MENU
Κερδίστε Προσκλήσεις
ΤΡΙΤΗ
17
ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ
ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ
ΚΡΙΤΙΚΗ ΘΕΑΤΡΟΥ

Συν & Πλην: «Ηρακλής μαινόμενος» στο Θέατρο Βράχων

Μια σύνοψη των θετικών και αρνητικών σημείων για τον «Ηρακλή Μαινόμενο» σε σκηνοθεσία Δημήτρη Καραντζά που περιοδεύει ανά την Ελλάδα.

stars-fullstars-fullstars-fullstars-emptystars-empty
| Φωτογραφίες: Γκέλυ Καλαμπάκα
author-image Στέλλα Χαραμή

Το έργο

Η Θήβα η επτάπυλη βρίσκεται σε κίνδυνο. Εν τη απουσία του Ηρακλή, που ακαταπόνητος συνεχίζει τους άθλους του με αποκορύφωμα την κάθοδο του στο βασίλειο του Άδη για να φέρει από τον Κάτω Κόσμο τον Κέρβερο, η εξουσία πέφτει στα χέρια ενός δυνάστη, του Λύκου. Εκείνος είναι αποφασισμένος να εξολοθρεύσει ολόκληρη τη γενιά του Ηρακλή, προκειμένου να μην απειληθεί μελλοντικά η ζωή του. Θύματα του ωμού του σχεδίου είναι η δολοφονία της Μεγάρας, γυναίκας του Ηρακλή και κόρης του Κρέοντα, των τριών γιων του και του πατέρα του ήρωα, Αμφιτρύωνα. Κάθε βασιλικός σπόρος πρέπει να ξεριζωθεί. Η Μεγάρα βέβαιη πως ο θάνατος περιμένει την οικογένεια της, μοιρολογεί για τη δύστυχη της μοίρα και νεκροστολίζει τα παιδιά της. Ο Αμφιτρύων δεν παύει να διατηρεί μιαν ελπίδα πως ο Ηρακλής θα επιστρέψει για να τους σώσει αφού «γενναίος είναι όποιος πάντα μέσα του έχει ελπίδα».
Παρά τις σπαρακτικές εκκλήσεις τους στους θεούς όλα βαίνουν προς την εκτέλεση τους. Μέχρι που η επιστροφή του Ηρακλή ανατρέπει τα πάντα, καθώς δηλώνει έτοιμος να αγωνιστεί μέχρι θανάτου για να σώσει τους δικούς του. Πράγματι, ο Λύκος λυγίζει στο μαχαίρι του αλλά η λύτρωση για τον Ηρακλή και την πόλη της Θήβας είναι μακριά. Η εκδικητική Ήρα για το νόθο γιο του Δία και της Αλκμήνης θα τον κυνηγήσει μέχρι τέλους. Επιβάλλει στην Ίριδα και στη Λύσσα να εκτελέσουν έργο ανόσιο: Να ρίξουν «μανία και σάλεμα φρένων» στον Ηρακλή για να ξεκληρίσει με τα ίδια του τα χέρια, τη γενιά του.
Από τις λιγότερο παιγμένες τραγωδίες του Ευριπίδη, ο «Ηρακλής Μαινόμενος» διδάχθηκε στα Διονύσια το 416 π.Χ. για να δηλώσει την πίστη του στα ανθρώπινα. Ο μεγάλος τραγικός καταγράφει την τέλεια διάλυση, την απόλυτη αποδόμηση ενός ήρωα τρανού. Από το θρίαμβο των άθλων και την νίκη υπέρ των θηρίων, ο ημίθεος Ηρακλής ολισθαίνει προς την μέγιστη τραγωδία ενός ταπεινού ανθρώπου. Υποταγμένος ερήμην του στη θεϊκή εξουσία και κάθε εξουσία, παραδίδεται στην πλάνη και τη μανική ορμή και γίνεται φονιάς των αγαπημένων του. Τίποτα ηρωϊκό δεν ανυψώνει πια τον Ηρακλή, παρά το μίασμα του πατροκτόνου και συζυγοκτόνου. Κανείς θεός δεν θα εμφανιστεί να τον λυτρώσει από την αθλιότητα του. Κι όμως, ο Ευριπίδης τοποθετεί τον, από μηχανής, άνθρωπο – στο πρόσωπο του βασιλιά Θησέα – να προσφέρει χείρα βοηθείας στον πιο ταπεινωμένο άνδρα που έχει υπάρξει.
Η εκχυδαϊσμένη εξουσία, το έλλειμα της Δημοκρατίας, η καταπάτηση των νόμων, η αδυναμία του ανθρώπου μπροστά στη χειραγώγηση των ανώτερων δυνάμεων είναι τα θέματα που διαπραγματεύεται το έργο του Ευριπίδη, καταλήγοντας πως για τον άνθρωπο το μεγαλύτερο επίτευγμα είναι τελικώς, να επιμένει στη ζωή, παρά τις αδιανόητες αντιξοότητες που αντιμετωπίζει.
Η τραγωδία του «Ηρακλή Μαινόμενου» ανέβηκε τελευταία φορά το 2011 σε σκηνοθεσία του Μιχαήλ Μαρμαρινού για λογαριασμού του Εθνικού Θεάτρου και ήταν μόλις η δεύτερη φορά που παιζόταν στην ιστορία του οργανισμού (η πρώτη το 1960 σε σκηνοθεσία Τάκη Μουζενίδη). Μνημειώδες ήταν και το ανέβασμα του έργου από το θέατρο ‘Αττις και το Θεόδωρο Τερζόπουλο το 1999.

Ο Πυγμαλίων Δαδακαρίδης στο ρόλο του Ηρακλή.

H παράσταση

Για τρίτη φορά στον τραγικό κόσμο του Ευριπίδη, ο Δημήτρης Καραντζάς μπαίνει με σαφή προσανατολισμό και πολιτική αιχμή στην ανάγνωση του: Εδώ εστιάζει στην αναμέτρηση του ατόμου με την τυραννία – έναν αγώνα a priori χαμένο – υπογραμμίζοντας εμφατικά πως ο αγώνας της ζωής είναι η γενναιότερη πράξη της ανθρώπινης ύπαρξης. Αυτός ο αναγνωστικός πυρήνας υπηρετείται με όρους ωραίας αισθητικής, ωφέλιμης μουσικής δραματουργίας και με καλούς ηθοποιούς – οι περισσότεροι από τους οποίους, ωστόσο, έχουν ασταθή ερμηνευτικό βηματισμό.

Η Στεφανία Γουλιώτη ως Μεγάρα.

Τα Συν (+)

Η μετάφραση

Καρπός του ερευνητικού έργου της καθηγήτριας αρχαίας Ελληνικής Φιλολογίας Μαίρης Γιόση είναι, μεταξύ άλλων, και η μετάφραση της για τον «Ηρακλή» του Ευριπίδη. Ποιητική αλλά και λιτή η εργασία της, όπως ακούστηκε στην παράσταση του Δημήτρη Καραντζά, στάθηκε ένα εξαιρετικά χρήσιμο εργαλείο στην κατανόηση του έργου.

Η σκηνοθεσία

Η ανάγνωση του Δημήτρη Καραντζά στο έργο του Ευριπίδη είναι στραμμένη στο πολιτικό της διακύβευμα. Είναι σαφές πως τη σκηνοθεσία του κινεί το στοιχείο της ανθρώπινης απόγνωσης καθώς αναμετριέται με το, χωρίς έλεος, πρόσωπο της εξουσίας. Το έργο σαν διελκυστίνδα έλκεται από δύο αντίρροπες δυνάμεις: Την ασημαντότητα – ποταπότητα του ανθρώπου και συνάμα το μεγαλείο του. Η κατανόηση της θέσης πως, τρόπον τινά, «ο άνθρωπος είναι ικανός για το καλύτερο και για το χειρότερο» καθοδηγεί τον Καραντζά να δώσει σε όλους τους ήρωες δύο όψεις: Παραιτημένους αλλά και θαλερούς, υποταγμένους αλλά και βασιλιάδες, θύτες και θύματα, ήρωες και αθλίους, ζώντες αλλά και νεκρούς. Αυτό χτίζεται μέσα από έναν ανθρώπινο τόνο, χωρίς τη συνήθη ένταση της τραγικότητας, που διατρέχει ολόκληρη την παράσταση ακόμα κι όταν τα όρια ξεπερνιούνται από θεούς και θνητούς.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑΣτεφανία Γουλιώτη: Μου έχουν προτείνει όλων των ειδών τις πολιτικές θέσεις12.09.2018

Εν μέρει, οι ερμηνείες

Παρά τη σύνθεση του θιάσου από άξιους ηθοποιούς, δεν είναι όλοι που τελικά ευθυγραμμίζονται ερμηνευτικά με τις απαιτήσεις της σκηνοθεσίας και τελικά με το σύνολο. Θα ξεχωρίσουμε αναμφίβολα τον Γιώργο Γάλλο για τη βαθύτητα και τη συγκίνηση με την οποία χειρίζεται το πρόσωπο του Αμφιτρύωνα του αλλοτινού πολεμιστή, σήμερα ανίσχυρου γέροντα που αυτοπροσδιορίζεται ως «θόρυβος της γλώσσας». Έπειτα οι γυναίκες της διανομής έχουν ισχυρή παρουσία. Η δυστυχία της Μεγάρας αποδίδεται από τη Στεφανία Γουλιώτη, με μέτρο όπου η τραγικότητα φωλιάζει στον ψίθυρο του θρήνου της. Στον αντίποδα οι χθόνιες θεές της Ίριδας και της Λύσσας, ερμηνευμένες από την Ηρώ Μπέζου και την Άννα Καλαϊτζίδου αντίστοιχα, επιφυλάσσουν μια μανική έκρηξη σε άριστη, μεταξύ τους, συλλειτουργία – υποβοηθούμενες από την εφιαλτική διάσταση που δίνει στις φωνές τους η χρήση των μικροφώνων. Προσέξτε δε, τη μετάβαση της Καλαϊτζίδου (τη λεπτομέρεια των δύο όψεων που λέγαμε νωρίτερα) ως μια κοσμογονική μορφή καθώς αρχικά αναγνωρίζει το άδικο που πρόκειται να πλήξει τον Ηρακλή μέχρι τελικά να συμμορφωθεί με τις βουλές της Ήρας. Εξίσου καλός είναι και ο Αινείας Τσαμάτης στο ρόλο του αδυσώπητου Λύκου που αναβιώνει με ψυχρό κυνισμό μια σύγχρονη φασιστική μορφή.

Η μουσική

Η μουσική του Φώτη Σιώτα που αντλεί από σύγχρονα ακούσματα – όπως οι μελαγχολικές κιθάρες σε νουάρ ύφος – αλλά και παραδοσιακούς ήχους είναι ό,τι χρειαζόταν αφηγηματικά η σκοτεινή αυτή τραγωδία. Πόσο μάλλον, καθώς την ερμηνεύει ζωντανά, σχεδόν σχολιαστικά, ως μέλος του Χορού.

Τα κοστούμια

Το πένθος ορίζει την αισθητική της παράστασης (το διακρίνουμε και στα αυστηρά σκηνικά του Κωνσταντίνου Σκουρλέτη) αλλά τα κοστούμια της Ιωάννας Τσάμη φέρουν από τη μια τη γνώριμη κλάση και κομψότητα της ενδυματολόγου (ανάλογη μιας βασιλικής οικογένειας) κι από την άλλη εξιστορούν τη συνθήκη στην οποία τα πρόσωπα έχουν περιέλθει.

Αντώνης Αντωνόπουλος και Άννα Καλαϊτζίδου σε σκηνή της παράστασης.

Τα Πλην (-)

Τα προβλήματα στον ήχο

Παραδόξως δεν υπήρξαν μικροφωνισμοί στη χρήση των ψειρών, ωστόσο, ο βαθμός της έντασης που είχε οριστεί δημιουργούσε συχνά προβλήματα υπονομεύοντας την απόδοση των μελών του Χορού.

Οι άνισες ερμηνείες

Ίσως, το σοβαρότερο ζήτημα του ανεβάσματος να έρχεται από τις άνισες ερμηνείες. Καταρχάς, ο Πυγμαλίων Δαδακαρίδης, με ιδανικό παρουσιαστικό για το ρόλο του Ηρακλή, πέφτει σε αντιφάσεις στην πορεία ερμηνείας του: Εμφανίζεται μεν στη σκηνή με την ψυχραιμία και την αυτοπεποίθηση του αήττητου· μα όταν περνάει στη φάση συνειδητοποίησης του εγκλήματος που έχει διαπράξει, περιορίζεται στην ένταση, καταφεύγει στο ρεαλισμό, δίχως να κατακτά την εσωτερικότητα του ανθρώπου που «πιο άθλιο από αυτόν δεν ξέρουμε». Μόνο στην τελευταία σκηνή, όπου πια πείθεται από το Θησέα να συνεχίσει τον αγώνα της ζωής του, τότε μόνο μοιάζει να ενστερνίζεται τις ψυχολογικές διαδρομές και το βάρος του ήρωα του καθώς ακούγεται να λέει «το μηδέν θα γίνει κατοικία μου» κι ακόμα περισσότερο τη φράση: «Ζω. Τόσο ταπεινό σου φαίνεται αυτό;». Ο Θησέας του Νίκου Μήλια (είχε μια εξαιρετική εμφάνιση στο «Σ’ εσάς που με ακούτε» σε σκηνοθεσία του Χρήστου Θεοδωρίδη για το ΚΘΒΕ) φέρνει αχνή την εικόνα του φίλου που μεταπείθει τον Ηρακλή να παραιτηθεί από την αυτοτιμωρία ή να γίνει βορρά των εχθρών του και να ζήσει στη φιλόξενη Αττική γη. Ο Θησέας είναι η ενσάρκωση της μόνης εφικτής ανατροπής κι αυτό δεν αντανακλάται στην αδύναμη, γλυκερή ερμηνεία του. Τέλος, ο Χορός μιας σύνθεσης ικανότατων ηθοποιών – Γιάννης Κλίνης, Αντώνης Αντωνόπουλος, Μπάμπης Γαλιατσάτος, Γκαλ Ρομπίσα, Θανάσης Ραφτόπουλος – φέρουν μια αμηχανία επί σκηνής, μιλούν διαρκώς μεγαλόφωνα, δεν συλλειτουργούν και μόνο σε δύο σημεία διασώζονται ως σχήμα: Αφενός, κατά τη δυναμική συνεκφώνηση όπου απαριθμούν τους άθλους του Ηρακλή και αφετέρου όταν γιορτάζουν την επιστροφή του ήρωα χορεύοντας (σε ηπειρώτικα μοτίβα) υπό την κινησιολογική καθοδήγηση του Τάσου Καραχάλιου.

Το άθροισμα (=)

Ενδιαφέρουσα και με πολιτικό έρεισμα ανάγνωση στην, σπάνια παιζόμενη τραγωδία του Ευριπίδη, που πλήττεται από τις άνισες ερμηνείες.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
Συγγραφέας: Ευριπίδης
Μετάφραση: Μαίρη Γιόση
Σκηνοθεσία: Δημήτρης Καραντζάς

Σκηνικά: Κωνσταντίνος Σκουρλέτης
Κοστούμια: Ιωάννα Τσάμη
Μουσική: Φώτης Σιώτας
Φωτισμοί: Δημήτρης Κασιμάτης
Χορογραφία: Τάσος Καραχάλιος

Παίζουν: Πυγμαλίωνας Δαδακαρίδης, Γιώργος Γάλλος, Στεφανία Γουλιώτη, Ηρώ Μπέζου, Άννα Καλαϊτζίδου, Γιάννης Κλίνης, Αινείας Τσαμάτης, Νίκος Μήλιας, Γκαλ Ρομπίσα, Μπάμπης Γαλιατσάτος, Θανάσης Ραφτόπουλος, Αντώνης Αντωνόπουλος.

Διάρκεια: 100΄
Παραστάσεις: Τρίτη 10/9, Αχαρνές | Παρασκευή 13/9, Κορυδαλλός
Διασκευή: Αντώνης Αντωνόπουλος, Δημήτρης Καραντζάς
Βοηθός Σκηνοθετη: Παναγιώτης Γκιζώτης
Περισσότερα από Κριτική Θεάτρου