Η πύλη της κολάσεως
«Η πύλη της κολάσεως», το σπάνιο επικό αριστούργημα του Τεϊκοσουκε Κινουγκάσα 70 χρόνια μετά σε επετειακή επανέκδοση στους κινηματογράφους, σε διανομή NEW STAR.
Γύρω στα 1150 στην διάρκεια της περιόδου Μέιτζι, γίνεται πραξικόπημα εναντίον του αυτοκράτορα, το οποίο τελικά αποτυγχάνει. Για να παραπλανηθούν οι στασιαστές, στην αυτοκρατορική άμαξα μπαίνει η Κέσα, μια κυρία της αυλής, υπό την προστασία του σαμουράι Μορίτο Έντο. Μετά την καταστολή της εξέγερσης ο σαμουράι ξανασυναντά την Κέσα και καθώς είναι ερωτευμένος μαζί της την ζητά σε γάμο, αλλά μαθαίνει ότι είναι παντρεμένη με τον άρχοντα Βατάρου. Τυφλωμένος από το ερωτικό του πάθος, επιμένει σ’ αυτήν την παράλογη απαίτηση γάμου και σταδιακά γίνεται ο περίγελος της κοινωνίας του Κιότο. Όταν σύζυγος και επίδοξος εραστής βρίσκονται αντιμέτωποι σ’ έναν αγώνα ιππασίας, ο Μορίτο νικά, αλλά αυτή η νίκη αντί να καταπραΰνει μεγαλώνει το πάθος του για την Κέσα, την οποία απειλεί πως θα σκοτώσει μαζί μ’ όλη της την οικογένεια, αν δεν γίνει δική του. Η γυναίκα, πιστή στον σύζυγό της και κλεισμένη στον εαυτό της θα επιλέξει να δώσει ένα τραγικό τέλος στο αδιέξοδο.
Βραβευμένη με τον Χρυσό Φοίνικα στο φεστιβάλ Καννών και το Όσκαρ καλύτερης ξένης ταινίας, «Η πύλη της Κόλασεως» είναι μια μελοδραματική ταινία, με εκθαμβωτική εικαστική δύναμη, που θάμπωσε το δυτικό κοινό με τη μεγαλοπρέπειά της. Ο Τεϊνοσούκε Κινουγκάσα, ένας από τους πιονιέρους του ιαπωνικού κινηματογράφου, υιοθετεί για την αφήγηση της ιστορίας του μια θεατρογενή δραματουργική δομή, στην λογική του Θεάτρου Νο. Η σύνθεση των κάδρων, η εξαιρετικά λειτουργική χρήση και αξιοποίηση των χρωμάτων, η ερμηνεία των ηθοποιών η σκηνογραφική της επιμέλεια, το ηχητικό της υπόστρωμα και η μουσική -όλα τέλεια εναρμονισμένα και σε απόλυτη συμμετρία- δημιουργούν ένα λυρικό οπτικοακουστικό ποίημα αξεπέραστου ερωτικού πάθους.
Ο Teinosuke Kinugasa χρησιμοποιεί το μελόδραμα με τρόπο που μοιάζει με τις ταινίες του Χόλιγουντ του Douglas Sirk,ή ορισμένες ταινίες του Michael Powellκαι του Emeric Pressburger, ιδιαίτερα του Μαύρου Νάρκισσου. Ο εσκεμμένος ρυθμός της τελευταίας ώρας είναι, σκόπιμα, συναισθηματικά κατασταλτικός και τρελός, και η μόνη πραγματική κάθαρση υπάρχει στην οθόνη, που εκρήγνυται με συντριπτικά παθιασμένα κόκκινα, μπλε και πράσινα. Η τιμητική πύλη φαίνεται μόνο μερικές φορές, αλλά η βία που συμβολίζει κρέμεται πάνω από όλους σε όλη τη διάρκεια της ταινίας, ως ένας προάγγελος της καταστροφής που προκάλεσε ένας υποκριτικός και αδιάφορος κυβερνήτης που διακινεί ιδεολογίες που θα έπρεπε να καταρριφθούν και δεν έχουν εξαλειφθεί πλήρως. Μια έντονη εξερεύνηση της μεταπολεμικής δυσφορίας, το Gate of Hell σημαίνει αναμφίβολα πολλά για τους Ιάπωνες πολίτες που το είδαν τη στιγμή που κυκλοφόρησε, αλλά το υπόκωφο άγχος που προκαλεί έξοχα αυτή η ταινία , είναι το είδος του άγχους που στοιχειώνει τις εφημερίδες κάθε ημέρα και υπερβαίνει την ιδιαιτερότητα του χρόνου και του πολιτισμού.
Αυτή ήταν η πρώτη έγχρωμη ιαπωνική ταινία που κυκλοφόρησε διεθνώς και όπως δηλώνει ο Stephen Prince στο δοκίμιό του που έγραψε για αυτήν, «είναι μια ανάκτηση ενός μεγάλου κινηματογραφικού θησαυρού από τον κάδο των σκουπιδιών της ιστορίας».