Είναι η γενιά με τα περισσότερα προσόντα που έχει βγει στην αγορά εργασίας, χαρακτηρίζονται συχνά ως «ψηφιακοί γηγενείς» και την ίδια στιγμή είναι η πιο πληγωμένη γενιά που ανάθρεψε η κρίση. Αυτοί είναι οι millennials, η γενιά που έχει ξοδέψει πολύ κόπο και χρήμα για τις σπουδές της, η γενιά της ανεργίας, των κακοπληρωμένων δουλειών, η γενιά που μένει συχνά κολλημένη στο πατρικό της γιατί δεν έχει λεφτά για το ενοίκιο, η γενιά που δύσκολα φαντάζεται τον εαυτό της με οικογένεια. Ή για την ώρα πατάει ένα pause σε αυτό το βήμα. Οι millennials είναι η γενιά που συχνά χαρακτηρίζεται «χαμένη». Έχει όμως τόσα πολλά να πει, τόσες ιστορίες να μοιραστεί, προσδοκίες και απογοητεύσεις, μεταξύ άλλων. Και ευτυχώς για εμάς κάποιοι αυτής της γενιάς το κάνουν αυτό τα τελευταία χρόνια μέσα από την τέχνη.
Ο Γιάννης Αποσκίτης ανήκει στην γενιά αυτή. Είναι ένας νέος καλλιτέχνης που κάνει αυτό που τον γεμίζει περισσότερο, κουβαλώντας παράλληλα όλα τα βάρη των ενοχών που του έχουν φορτώσει οι προηγούμενες γενιές. Δεν διαφέρει πολύ, δηλαδή, από τους συνομηλίκους του. Το «Μαύρη Μαγεία ή Άσε τους νεκρούς να πεθάνουν» είναι η δεύτερη θεατρική δουλειά που υπογράφει συγγραφικά και γράφτηκε ως μια προσωπική αφήγηση της ενηλικίωσης του ίδιου. Γράφοντάς την και βλέποντάς την να ζωντανεύει έπειτα στη θεατρική σκηνή (την περασμένη σεζόν ήταν η πρώτη της παρουσίαση), κάπως αυτό το βάρος των ενοχών μοιάζει να φθίνει. Αυτή είναι και η πρώτη του επαγγελματική σκηνοθεσία και όπως μου εξομολογήθηκε έχει τουλάχιστον βρει αυτό που θέλει να κάνει. Να γράφει, να είναι στην πρόβα, στο τρέξιμο, στο άγχος, στον φόβο και στην συγκίνηση που του προκαλεί το κάνει θέατρο που πραγματικά τον αφορά.
Η παράσταση «Μαύρη Μαγεία ή Άσε τους νεκρούς να πεθάνουν» επιστρέφει για δεύτερη χρονιά στο Θέατρο Μπέλλος σε δικό σας κείμενο και σκηνοθεσία. Τι ήταν αυτό που είχατε αρχικά στο μυαλό σας και που τελικά οδήγησε στο να γράψετε μια φαρσοκωμωδία για τους millenials, την ελληνική οικογένεια αλλά και τις κοινωνικές παθογένειες της σύγχρονης Ελλάδας εν γένει;Αρχικά στο μυαλό μου είχα την δική μου προσωπική αφήγηση της ενηλικίωσης, η οποία όμως θεωρώ ότι δεν διαφέρει πολύ από άλλους συνομηλίκους μου. Μεγαλώσαμε με υποσχέσεις μιας λαμπρής, ευρωπαϊκής, ελληνικής ανάπτυξης, με δρόμους ανοιχτούς και ορίζοντες επιτυχίας, και φτάνοντας στην ηλικία των 30 φέτος, συνειδητοποιώ ότι αναλώθηκα για πολύ καιρό μέσα στη σκέψη (και την ενοχή) ότι δεν μπόρεσα να «γευτώ» αυτή την υπόσχεση. Παρότι αναγνωρίζω το ότι από τότε όλα μοιάζουν να πηγαίνουν στραβά για την Ελλάδα (κάθε χρόνο και στραβότερα), δεν έπαυα για πολύ καιρό να νιώθω αποκλειστικός υπεύθυνος για αυτό – μια παράξενη ενοχή που δεν χώρεσα στα κοινωνικά στερεότυπα. Με άλλα λόγια: νιώθω ακόμα και σήμερα ένοχος που δεν «πέτυχα» αυτό που θέλησαν από την γενιά μου οι προηγούμενοι: να γίνω ένας «παραγωγικός», «ωφέλιμος», «υπάκουος», «ανταγωνιστικός», «νορμάλ» εργαζόμενος. Παρότι ξέρω ότι αυτό θα με δυστυχούσε, νιώθω ακόμη και τώρα ένοχος. Αν αυτό δεν είναι φαρσοκωμωδία, τότε τι είναι; Από τότε που ξεκίνησα να ασχολούμαι με αυτή την παράσταση, νιώθω λιγότερο ένοχος.
«Μαύρη Μαγεία ή Άσε τους νεκρούς να πεθάνουν». Είχα περάσει από πολλές σκέψεις, που σημαίνει ότι και για μένα δεν ήταν απολύτως καθαρό το πώς επικράτησε αυτός. Γι’ αυτό άλλωστε και δεν επικράτησε τίτλος τελικά: το έργο έχει δύο τίτλους! Σίγουρα για εμένα ο τίτλος «Μαύρη Μαγεία» είναι πολύ κοντά στον τρόπο που εγώ θεωρώ πως μαγεύομαι από τον κόσμο γύρω μου: πάντοτε η μακάβρια αισθητική, ο θάνατος, η φρίκη και η «κακία» με ιντρίγκαραν και ενεργοποιούσαν την φαντασία μου. «Πολύ σκοτεινά/τρομακτικά είναι αυτά που ζωγραφίζεις» – μια πολύ συνηθισμένη φράση των γύρω μου όσο ήμουν στο σχολείο. Και αυτό εν τελεί ήταν και το καταφύγιο μου. Οπότε, μια τελετή μαύρης μαγείας είναι εν τελεί και ο τρόπος μου για να επικοινωνήσω με το φαντασιακό μου. «Άσε τους νεκρούς να πεθάνουν» – εδώ τα πράγματα μου φαίνονται πολύ πιο ξεκάθαρα με βάση αυτά που σας είπα προηγούμενος. Κάποια στιγμή είναι καιρός όλοι μας – και ειδικά η γενιά μας, που κουβαλάει το στίγμα της «χαμένης» γενιάς – να αφήσουμε πίσω τα φαντάσματα των ενοχών και να πάρουμε την ζωή στα χέρια μας χωρίς τύψεις γι’ αυτό.
Κι από το χαρτί στη σκηνή. Με τι σας έφερε αντιμέτωπo η προετοιμασία της παράστασης στην πράξη;Ήταν σίγουρα μια πολύ καινούρια εμπειρία για εμένα, δεδομένου ότι είναι και η πρώτη μου επαγγελματική σκηνοθεσία και η πρώτη παραγωγή της θεατρικής εταιρίας που έχω με τον αδερφό μου, της IZVERIBAD. Ευτυχώς, είχε προηγηθεί η δουλεία μου στον «Άσχημο» του Γιώργου Κουτλή. Αυτό ήταν οριακά μοιραίο: όταν ξεκίνησα να γράφω το έργο, μόλις είχα πρωτοδιαβάσει τον Άσχημο του Μarius Von Mayenburg, και μόλις είχα πρωτογνωρίσει τον Γιώργο μέσα από την Πειραματική Σκηνή Νέων Δημιουργών του Εθνικού Θεάτρου. Επηρεάστηκα πολύ από την γραφή του συγκεκριμένου έργου, ενώ παράλληλα το ότι το είδα να ζωντανεύει στις πρόβες του Γιώργου, με βοήθησε να οργανώσω την δική μου σκηνοθεσία. Γενικά, ήταν για μένα κάτι σαν συναστρία η όλη διαδικασία αυτού του ανεβάσματος: σαν να «κουμπώσαν» όλες οι σωστές παράμετροι. Γιατί και μετά τον «Άσχημο», το γεγονός ότι συνεργάστηκα με μια ομάδα πολύ έμπειρων ηθοποιών, τον Νίκο Γιαλελή, τον Γιώργο Κατσή, τον Κωνσταντίνο Πλεμμένο – αυτό μου έδειξε και έναν δρόμο για το πως τελικά «μιλιέται» αυτό που έχω γράψει. Και γι’ αυτό και μεγάλο μέρος των διαλόγων ξαναγράφτηκε στην πρόβα. Για να «μιλιέται» από το συγκεκριμένο cast. Θεωρώ ότι κάθε συγγραφέας γράφει πάνω στον άνθρωπο και κάθε σκηνοθέτης οφείλει να υπηρετεί τον ηθοποιό. Είναι μια ομαδική δουλειά – και γι’ αυτό θέλω να πιστεύω ότι φρόντισα να κερδίσω κάτι από τον κάθε συντελεστή της «Μαύρης Μαγείας». Με την απογοήτευση, τα νεύρα, το άγχος – όλα μέσα στο παιχνίδι είναι. Αλλά και με τις συγκινήσεις. Άλλωστε, όλοι μας εν τελεί το κάνουμε για λόγους «συναρπαστικούς»: για να συγκινηθούμε και εμείς από τις ιστορίες που λέμε.
Υπήρξε κάτι που ανακαλύψατε σε σχέση με τον εαυτό σας, ή ακόμη και για την εποχή μας, κατά τη διάρκεια προετοιμασίας και τριβής με το έργο από την συγγραφή του κιόλας μέχρι και το δεύτερο αυτό ανέβασμα στη σκηνή;Θεωρώ ότι κάθε συγγραφέας γράφει πάνω στον άνθρωπο και κάθε σκηνοθέτης οφείλει να υπηρετεί τον ηθοποιό.
Νομίζω ότι το βασικό είναι ότι ανακάλυψα ότι αυτό θέλω να κάνω για δουλειά. Να γράφω, να είμαι στην πρόβα, στο τρέξιμο, στο άγχος, στον φόβο και στην συγκίνηση που μου προκαλεί όλο αυτό. Μέχρι να ξεκινήσω αυτή τη δουλειά, δεν ένιωθα ότι μπορώ να κουβαλήσω το βάρος της καλλιτεχνικής ευθύνης μιας παράστασης, ότι «κρυβόμουν» πίσω από τις λέξεις. Τελικά όμως, ανακάλυψα ότι μπορώ να είμαι «δυνατός» με έναν δικό μου τρόπο, πολλές φορές πιο διαλλακτικό ή αβέβαιο, αλλά εν τελεί λειτουργικό. Αν κάτι άλλαξε σε σχέση με τον εαυτό μου λοιπόν, είναι ότι ανέπτυξα μια δική μου φωνή στην σκηνοθεσία, που δεν μου επιβλήθηκε ως «περσόνα», αλλά αντιθέτως βρέθηκε πολύ κοντά στην πραγματική μου φωνή, την φωνή που αμφιβάλλει συνεχώς, φοβάται, διασπάται, βαριέται ενίοτε, αλλά τελικά δοκιμάζει, προτείνει, αφουγκράζεται, συνδημιουργεί, και ακούγεται. Τελικά, αν κάτι άλλαξε, είναι ότι αυτή η διαδικασία ήταν πραγματικά μια διαδικασία ενηλικίωσης.
Για όποιον δεν την έχει δει, κεντρικός ήρωας της παράστασης είναι ένας ξεχασμένος τηλεοπτικός σταρ που όμως θέλει πολύ να ξανά βρεθεί στο προσκήνιο. Πώς επιχειρεί να σχολιάσει το κείμενό σας τον φαινομενικά φανταχτερό κόσμο της οθόνης και το αέναο κυνήγι της διασημότητας – συχνά με το όποιο κόστος – που φαντάζει μάλιστα και τρομερά επίκαιρο;Το κείμενο, πέρα από την προσωπική διάσταση που ανέφερα παραπάνω, σατιρίζει με αρκετά επιθετικό τρόπο τον σύγχρονο κόσμο, τον κόσμο της εικόνας, την κοινωνία – οθόνη, και την ματαιοδοξία του φαίνεσθαι. Πω πω, αισθάνομαι πως γράφω έκθεση ιδεών για τις πανελλήνιες. Η αλήθεια είναι πως δεν ξέρω πως να το απαντήσω αυτό. Νομίζω ότι αυτό πρέπει να το δείτε για να γίνει αντιληπτό. Μπορώ όμως σίγουρα να σας πω ότι ο σχολιασμός είναι πράγματι επίκαιρος, είναι σίγουρα επιθετικός, ειρωνικός και ακραίος. Θα αναφέρω μια αράδα από την παράσταση για να το εξηγήσω: «Είμαστε δημοσιογράφοι, δουλειά μας είναι να ξέρουμε τι θέλει ο κόσμος. Αλλά όχι τι λέει ότι θέλει, τι θέλει πραγματικά, μέσα στην ψυχή του. Ο κόσμος δεν ενδιαφέρεται να δει έναν καλό άνθρωπο που παρέμεινε καλός μέχρι το τέλος της ζωής του. Θέλει να τον δει να καταποντίζεται. Θέλει να δει τον *&@#! να πηγαίνει στο Ρουκ Ζουκ, η λέξη να είναι εύκολη, “μήλο”, ας πούμε, και αυτός να τραβλίζει και να χάνει. Θέλει να δει τον φτωχό στον τελευταίο γύρο στο Deal με τον Φερεντίνο να ανοίγει το κουτί και να έχει μέσα μια τυρόπιτα. Θέλει να δει τον Μathew Perry από αγαπημένο αστείο χαρακτήρα στα Φιλαράκια να επιπλέει νεκρός στην μπανιέρα του. Κατάλαβες; Θέλει να δει την άνοδο, αλλά θέλει να δει και την πτώση. Θέλει να δει την άνοδο, αλλά θέλει να δει και την πτώση!».
Ίσως παραείναι meta αυτή η σκέψη, αλλά έχω την αίσθηση πως αν κάτι θέλω να πω για τη γενιά μου μέσα από αυτό το έργο είναι πως μπορούμε να πούμε κάτι.
Η ιστορία και ο χρόνος φαίνεται να συνεχίζουν το τρεχαλητό τους και να προσπαθούν να μας προσπεράσουν, με τους μεγαλύτερους ακόμα να σχεδιάζουν για εμάς, τους μικρότερους να φαντάζουν πιο μηδενιστές από εμάς, όλοι σε αυτό τον κόσμο φαίνονται πιο σίγουροι από εμάς. Και εμείς μάλλον θα καταλήξουμε μια μικρή παράγραφος σε ένα μελλοντικό ιστορικό βιβλίο: «Στην αρχή του 21ου αιώνα, συναντάμε την χαμένη γενιά τον millenials. Μια γενιά που μετατράπηκε σε αυτή την υποσημείωση. Μεγάλωσε με μια εφήμερη ευμάρεια που μετατράπηκε σε κρίση, μια πλασματική ελπίδα που μετατράπηκε σε φόβο, μια άσβεστη οργή που μετατράπηκε σε απογοήτευση. Αυτά για τους millenials. Τώρα, ο τρίτος παγκόσμιος πόλεμος…». Αν κάτι θέλω να πω και να προτείνω στην γενιά μου, είναι να ότι δεν είμαστε χαμένοι επειδή δεν είμαστε σίγουροι. Θα χάσουμε μόνο άμα δεν αφηγηθούμε την ιστορία μας. Δανειζόμενος έναν στίχο του Αναγνωστάκη: «Μα ποιος με πόνο θα μιλήσει για όλα αυτά;».
Αλήθεια είναι πάρα πολλές. Και έχω αναγκαστεί και να εγκαταλείψω κάποιες που αγαπούσα στο πλαίσιο του «μοντάζ» της παράστασης. Ίσως ακουστεί χαζό, αλλά μου αρέσει πάρα πολύ μια φράση που λέει ένας φανταστικός παρουσιαστής Τalk Show στο έργο όταν υποδέχεται τον ξεχασμένο τηλεοπτικό σταρ. «Λοιπόν, Κωνσταντίνε, ας ξεκινήσουμε από τα βασικά. Βασικά – Διαφημίσεις!». Και πέφτουν διαφημίσεις. Νιώθω ότι αυτό το αστείο, άμα προσπεράσει κανείς την κωμικότητά του, είναι η πεμπτουσία του ύστερου καπιταλισμού. Και χαίρομαι ειλικρινά που δεν το σκέφτηκα εγώ, ήταν απλά ένα αστείο που κρατήθηκε από την πρόβα.
Ποιο είναι θα λέγατε το σπουδαιότερο πράγμα που σας έχει μάθει το θέατρο στην πορεία σας μέχρι αυτή τη στιγμή που μιλάμε;Πολύ δύσκολη ερώτηση. Δεν ξέρω, μάλλον να αντέχω. Μου έρχεται στο μυαλό η μεταμεσονύκτια γενική πρόβα που κάναμε, όπου κάποια στιγμή ένας από τους ηθοποιούς, μιλώντας για σατανιστικές πλεκτάνες και τις τρέλες που λέει στο έργο έσκασε στα γέλια και αναφώνησε: «Θεέ μου, τι κάνω εδώ Σάββατο βράδυ στη 1:30 με δύο παιδιά να κοιμούνται στο σπίτι;». Αυτός ο κλαυσίγελος. Αυτό είναι νομίζω το σπουδαιότερο πράγμα που έχω μάθει μέχρι στιγμής. Ότι ακόμα δεν μπορώ να απαντήσω τι με κάνει και αντέχω να το κάνω αυτό. Και μακάρι να μην βρω απάντηση κιόλας.
Εδώ θα είμαι συνοπτικός. Ένας νέος δημιουργός στον χώρο της τέχνης έχει μόνο ένα πράγμα να αντιμετωπίσει σήμερα: όλο τον υπόλοιπο κόσμο.
Ευτυχώς, υπάρχουν και συμπαραστάτες.
Το ζωντανό. Και τι εννοώ: όχι το θέατρο που θα πάει να παρηγορηθεί ο Έλληνας εργαζόμενος τηλεθεατής για να ξεχάσει τη ζωή του – έχουμε πλέον το Netflix και τις σειρές για αυτό. Όχι το θέατρο που θα πάει η μεσήλικη κυρία με την φιλενάδα της (ο άντρας της ήθελε να δει το ματς), για να πουν ότι πήγαν θέατρο στις άλλες φίλες τους. Δεν λέω ότι δεν πρέπει να υπάρχει αυτό το θέατρο, το «παρηγορητικό/κοινωνική υποχρέωση/ οικογενειακή εξόρμηση», λέω απλώς ότι δεν με αφορά. Υπάρχουν τόσα θέατρα εκεί έξω που παίζουν για 200ή φορά τον Θείο Βάνια ή τον Άμλετ με ψαγμένες σκηνοθετικές προσεγγίσεις. Αν τα χρήματα αυτών των παραγωγών στήριζαν πραγματικά τον πολιτισμό, θα φρόντιζαν να υπάρχουν και νέα έργα. Αλλά αυτά, δυστυχώς για εμάς, δεν είναι φτιαγμένα για να παρηγορούν – διότι γράφονται από απαρηγόρητους (ακόμα ζωντανούς) ανθρώπους.
Και από τι θα λέγατε πως πάσχει το σημερινό ελληνικό θέατρο;Πιστεύω ότι έχουμε ακόμα θέατρο που έχει κάτι να πει, έστω κι αν η πλειοψηφία της χώρας μας δεν το ακούει.
Για να πιάσω την σκέψη μου από την προηγούμενη ερώτηση, το θέατρο που με αφορά είναι το ζωντανό. Οπότε, σίγουρα στην Ελλάδα έχουμε αρκετό νεκρό θέατρο. Αλλά το νεκρό θέατρο δεν πάσχει, γιατί είναι νεκρό. Τώρα, σχετικά με το ζωντανό – δεν θα ήθελα να θεωρώ ότι πάσχει. Σίγουρα δεν είναι κατάλληλες οι συνθήκες για τον χώρο μας εκεί έξω, αλλά αυτό δίνει και μια απρόσμενη ελευθερία. Άμα εν τελεί αυτό που κάνεις το κάνεις για την ψυχή της μάνας σου (pun intended), κάπως αισθάνεσαι ότι φέρει και την προσωπική σου φωνή. Και φέρει και μια άλλη ευθύνη. Πιστεύω ότι έχουμε ακόμα θέατρο που έχει κάτι να πει, έστω κι αν η πλειοψηφία της χώρας μας δεν το ακούει. Σε άλλες χώρες δεν υπάρχει καν αυτό το προνόμιο.
Η «Μαύρη Μαγεία ή Άσε τους νεκρούς να πεθάνουν» είναι το δεύτερο θεατρικό σας έργο. Τι είναι αυτό που κινητοποιεί μια δημιουργική σας φάση; Είχατε/έχετε κάποιου είδους επιρροή;Νομίζω ότι όσο κι αν αγαπώ την εξωφρενική μυθοπλασία, πάντοτε η δημιουργική μου φάση κινητοποιείται από το προσωπικό βίωμα και την επικαιρότητα. Άμα τα έργα που φτιάχνουμε δεν «σηκώνουν έναν καθρέφτη για να κοιταχτεί μέσα τους η ζωή», τότε δεν ξέρω γιατί λέμε ιστορίες. Και σίγουρα ξέρω ότι εγώ ψοφάω να πω εντυπώσεις και ιστορίες από αυτό που ζω. Όσο μεγαλώνω έχω όλο και περισσότερες απορίες για το τι συμβαίνει γύρω μου. Στην Μαύρη Μαγεία, παραδείγματος χάριν, η απορία είναι σαφής: η κότα έκανε το αυγό, ή το αυγό την κότα;
Τι άλλο να περιμένουμε στη συνέχεια από εσάς; Υπάρχει κάτι που μπορείτε να μοιραστείτε σε αυτή τη φάση;Είμαι πολύ ενθουσιασμένος για αυτά που έρχονται. Σίγουρα μπορώ να πω ότι θα συνεργαστώ με πολλούς ανθρώπους που εκτιμώ, πάνω σε θεματικές που με αφορούν και αυτό με κάνει να ανυπομονώ ήδη. Αυτό που έχει ανακοινωθεί προς το παρόν είναι η συνεργασία μου με τον Σωτήρη Ρουμελιώτη σε μια διασκευή ενός διηγήματος του Γκόγκολ με τίτλο «Ιβάν εναντίον Ιβάν». Μπορώ να πω επίσης ότι ετοιμάζεται κάτι με ανθρώπους που δουλεύουμε ήδη μαζί στην «Μαύρη Μαγεία», το οποίο το περιμένω πως και πως. Και έπειτα, έρχεται και ένα τρίτο θεατρικό έργο, ένα «φαρσικό γουέστερν δωματίου» με τίτλο «ΝΟΧΑΒΕΛΑΝΔΗ», σε σκηνοθεσία Γιώργου Βουρδαμή.
Η παράσταση «Μαύρη Μαγεία ή Άσε τους νεκρούς να πεθάνουν», του Γιάννη Αποσκίτη ανεβαίνει στο Θέατρο Μπέλλος, κάθε Δευτέρα και Τρίτη στις 21:00.
Προπώληση εισιτηρίων στο https://www.more.com/theater/mauri-mageia-i-ase-tous-nekrous-na-pethanoun/.