Ίσως ένα από τα καλύτερα πράγματα που έκανα φέτος το καλοκαίρι ήταν να αγοράσω εισιτήριο για την συναυλία των James στον Λυκαβηττό. Δεν ξέρω αν εγώ έχω μία ιδιαίτερη αδυναμία στους Βρετανούς καλλιτέχνες, το σίγουρο είναι πως η βρετανική ροκ σκηνή είναι μία κατηγορία από μόνη της και, έτσι, για ακόμη μία φορά φέτος, βρέθηκα στο Θέατρο του Λυκαβηττού, για να ακούσω ένα από τα αγαπημένα μου συγκροτήματα. Ο λόγος, φυσικά, για τους James, που από τα 80s μέχρι και σήμερα δεν έχουν σταματήσει να μας δίνουν μικρά αριστουργήματα.
Το φανταστικό με τους James είναι πως φέρνουν μία δική τους τρέλα, μία χρωματιστή νότα αισιοδοξίας, σε όποιο θέμα κι αν επιλέγουν να θίξουν στα κομμάτια τους. Από τον έρωτα, μέχρι τον θάνατο και από τον κόσμο, ως την ύπαρξη και την πολυπλοκότητά της, είναι λες και όλα τα βλέπουν μέσα από χρωματιστά γυαλιά, αφού, για αυτούς “Life’s a f****** miracle“. Αυτό το “θαύμα της ζωής” νιώσαμε και όσοι παρευρεθήκαμε την Πέμπτη (5/9) στη συναυλία τους.
Οι πόρτες άνοιγαν στις 20:00 και γύρω στις 21:30 η συναυλία είχε ήδη ξεκινήσει με τον Τιμ Μπουθ, αλλά και όλα τα μέλη τους συγκροτήματος -παλιά και καινούργια- να τα δίνουν όλα από την αρχή. Πολύ γρήγορα ο παλμός αυτός μεταδόθηκε σε όλο το θέατρο και το μεγάλο πάρτι των James στον Λυκαβηττό ξεκίνησε.
Στα μάτια μου δύο πράγματα ξεχώρισαν τους James -τους οποίους δεν είχα ξαναδεί live. Το πρώτο ήταν η έντονα αυτοσχεδιαστική τους διάθεση (στην οποία κατάφερναν να συντονιστούν άψογα και τα 9 μέλη του συγκροτήματος, πράγμα αξιοθαύμαστο από μόνο του). Σαν theatre kid δεν θα γινόταν να μην κάνω τη σύνδεση της μπάντας με τους πλανόδιους θιάσους και την κομέντια ντελ άρτε -σε έναν πολύ ελεύθερο συσχετισμό. Ο καθένας στον δικό του ρόλο συντονιζόταν σε ένα φανταστικό ημι-αυτοσχεδιαστικό σύνολο, με σκοπό να περάσουν/με όλοι καλά.
Το δεύτερο στοιχείο που μου έκανε εντύπωση ήταν η τεράστια όρεξη -σχεδόν ανάγκη- για επαφή με τον κόσμο. Ήδη από τα πρώτα τραγούδια, και, πιο συγκεκριμένα στο Life’s a F****** Miracle, ο Τιμ Μπουθ ήρθε στο μπροστινό μέρος της σκάλας, που οδηγούσε στη σκηνή, και ερμήνευσε όλο το τραγούδι στηριζόμενος στον κόσμο. Το καλύτερο, ωστόσο, ήρθε λίγο αργότερα, όταν στο Born of Frustration, o Μπουθ έφυγε από τη σκηνή και έκανε -κυριολεκτικά- τον γύρο του θεάτρου, ανεβαίνοντας στα αμφιθεατρικά καθίσματα, χορεύοντας και τραγουδώντας με το κοινό, με ένα ολόκληρο θέατρο να τον “ψάχνει”. Και, ξαφνικά, όλο το θέατρο έγινε μία σκηνή. Τα όρια που χώριζαν το συγκρότημα από το κοινό χάθηκαν και γίναμε όλοι μία μεγάλη παρέα σε ένα πολύ (πολύ) μεγάλο πάρτι.
Ο Μπουθ, μάλιστα, ήταν σε πολύ καλή διάθεση, κάνοντας συνέχεια αστεία με το κοινό, με τον ίδιο να αναρωτιέται πώς θα γυρίσει πίσω στη σκηνή, ενώ βρισκόταν στο κέντρο του θεάτρου, να μας ενημερώνει για το ουίσκι που έπινε, να μας ξεκαθαρίζει πως δεν είναι ο Εντ Σίραν και, τέλος, να μας ευχαριστεί που ήρθαμε στην συναυλία του συγκροτήματος και έτσι θα μπορέσουν να πληρώσουν τους λογαριασμούς τους. Δεν έλειψε, βέβαια, και το παράπονο, εν είδει πλάκας, για τα κινητά (δικαιολογημένα κατά τη γνώμη μου -όχι ότι κι εγώ, βέβαια, δεν έβγαλα τα βίντεό μου).
Και αφού ακούσαμε το Say Something, το Come Home και πολλά ακόμα κομμάτια -τόσο από τα all times classic τους, όσο και από το νέο τους άλμπουμ- γύρω στις 22:30 έφτασε η ώρα του Sometimes. Όλο το θέατρο άρχισε να τραγουδάει και να χορεύει, με τον Τιμ Μπουθ να δίνει τον παλμό και στρέφει το μικρόφωνο στο κοινό σχεδόν σε όλο το τελευταίο ρεφρέν, το οποίο πρέπει να επαναλήφθηκε τουλάχιστον 7-8 φορές. Και την ώρα που η βραδιά είχε φτάσει στο πικ της -χωρίς, ωστόσο, να έχουμε ακούσει ακόμα Getting Away with it, Senorita και Laid– τα μέλη του συγκροτήματος μας ευχαρίστησαν και μας αποχαιρέτισαν.
Φυσικά ακολούθησαν τα γνωστά μακρόσυρτα χειροκροτήματα, τα σφυρίγματα και οι φωνές, για να ξαναβγεί το συγκρότημα. Και ξέρετε τι συνέβη μετά από αυτό; Οι James όχι μόνο βγήκαν, αλλά συνέχισαν τη συναυλία για ακόμα μία ώρα. Και, ενώ πιστεύαμε πως το καλύτερο σημείο της βραδιάς ήταν η στιγμή που όλο το θέατρο τραγουδούσε το Sometimes, η δεύτερη ώρα της συναυλίας ήταν ακόμα καλύτερη από την πρώτη, με τον Τιμ Μπουθ, στα 64 του χρόνια, να τραγουδάει, να χορεύει και συνομιλεί -λεκτικά, σωματικά και ενεργειακά- με τον κόσμο με μία φανταστική παιδική ενέργεια -όπως, βέβαια, και τα υπόλοιπα μέλη του συγκροτήματος.
Σε αυτό το δεύτερο μισό της συναυλία ακούστηκαν και το Getting Away with it και το Senorita, το οποίο ο Μπουθ μας ενημέρωσε πως λένε, πλέον, μόνο στην Ελλάδα (και, πραγματικά, δεν μπορώ να καταλάβω το γιατί) και εκεί που έλεγες πως δεν θα μπορούσε να συμβεί κάτι για να κάνει αυτή τη συναυλία καλύτερη, ο Μπουθ αποφάσισε να κάνει μία βουτιά στο κοινό. Διέσχισε, λοιπόν, ένα μέρος του θεάτρου πάνω στα χέρια των θεατών, ενώνοντας για ακόμα μία φορά σκηνή και κοινό. Ενώ, λίγο νωρίτερα, και ο τρομπετίστας του συγκροτήματος, Andy Diagram, είχε μεταφερθεί ανάμεσα στους θεατές, παίζοντας, ενώ έκανε βόλτα στα αμφιθεατρικά καθίσματα.
Πώς θα μπορούσε, λοιπόν, να κλείσει μία τέτοια συναυλία, που, εν τέλει, ήταν σε ένα διαρκές πικ; Φυσικά με το Laid και με το συγκρότημα να καλεί το κοινό να ανέβει στη σκηνή για έναν τελευταίο ομαδικό χορό. Και κάπως έτσι, με πολλή μουσική, πολύ χορό, πολύ τραγούδι, ένταση, ενέργεια, διάθεση για επικοινωνία και σύνδεση, φωτεινά, γιορτινά, χρωματιστά και -για κάποιους από εμάς- συγκινητικά, έκλεισε μία φανταστική βραδιά με τους James στην Αθήνα.
Και, μιας και αναφέρθηκε πως σκοπεύουν να επιστρέψουν του χρόνου στη χώρα μας, θα πρότεινα να μην το χάσετε!