Ο εικαστικός Γιώργος Κεβρεκίδης είναι διπλωματούχος Πολιτικός Μηχανικός του Ε.Μ.Π. Ωστόσο, το «μικρόβιο» της τέχνης υπήρχε από τη παιδική του ηλικία, με το καλλιτεχνικό του ταξίδι να ξεκινά από το Εργαστήρι Τέχνης Χαλκίδας του Δημήτρη Μυταρά. Έκτοτε, ώριμος πλέον και μετά από πληθώρα σπουδών, «αναζητά ένα προσωπικό δρόμο έκφρασης, μέσω της ζωγραφικής».
Στην 6η ατομική του έκθεση, με τίτλο «Αναθήματα-οδοδείκτες εικαστικής πορείας», που φιλοξενείται στο καφέ του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου έως τις 5 Οκτωβρίου 2024, ο Γιώργος Κεβρεκίδης παρουσιάζει εικόνες «πονεμένης μνήμης» από παρόδια εικονοστάσια-προσκυνητάρια που συγκέντρωσε μέσω προσωπικών του εξορμήσεων απ’ όλη την Ελλάδα. Όπλα στη φαρέτρα του, υπήρξαν ένας φωτογραφικός φακός – δικός του ή και φίλων του – ο ενθουσιασμός της ανακάλυψης, αλλά και η συστηματική παρατήρηση που όπως μας αναφέρει και ο ίδιος «είναι το βασικό στοιχείο που διαφοροποιεί ένα ζωγράφο από τους μη εικαστικούς».
Με αφορμή την τόσο ιδιαίτερη αυτή έκθεση, μιλήσαμε με τον καλλιτέχνη και του ζητήσαμε να μας εισάγει με τη δική του οπτική, στον κόσμο των παρόδιων αναθημάτων, στον ψυχικό πόνο, αλλά και στην αναπάντεχη καλλιτεχνοσύνη, που κρύβουν.
Από τις 7 Σεπτεμβρίου, η 6η ατομική σας έκθεση, με τίτλο «Αναθήματα – οδοδείκτες εικαστικής πορείας», φιλοξενείται στο καφέ του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου. Μπορείτε να μας εξηγήσετε τον ιδιαίτερο αυτό τίτλο της νέας σας έκθεσης;Ο εν λόγω τίτλος δόθηκε από τον Καθηγητή Ιστορίας της Τέχνης του ΕΚΠΑ, κο Δημήτρη Παυλόπουλο, ο οποίος μου έκανε την τιμή να προλογίσει τη νέα μου έκθεση, με κείμενό του. Είχε προηγηθεί η ευγενική του πρόσκληση να συνομιλήσουμε για το θέμα των εικονοστασίων – προσκυνηταρίων, των παρόδιων δηλαδή αυτοσχέδιων κατασκευών που συναντάμε ανελλιπώς, οδηγώντας ανά την ελληνική επικράτεια, στην εκπομπή του «Εικαστικές Ανιχνεύσεις. Μικρές Τομές στη Νεοελληνική Τέχνη». Ο ίδιος επιμελείται και παρουσιάζει μια σειρά διαδικτυακών συνεντεύξεων με εικαστικούς καλλιτέχνες, υπό την αιγίδα του ΕΚΠΑ. Αφορμή στάθηκε ένα προσωπικό συστηματικό ενδιαφέρον που είχε διακρίνει στο προφίλ μου, σε μέσο κοινωνικής δικτύωσης, – όπως μου εκμυστηρεύτηκε κατόπιν – λόγω των συναφών με το θέμα αναρτήσεων, στον τοίχο μου. Από εκείνη τη βροχερή μέρα του Ιούλη όπου γράψαμε στο στούντιο εφάπαξ την εκπομπή δεν άργησε πολύ να προκύψει η ιδέα και μιας έκθεσης με τον αυτό τίτλο, την υλοποίηση και συντονισμό της οποίας θα αγκάλιαζε με θέρμη εν συνεχεία η κα Αιμιλία Κουγιά, ως υπεύθυνη διοργάνωσης πολιτιστικών εκδηλώσεων, στο Καφέ του αρχαιολογικού μουσείου. Όπερ και συνέβη, εν μέσω θέρους…και τρέχει, πλέον, επί της παρούσης, στον φιλόξενο αυτό αίθριο χώρο του μουσείου!
Τα παρόδια αναθήματα μπορούν να επιτελέσουν έναν εν δυνάμει ρόλο μιας γλυπτικής τέχνης σε μικροκλίμακα, στο δημόσιο χώρο
Η ζωγραφική υπήρξε ανέκαθεν η αγαπημένη μου ενασχόληση κι ας μην ακολούθησα εξαρχής επαγγελματικά τον τομέα αυτό. Στο Εργαστήρι Τέχνης Χαλκίδας του Δημήτρη Μυταρά, θυμάμαι, έλαβα τα πρώτα μαθήματα ζωγραφικής ως μαθητής, ένα καλοκαίρι. Θυμάμαι, επίσης, την πρώτη μου δασκάλα, Φρόσω Μαλέα. Μαζί με το Μιχάλη Μανουσάκη παρουσίαζαν εκείνο το διάστημα την εκπαιδευτική εκπομπή “Κόκκινο Κίτρινο Μπλε”, στη Δημόσια Τηλεόραση, αγαπημένοι δάσκαλοι και οι δύο. Αν και είχα εντοπίσει το μικρόβιο παιδιόθεν σε μένα, εντούτοις ένας πιο συνειδητοποιημένος προσανατολισμός στα εικαστικά ήρθε μετά από αρκετά χρόνια κι αφού είχα δραστηριοποιηθεί επαγγελματικά σ’ άλλο αντικείμενο, αυτό του Πολιτικού Μηχανικού. Ώριμος πλέον, καταπιάστηκα ξανά με το παιδικό μεράκι, αναζητώντας έναν προσωπικό δρόμο έκφρασης, μέσα από τη ζωγραφική. Επικαλούμενος, κάπως ενστικτωδώς στην αρχή, καλλιτεχνικά κινήματα από την Ιστορία της Τέχνης, όπως ο Σουπρεματισμός και ο Κονστρουκτιβισμός, αλλά και ο μεταγενέστερος «Nouveau Réalisme» (νεορεαλισμός), θέλησα να αξιοποιήσω τις γνώσεις του επαγγέλματος του μηχανικού, ως γόνιμα μπόλια μιας επιστημονικής προπαίδειας για το εικαστικό μου έργο, παράλληλα πειραματιζόμουν ως άλλος Arman με συσσωρεύσεις και συναθροίσεις άχρηστων υλικών που συνέλλεγα, – τα γνωστά accumulations και assemblages.
Πάμε πίσω στο 2015. Τι ήταν αυτό που σας ‘τράβηξε’ στα εικονοστάσια, που οι περισσότεροι προσπερνάμε στον δρόμο;Η πρώτη σπίθα να καταπιαστώ με τα φορτισμένα θρησκευτικά τοπομνήματα (Εικ. 16), στις άκρες των επαρχιακών δρόμων, – ως πιθανό θέμα εικαστικής έρευνας που εκπόνησα στα πλαίσια πτυχιακής εργασίας, στη Σχολή Καλών Τεχνών -, άναψε ένα πρωινό του μακρινού 2015, καθώς ετοιμαζόμουν να οδηγηθώ με τ’ αυτοκίνητό μου προς βόρεια Εύβοια. Ως επιβλέπων μηχανικός των εργασιών ανακατασκευής κεραμοσκεπούς στέγης, στο κτίριο του Κυνηγετικού Συλλόγου Ιστιαίας, που στεγάζει επί του παρόντος αξιόλογη συλλογή εκθεμάτων φυσικής ιστορίας. Ξεκίνησα, λοιπόν, από το σπίτι μου στη Νέα Αρτάκη, έχοντας μαζί τη φωτογραφική μου κάμερα και μια βιντεοκάμερα αναλογικού τύπου, με τις οποίες θα κατέγραφα – ως εν δυνάμει φωτορεπόρτερ δρόμου – όσα περισσότερα εικονοστάσια θα συναντούσα, επί της διαδρομής. Δεν άργησα να διαπιστώσω την – στα όρια του ατυχήματος – πυκνή συχνότητα στάσεων που μου επέβαλε το αυτοσχέδιο ιδιάζον τασκ, προσπαθώντας παράλληλα να μη βγω εκτός πορείας, λόγω του έντονα σιγμοειδούς οδικού αναγλύφου. Και τί δεν πέτυχα καθ’ οδόν, ενώ παράλληλα συνειδητοποιούσα πόσο μακριά εκτοπιζόταν χρονικά ο αρχικός μου υπηρεσιακός στόχος. Απ’ τα πρώτα φωτογραφικά λάφυρα ήταν κάτι τετράγωνοι, σοβατισμένοι ή ελαφρώς ορθογωνισμένοι, προκάτ οδικοί σηματοδότες που όρθωναν το ανάστημά τους, μικρό ή μεγάλο, καταμεσής του Ευβοϊκού αναγλύφου (Εικ.17). Κάτι άλλα, πάλι, αυτοσχέδια ευτράπελα δομήματα, ποικίλης μορφολογίας, συντεθειμένα από κολώνες σε απομίμηση ιωνικού, δωρικού “άρτσι μπούρτσι” ρυθμού, που έφεραν καθήμενα γύψινα κακέκτυπα παρεκκλησίων, βυζαντινό τροπου υφολογίου (Εικ. 18). Κάποια μοντέλα, με τις αετωματικές τους τζαμωτές όψεις, μου θύμιζαν αποτοιχισμένα οικιακά εικονοστάσια, που εγκαταστάθηκαν στο εξωτερικό περιβάλλον από συγγενείς αδικοχαμένων θυμάτων, ως τριδιάστατα αναθήματα, στη μνήμη του προσφιλούς τους προσώπου (Εικ.19). Για μένα αυτή η ποικιλομορφία είχε καταλυτικό ενδιαφέρον, επίσης, το στοιχείο της εφόρμησης του συγγενούς του θύματος που με οποιοδήποτε background διαθέτει (μηδαμινή, ελάχιστη, αρκετή σχέση με τη δημόσια αρχιτεκτονική και γλυπτική τέχνη) θέλει να αφήσει ένα μόνιμο ίχνος μνήμης στο δημόσιο χώρο, στην ίδια θέση τέλεσης του μοιραίου συμβάντος.
Διακρίνετε στα αναθήματα τον ανθρώπινο παράγοντα της δημιουργίας τους; Ποιος είναι ο συμβολισμός τους, για εσάς;Φυσικά. Αυτό ήταν άλλωστε κι ένα ουσιαστικό κριτήριο για την ταξινόμηση και κατηγοριοποίησή τους. Σε κάποια εκ των εκατοντάδων καταγεγραμμένων υπαίθριων εικονοστασίων έχω εντοπίσει μια πηγαία μορφοπλαστικότητα, στα όρια της καθομιλουμένης (vernacular) αρχιτεκτονικής γλώσσας, που δεν επαναλαμβάνεται τυπολογικά όπως γίνεται συνήθως με τα προκάτ, αυτά δλδ. που συναντάμε στις μάντρες οικοδομικών υλικών. Επίσης, σε κάποια με ιντρίγκαρε η απαράμιλλη καλλιτεχνοσύνη τους, ως αποτέλεσμα της ακατέργαστης μαστοριάς του ντόπιου τεχνίτη που γίνεται ταυτόχρονα κι ένας ανένταχτος street artist. Ο έντονα φορτισμένος ψυχισμός του συγγενούς αποτυπώνεται πολλές φορές μέσω π.χ. ενός ανεξόδευτου αραδιάσματος από προσωπικά αντικείμενα του αποθανόντος (παιχνίδια, λούτρινα κουκλάκια, πλαστικά λουλούδια), πέριξ του αναθήματος, που φτάνει πολλά φορές στα όρια του κιτς.
Είναι πολύ ενδιαφέρουσα, συγχρόνως καίρια, η ερώτησή σας, προς έναν Εικαστικό. Η συστηματική παρατήρηση θεωρώ είναι το βασικό στοιχείο που μας διαφοροποιεί από τους μη Εικαστικούς. Μια συνεχής εγρήγορση του αμφιβληστροειδούς χιτώνα που εκπαιδεύεται σε μας, ήδη από την περίοδο της εντατικής προετοιμασίας για την εισαγωγή στην Καλών Τεχνών, και παραμένει μία διά βίου συνήθεια. Βασική δουλειά μας – που γίνεται και ως αυτοματοποιημένη εγκεφαλική διεργασία είναι να σκανάρουμε το εξωτερικό ερέθισμα, εν συνεχεία να το φιλτράρουμε, να το καταγράφουμε σ’ ένα “σκληρό”, μέχρις ότου ξεκινήσει η διαδικασία οπτικοποίησής του, ανασύνθεσης παρέα με άλλα ερεθίσματα και ανάσυρσής του πλέον επί της λευκής επιφάνειας, ως αποτελέσματα μιας πολυπρισματικής επεξεργασίας, στην οποία συμμετέχει ενεργά η αχαλίνωτη φαντασία, συγχρόνως και ένα πειθαρχημένο ασυνείδητο.
Μέσα από τη συλλογή πληθώρας εικονοστασίων, αφουγκράστηκα την ανάγκη του συγγενούς να θέλει να διαφυλάξει ζωντανή τη μνήμη του αδικοχαμένου θύματος
Έχω υπάρξει ο ίδιος θύμα αυτοκινητικού δυστυχήματος, όταν στην ηλικία των 9 χρόνων θέλησα να διασχίσω τον Κεντρικό, κοντά στο σπίτι μας στη Νέα Αρτάκη, χωρίς να προσέξω το δρόμο και με χτύπησε διερχόμενο Ι.Χ. Μέσα από τη συλλογή πληθώρας εικονοστασίων αφουγκράστηκα την ανάγκη του συγγενούς να θέλει να διαφυλάξει ζωντανή τη μνήμη του αδικοχαμένου θύματος, που χάθηκε πρόωρα, πάνω στην άσφαλτο. Επίσης, αναζήτησα μια κάποια επιτελεστικότητα (functionality) στα συγκεκριμένα αυτοσχέδια θυμητάρια ή μνημούρια, τα οποία στέκονται ακλόνητοι φάροι προστασίας για τους λοιπούς οδηγούς από πιθανό νέο ατύχημα, μιας και τα σηματοδοτημένα παρόδια εικονοστάσια μπορούν να λειτουργούν και ως φωτεινοί οδοδείκτες, για τους διερχόμενους, έχοντας το καντήλι τους πάντα αναμμένο.
Τι συναισθήματα ελπίζετε να προκαλέσει η έκθεσή σας στους επισκέπτες του μουσείου;Από τα πρώτα δείγματα γραφής, μετά τα εγκαίνια της έκθεσης, νιώθω σα να έχει μετατοπιστεί κάπως η αρχική αταλάντευτη οπτική προσέγγιση του επισκέπτη που εστιαζόταν κυρίως στο κιτς αυτών των κατασκευών, και τα απεμπολούσε συλλήβδην λόγω μιας μη “έγκριτης”, εν γένει, δημόσιας παρέμβασης με βάση αισθητικά κριτήρια. Οι εικαστικοί καλλιτέχνες, από την άλλη, λειτουργούμε ως διαμεσολαβητές μιας “αυτοσχέδιας” πολλές φορές πραγματικότητας την οποία μεταπλάθουμε εν συνεχεία βάσει των δικών μας προσλαμβανουσών και κριτηρίων. Εύχομαι, μέσα από την πλουραλιστική παρουσίαση της παρούσας έκθεσης στο Καφέ του αρχαιολογικού μουσείου (ζωγραφική, κολάζ, σχέδια, μικρογλυπτική, δημιουργική γραφή) να καταφέρω να επικοινωνήσω στο θεατή τον βασικό μου προβληματισμό, το πώς θα μπορούσαν δηλαδή και σε ποιο βαθμό να επιτελέσουν αυτά τα ταπεινά (ή λιγότερο ταπεινά) υπαίθρια δομήματα έναν εν δυνάμει ρόλο μιας γλυπτικής τέχνης σε μικροκλίμακα, στο δημόσιο χώρο.
Αναθήματα-οδοδείκτες εικαστικής πορείας: Έκθεση του Γιώργου Κεβρεκίδη στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο
Διάρκεια Έκθεσης: Από τις 7 Σεπτεμβρίου 2024 έως τις 5 Οκτωβρίου 2024
Ώρες λειτουργίας έκθεσης: Δευτέρα έως Κυριακή: 8:00 – 19:00, Τρίτη: 13:00 – 19:00
Πληροφορίες χώρου: Στο καφέ του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου, 28ης Οκτωβρίου 44 (Πατησίων), 2132144800, www.namuseum.gr
Eίσοδος Ελεύθερη