Luke Elliot: Έρχεται στο Gazarte Roof Stage για το πρώτο του προσωπικό live
«Ελλάδα, ένα από τα αγαπημένα μου μέρη στη γη» λέει ο Luke Elliot για την επιστροφή του.
Στην Ελλάδα, γνωρίσαμε τον Luke Elliot για πρώτη φορά από το ραδιόφωνο να τραγουδά μαζί με τον Sivert Hoyem το Somebody’s Man. Μια εντυπωσιακή αρχή για μια δυνατή φιλία! Πρωτοήρθε στα μέρη μας, τον Απρίλιο του 2019, όταν άνοιξε τις συναυλίες των Madrugada στις τρεις αξέχαστες sold out συναυλίες τους στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη. Μια αληθινή έκπληξη για το ελληνικό κοινό που γοητεύτηκε από τη μαγευτική του εμφάνιση και την υπέροχη φωνή του. Aυτός ο σκοτεινός και ταυτόχρονα ρομαντικός crooner, έρχεται και πάλι στην Ελλάδα, το Σάββατο 9 Νοεμβρίου στο Gazarte Roof Stage νοσταλγός ταξιδευτής, υπακούοντας στις προσωπικές του σειρήνες που τον καλούν να επιστρέψει για μια μοναδική συναυλία.
Ο ίδιος δηλώνει ενθουσιασμένος και καλεί από την πλευρά του τις άλλες Σειρήνες, τις ομηρικές μάγισσες, να μην τον εμποδίσουν να φτάσει στην Ιθάκη του:
«Ελλάδα, επιτέλους συμβαίνει! Ένα από τα αγαπημένα μου μέρη στη γη. Πέρασε πολύς καιρός και είμαστε ενθουσιασμένοι! Να είστε καλές μαζί μου, γλυκές Σειρήνες. Είθε τα τραγούδια σας να μην με παρασύρουν μαγεμένο στα βράχια. Σύντομα θα ανακοινωθούν special guests».
Η φωνή του είναι η φωνή ενός άνδρα ώριμου, έμπειρου, που δεν έχασε την ευαισθησία και την αισθαντικότητά του. Η μουσικότητά της είναι σύγχρονη, κομψή, «γήινη» ενώ οι στίχοι του είναι ποιητικοί, γεμάτοι συναισθηματικότητα, αφηγούνται ιστορίες που στοιχειώνουν.
Οι κριτικοί συγκρίνουν τον Luke Elliot με είδωλα της folk και rock μουσικής, σαν τους Hank Williams, Big Joe Turner, Jerry Lee Lewis , Bob Dylan, Elmore James, PJ Harvey, Nick Cave, ακόμα και Tom Waits.
Μουσικά, ένας εκλεκτικός συνδυασμός επιρροών ρέει στις φλέβες του Elliot που ξεκινούν από τον John Coltrane, τον Duke Ellington και τον Dylan και φτάνουν μέχρι τους Cramps, τους Gun Club και τον Mink DeVille, και από τα spaghetti western μέχρι την αιχμηρή νεό-noir αισθητική των Badlands, Pulp Fiction, Natural Born Killers.
Ο Luke Elliot γεννήθηκε και μεγάλωσε στο Νιου Τζέρσεϋ (ΗΠΑ), αλλά, ως καλλιτέχνης, ενηλικιώθηκε ανάμεσα στις τρεις πολιτείες της Νέας Υόρκης, Κονέκτικατ και Νιου Τζέρσεϊ και πλέον κατοικεί στη Νορβηγία.
Η καλλιτεχνική του διαδρομή ξεκίνησε με τον παλιό, κλασικό τρόπο – παίζοντας σε μικρά μπαρ στο Lower East Manhattan και συνέχισε σε μερικά από τα πιο θρυλικά κλαμπ της χώρας του, όπως το Mercury Lounge και το Webster Hall της Νέας Υόρκης και το World Café Live στη Φιλαδέλφεια. Εκεί τράβηξε την προσοχή του σκηνοθέτη Paul Cantagallo, ο οποίος του ζήτησε να γράψει τη μουσική για την ταινία του, Benny the Bum, που κέρδισε το βραβείο Best Local Film στο Philadelphia Independent Film Festival το 2012.
Ωστόσο, η καριέρα του θα μπει σε ανοδική τροχιά όταν θα συναντήσει έναν ιδιοφυή Νορβηγό δημοσιογράφο. Έτσι, ο γεννημένος στο Νιου Τζέρσεϋ Elliot, που ποτέ δεν είχε βγει από τη χώρα του – δε διέθετε ούτε καν διαβατήριο – βρέθηκε να περιοδεύει στην Ευρώπη. Ερωτεύτηκε τη βόρεια Ευρώπη και η βόρεια Ευρώπη ερωτεύτηκε αυτόν.
Το πάθος που εκπέμπει ο Luke Elliot στις ζωντανές εμφανίσεις του, είναι ο βασικός λόγος για τις sold-out συναυλίες του σε όλη την Ευρώπη:
«Δίνει πνοή στις συνθέσεις του με αποφασιστικότητα και εμείς βιώνουμε μια μεγάλη συναυλιακή στιγμή… Ο Luke Elliot λάμπει μαζί με τα αστέρια.» έγραψε η Le Parisien.
Και το γερμανικό Rolling Stone συγκρίνει τον Luke Elliot με μερικούς από τους μεγαλύτερους παραμυθάδες της εποχής μας: «Το ύφος του Luke Elliot είναι διαχρονικό, τα τραγούδια του διηγούνται ιστορίες και οι συγκρίσεις με τον Leonard Cohen, τον Bob Dylan ή τον Tom Waits γίνονται αναπόφευκτα.»
Όταν ο Luke Elliot εγκαταστάθηκε στο Όσλο δημιούργησε μια μπάντα με την οποία ηχογράφησε το πρώτο του άλμπουμ, Dressed for the Occasion (2016), την παραγωγή του οποίου ανέλαβε ο εμβληματικός εκπρόσωπος της indie σκηνής, John Agnello (Sonic Youth, Dinosaur Jr., Kurt Vile) και απέσπασε πολύ καλές κριτικές: «Ήξερα ότι ήταν εξαιρετικά ταλαντούχος. Όταν τον είδα να παίζει πιάνο και να τραγουδά, κατάλαβα ότι ήταν ένα φυσικό ταλέντο. Και χαίρομαι να τον βλέπω να ωριμάζει ως καλλιτέχνης».
Το δεύτερο άλμπουμ, The Big Wind, κυκλοφόρησε το 2020. Τολμηρό, καθηλωτικό, ανακαλεί στη μνήμη μας τη νουάρ αισθητική των τραγουδιών, πιο σωστά των ποιημάτων, του Tom Waits και του Nick Cave.
Ο Elliot έγραψε εικονοπλαστικούς στίχους που διηγούνται μία ολοκληρωμένη ιστορία από μόνες τους, οι μεμονωμένες σκηνές διαδέχονται η μία την άλλη δημιουργώντας αβίαστα μια ενιαία οπτικο-ακουστική σύνθεση, κομψή και γήινη. Τα φωνητικά απλά υπογραμμίζουν την εσωτερική ένταση του καλλιτέχνη, το τρωτό της ύπαρξής μας. Οι ποιητικοί του στίχοι διηγούνται στοιχειωμένα, επικά παραμύθια.
Η πρώτη γεύση από το The Big Wind, δόθηκε με το Somebody’s Man όπου ο Luke Elliot τραγουδά με τον Sivert Høyem. Ένας διάλογος μεταξύ δυο ανδρών, μεταξύ δυο φίλων που συνομιλούν μουσικά μεταξύ τους – ένα «τραγούδι δρόμου», ύμνος στην αγάπη και τον αποχαιρετισμό.
Το άλμπουμ περιέχει 10 τραγούδια, ανοίγει με το All On Board, το οποίο κλείνει το μάτι πονηρά σε hip-hop ρυθμούς ενώ για πρώτη φορά ο Luke δίνει την πρωτοκαθεδρία σε μία drum machine.
Το single The Big Wind ήταν το τραγούδι που έδωσε και το όνομα του στο άλμπουμ. Ο άνεμος της ίδιας της ζωής, ο άνεμος της αλλαγής, ο άνεμος της μουσικής. Με τη σαρωτική του δύναμη, τη θυελλώδη και ακατάπαυστη ορμή του που συγκλονίζει και συνεπαίρνει. Όπως και η μουσική, που ταξιδεύει με απίστευτη ταχύτητα, που άλλοτε καταλαγιάζει και άλλοτε πάλι ξεχύνεται ορμητικά σε ένα αέναο ταξίδι.
Η έμπνευση ήρθε από το μοιραίο 1839, όταν ξέσπασε μια καταστροφική θύελλα στις 6 Ιανουαρίου στην Ιρλανδία που έχει μείνει (στην ποίηση και την πεζογραφία) γνωστή ως, The Night of the Big Wind. Κόστισε τη ζωή σε εκατοντάδες ανθρώπους και μέχρι εκείνη τη στιγμή ήταν η καταστροφικότερη θύελλα που είχε χτυπήσει την Ιρλανδία για 300 χρόνια.
Το γαλλικό Rolling Stone επέλεξε το The Big Wind ως «άλμπουμ του μήνα» και αναφέρθηκε στον Luke ως «αναμφισβήτητο ταλέντο σε συνδυασμό με μια πραγματικά εκπληκτική φωνή».
Το Big Wind πήρε 4 στα 5 αστεράκια στο Mojo, από τον θρυλικό κριτικό John Aizlewood, το γαλλικό Rolling Stone επέλεξε το The Big Wind ως άλμπουμ του Μαΐου 2020 και αναφέρθηκε στον Luke ως «αναμφισβήτητο ταλέντο σε συνδυασμό με μια πραγματικά εκπληκτική φωνή», το άλμπουμ πήρε διθυραμβικές κριτικές σε Ελλάδα, Νορβηγία και Γερμανία, απόλυτη αποδοχή από το BBC1.
Την άνοιξη του 2023, o Luke Elliot, επέστρεψε με νέο άλμπουμ το Let ’em All talk, με 10 τραγούδια ανάμεσα στα οποία η «πειραγμένη» murder ballad, William Tell. Πάνω στον καμβά μιας αληθινής ιστορίας από τη ζωή του William Burroughs, από τους κορυφαίους εκπροσώπους της αποκαλούμενης Beat Generation, Aμερικανού συγγραφέα, ζωγράφου και σεναριογράφου, διάσημου για το ψυχεδελικό στυλ γραφής του. Και ζωής του.
Η προπώληση εισιτηρίων θα ξεκινήσει σύντομα από το δίκτυο more.com.