Η Παναγία όπως την ύμνησαν σπουδαίοι ποιητές
Με αφορμή τη μεγάλη Θεομητορική γιορτή του Δεκαπενταύγουστου θυμόμαστε πώς το πρόσωπο της Υπεραγίας Θεοτόκου τιμήθηκε στη νεοελληνική ποίηση.
“Σκέπη, καταφυγή, παρηγοριά“. Αυτές είναι οι λέξεις που επικρατούν στη συνείδηση των χριστιανών αναφορικά με το πρόσωπο της Παναγίας. Πόσοι και πόσοι δεν έχουν καταφύγει ικετευτικά στην εικόνα της για να βρουν ανακούφιση από τις φουρτούνες της ζωής, να ζητήσουν τη βοήθειά της, να γαληνέψουν και να απαλύνουν τον πόνο της ψυχής τους. Ορφανά που στερήθηκαν τη μητρική αγκαλιά, μητέρες που βίωσαν τον μέγιστο πόνο της απώλειας των παιδιών τους, ασθενείς με σοβαρές νόσους και τόσοι άλλοι πονεμένοι, αδικημένοι, απελπισμένοι βρέθηκαν σε αδιέξοδο και προσέφυγαν με δάκρυα στα μάτια στη “χαρά των θλιβομένων”.
Δεν είναι τυχαίο συνεπώς που οι ποιητές μας πρώτοι από όλους, εκφράζοντας το λαϊκό συναίσθημα, τίμησαν τη Θεοτόκο μέσα στα έργα τους. Υπέροχοι στίχοι γράφτηκαν και αφιερώθηκαν στη Μητέρα του Θεού, που αν μη τι άλλο κανείς συγκινείται όταν τους διαβάζει και σε αρκετές περιπτώσεις μάλιστα τυχαίνει να ταυτίζεται. Πάμε λοιπόν να διαβάσουμε μερικούς από αυτούς.
«Δέησις» – Κ.Π. ΚαβάφηςΗ θάλασσα στα βάθη της πήρ’ έναν ναύτη.—
H μάνα του, ανήξερη, πηαίνει κι ανάφτει
στην Παναγία μπροστά ένα υψηλό κερί
για να επιστρέψει γρήγορα και να ’ν’ καλοί καιροί—
και όλο προς τον άνεμο στήνει τ’ αυτί.
Aλλά ενώ προσεύχεται και δέεται αυτή,
η εικών ακούει, σοβαρή και λυπημένη,
ξεύροντας πως δεν θα ’λθει πια ο υιός που περιμένει.
Ο πόνος και η αγωνία της μάνας διαφαίνονται πολύ καθαρά σε αυτό το ποίημα του Κωνσταντίνου Καβάφη από τη συλλογή Τα ποιήματα Α’ (1897-1918) . Όπως η Παναγία αγωνιά κάτω από τον Σταυρό για το παιδί της, έτσι και η γυναίκα αυτή καρδιοχτυπά για την τύχη του γιου της, αγνοώντας βέβαια το τραγικό του τέλος.
«Από το όνειρο καλοκαιρινού μεσημεριού»-Γιάννης ΡίτσοςΌταν περνούσε η Παναγία σιωπηλή κάτου απ’ τα δέντρα
κανένας δεν την άκουσε
Τα σκυλιά δε γαυγίσαν στις αυλόπορτες.
Μονάχα τα τριζόνια τη χαιρέτισαν,
κι ένα μεγάλο αστέρι χτύπησε
σε μια χορδή κάποιο άγνωστο τραγούδι
που τ’ ακούσαν μόνο τα παιδιά στον ύπνο τους
και γύρισαν απ’ τα’ άλλο τους πλευρό χαμογελώντας.
Τα παιδιά είναι, σύμφωνα με τον Γιάννη Ρίτσο, τα μόνα πλάσματα που αντιλαμβάνονται την παρουσία της Παναγίας λόγω της αγνότητας και της αθωότητας τους, χαρακτηριστικά που κοσμούν άλλωστε και την ίδια τη Θεοτόκο. Η παρουσία της μάλιστα καθίσταται ικανή να τα γαληνέψει, έστω και ασυναίσθητα.
«Δεκαπενταύγουστος του 1940»-Άγγελος ΣικελιανόςΩ, Εσύ των Ουρανών η πλατυτέρα,
που αγκάλιασες τα έθνη και τους λαούς,
των λαών και των εθνών η θεία Μητέρα,
π’ όλους της γης ξεχείλισες τους ναούς.
Μάνα, π’ αγνάντια μου είσαι ως θερισμένη
απ’ αστάχυα χλωμότατη πλαγιά,
κ’ είσαι κ’ η Ελλάδα, κ’ είσαι η Κοιμωμένη
με σταυρωτά τα χέρια Παναγιά
Μάνα, που ο νους Σου μοναχά το ξέρει
αν, αντίκρυ στην αγία Σου εντολή,
η καρδιά μου δεν είναι ως περιστέρι
αθώα, δοκιμασμένη και καλή.
δώσε την ώρα τούτη (κ’ είναι τώρα
π’ αγγίζουμε τον ύστερο βυθό
κι αργοσημαίνει η προαιώνια ώρα)
στην άγια εντολή Σου να σταθώ
ανύσταχτος, στην άκρη γινώμενος
αγρύπνια μιαν απέραντη ματιά,
σαν ο Ιησούς Χριστός Εσταυρωμένος,
σαν οι Άγιοι Παίδες μέσα στη φωτιά!
Εδώ βλέπουμε μιαν επίκληση στη Θεοτόκο από την πλευρά ενός πολεμουμένου. Ο στρατιώτης στο μέτωπο-μην ξεχνάμε άλλωστε ότι μιλάμε για τον δεκαπενταύγουστο του έτος του τορπιλισμού της ‘Έλλης’ στο ιερό νησί της Τήνου ως προμήνυμα της ιταλικής εισβολής-να σταθεί βράχος για να υπερασπιστεί την πατρίδα του και να θυσιαστεί για αυτήν, όπως ο Ιησούς επάνω στον Σταυρό και οι Άγιοι την ώρα του μαρτυρίου.
Μακριά δεν είναι η εκκλησία, όπου
η θεοσεβής μητέρα μου πήγαινε τακτικά,
στη Γοργοεπήκοο ή την ελπιδοφόρο Δεξιά.
Παλιά κι άλλη εκκλησία, γλυκειά η Γρηγορήτρα
«η Παναγούδα» ως την αποκαλούσαν
η μάμμη, η προμάμμη, όλες γυναίκες
φιλόθρησκες, σεμνές και σοβαρές,
στέκονταν στα στασίδια και προσεύχονταν
τις κατανυκτικές τους επικλήσεις,
αγνές, συνεσταλμένες έψαλλαν
παρακλήσεις μικρές και τις μεγάλες
δεήσεις, αγιασμούς και ωραία τροπάρια,
στις αγρυπνίες ολονύκτιες κι άνοιγαν
τα κλεισμένα παρεκκλήσια για ευχαριστίες,
υπέρ υγείας αγαπημένων προσώπων,
όταν ασθενούσαν, και διάβαζαν ευχές.
Κι όταν υπέφεραν, προσέτρεχαν, επιμελώς,
εκοίταζαν και μάθαιναν τη σοβαρότητα
της μορφής Σου, Υπεραγία, «των θλιβόμενων η χαρά»,
διδάσκονταν την εγκαρτέρηση της έκφρασής Σου,
την οδυνηρή χαρά. Τώρα, Σεπτή, είναι
μεγάλη η επιβουλή και η ευλάβεια μικρή
κι η πίστη παίρνει άλλη δύναμη.
Η ποιήτρια περιγράφει τις παιδικές θύμησες από τις γυναίκες του χωριού, που είχαν την Παναγία συνοδοιπόρο σε κάθε έκφανση της ζωής τους.
«Εις την Παναγίτσα στο Πυργί»-Αλέξανδρος ΠαπαδιαμάντηςΧαίρετ᾿ ὁ Ἰωακεὶμ κ᾿ ἡ Ἄννα
ποὺ γέννησαν χαριτωμένη κόρη
στὴν Παναγίτσα στὸ Πυργί!
Χαίρεται ὅλ᾿ ἡ ἔρημη ἀκρογιαλιὰ
κι ὁ βράχος κι ὁ γκρεμὸς ἀντίκρυ τοῦ πελάγους,
ποὺ τὸν χτυποῦν ἄγρια τὰ κύματα,
χαίρεται ἀπ᾿ τὴν ἐκκλησίτσα
ποὺ μοσχοβολᾷ πάνω στὴ ράχη.
Χαίρεται τ᾿ ἄγριο δέντρο, ποὺ γέρνει
τὸ μισὸ ἀπάνω στὸν βράχο, τὸ μισὸ στὸν γκρεμό,
χαίρετ᾿ ὁ βοσκὸς ποὺ φυσᾷ τὸν αὐλό του,
χαίρετ᾿ ἡ γίδα του, ποὺ τρέχει στὰ βράχια,
χαίρεται τὸ ἐρίφιο ποὺ πηδᾷ χαρμόσυνα.
Κ᾿ ἡ πλάση ὅλη ἀναγαλλιάζει
καὶ τὸ φθινόπωρο ξανανειώνει ἡ γῆς,
σὰ σεμνὴ κόρη ποὺ περίμενε χρόνια
τὸν ἀρραβωνιαστικό της ἀπ᾿ τὰ ξένα
καὶ τέλος τὸν ἀπόλαψε πρὶν εἶναι πολὺ ἀργά·
καὶ σὰν τὴ στεῖρα γραῖα ποὺ γέννησε θεόπαιδο
κ᾿ εὐφράνθη στὰ γεράματά της!
Δός μου κ᾿ ἐμένα ἄνεση, Παναγιά μου,
πρὶν ν᾿ ἀπέλθω καὶ πλέον δὲν θὰ ὑπάρχω.
Ο γνωστός κοσμοκαλόγερος Παπαδιαμάντης περιγράφει γλαφυρά όλη τη χαρά της πλάσης στην είδηση της γέννησης της Μητέρας του Θεού και ζητάει από τη Θεοτόκο να του εκπληρώσει τους κρυφούς πόθους της καρδιάς του πριν εκείνος να εγκαταλείψει τον επίγειο κόσμο.
«Οι πόνοι της Παναγίας»-Κώστας ΒάρναληςΠου να σε κρύψω, γιόκα μου, να μη σε φτάνουν οι κακοί;
Σε ποιο νησί του Ωκεανού, σε ποιαν κορφήν ερημική;
Δε θα σε μάθω να μιλάς και τ’ άδικο φωνάξεις.
Ξέρω, πως θα ‘χεις την καρδιά τόσο καλή, τόσο γλυκή,
που μες στα βρόχια της οργής ταχιά θενά σπαράξεις.
Συ θα ‘χεις μάτια γαλανά, θα ‘χεις κορμάκι τρυφερό,
θα σε φυλάω από ματιά κακή κι από κακόν καιρό,
από το πρώτο ξάφνιασμα της υμνημένης νιότης.
Δεν είσαι συ για μαχητές, δεν είσαι συ για το σταυρό.
Εσύ νοικοκερόπουλο, όχι σκλάβος ή προδότης.
Τη νύχτα θα σηκώνομαι κι αγάλια θα νυχοπατώ,
να σκύβω την ανάσα σου ν’ ακώ, πουλάκι μου ζεστό,
να σου τοιμάζω στη φωτιά γάλα και χαμομήλι
κι ύστερ’ απ’ το παράθυρο με καρδιοχτύπι θα κοιτώ
που θα πηγαίνεις στο σκολειό με πλάκα και κοντύλι…
Κι αν κάποτε τα φρένα σου το Δίκιο, φως της αστραπής,
κι η Αλήθεια σού χτυπήσουνε, παιδάκι μου, να μην τα πεις.
Θεριά οι άνθρωποι, δεν μπορούν το φως να το σηκώσουν.
Δεν είναι αλήθεια πιο χρυσή σαν την αλήθεια της σιωπής.
Χίλιες φορές να γεννηθείς, τόσες θα σε σταυρώσουν.
Ώχου, μου μπήγεις στην καρδιά, χίλια μαχαίρια και σπαθιά.
Στη γλώσσα μου ξεραίνεται το σάλιο, σαν πικρή αψιθιά!
– Ω! πώς βελάζεις ήσυχα, κοπάδι εσύ βουνίσο…-
Βοηθάτε, ουράνιες δύναμες, κι ανοίχτε μου την πιο βαθιά
την άβυσσο, μακριά απ’ τους λύκους να κρυφογεννήσω!
Ο ποιητής αναφέρεται με τον πιο γλυκό και τρυφερό τρόπο στην ανησυχία της μάνας, που αγωνιά κάθε στιγμή για την τύχη του παιδιού της, όπως ακριβώς και η Θεοτόκος, που γεύτηκε τη μεγαλύτερη αγωνία και το πιο πικρό ποτήρι να είναι παρούσα στη θανάτωση του Υιού της.
«Μπρος στην Παναγία»-Απόστολος ΜαμέλληςΤου Λυτρωτή Μητέρα, ω Παναγία,
το άφραχτο, θείο φως που συμβολίζεις
κυρίαρχη, υπερκόσμια, που γνωρίζεις
τη μυστικλη μου τρίσβαθη λατρεία
στο πάνσεπτό Σου Εγώ· Συ, που τα θεία
φωτοστάλαχτα οράματα σκορπίζεις
στους τρισκότεινους κόσμους κι’ αργυρίζεις
των δυστυχών, σα στοργική οπτασία,
τις άφεγγες αυγές, δέξου και μένα
του σκοταδιού τον άθλιο διαβάτη,
φέρνοντας μια ψυχή πόνο γεμάτη
ως πίστη με αγριολούλουδα αγνισμένα
τα δάκρυά μου κι’ άσε με σκυμένος
να σιγοσβύσω μπρος Σου… εξαϋλωμένος!
Εδώ ο ποιητής ζητά το έλεος της Μητέρας του Θεού και την ικετεύει-μέσα στην ‘αθλιότητα’ και τη μικρότητά του- να γίνει για εκείνον η παρηγοριά που θα τον βγάλει από τα σκοτάδια του.
«Το εικονοστάσι»-Γεώργιος ΔροσίνηςΚυνηγημένο από το γέρακα
φτερούγισε να ξαποστάση
το περιστέρι το χιονόφτερο
στης Παναγιάς το εικονοστάσι.
Της Παναγιάς η όψη ρόδισε:
θυμάται εν’ άλλο περιστέρι,
που του Θεού το πρώτο μήνυμα
στη Ναζαρέτ της είχε φέρει..
Όλα τα πλάσματα της φύσης χωράει η αγκαλιά της Θεοτόκου. Έτσι κι εδώ το περιστέρι βρίσκει καταφύγιο στην εικόνα της Παναγίας και τη γεμίζει αγαλλίαση, αφού εκείνη θυμάται το περιστέρι που της έφερε το μήνυμα ότι θα γεννήσει τον Σωτήρα του κόσμου.