Φτάνοντας στα Χανιά για το 12ο Κινηματογραφικό Φεστιβάλ Χανίων, το πρώτο πράγμα που έκανε ήταν ένα «προσκύνημα»: Επισκέφθηκε το Φρούριο Ιτζεδίν στη Σούδα, εκεί που ο Θόδωρος Αγγελόπουλος γύρισε τις «Μέρες του ‘36», το 1972. Και φυσικά, ο ίδιος, ο Γιώργος Αρβανίτης ήταν διευθυντής φωτογραφίας. Είχε προηγηθεί η «Αναπαράσταση» το 1970 και ήδη ο Αγγελόπουλος τον είχε φέρει «σε έναν άλλο κόσμο». Στο μικρό tablet που κρατάει δείχνει σε μια ομάδα παιδιών του 5ου Γυμνασίου Χανίων μια από τις δεκάλεπτες σκηνές του «Θιάσου» κι εκείνα σκύβουν κοντά του, παρατηρώντας προσεκτικά τα μακρόσυρτα πλάνα. Γιατί το δεύτερο πράγμα που έκανε ο Γιώργος Αρβανίτης στο πλαίσιο του 12oυ Chania Film Festival ήταν να βρεθεί κοντά σε μαθητικές κοινότητες της πόλης που έχουν εκδηλώσει ενδιαφέρον για το σινεμά. Και οι μαθητές του 5ου Γυμνασίου, μέλη της διαδικτυακής εφημερίδας «Τα λόγια του θρανίου», έκαναν μια κανονική συνέντευξη στον διεθνή Αρβανίτη.
Ο 83χρονος διευθυντής φωτογραφίας, βραβευμένος στο Φεστιβάλ Βενετίας για το «Australia», εκ φύσεως σεμνός, βαθιά ευγενής και μετρημένος, γίνεται ανάμεσα στα παιδιά μια φιγούρα που απεκδύεται καθετί που τον κατατάσσει στους σπουδαίους διεθνείς Έλληνες του σινεμά και η συζήτηση κυλά με μια απρόσμενη συγκίνηση.
Σώπα καλέ, μεγάλο όνομα δεν είμαι. Η δουλειά μου εκτιμήθηκε κι αυτό με χαροποιεί
Παρότι, αραδιάζει τα ονόματα των Μαρτσέλο Μαστρογιάννι, Ίαν ΜακΚέλεν, Χάρβεϊ Καϊτέλ, Λεονάρντο Ντι Κάπριο, Τζέρεμι Άϊρονς, Φανί Αρντάν, Κλάιβ Όουεν, Εμανουέλ Μπεάρ ως μερικούς από τους αγαπημένους του συνεργάτες – εξασφαλίζοντας επιφωνήματα θαυμασμού από τους μικρούς… δημοσιογράφους – παρότι εξηγεί πως «δεν πειράζει που έχασα το Όσκαρ, η καλή δουλειά μετράει, άσε που βραβεύτηκα στο Φεστιβάλ Βενετίας!», ο Γιώργος Αρβανίτης απαντά στην ερώτηση μιας 16χρονης μαθήτριας για τα περί σημαντικότητας με χαριτωμένη διάθεση: «Σώπα καλέ, μεγάλο όνομα δεν είμαι. Η δουλειά μου εκτιμήθηκε κι αυτό με χαροποιεί. Από εκεί και πέρα, ακόμα και οι κορυφαίοι ζωγράφοι, δημιούργησαν με τα ίδια υλικά. Κι εμείς οι διευθυντές φωτογραφίας με τα ίδια εργαλεία δουλεύουμε. Κάποιοι θα κάνουν τη διαφορά. Αλλά οφείλω να σας πω, ότι κατά την πρόσφατη συμμετοχή μου σε μια επιτροπή κινηματογραφικού φεστιβάλ στην Πολωνία, ήρθα σε επαφή με νέους συναδέλφους και είδα τόσο ταλέντο ώστε αισθάνθηκα ένα τίποτα μπροστά τους».
Τα πρόσωπα που φώτισε, οι χαρακτήρεςΣτα 62 χρόνια δουλειάς του, ο Γιώργος Αρβανίτης εστίασε πολύ στα πρόσωπα, στους χαρακτήρες. «Με ενδιέφερε μια σιλουέτα να παράγει ατμόσφαιρα», όπως λέει. «Το φως δεν το χειρίζεσαι σαν μέσο τεχνικό, αλλά σαν μέσο έκφρασης». Αυτό έχει κάνει τουλάχιστον στις 80 από τις 112 ταινίες τις οποίες έχει φωτίσει, αφού η διαδρομή του έχει τεράστιο ενδιαφέρον και μεγάλες αποκλίσεις.
Γιος κομμουνιστώνΓεννημένος στην Κατοχή, παιδί Αριστερών γονιών έζησε σκληρά χρόνια για να ορθοποδήσει. Στο ερώτημα αν ονειρευόταν να κάνει σινεμά απαντά: «Ονειρευόμουν να ζήσω. Έπρεπε να επιζήσω· τι άλλα όνειρα να έχω;». Θυμάται πως η πρώτη του δουλειά ήταν παιδί ακόμα στο γαλακτοπωλείο του θείου του. Ξυπόλητος. Η μητέρα του πολιτική κρατούμενη για την δράση της στον Εμφύλιο. Θα την γνώριζε, σχεδόν, έφηβος. Είχε, όμως, αποφασίσει να ξεχωρίσει, να γίνει καλός στο σχολείο. Οι επιδόσεις του πράγματι άριστες – φοιτούσε στη Διπλάρειο Σχολή – αλλά η υποτροφία δεν ήρθε ποτέ. Γιος κομμουνιστή βλέπεις.
Η εποχή της Βουγιουκλάκη και του ΦίνουΣτις δεκάδες δουλειές που άλλαξε για να επιβιώσει (σιδεράς, οδηγός, οικοδόμος) έφτασε να δουλεύει ως βοηθός ηλεκτρολόγου σε κινηματογραφικό στούντιο. Φωτογραφίζοντας τυχαία με μια μηχανή από τα γυρίσματα, ο τότε οπερατέρ Γιώργος Καβάγιας, τον προσέλαβε για βοηθό του. Έξι χρόνια μετά θα δεχόταν πρόταση από τον Φίνο. Πρώτη του ταινία, «Ο ξυπόλητος πρίγκιψ» με τον Κώστα Βουτσά. «Έκανα πολλές δουλειές που δεν με ικανοποιούσαν. Έφαγα τη Βουγιουκλάκη με το κουτάλι, δούλεψα σε ταινίες με φτερά και πούπουλα» λέει σχολιάζοντας τα φιλμ της «χρυσής» εποχής του ελληνικού σινεμά, «αλλά έπρεπε να ζήσω», παραδέχεται στα παιδιά που αναγνωρίζουν στο όνομα της Αλίκης μια γνώριμη τους φιγούρα.
Έκανα πολλές δουλειές που δεν με ικανοποιούσαν. Έφαγα τη Βουγιουκλάκη με το κουτάλι
Όλα αυτά μέχρι τη στιγμή που θα γνώριζε το Θόδωρο Αγγελόπουλο. Η πορεία του στην τέχνη θα έκανε στροφή. «Εκεί έγραψα για πρώτη φορά με το φως, αυτά τα γκρίζα σκληρά πλάνα. Ήταν σαν να είχα βρει την παιδική μου ηλικία, γιατί ξέρετε, δεν μπορώ να ανακαλέσω ηλιούλουστες ημέρες από όταν ήμουν παιδί». Τελευταία κοινή δουλειά με το Θόδωρο Αγγελόπουλο το «Μια αιωνιότητα και μια μέρα» του 1998 – κοντά 30 χρόνια συνεργασίας, δηλαδή. Αν και παράλληλα δούλευε με τον Παντελή Βούλγαρη («Τα πέτρινα χρόνια», «Νύφες»).
Εγκαταλείποντας την ΕλλάδαΣτη Γαλλία βρήκε καταφύγιο όταν το ελληνικό σινεμά άρχισε να ‘πέφτει’ και ο ίδιος δεν ήθελε να ενδώσει στη λύση της διαφήμισης ή της τηλεόρασης. Εξηγεί όμως, πως ένας από τους σημαντικότερους λόγους που μετανάστευσε ήταν τα παιδιά του. «Ήθελα να σπουδάσουν καλά, να πάρουν μια σωστή μόρφωση», λέει με τους δυο γιους του να δουλεύουν σήμερα στο χώρο του κινηματογράφου.
Εξακολουθεί και δουλεύει απνευστί, μέχρι σήμερα, στα 83 του χρόνια «όσο τα πόδια μου με κρατάνε κι όσο τα μάτια μου δουλεύουν» παραδέχεται. Στην τρέχουσα κατάσταση στον χώρο του κινηματογράφου αναγνωρίζει ένα κομφούζιο. «Οι σκηνοθέτες έχουν πέσει στην παγίδα των ευκολιών και των πολλών μέσων, δουλεύουν λιγότερο με τους ηθοποιούς, τους αφορά περισσότερο ο εμπορικός και λιγότερο ο καλλιτεχνικός κινηματογράφος. Για μένα πάντως, το αίτημα του κινηματογράφου παραμένει το ίδιο: Ούτε το φως έχει αλλάξει, ούτε η ανάγκη να διδάξεις τους ηθοποιούς σου».
Δεν θέλω να είμαι ο ίδιος κι αυτό είναι βάσανο. Ακόμα και στις ταινίες του Αγγελόπουλου προσπάθησα να μην κάνω μανιέρα
Παρά τις 112 ταινίες που «έχει στην πλάτη του» κάθε φορά έχει την ίδια αγωνία. Την παρομοιάζει με την «Αγωνία του τερματοφύλακα πριν από το πέναλτι» – παραπέμποντας στην ομώνυμη ταινία του Βιμ Βέντερς. «Πάντα έχω αγωνία, γιατί κάθε φορά είναι μια άλλη ταινία. Δεν θέλω να είμαι ο ίδιος κι αυτό είναι βάσανο. Ακόμα και στις ταινίες του Αγγελόπουλου προσπάθησα να μην κάνω μανιέρα. Στο σπίτι μου, έχω φτιάξει μια μικρή αίθουσα προβολής και βλέπω ταινίες του Χίτσκοκ, του Μπέργκμαν γιατί ακόμα μαθαίνω».
Η μοίρα του κινηματογράφουΣτην τρυφερή ερώτηση της μαθήτριας «αν ξεκινούσατε από την αρχή θα κάνατε πάλι σινεμά;», ο Γιώργος Αρβανίτης, κομπιάζει. «Δεν ξέρω, μάλλον ναι. Βρέθηκα στα στούντιο λόγω συγκυριών. Ο κινηματογράφος ήρθε στο δρόμο μου, τον αγάπησα κι έμεινα σ’ αυτόν. Δυο φορές ερωτεύτηκα: Την κάμερα και τη γυναίκα μου. Ακόμα κι όταν έφυγα από το Φίνο και βρισκόμουν σε μεγάλη ανάγκη, μου έλειπε, είχα ανάγκη να επιστρέψω».
Κι όταν τα ίδια παιδιά του ζητούν να συμβουλέψει τους νέους που θέλουν να κάνουν τέχνη σχολιάζει με απόλυτη φυσικότητα: «Να κάνετε αυτό που σας αρέσει, ακόμα κι αν θέλετε να γίνετε υδραυλικοί. Αν βάλεις έναν στόχο, μπορείς να καταφέρεις. Αλλά χρειάζεται να δώσεις τον εαυτό σου. Και ειδικά στην τέχνη χρειάζεται πολλή εσωτερική δουλειά».
Δυο φορές ερωτεύτηκα: Την κάμερα και τη γυναίκα μου
Το ίδιο πρωϊνό που ο Γιώργος Αρβανίτης έδινε συνέντευξη στους εκκολαπτόμενους δημοσιογράφους του 5ου Γυμνασίου Χανίων, είχε ήδη επισκεφθεί και το 4o ΓΕΛ Χανίων. Το ίδιο δε βράδυ, μετά την προβολή της ταινίας του Ντίνου Κατσουρίδη «Τι έκανες στον πόλεμο Θανάση;» – όπου είχε υπογράψει τη φωτογραφία – δεν παρέλειψε να σχολιάσει την «συγκλονιστική επικοινωνία» που ανέπτυξε με τους μαθητές. «Θα φύγω πολύ γεμάτος από τα Χανιά. Μου δώσατε μεγάλη χαρά».