«Έχουμε χρόνος», λέει στα ελληνικά ο Τιάγκο Ροντρίγκες· απολογούμενος με χαριτωμένη αθωότητα, καθώς είναι η πρώτη φορά που συνεργάζεται με ηθοποιούς τη γλώσσα των οποίων δεν μιλά. Γιατί ναι, ο Πορτογάλος σκηνοθέτης, καλλιτεχνικός διευθυντής του Φεστιβάλ της Αβινιόν (κι από καιρό εγκατεστημένος στη Γαλλία), επιστρέφει στην Ελλάδα, ξανά προσκεκλημένος της Στέγης. Αυτή τη φορά για να ανεβάσει το αναθεωρημένο, πρώτο του θεατρικό έργο «Ο χορός των εραστών» με πρωταγωνιστές το Νίκο Καραθάνο και τη Μαρίσα Τριανταφυλλίδου. Και, δοθείσης της ευκαιρίας, θέλει να μάθει να μιλάει ελληνικά.
Μετά το big bang που προκάλεσε η μετάκληση της «Καταρίνα και η ομορφιά να σκοτώνεις φασίστες» τον περασμένο Δεκέμβριο στην Κεντρική Σκηνή της Στέγης και την υποδειγματική συνομιλία του με την τραγωδία του Ευριπίδη στο «Hecuba, not Hecuba» επί επιδαυρίου εδάφους, ο Ροντρίγκες εμπλουτίζει τους δεσμούς του με το ελληνικό κοινό, επιχειρώντας να κατανοήσει τη γλώσσα του. Ήδη δηλώνει εντυπωσιασμένος από τις προοπτικές της υποκριτικής, «να ξέρω τι σκέφτεσαι, χωρίς να μιλάω τη γλώσσα σου και χωρίς να έχω όλες τις απαντήσεις σε αυτό που λέγεται».
Έχουν περάσει, σχεδόν, 20 χρόνια από τη συγγραφή του πρώτου του θεατρικού κειμένου: Την ερωτική ιστορία ενός ζευγαριού, μιας γυναίκας κι ενός άνδρα που φιλτράρεται μέσα από την μεταμορφωτική εμπειρία του θανάτου. Είναι μια, εν πολλοίς, αυτοβιογραφική ιστορία – εξ ου και τροφοδότησε την πρώτη του απόπειρα ως συγγραφέα. «Εγώ ήμουν εκείνος που οδήγησε το αυτοκίνητο για το νοσοκομείο», λέει με αφοπλιστική ειλικρίνεια. «Ήθελα να πω μια ιστορία που δεν ήταν γραμμένη αλλού και την είχα ζήσει. Βρήκα έναν τρόπο να την αφηγηθώ. Φυσικά, από ένα σημείο και μετά προστέθηκε το στοιχείο της μυθοπλασίας. Είναι μια απλή ιστορία· έχει τρεις σκηνές, εμείς τις αποκαλούμε ‘τραγούδια’ γιατί το έργο έχει μουσικό μέτρο: Το ζευγάρι των ηρώων μιλάει ταυτόχρονα για όσα βιώνουν – μαζί και την εμπειρία θανάτου που μοιράζονται. Και για όσα θέλουν να αλλάξουν στη ζωή τους έχοντας ενωθεί από μια τόσο δυνατή εμπειρία όπου ο χρόνος τους διαφεύγει. Είναι ένα έργο πάνω στις έννοιες του χρόνου, της αγάπης, της ολοκλήρωσης, της αλλαγής, της ελπίδας», εξηγεί.
Το έργο είναι η αφετηρία, δεν ολοκληρώνεται ποτέ. Είναι οι ηθοποιοί που γράφουν τις αισθήσεις ενός κειμένου
Η περιπέτεια του στο «Χορό των εραστών» ξεκίνησε το 2007 – όντας ήδη επτά χρόνια ενεργός ως ηθοποιός. Έμελλε να επιστρέψει στο ίδιο κείμενο στα χρόνια της πανδημίας, όταν η θεματική του χρόνου θα απασχολούσε ξανά τη συλλογική σκέψη. Ο Τιάγκο Ροντρίγκες αποφάσισε να αναθεωρήσει το πρωτότυπο, προσθέτοντας μια ακόμα πράξη – στη συγγραφική του πρακτική, ένα ακόμα τραγούδι. «Στην πρώτη εκδοχή το έργο ολοκληρωνόταν όταν οι δυο τους καλούνταν να ζήσουν το υπόλοιπο της ζωής τους. Αποφάσισα να επιστρέψω σε αυτούς τους ήρωες και να δω τι τους συμβαίνει μα και τι συμβαίνει σε μένα. Συνεργάστηκα, λοιπόν, με το… νέο συγγραφέα που ήμουν τότε, δουλέψαμε καλά οι δυο μας, αν και θεωρώ πως είμαι καλύτερος από αυτόν το νέο εαυτό όπως κι αυτός νομίζει ότι τότε είναι καλύτερος από μένα – γιατί τον διακατέχει η αλαζονεία της νεότητας! Το 2020, λοιπόν, συνεργάστηκα με δύο Γάλλους ηθοποιούς και έγραψα το τέταρτο τραγούδι που αφηγείται το υπόλοιπο της ζωής τους ή και πέρα από το χρόνο της ζωής τους. Πλέον, μπορώ να πω ότι έχω κατανοήσει περισσότερο το πως συναλλασσόμαστε με το χρόνο δημιουργώντας θέατρο, αναγνωρίζοντας τη θνησιμότητα του. Εξάλλου, ήθελα να απαντήσω αν αγαπώ το θέατρο το ίδιο όσο τότε, αν χρειάζομαι το θέατρο το ίδιο όσο τότε».
Focus στους Έλληνες πρωταγωνιστέςΕίναι, επομένως, η δεύτερη εκδοχή του «Χορού των εραστών» που παραλαμβάνουν ο Νίκος Καραθάνος και η Μαρίσα Τριανταφυλλίδου – δύο ηθοποιοί που γνωρίζονται πολύ καλά και συνεργάζονται στενά εδώ και χρόνια. Και είναι αυτοί που, σύμφωνα με τον Πορτογάλο δημιουργό, του δίνουν μια νέα πνοή ενεργοποιώντας τους αρμούς του. «Έχουμε εστιάσει στον ψυχικό πλούτο αυτών των δύο υπέροχων ηθοποιών. Το έργο είναι η αφετηρία, δεν ολοκληρώνεται ποτέ. Είναι οι ηθοποιοί που γράφουν τις αισθήσεις ενός κειμένου. Εγώ έγραψα τις λέξεις, αλλά οι αισθήσεις των λέξεων γράφονται από τους ηθοποιούς μου – ειδικά με αυτούς τους ιδιαίτερα διαθέσιμους ηθοποιούς που προσθέτουν τη δική τους ερμηνεία στα νοήματα, λειτουργούν ως μεταφραστές του, ως μεσάζοντες. Στο θέατρο γράφω για τους ηθοποιούς· δεν γράφω για μένα, ούτε καν για το κοινό. Γράφω ώστε οι ηθοποιοί να συναντήσουν το κοινό».
Η μουσική της ελληνικής γλώσσαςΗ ελληνική γλώσσα φαίνεται πως λειτουργεί ως ένας ακόμα άξονας έμπνευσης, αφού όπως διαπιστώνει και ο Ροντρίγκες – ταχέως εκπαιδευόμενος σε αυτή, καθώς όλα δείχνουν – «είναι μια πολύ μουσική γλώσσα. Στα ελληνικά υπάρχει ένα μείγμα γλυκύτητας και δυναμικής το οποίο διακρίνω και στα Πορτογαλικά. Όπως και στη γλώσσα μου μπορούμε να είμαστε σκληροί και ευάλωτοι στην ίδια φράση. Και η μουσική της ελληνικής γλώσσας είναι πιο κοντά στη μελωδία του πρωτότυπου» παρατηρεί, εκφράζοντας την αίσθηση μιας έντονης συγγένειας με το ελληνικό ταπεραμέντο. Ομολογεί πως «βρισκόμενος στην Αθήνα δεν αισθάνομαι μακριά από το σπίτι μου, διαισθάνομαι μια πολιτιστική συγγένεια».
Στην πραγματικότητα βρίσκεται δύο εβδομάδες στην Αθήνα. Ποντάροντας στη συνεργασία με Έλληνες δημιουργούς κι όχι στα χαρακτηριστικά μιας «εθνικής ταυτότητας». «Το ελληνικό ζήτημα», υπερθεματίζει, «εντοπίζεται στη θεατρική κουλτούρα ενός τόπου για μένα, μεταφράζεται στους συγκεκριμένους ηθοποιούς, στο περιβάλλον της Στέγης, στην καλλιτεχνική συνεργασία με την Αργυρώ Χιώτη. Η ερμηνεία του Νίκου σε πλημμυρίζει ελπίδα την ώρα που η Μαρίσα, σε μια από τις πιο δραματικές στιγμές του έργου, καταφέρνει να προσδώσει μια κωμικότητα – παρότι εγώ δεν έχω γράψει κάποιο αστείο σε εκείνο το σημείο».
Το άλλο πρόσωπο του ΡοντρίγκεςΦαίνεται πως «Ο Χορός των Εραστών» αποκαλύπτει ένα διαφοροποιημένο, πιο τρυφερό δημιουργικό πρόσωπο του Τιάγκο Ροντρίγκες αφού μετά τις, εξόχως πολιτικές παραστάσεις της «Καταρίνα» και της μεταγραφής της «Εκάβης», εστιάζει στην πιο πυρηνική περιοχή της ανθρώπινης ύπαρξης, την αγάπη. «Η αγάπη είναι μια πολιτική πράξη. Το να αγαπάς είναι η δυνατότητα να προσθέσεις την ματιά του άλλου στη ζωή σου και ν’ αναγνωρίσεις κι άλλες πτυχές της. Ναι, αγάπη είναι να αισθάνεσαι τον κόσμο μέσα από την ευαισθησία κάποιου άλλου», τονίζει.
Φροντίζει, ωστόσο, να περιορίσει τα στεγανά μεταξύ των ορισμών, εκτιμώντας πως ακόμα και τα πιο πολιτικά του έργα συνδέονται ευθέως με τα ανθρώπινα συναισθήματα. «Πιστεύω, για παράδειγμα, ότι η ‘Καταρίνα’ είναι ένα έργο για την αγάπη, την οικογένεια, την προδοσία, τη μνήμη αλλά και τον φασισμό – όχι μόνο για τον φασισμό. Επίσης, η ‘Hecuba’ είναι ένα έργο για την αγάπη: Μιλάει για τη δικαιοσύνη και το άδικο σύστημα αλλά όλα αυτά αναδεικνύονται ως ζητήματα γιατί μια μητέρα που αγαπά το γιο της είναι οργισμένη. Και αυτή η οργή γεννά πολιτική. Όλες μου οι παραστάσεις προκύπτουν από την ίδια κατανόηση της πολιτικής δομής του κόσμου».
Το να αγαπάς είναι η δυνατότητα να προσθέσεις την ματιά του άλλου στη ζωή σου και ν’ αναγνωρίσεις κι άλλες πτυχές της
Οι πολλαπλές ιδιότητες του Τιάγκο Ροντρίγκεζ ως καλλιτεχνικός διευθυντής μεγάλων παραστατικών οργανισμών στην τελευταία δεκαετία – αρχικά ως επικεφαλής του Εθνικού Θεάτρου της Λισαβόνας και την τελευταία διετία ως καλλιτεχνικός διευθυντής του Φεστιβάλ της Αβινιόν – έχουν εμπλουτίσει την ευαισθησία με την οποία αγγίζει τις έννοιες και τις λειτουργίες στην τέχνη. «Από τη θέση του διευθυντή ενός Φεστιβάλ θα έλεγα πως η πολιτική επίδραση μιας παράστασης δεν έχει κανένα νόημα, εκτός κι αν είναι το ζητούμενο ενός καλλιτέχνη: Θα υπερασπιστώ εξίσου την ελευθερία του πολιτικού καλλιτέχνη με την ελευθερία εκείνου του δημιουργού που δεν θέλει να μιλήσει για την πολιτική. Εξάλλου, θεωρώ ότι ένα έργο τέχνης έχει πολιτική διάσταση από τη στιγμή που υπάρχει. Ως καλλιτέχνης τώρα, χρειάζομαι να συνομιλώ με το πολιτικό νόημα, ακόμα κι όταν αφηγούμαι μια ερωτική ιστορία. Ας μην ξεχνάμε πως η αγάπη μπορεί να γίνει εργαλείο ελέγχου ή ελευθερίας. Αν πάλι με ρωτάτε το αν η αγάπη είναι πιο δυνατή από την πολιτική, θα σας απαντούσα πως χρειαζόμαστε περισσότερη αγάπη στον πολιτικό κόσμο», δηλώνει εμφατικά.
Ανοιχτά, εναντίον της ΛεπένΠαραδέχεται, άλλωστε, πως σε ένα βαθμό έχει αναλάβει και ο ίδιος πολιτικές ευθύνες, μέσα από τα θεσμικά του καθήκοντα. Έχει παντρέψει, δηλαδή, την βαθιά αγάπη του για το θέατρο με τη δυνατότητα να διατυπώνει δημόσιο λόγο και να υπερασπίζεται πολιτικές αξίες. Δεν είναι τυχαίο πως το περιπετειώδες πολιτικά καλοκαίρι για τη Γαλλία αποφάσισε να οργανώσει μια σθεναρή εκδήλωση – στήριξης στη Δημοκρατία στη διάρκεια του Φεστιβάλ της Αβινιόν. «Ήταν μια απάντηση αναφορικά με το τι πιστεύουμε ότι πρέπει να πρεσβεύει το Φεστιβάλ της Αβινιόν, μια διοργάνωση που εγκαινιάστηκε το 1947 αμέσως μετά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, με τη στήριξη πολλών αντιστασιακών στην γερμανική κατοχή. Μιας διοργάνωσης που χτίστηκε πάνω στις αξίες της Δημοκρατίας και της προοδευτικότητας. Στην εποχή μας, εμβολιάζουμε αυτές τις ιδέες με το αντιρατσιστικό, οικολογικό, φεμινιστικό πνεύμα, αλλά μένουμε συνεπείς στις ιδρυτικές του αξίες να λαμβάνουμε θέση μέσα στην κοινωνία – σε κοινωνία τόσο πολωμένη, πολιτικά διχασμένη, παγκοσμίως. Κι αυτό το υπηρετούμε διενεργώντας το Φεστιβάλ: Δείχνοντας διαφορετικές οπτικές του κόσμου μέσα από τις παραστατικές τέχνες, δείχνοντας πως η πολυπλοκότητα της διαφορετικότητας είναι ο πλούτος της Δημοκρατίας. Κι από τη στιγμή που ποτέ μετά την απελευθέρωση δεν έχει εμφανιστεί τόσος μεγάλος κίνδυνος επικράτησης της Ακροδεξιάς στη Γαλλία, σκεφτήκαμε ότι ήταν ιστορική μας υποχρέωση να πάρουμε πολιτική θέση. Γι’ αυτό και οργανώσαμε αυτές τις εκδηλώσεις για να διαψεύσουμε την αντίληψη πως η τέχνη δεν είναι συνδεδεμένη με τον πραγματικό κόσμο. Ο πολιτισμός δεν είναι μακριά από τις έγνοιες του καθημερινού κόσμου, δεν είναι μια ελιτίστικη έκφραση. Ήταν, επομένως, ανάγκη να ακολουθήσουμε τη συνείδηση μας και να υπερασπιστούμε το δημοκρατικό τόξο ενάντια στην ακροδεξιά ρητορική. Και χαρήκαμε πολύ που αντί για ένα Φεστιβάλ Αντίστασης γίναμε ένα Φεστιβάλ Γιορτής της Δημοκρατίας».
Ασκώντας πολιτική στον χώρο του πολιτισμούΉταν, ίσως, η πιο επιδραστική αλλά σίγουρα όχι η πρώτη φορά που ο Τιάγκο Ροντρίγκες θα έπαιρνε δημόσια θέση, διατυπώνοντας τις απόψεις του. Όπως ομολογεί, δέχθηκε στα 37 του χρόνια, τη θέση του καλλιτεχνικού διευθυντή στο Εθνικό Θέατρο της Λισαβόνας καθώς μέχρι τότε στεκόταν επικριτικά στα κακώς κείμενα του πολιτιστικού συστήματος της χώρας του. «Κι από την στιγμή που μου έδιναν τη δυνατότητα να οργανώσω τα πράγματα με έναν πιο ενδιαφέρον τρόπο, έπρεπε να αποφασίσω ανάμεσα στην ελευθερία μου να ασκώ κριτική και στη δύναμη να αλλάξω τα πράγματα». Δέκα χρόνια αργότερα, με νέα καθήκοντα στην επικράτεια της Αβινιόν, διευκρινίζει πως διαχειρίζεται τη νέα του θέση «ως μεγάλη περιπέτεια» εφόσον του επιτρέπει να υπάρχει και ως καλλιτέχνης. Χωρίς να αισθάνεται πιο σημαντικός – απλώς πιο αναγνωρισμένος. «Είναι μεγάλη μου ανάγκη να δουλεύω ως καλλιτέχνης. Δεν αξιολογώ την πορεία μου στο θέατρο ως καριέρα· κάθε χρόνο υπάρχουν στιγμές όπου αποφασίζω πως επιτέλους θα παραιτηθώ από το θέατρο και θ’ ανοίξω ένα εστιατόριο. Δεν πιστεύω ότι το θέατρο είναι το μοναδικό πράγμα στη ζωή μου, ωστόσο είναι ένα από τα μεγαλύτερα πάθη μου. Ανήκω στη μικρή μειονότητα των ανθρώπων που αγαπώ τη δουλειά μου αληθινά».
Αν γυρίσει πίσω το χρόνο – μια λειτουργία που αυτομάτως ενεργοποιείται και μέσα από την επαφή του με το «Χορό των Εραστών», αυτό το πρώτο συγγραφικό επεισόδιο στη θεατρική του πορεία – ο Πορτογάλος δημιουργός θα ομολογήσει πως το θέατρο ήταν γι’ αυτόν μονόδρομος. Από τα 12 του χρόνια, επιθυμούσε ένα μόνο πράγματα: Να αφηγείται ιστορίες. Αρχικά, νόμιζε πως θα ικανοποιήσει αυτό το όνειρο μέσα από τη δημοσιογραφία· αλλά πάλι αποδέχθηκε πως δεν είναι αντικειμενικός. Έπειτα σκέφτηκε να σπουδάσει νομικά· αλλά συνειδητοποίησε πως ήταν τόσο έξυπνος. Τελικά, γράφτηκε σε μια δραματική σχολή, αφού εκεί δεν αναζητούσαν διάνοιες. «Η πρώτη μου επαφή με το θέατρο ήταν στο σχολείο γιατί δεν ήθελα να είμαι μόνος. Ένας δάσκαλος με παρότρυνε – ανάμεσα σε άλλους περίεργους μοναχικούς μαθητές – να μπούμε, κάθε Σάββατο, στο μάθημα του θεάτρου. Έτσι ξεκίνησαν όλα. Οπότε, αν με ρωτούσατε τώρα γιατί κάνω θέατρο, θα σας απαντούσα ‘για να μην είμαι μόνος’. Η΄ τουλάχιστον αυτό θα σας απαντούσε ο 20χρονος εαυτός μου».
Πάντως, τονίζει πως κάθε του νέο εγχείρημα είναι εμβαπτισμένο στον ενθουσιασμό που ένιωθε στα πρώτα του βήματα. «Μπορώ να σας πω ότι βιώνω την ίδια νεανική χαρά που έτρεφα για το θέατρο στα 19 – 20 μου χρόνια, όταν ήμουν άφραγκος και αναγκασμένος να κάνω νυχτερινές δουλειές για να επιβιώσω. Απλώς τώρα το κάνω με επαγγελματικούς όρους, συχνά περιβάλλομαι από πολύ ταλαντούχους ανθρώπους από μένα, μα πάντα θέλω να λέω ιστορίες και να συναντώ ανθρώπους που επιθυμούν να κάνουν το ίδιο».
Πρεμιέρα στη Μικρή Σκηνή«Ο Χορός των Εραστών» θα κάνει πρεμιέρα στις 10 Οκτωβρίου στη Μικρή Σκηνή της Στέγης (η προπώληση του έχει ήδη ξεκινήσει) όπου και θα παίζεται μέχρι και τον Ιανουάριο. Η θεματική του αντανακλά τον άξονα του φετινού προγραμματισμού του οργανισμού ο οποίος θα ερευνήσει τα ανθρώπινα συναισθήματα και τις σχέσεις εντός της χαοτικής σύγχρονης πραγματικότητας.
“Ο Χορός των Εραστών” κάνει πρεμιέρα στις 10 Οκτωβρίου στη Μικρή Σκηνή της Στέγης.
Κείμενο & Σκηνοθεσία: Tiago Rodrigues
Ερμηνεύουν οι: Νίκος Καραθάνος και Μαρίσσα Τριανταφυλλίδου
Καλλιτεχνική Συνεργάτρια: Αργυρώ Χιώτη
Σχεδιασμός Φωτισμών: Rui Monteiro
Καλλιτεχνική Βοηθός, Σκηνικά & Κοστούμια: Magda Bizarro
Βοηθός Σχεδιασμού Σκηνικών & Κοστουμιών: Μαργαρίτα Τζαννέτου