Ήταν 9 Φεβρουαρίου του 1986 την τελευταία φορά που ο Κομήτης Χάλεϊ πέρασε από τη Γη. Ένας θρύλος θέλει κάθε φορά που το περιβόητο αυτό ουράνιο σώμα επισκέπτεται τον μικρό μας πλανήτης, περίπου κάθε 75 με 76 χρόνια, να φέρνει μαζί του και τον εμβληματικό Αμερικανό συγγραφέα Μαρκ Τουέιν.
O κατά κόσμον Samuel Langhorne Clemens -όπως ήταν το πραγματικό του όνομα- γεννήθηκε στις 30 Νοεμβρίου του 1835, λίγες μέρες αφότου ο Κομήτης Χάλεϊ είχε γίνει ξανά ορατός από τη Γη. Ο ίδιος μάλιστα φέρεται να είχε πει το 1909: «Ηλθα σ’ αυτόν τον κόσμο το 1835 μαζί με τον κομήτη του Χάλεϊ. Η επιστροφή του αναμένεται και πάλι πολύ σύντομα, και περιμένω ότι οπωσδήποτε θα φύγω μαζί του».
Έτσι και έγινε. Ο Μαρκ Τουέιν έφυγε από τη ζωή στις 21 Απριλίου του 1910, ένα μήνα πριν την άφιξη του κομήτη. Από τότε λέγεται πως ο συγγραφέας ταξιδεύει μαζί του στο αχανές σύμπαν και επιστρέφει και αυτός κάθε 75-76 χρόνια στη Γη.
Με αυτόν, λοιπόν, τον υπέροχο τρόπο ξεκινάει η παράσταση «Οι περιπέτειες του Τομ Σόγιερ», η οποία αναμένεται να κάνει πρεμιέρα στην Παιδική Σκηνή του Θεάτρου Άλφα -Ληναίος-Φωτίου αυτή την Κυριακή στις 6 Οκτωβρίου. Με τον Μαρκ Τουαίην να καταφθάνει στη Γη το 1986. Στον δρόμο του θα βρει δύο νεαρά παιδιά. Και με αφορμή αυτή την αναπάντεχη συνάντηση αποφασίζει να τους διηγηθεί μια ιστορία. Τις «Περιπέτειες του Τομ Σόγιερ».
Το αγαπημένο βιβλίο μικρών και μεγάλων ζωντανεύει στη σκηνή του Θεάτρου Άλφα υπό τις σκηνοθετικές οδηγίες του Γιώργου Τζαβάρα -γνωστός, μεταξύ άλλων, για τη σκηνοθεσία των επιτυχημένων παιδικών παραστάσεων «Ο Ραφτάκος των Λέξεων» και «Κοντά στις Ράγιες», ο οποίος υπογράφει και τη διασκευή σε συνεργασία με τον Γιώργο Ζαφειρόπουλο.
Ήταν 1876 όταν πρωτοκυκλοφόρησαν οι «Περιπέτειες του Τομ Σογιερ» αλλάζοντας μια για πάντα το τοπίο στον χώρο της αμερικανικής -και όχι μόνο- παιδικής λογοτεχνίας μέσα από την πρώτη εκ βαθέων απεικόνιση της παιδικής ηλικίας ή όπως μάς εξηγεί ο σκηνοθέτης της παράστασης Γιώργος Τζαβάρας μιας εκ βαθέων απεικόνισης «του ψυχισμού των παιδιών, των ονείρων τους, του τρόπου που εντάσσονται ή δεν εντάσσονται μέσα στην κοινωνία, του αποκλεισμού τους ή της συμπερίληψης τους στα πράγματα».
Στο επίκεντρο ο Τομ Σόγιερ, ένα σκανταλιάρικο αλλά καλόκαρδο ορφανό αγόρι, το οποίο ζει μαζί με τη θεία του Πόλι στο Σεντ Πίτερσμπεργκ κοντά στον ποταμό Μισισιπή. Ο Τομ συνηθίζει να αποφεύγει τους κανόνες, να ονειρεύεται μαγευτικές περιπέτειες, να σκαρώνει φάρσες, να εξερευνά το άγνωστο, να υποδύεται τον ατρόμητο πειρατή και να μπλέκει σε όλων των ειδών τις διασκεδαστικές καταστάσεις στο πλευρό των καλύτερων του φίλων, Χακ και Μπεν. Όλα αυτά ενόσω γνωρίσει τα σκιρτήματα του πρώτου έρωτα στο πρόσωπο της νεαρής Μπέκι και έρθει αντιμέτωπος με ένα κρίσιμο ηθικό δίλημμα που θα τον αναγκάσει να επιλέξει ανάμεσα στο σωστό και το λάθος, την αλήθεια και το ψέμα.
Για τον ηθοποιό Θησέα Παπαπαναγιώτου, ο οποίος ενσαρκώνει επί σκηνής τον ομώνυμο ρόλο, ο Τομ Σόγιερ τα έχει όλα: «Ένα από τα πιο όμορφα στοιχεία του έργου είναι ο τρόπος που ο συγγραφέας έχει παντρέψει την αθωότητα και την παιδικότητα με την περιπέτεια, την σκανταλιά, τον έρωτα, το μυστήριο, το σασπένς και τον κίνδυνο».
Και πράγματι μέσα από το «ταξίδι» μιας συναρπαστικής παιδικής ηλικίας στον δρόμο προς την ενηλικίωση -όπως αυτής του κεντρικού ήρωα- η δράση και το μυστήριο διαδέχονται το χιούμορ και την φάρσα, την τρυφερότητα και τη συγκίνηση σε μια ιστορία για την φιλία, την ανεμελιά, την ελευθερία, την αγάπη, την αναπόφευκτη ωρίμανση που επέρχεται μέσα από το βίωμα, την αίσθηση της ευθύνης.
Αυτή η πορεία προς το άγνωστο και την περιπέτεια που εξάπτει την φαντασία και την οποία ακολουθούν οι μικροί ήρωες του βιβλίου, «με την ψυχή τους και χωρίς δεύτερη σκέψη», είναι που γοητεύει και τον Γιώργο Τζαβάρα επίσης: «Διαβάζοντας το μικρός ένιωθα ότι σπάω τα όρια του δωματίου μου, ότι βγαίνω στον κόσμο. Αυτή η αίσθηση παραμένει έως σήμερα. Δεν έχει χαθεί καθόλου εκείνο το κομμάτι που σαν παιδί με έκανε να ονειρεύομαι νησιά, πειρατές και σκανταλιές».
Το ίδιο συναίσθημα ξυπνά ο «Τομ Σόγιερ» και στην ηθοποιό Τσαμπίκα Φεσάκη, την οποία στην παράσταση θα την παρακολουθήσουμε στους ρόλους της θείας Πόλι, του Δασκάλου Ντόμπινς και του δικαστή -τριών «εξουσιαστών», όπως τους αποκαλεί, που εκκινούν βεβαίως από διαφορετική αφετηρία και με διαφορετικούς στόχους. «Όλο το έργο διαπνέεται από την αίσθηση του παιχνιδιού. Μάς επιστρέφει πίσω στα παιδικά μας χρόνια, στις αναμνήσεις και στην αθωότητα. Σε εκείνη την εποχή που ήθελες να κάνεις σκανταλιές, να εξερευνήσεις τον κόσμο, να ψάξεις για θησαυρούς, που ανακάλυπτες πράγματα για πρώτη φορά».
Μια παράσταση για μικρούς και μεγάλουςΚαι είναι αυτή η νοσταλγική αίσθηση που εξασφαλίζει πως και το ενήλικο κοινό θα έχει αρκετούς λόγους για να απολαύσει την παράσταση στο Θέατρο Άλφα. Ένας -εξίσου σημαντικός- λόγος εντοπίζεται στον οξυδερκή και χιουμοριστικό τρόπο με τον οποίο ο συγγραφέας σχολιάζει την αμερικανική κοινωνία του τότε, τόσο ίδια αλλά και τόσο διαφορετική από τη δικιά μας, δίνοντας την ευκαιρία, στη σκηνή του Θεάτρου Άλφα, να ζωντανέψει μια ολόκληρη εποχή.
«Επιθυμούμε μικροί και μεγάλοι θεατές να γελάσουν, να συγκινηθούν να προβληματιστούν, να μπουν σε σκέψεις», δηλώνει ο Θησέας Παπαπαναγιώτου.
Και αυτή η πλευρά του έργου, η πιο “κοινωνικοπολιτική”, δεν μένει ανεκμετάλλευτη στη διασκευή του Γιώργου Τζαβάρα και του Γιώργου Ζαφειρόπουλου. Παρακολουθώντας την παράσταση είδαμε ζητήματα όπως οι ταξικές ανισότητες, η εκμετάλλευση, οι προκαταλήψεις, τα στερεότυπα, η σημασία της εκπαίδευσης και της δικαιοσύνης, η αλληλεγγύη να αναδεικνύονται με διασκεδαστικό και ανάλαφρο τόνο. Για την Τσαμπίκα Φεσάκη το μήνυμα για μια «λιγότερο ξύλινη εκπαίδευση» και «λιγότερο απρόσωπους νόμους» είναι εξίσου σημαντικό με το μήνυμα «της αγάπης, της αποδοχής, του να επιτρέπεις στους άλλους να κάνουν λάθη και να μαθαίνεις και εσύ ο ίδιος από τα δικά σου».
Πως ένα κλασικό αριστούργημα μεταφέρεται στη σκηνήΈνα τόσο πλούσιο σε νοήματα και χαρακτήρες διαχρονικό βιβλίο αποδεικνύεται ταυτόχρονα θησαυρός και σπαζοκεφαλιά για τον δημιουργό που θα αποφασίσει να το μεταφέρει στη σκηνή. Όπως μας εξηγεί ο Γιώργος Τζαβάρας, το “κόψιμο” της διασκευής αποδείχθηκε η μεγαλύτερη πρόκληση που αντιμετώπισε ο ίδιος και ο συνεργάτης του: «Θα μπορούσα να κάνω άλλη μια παράσταση, της ίδιας διάρκειας, με όλα αυτά που έχω κόψει. Κάναμε εκτενείς συζητήσεις με τον Γιώργο Ζαφειρόπουλο για το ποια κομμάτια θα κρατήσουμε και ποια όχι. Στην παράσταση μας προσπαθούμε να δείξουμε την ιστορία αυτού του παιδιού, αναπτύσσοντας, παράλληλα, τους υπόλοιπους ήρωες γύρω του. Ελπίζω ότι το καταφέραμε».
Ο ίδιος ως δημιουργός παιδικών παραστάσεων δείχνει μια ιδιαίτερη προτίμηση προς την λογοτεχνία αν και μάς δηλώνει πως στο μέλλον θα ήθελε να ασχοληθεί με αμιγώς θεατρικά κείμενα: «Η θεατρική μεταφορά μυθιστορημάτων είναι ένα κομμάτι που απαιτεί ενασχόληση, θέλει μια σκέψη το να δημιουργήσεις μια αρχιτεκτονική θεατρικής γλώσσας σε ένα λογοτεχνικό έργο».
Ποια είναι η σκηνοθετική προσέγγιση του; Μαγικά εικαστικά τοπία όπου γίνεται ένα ισότιμο “πάντρεμα” ανάμεσα στο φυσικό και το ψηφιακό σκηνικό, «Δεν θέλαμε να υπερτερεί το ένα του άλλου, ώστε να επιτρέπεται απρόσκοπτα στο θεατή να παρακολουθήσει τους ηθοποιούς πάνω στη σκηνή. Για εμένα κάτι τέτοιο είναι πολύ σημαντικό». Πρωτότυπη μουσική και τραγούδια επί σκηνής: «Αγαπώ πολύ τη μουσική και ο Τομ Σόγιερ είναι ένα έργο που όποτε το διάβαζα μέσα στο κεφάλι μου άκουγα μουσική και έφτιαχνα εικόνες» και ένας ρυθμός, κτισμένος τόσο πάνω στο κείμενο όσο και πάνω στους ηθοποιούς και τους μουσικούς, γρήγορος αλλά όχι καταιγιστικός που «επιτρέπει στο έργο και στους θεατές να αναπνεύσουν», με εναλλαγές στις διαθέσεις που «κρατούν πάντα ψηλά το ενδιαφέρον». Πάνω από όλα αρχή του Γιώργου Τζαβάρα σε όλες τις δουλειές του είναι μια «πιο ειλικρινής και ευγενική αντιμετώπιση των παιδιών».
Από την παράσταση «Οι περιπέτειες του Τομ Σόγιερ» στην Παιδική Σκηνή του Θεάτρου Άλφα εύχεται κάθε παιδί, ανεξαρτήτου ηλικίας, να φύγει έστω «με τον στίχο ενός τραγουδιού, μια εικόνα, έναν χαρακτήρα ή με μια αίσθηση» μέσα στο κεφάλι του: «Καθώς οι πιο έντονες μνήμες μου από το θέατρο, η αίσθηση της “μαγείας” του “μελιού” που έχει η σκηνή, κατά έναν παράξενο τρόπο προέρχονται από τις παραστάσεις που έχω δει ως παιδί, οδηγούμε στην πεποίθηση πως θα ήταν πάρα πολύ ωραίο η ίδια αυτή αίσθηση να δημιουργηθεί και στα σημερινά παιδιά».
Ενώ από τη μεριά του ο Θησέας Παπαπαναγιώτου, ορμώμενος από την υπενθύμιση μιας κάποιας ξεχασμένης στο χρόνο παιδικότητας που κυριαρχεί στο έργο και τόσο πολύ απουσιάζει από τη σημερινή εποχή, εύχεται «μετά την παράσταση έστω και σε ένα παιδί να γεννηθεί η επιθυμία αντί να πάρει το κινητό στα χέρια του, να προτιμήσει να βγει έξω με τους φίλους του να παίξει, να τρέξει, να ψάξει έναν θησαυρό». Στο ίδιο μήκος κύματος, η Τσαμπίκα Φεσάκη επιθυμεί η παράσταση να μεταφέρει στα παιδιά το μήνυμα πως πρέπει «να χαίρονται την κάθε στιγμή και να μην χάνουν την ευκαιρία για παιχνίδι, ανακάλυψη και εξερεύνηση, γιατί η ζωή είναι όμορφη και απλώνεται μπροστά τους».
Κίνηση: Άννα Ανουσάκη