα σετ από 10 επιχειρήματα θύμισαν στην πολυπληθή ομήγυρη ποιά είναι, εδώ και δεκαετίες τα πράγματα που ενώνουν τις ζωές της φυλής και την κρατούν ζωντανή. “Princess Of The Dawn”, “Metal Heart”, “Fast As A Shark”, “Balls To The Wall”.

Αμέσως μετά, όλοι, συνομώτες, φίλα προσκείμενοι, αντικειμενικοί, επιλήσμονες, περίεργοι, υποστηρικτές, είδαν ο λόγος να δίνεται στον ίδιο τον απολολώτα 66χρονο θείο. Ενώπιόν τους, εκείνος απέδωσε μια εγκάρδια συγγνώμη προς όποιον τυχόν προ διετίας είχε προσβληθεί, δίνοντας τον καλύτερο εαυτό του προς όλες τις κατευθύνσεις.

Τέρποντας τη φυλή που είχε καταλάβει το παραλιακό τραπέζι με σπάνιας ευστοχίας διηγηματογραφίες (“Tears Of The Dragon”, “Book Of Theli”, “Darkside Of Aquarius”), απ’ αυτές που μόνον εκείνος μπορεί να υλοποιήσει. Στο τέλος μάλιστα, ο θείος, κάθιδρος μέσα στο αμάνικο τζην γιλέκο του, πιθανόν κι ευγνώμων για το ότι η φυλή ολάκερη κατάλαβε το μήνυμα που κακοτράχαλα ήθελε πριν δύο χρόνια να αρθρώσει, ότι «πυρσοί και καπνογόνα προκαλούν ατυχήματα, απώλειες πρωταθλημάτων από τιμωρίες έδρας και ικανοποιούν μόνον την εφήμερη κάψα του πυρομανούς», παρήγγειλε στο μικρό και αξιοζήλευτο ασκέρι που είχε φέρει μαζί του, να παίξει, σαν αβρή χειρονομία προς την εθνοτικά αυτοπροσδιοριζόμενη φυλή που τόσο επιπόλαια ο θείος χρησιμοποίησε για να ψέξει τον ανόητο παραβάτη του πυρσού, δυό περήφανες στροφές με ρεφραίν από το επί 38 χρόνια διακαώς αναμενόμενο άσμα: “Alexander The Great”.

Κι ενώ δύσκολα στο τραπέζι των 20.000 τουλάχιστον συγγενών συνδαιτημόνων (μέχρι εκεί που έφτανε το μάτι σου η προσέλευση) απέμεινε πια ίχνος δυσφορικής σκέψης, ή οριστική συμφιλίωση επήλθε όταν τον λόγο πήρε ο Πρεσβύτερος. Ο Αρχιεπίσκοπος. Που ορθώθηκε στην κορυφή του τραπεζιού και παρά τα χρόνια του, με ένα διαχρονικό, δίωρο ρεσιτάλ, επισφράγισε, με δύναμη και δόξα, την ουσία, τον πραγματικό λόγο για τον οποίο όλοι οι συγγενείς, ανά τον κόσμο γίνονται επί πέντε τουλάχιστον δεκαετίες ομοτράπεζοί του.

Το heavy metal δεν διατηρείται τυχαία ακμαίο για μισόν αιώνα σ’ αυτόν τον πλανήτη. Αποτελεί την συνδετική ύλη των γενεών διαφόρων φυλών, γεωγραφικών προελεύσεων, βιολογικής καταβολής και ψυχοπνευματικής φτιάξης με την ασυμβίβαστη νεότητα καρδιάς και πνεύματος. Όσες παρεκβάσεις, αμαρτήματα, αχαριστίες ή συγκρούσεις κι αν αυτή γεννήσει, παραμένει μια ακαταμάχητη ζωηφόρος δύναμη. Tell me there’s no other.
Κάπως έτσι λοιπόν έγιναν τα πράγματα.

Judas Priest

Υπό την κατά τι πιο ρεαλιστική οπτική των πραγμάτων, η παρ’ ημίν ετήσια μάζωξη των μεταλλικών ορδών σε θερινό συναυλιακό θέρετρο έχει γίνει όντως θεσμός που κοντεύει να κλείσει τα τριάντα χρόνια, από το πρώτο εκείνο Rock Of Gods το 1996 στην Αποβάθρα 3 στον Πειραιά.

Όσο περνούν τα χρόνια, τα μεγάλα ονόματα του μέταλ που κάποτε θεωρούσαμε απίθανο να δούμε στην Ελλάδα, πλέον έρχονται και ξανάρχονται, έχοντας πλέον δημιουργήσει στο ελληνικό κοινό μια ακολουθία παραστάσεων για την αξία τους μέσα στο χρόνο μέσα από τις ικανότητές τους να ζωντανεύουν τα τραγούδια τους με τρόπο αντάξιο της φήμης τους, αυτήν με την οποία ανατράφηκαν γενιές μεταλλοφρόνων. Οι δε γενιές αυτές παρ’ όλη την κατηγοριοποίηση, την κατά καιρούς σύντηξη ή την πολυδιάσπασή τους (εναλλακτικοί, nu-metal, κλασσικοί, powerάδες, deathάδες, doom, hard rock, “melodic/aorάδες”) και την φυσιολογική μεταλλαγή τους αυτά τα 28 χρόνια (ενηλικίωση, γάμοι, παιδιά, διαζύγια, επαγγελματική ανέλιξη, κατάπτωση, ανεργία, επιβίωση), παρουσιάζουν μια τάση, σχεδόν συμπαγή: πάντα επιθυμούν να έρχονται μεγάλα ονόματα, τα χρειάζονται και όπως – όπως, συρρέουν να τα δουν.

Οι Judas, από την ώρα που πρωτοήρθαν με τον Ripper Owens τον Ιούλιο του 2001  στο Ο.Α.Κ.Α. (Ο Halford με τους Fight είχαν προηγηθεί στο ΡΟΔΟΝ τον Δεκέμβριο του 2000, έχουν έρθει και ξανάρθει. Ήδη, μετά την τελευταία αλλάγή στη σύνθεσή τους με τον Ritchie Faulkner στην θέση του K.K. Downing έχουν έρθει τουλάχιστον πέντε φορές (2011, 2015, 2018, 2022 και φέτος). Οι δε Accept, οι οποίοι μετά την θρυλική εκείνη βραδυά στο ΡΟΔΟΝ το Μάϊο του ’93 με την αυθεντική σύνθεση (με Udo, Stefan Kaufmann και Wolf Hoffmann με μαλλιά) έχουν ξανάρθει άλλες τόσες μετά το 2009, από τότε που ο Mark Tornillo πήρε το μικρόφωνο, οδηγώντας τους Γερμανούς σε μια δεύτερη καρριέρα.

Bruce Dickinson

Για τον δε Bruce Dickinson και την μικρή προσωπική του δισκογραφία την έχουμε τουλάχιστον δύο φορές δει να παίρνει σάρκα και οστά επί σκηνής, πάνε όμως πολλά χρόνια (1998 και 2002 οι επισκέψεις του στη χώρα μας). Από τους, δε, Maiden, που έχουν εμφανιστεί στα μέρη μας από τις 13 Σεπτεμβρίου 1988 και μετά πάνω από 10 φορές, δεν έχουμε παράπονο.

Ή μάλλον δεν είχαμε μέχρι το 2022 την τελευταία φορά, στο Ο.Α.Κ.Α.. Τότε που προέκυψε αυτό το σοβαρό παράπονο, το θέμα που «έπρεπε» να λυθεί στην τεράστια ατύπως αναγνωρισμένη θερινή συνεύρεση της φυλής. Εκείνο το «γκρηκ καντ» του Dickinson προς τον πιο κοντινό στη σκηνή (γιατί υπήρχαν κι άλλοι εκείνο βράδυ, δεν ήταν μόνον ένας) άφρονα φαν που άναψε πυρσό είχε σταθεί στο λαιμό των χεβυμεταλλάδων, με αποτέλεσμα, όπως συμβαίνει συνήθως, το σοσιαλμηντιακό ντημπέϊτ να κακοφορμίσει, να κυριαρχηθεί από τοξικές θέσεις και να κοντέψει να διχάσει. Αποκαλύπτοντας ότι, τελικά, ανεξάρτητα από το τί είδους μουσική ταυτότητα δηλώνει κανείς, το μυαλό δεν ανοίγει αν δεν έχεις αντιμετωπίσει (και αποκλείσει σε διπλά παιχνίδια) τα πολιτικά, πολιτισμικά και προσωπικά στεγανά σου.

H διαδρομή από το να θαυμάζεις έναν καλλιτέχνη μέχρι να βρίσκεις λόγο να τον απαξιώνεις ή να τον μισείς, περνά συχνά μέσα από το μονοπάτι της προσωπικής σου αποτυχίας σε διάφορα επίπεδα, κατάσταση που κανείς δεν έχει λόγο να μοιραστεί, αφού πάντα την καλύπτεις με ιδεολογήματα.

Tanya O’ Callaghan

Αυτό ήταν και το ουσιαστικό διακύβευμα της εμφάνισης του Dickinson στο Release. Το πώς αυτό το «παράπονο» θα τύχει διαχείρισης από τον ίδιο και από το κοινό. Και παράπονο, πλέον, μετά την χορταστική βραδιά στο Release, δεν υπάρχει. Ο 66χρονος «θείος» της παραπάνω παραβολής Dickinson, με μια επιβλητική εμφάνιση, με φωνή εκφραστική όσο ποτέ, παρουσία ενεργητική όσο στα καλύτερά του που έχουμε δει και με μια μπάντα σφριγηλή και υψηλών οκτανίων (όλοι τους in sync και in style, όμως είναι αλήθεια ότι αυτή η 38χρονη μαγκιώρα Ιρλανδή μπασίστρια Tanya O’ Callaghan έκανε σχεδόν αδύνατο να πάρεις τα μάτια σου από πάνω της – περφόρμερ κλάσης) θύμισε πώς κατάφερε στα σκοτεινά χρόνια του ’90 να κρατήσει με δύο προσωπικά άλμπουμ και εμάς αλλά και τον εαυτό του σε επαφή με το μέταλ. Οι ερμηνείες στα “Tears Of The Dragon” και “Darkside Of Aquarius” ήταν πραγματικά συγκλονιστικές, με όλο το πλήθος να μετατρέπει την Πλατεία Νερού σε τέμενος.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑΟι Duran Duran παραμένουν Wild Boys12.09.2018

Πλέον, ο Dickinson, εκτός από τραγουδιστής της μεγαλύτερης μπάντας heavy metal που εξακολουθεί να είναι ζωντανή και παραγωγική αυτή τη στιγμή, πέρα από ιδιόρρυθμος, πολυσχιδής, κρυπτοστρατόκαυλος, άθεος, θιασώτης της σκοταδιστικής αλχημείας του Γουίλλιαμ Μπλέηκ και δεδηλωμένα συντηρητικός και υπέρ του Brexit, είναι ένας άθραυστος θεσμός βρετανικότητας – όπως ο κυνικός στην τελευταία φάση της καρριέρας του Richard Burton, όπως οι Monty Python. Αν έχεις τόσο μεγάλη ανάγκη να δεις τον εαυτό σου στο πρόσωπό του κι όχι στην συλλογικά παραγόμενη τέχνη του, κακό δικό σου.

Setlist : Accident Of Birth – Abduction – Laughing At The Hiding Bush – Afterglow Of Ragnarok – Tears Of The Dragon – Chemical Wedding – Resurrection Men – Rain On The Graves – Book Of Thel – The Alchemist – Darkside Of Aquarius – Road To Hell – Alexander The Great (δύο ρεφραίν με πλήρη μπάντα).

Accept

Accept

Τα «ξαδέρφια» της παραβολής, οι Accept, επέδρασαν καταλυτικά στη διάθεση της βρασιάς, καθώς υπό τιμωρητικό ήλιο, ενισχυμένοι με τον Joel Hoekstra στην τρίτη κιθάρα, με τον τσιμεντένιο 70χρονο Mark Tornillo να ξερνάει τις δέουσες πρόκες στο μικρόφωνο και τον 65χρονο Wolf Hoffman σε ρόλο Σποκ από την Μεταλλική Μέση Γη να απολαμβάνει την τραγουδιστική κληρονομιά που τα μέγιστα ο ίδιος (μαζί με τον Udo βέβαια) δημιούργησε, δεν έδειξαν να πτοούνται στο ελάχιστο. Τα καινούρια άλμπουμ τους είναι απλώς μια αφορμή να ξαναβγούν πάνω στη σκηνή και να ταιριάξουν δύο – τρία καινούρια με πέντε – έξι ύμνους που ξέρουν οι πάντες, πετώντας πού και πού μερικά άπαιχτα εδώ και χρόνια κομμάτια, προς αγαλλίαση και των αφισιονάδος.

Setlist The Reckoning – Humanoid – Restless And Wild –  Straight Up Jack – Princess Of The Dawn – Metal Heart – Fast As A Shark – Teutonic Terror – Pandemic – Balls To The Wall.

Judas Priest

Rob Halford

Όσο για τους headliners Judas Priest και μόνον η θωριά του 73χρονου Rob Halford (του Αρχιερέα επικεφαλής της τράπεζας των συγγενών στην παραβολή της εισαγωγής), ενεργοποιεί τα αισθητήρια. Μετά την αναχώρηση του Lemmy, τον χαμό του Dio και με τον Ozzy καθ’ οδόν προς έναν επώδυνο επίλογο ζωής, αυτός μόνο έχει μείνει απ’ τους παλιούς. Με το που βγαίνει στη σκηνή, ξέρεις τί θα δεις και ξέρεις ότι θα το ακούσεις από έναν άνθρωπο που για τουλάχιστον 40 χρόνια αναγνωρίζεται ως κάτι ανάλογο με έναν από τους Τρεις Τενόρους εγκλωβισμένος σε ιδιότυπο μουσικό ιδίωμα. Με τεχνική που κάθε φορά που τον βλέπουμε φθίνει κι από λίγο με αναμενόμενα φυσικό τρόπο, χωρίς όμως ποτέ ο ίδιος να εκτεθεί, ντυμένος σαν ένα κακό όνειρο πρωτοσύγγελου της Ανατολικής Ορθοδόξου Εκκλησίας που έκανε μεταβολή καρριέρας για τατουατζής/πηρσάς στην Ανάφη και ξυπνά κάθε μέρα απελευθερωμένος που είναι ντυμένος με άμφια Φλωρινιώτη, ο Rob Halford παραμένει ένας και μοναδικός.

Ritchie Faulkner, Ian Hill 

Ως συμμέτοχο στη συναυλία, η αίσθηση της συνέχειας στο τί πρεσβεύουν επί 50 δισκογραικά χρόνια οι Judas Priest σε διαπνέει και μόνο από την φυσική παρουσία των πέντε μουσικών επί σκηνής. Κι αν ο ιδρώτας στα πρόσωπα του 72χρονου αειθαλή μπασομετρονόμου Ian Hill ή του 63χρονου οκταποδιωτού ντράμμερ Scott Travis και η ουλή από την επέμβαση στην καρδιά του 44χρονου Ritchie Faulkner είναι εικόνες που σε πείθουν ότι το συγκρότημα αυτό είναι πλασμένο να δίνει ό,τι ζωή έχει και δεν έχει μέσα στα τραγούδια του, o χρονισμός και οι διατρητικές της στρατόσφαιρας κραυγές του Halford, οι αποστηθισμένες κατά γράμμα σαν σε άριες όπερας από το κοινό στα “Victim Of Changes”, “Sinner”, “Devil’s Child”, “Painkiller” είναι το οπτικοακουστικό ερέθισμα που κάθε φορά θα ανοίγει την πόρτα του συνειδητού και του ασυνειδήτου στον μεταλλά του χθες και του σήμερα.

Scott Travis

Φέτος έχουν κυκλοφορήσει έναν τρομερής ενέργειας και μεταλλοφροσύνης δίσκο, αντάξιο της ιστορίας τους, το “Invincible Shield”, με τεράστια την συμμετοχή του Ritchie Faulkner και του 55χρονου Andy Sneap (ο άλλος κιθαρίστας και συμπαραγωγός που από το 2018 δείχνει το πόσα κιλά κάκαλα διαθέτει για να μπορεί να σταθεί στη σκηνή εκεί που στεκόταν ο τιτάνας Glenn Tipton). Κι όμως, απ’ αυτόν ακούσαμε μόνο τρία κομμάτια, γιατί οι συναισθηματικές εμβολές έρχονται, όπως πάντα, από τα παλιά : “Riding On The Wind” (φο-βε-ρό), “Sinner”, “Victim Of Changes” και “The Green Manalishi” ήταν αυτή τη φορά από τις πιο καίριες συναισθηματικές ενέσσες της βραδιάς.

Setlist  (intro: War Pigs – Invincible Shield Anthem) Panic Attack – You’ve Got Another Thing Comin’ – Rapid Fire – Breaking The Law – Riding On The Wind – Devil’s Child – Sinner – Crown Of Horns – Turbo Lover – Invincible Shield – Victim Of Changes – The Green Manalishi – Painkiller – Electric Eye – Hell Bent For Leather – Living After Midnight.

Μετά και αυτή την εμφάνιση των Priest, του Dickinson και των Accept η βραδιά επικύρωσε τρία πράγματα:

Πρώτον ότι η δίψα για το κλασσικό μέταλ της δεκαετίας του ’80, παρά το ότι σήμερα πάνω από το μισό του πληθυσμού των συναυλιών κατά τη δεκαετία αυτήν είτε φορούσε πάνες είτε δεν είχε γεννηθεί, δεν λέει να σβήσει.

Δεύτερον ότι η επιθυμία να βρεθεί κανείς στη συναυλία ενώπιον των ίδιων πρωταγωνιστών (συχνά για πολλοστή φορά), έχει αποκτήσει πλέον την θεσμική ισχύ που έχει για τους θεατρόφιλους το να παρακολουθούν κορυφαίους ηθοποιούς ή κλασσικούς σολίστες σε όποιο έργο ρεπερτορίου επιλέξουν, σε όποιον χώρο, με όποιους στην τέχνη συνοδοιπόρους έχουν στο πλάϊ τους.

Και τρίτον, ότι η ζωντανή αλληλεπίδραση με τη μουσική και τους καλλιτέχνες που σε βοήθησαν να μεγαλώσεις, αποτελεί μια από τις ελάχιστες κρίσιμες για την πολυδιχαστική εποχή, δηλώσεις συμπερίληψης: μπορεί να μην έχεις πολλά ή άλλα κοινά με τον διπλανό σου, όμως μοιράζεσαι εθελούσια την εσώτερη διάθεση, ενάντια σε όλα, to move that wheel right around.

H δική μας truth, εξάλλου, επουδενί is blowing in, αλλά riding on, the wind.

Υ.Γ.: Tους καινούριους (πριν λίγους μήνες εμφανίστηκαν με επαγγελματική παραγωγή και συνολικά προσεγμένο promotion) έλληνες Saturday Night Satan δεν τους πρόλαβα καν, υποπτεύομαι ότι στην κατάφωρη λιακάδα το παλιακό όσο και μαύρο ηχόχρωμά τους –διασταύρωση Ghost-Trouble-Lucifer με γυναικεία φωνητικά θα υπέφερε.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑΤο πάρτι της ζωής μας με τον Jarvis Cocker και τους Pulp12.09.2018

Περισσότερα από ΕΙΔΑΜΕ / Συναυλίες