Η επιστροφή στην Αθήνα είναι πάντα δύσκολη – όσο κλισέ και αν ακούγεται αυτό, είναι αλήθεια. Κι όμως, η πρωτεύουσα το Σεπτέμβρη έχει μία αίσθηση ελπίδας να τριγυρίζει στα στενά της – και ένας λόγος για αυτό είναι ότι οι συναυλίες και τα live που συντροφεύουν τα καλοκαίρια μας δεν έχουν ακόμα τελειώσει. Μία τέτοια ευτυχής συνθήκη ήταν και η παράσταση της Τάνιας Τσανακλίδου στο Θέατρο Παλλάς, που κατάφερα να δω την Κυριακή που μας πέρασε – λίγο πριν και την τελευταία ανάσα του καλοκαιριού.
Η κυρία (χρησιμοποιώ την συγκεκριμένη προσφώνηση με όλο το βάρος που κουβαλάει) Τάνια Τσανακλίδου γιόρτασε τα 50 χρόνια της δισκογραφίας της – και της ζωής της – για πρώτη φορά σχεδόν ένα χρόνο πριν, στις 16 Σεπτεμβρίου του 2023 και, για καλή μου τύχη, μας ξανακάλεσε στο “πάρτυ” της, για δύο μόνο νύχτες στο Παλλάς, στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών, αυτό τον Σεπτέμβρη.
Ως λάτρης του μουσικοθεατρικού παρελθόντος της Ελλάδας, ως παιδί που μεγάλωσε με τον – ασπρόμαυρο και μη – κινηματογράφο του ’60 και του ’70 και ως νοσταλγός μίας εποχής και μίας Αθήνας που ποτέ δεν έζησα και δεν θα ζήσω (δυστυχώς), η δυνατότητα να δω την Τάνια Τσανακλίδου να ταξιδεύει μέσα στον χρόνο υπό τους ήχους κάποιων εκ των αγαπημένων κομματιών της μητέρας μου ήταν, το λιγότερο, συγκινητική.
Το βράδυ της Κυριακής (22/9) με βρήκε να μπαίνω στο Παλλάς, με μία φίλη που λατρεύει την Τάνια Τσανακλίδου, και το πρώτο πράγμα που συνειδητοποίησα εκεί, στις αριστοκρατικές ξύλινες θέσεις του θεάτρου, κοιτάζοντας μία σκηνή γεμάτη μουσικά όργανα, ήταν το κοινό. Κοιτάζοντας γύρω μου, έβλεπα ανθρώπους που είχαν έρθει για να θυμηθούν στην πραγματικότητα τα δικά τους καλοκαίρια και χειμώνες. Περιτριγυριζόμουν από ανθρώπους, των οποίων τους έρωτες, τις στιγμές και τα βράδια των πιο σημαντικών δεκαετιών της ζωής τους έχουν ‘ντύσει’ τα τραγούδια της Τάνιας Τσανακλίδου. Οπότε, η ατμόσφαιρα ήταν ήδη γοητευτική και συγκινητική.
Οι μουσικοί, 9 στο σύνολο, πήραν τις θέσεις τους και ξεκίνησαν να κουρδίζουν τα όργανα τους, και η φωνή της Τάνιας έκανε την εμφάνισή της λίγο πριν τη μορφή της. Την ακούσαμε, πριν την δούμε, να τραγουδάει το “Λύκε, λύκε” και, μετά από μερικούς στίχους α καπέλα, εμφανίστηκε στη σκηνή. Φορούσε ένα μαύρο φόρεμα σε ίσια γραμμή, μία μικρή κάπα με μικρά-μικρά αστραφτερά πετραδάκια που έδεναν μπροστά στο πέτο, σαν ένα στρογγυλού σχήματος κόσμημα, και παπούτσια latin/χορευτικά μαύρα – και φυσικά κόκκινο κραγιόν. Ο λόγος που παραθέτω τόσο περιγραφικά το outfit που επέλεξε να φορέσει είναι γιατί νομίζω ότι εξηγεί όσα χρειάζεται να καταλάβει κανείς για το από που προέρχεται η Τάνια Τσανακλίδου, και τι θυμίζει. Μία Ελλάδα γοητευτική και μία Αθήνα φίνα και νεανική, μία σκηνή σε ένα κηποθέατρο ή μια μπουάτ της Πλάκας.
Έχοντας πλέον στήσει το σκηνικό, μας καλωσόρισε, μας εκμυστηρεύτηκε πως δεν ήθελε ποτέ να γίνει τραγουδίστρια – αλλά γιατρός. Μας ευχαρίστησε για την αγάπη που έχει λάβει, αλλά κυρίως για το ότι “της επιτρέψαμε να μας τραγουδάει για αυτά τα 50 χρόνια” και ξεκίνησε να μας συστήσει τον πρώτο άνθρωπο που τραγούδησε μαζί της στα 8 της, και δεν σταμάτησε ποτέ από τότε, τον Κώστα Θωμαΐδη. Τραγούδησαν μαζί κάποια κομμάτια, όσο παράλληλα εκείνη εξιστορούσε τα πρώτα της χρόνια στη μουσική – όταν μεταφέρθηκε από τη Θεσσαλονίκη στην Αθήνα – πάντα παρέα με τη φιλία του. Τον αποχαιρέτησε μετά από λίγο και ξεκίνησε να μας μιλάει για την εποχή της Πλάκας, για τον Νίκο Ξυλούρη, την Βίκυ Μοσχολιού, τον Γιάννη Μαρκόπουλο και όλους εκείνους με τους οποίους ήταν τόσο τυχερή και ευγνώμων να δουλέψει πλάι τους – όπως είπε χαρακτηριστικά. Μετά από κάθε μικρή ιστορία ακολουθούσε ένα τραγούδι που την σημάδεψε ή ένα τραγούδι που έγραψε εξαιτίας της – ήταν σαν να μας εξιστορούσε ένα παραμύθι, με λέξεις αλλά και με μελωδίες. Φτάσαμε μέχρι το ’78 και την Eurovision, όπου μας εκπροσώπησε με το “Τσάρλυ Τσάπλιν” και πήρε τη 8η θέση – το οποίο και μας τραγούδησε με όλο το μπρίο της γης.
Κάπου στη μέση του προγράμματος και της ιστορίας της ζωής της, φτάσαμε στους έρωτες. Συγκεκριμένα σε “Έρωτες που με συνέτριψαν και τους συνέτριψα και εγώ”, όπως είπε, και μας εκμυστηρεύτηκε πως από τότε ήθελε να τραγουδάει μόνο σε μινόρε – αλλά το “Μαμά Γερνάω” είναι σε ματζόρε. Μας τραγούδησε λοιπόν για τους έρωτές της, μαζί με τον κιθαρίστα της Κώστα Νικολόπουλο. Μετά, μας μίλησε για το πόσο τυχερούς θεωρεί τους καλλιτέχνες της γενιάς της – γιατί αναδύθηκαν στη μουσική δίπλα σε μεγαθύρια καλλιτεχνών. Χαρακτηριστικά, μας είπε την ιστορία για το πώς τα μεσημέρια πήγαινε στου Φλόκα (το σημερινό Ατενέ) – ένα πολύ γνωστό όνομα της εποχής – μαζί με τον Μανώλη Μητσιά και καθόταν σε ένα τραπεζάκι στην γωνία για να ακούει τη συνομιλία από το πιο κεντρικό τραπέζι, στο οποίο καθόταν μεταξύ άλλων ο Ελύτης, ο Μαρκόπουλος και ο Χατζιδάκις… Μία καθημερινότητα γεμάτη τέχνη και λέξεις από ανθρώπους που η ζωή τους ήταν ακριβώς αυτό – τέχνη και λέξεις. Α, και μουσική!
Τα τραγούδια συνεχίστηκαν και οι μελωδίες επίσης, πάντα υπό την ενορχήστρωση του μαέστρου της, που ήταν πάνω στη σκηνή – Νεοκλή Νεοφυτίδη. Μας εκμυστηρεύτηκε πως κάποια στιγμή το πέρασμα του χρόνου την ενόχλησε και υποσχέθηκε στον εαυτό της πως στα 50 της θα σταματήσει να τραγουδάει. Ευτυχώς, για τη σκηνή και για εμάς, αυτό δεν συνέβη, κυρίως λόγω μίας πρότασης της Δήμητρας Γαλάνη – για μία παράσταση που ήθελε να κάνουν μαζί τότε – και της γνωριμίας της με τον καλλιτέχνη Μιχάλη Δέλτα, τον οποίο και έφερε πάνω στη σκηνή. Τότε άνοιξε για εκείνη ο κόσμος της ηλεκτρονικής μουσικής και των νέων ήχων – χαρακτηριστικό κομμάτι, το οποίο είπε κιόλας, είναι το “Μια αγάπη μικρή”.
Η ώρα περνούσε, τα τραγούδια και οι ιστορίες συνεχίζονταν, ο κόσμος τραγούδησε, ο κόσμος έκλαψε – με το “Μαμά Γερνάω” (εγώ είμαι “ο κόσμος”), χόρεψε – καθιστός – με την “Σουλτάνα την Φωφώ” και συγκινήθηκε με “Το Πάτωμα”. Δυστυχώς, λόγω ενός προβλήματος υγείας ο φίλος της, Σταμάτης Κραουνάκης δεν μπόρεσε να εμφανιστεί, αλλά του έστειλε την αγάπη της. Προς το τέλος της παράστασης, πλησίασε το μικρόφωνο και είπε: “Πλήγωσα πολλά τραγούδια στη ζωή μου, επειδή δεν τα τραγούδησα στις συναυλίες μου” – και αυτή ίσως ήταν η μεγαλύτερη – και πιο ποιητική – αλήθεια της βραδιάς. Συνέχισε με τις “Τυχαίες Συναντήσεις” του Γιάννη Σπανού, που δεν είχε τραγουδήσει ποτέ σε live της, και τελείωσε το set της – αφού ευχαρίστησε ονομαστικά όλους τους εξαιρετικούς συντελεστές της παράστασης – τραγουδώντας τον “Ανθρωπάκο”.
Είναι σπάνιο το 2024 στην Ελλάδα να βλέπεις το παρελθόν να απλώνεται μπροστά σου με τόση γοητεία. Γιατί ναι, είμαστε νοσταλγοί του παρελθόντος, αλλά συνήθως για όλους τους λάθος λόγους. Η Τάνια Τσανακλίδου μου θύμισε πόσο αστραφτερό είναι, τουλάχιστον αυτό το κομμάτι του παρελθόντος της Ελλάδας. Πόσο έντονο, νέο, φωτεινό αλλά και σκληρό. Πόσο ο όρος “αρτίστα” φτιάχτηκε για γυναίκες σαν εκείνη και πόσο, ακόμα και αν η φωνή δεν είναι η ίδια πια – δεν θα μπορούσε άλλωστε – το νάζι είναι εκεί, το μπρίο, η περσόνα, η ψυχή είναι εκεί. Μία ολόκληρη σκηνή πέρασε από την Αθήνα του ’70 μέχρι το σήμερα χωρίς να αλλάξει στιγμή κανένα σκηνικό. Μία γυναίκα μας ταξίδεψε και μας τραγούδησε τα καλοκαίρια και τους χειμώνες της – και όλες τις εποχές ενδιάμεσα. Αν κάτι κρατάω από εκείνη την Κυριακή, είναι την εμπειρία του να έχω δει από κοντά μία πραγματική θεατρίνα και τον στίχο που τραγούδησε με θράσος: “Στον κόσμο που ‘ρθαμε χορτάσαμε γκρεμό. Μαγκιά μας!”.