Η πρώτη και τελευταία παράσταση της Κεντρικής Σκηνής του Rex για φέτος (και όσο διαρκέσουν οι εργασίες αποκατάστασης του κτιρίου του Εθνικού) αναμένεται να είναι πανηγυρική. Μουσική, γέλια, τραγούδια, παρεξηγήσεις, γκάφες, έρωτες κι όλα αυτά ως μια γιορτή εξέγερσης της γυναικείας βούλησης και χειραφέτησης που, οποία έκπληξη, μας έρχεται από πολύ παλιά με την υπογραφή του Μολιέρου.
«Το σχολείο των γυναικών» του καυστικού δραματουργού «υψηλής κωμωδίας» ανεβαίνει στο Εθνικό Θέατρο σε σκηνοθεσία του Αλέξανδρου Μυλωνά με πρωταγωνιστή τον Γιάννη Μπέζο. Και μας βρίσκει στις πρώτες θέσεις της πρόβας.
Γεύση από πρόβαΜε φόντο το εντυπωσιακό ξύλινο οικοδόμημα που θυμίζει κατασκευές γαμήλιων δεξιώσεων, οι ηθοποιοί κάνουν το ζέσταμα πριν την πρόβα. Ο Γιάννης Μπέζος γρατζουνάει παιχνιδιάρικα το πιάνο, ο Αινείας Τσαμάτης κλέβει λίγο χρόνο πάνω στα ντραμς, ο Στέλιος Ιακωβίδης και η Κατερίνα Πατσιάνη επιδίδονται σε ένα οργανωμένο κυνηγητό στη φαρδιά σκάλα που οδηγεί στη σκηνή και ο σκηνοθέτης της παράστασης Αλέξανδρος Μυλωνάς τσεκάρει μερικές λεπτομέρειες σκηνών με τον Λαέρτη Μαλκότση, τον Δρόσο Σκότη και τον Γιώργο Τζαβάρα.
Η χαρωπή τζαζ της έναρξης – το πρώτο σήμα της σύνθεσης του Θοδωρή Οικονόμου – δίνει το επίσημο σύνθημα για την έναρξη της πρόβας. Ο υπεροπτικός Αρνόλφος του Γιάννη Μπέζου, από καιρό εργένης, καθότι φοβικός να μην καταλήξει απατημένος, ετοιμάζεται να ντυθεί γαμπρός. Όπως του λέει και ο φίλος του Κρυζάλντ, με τον Λαέρτη Μαλκότση στην ερμηνεία του: «Για σένα ο γάμος είναι το πιο παράτολμο άλμα».
Ωστόσο, ο Αρνόλφος έχει την ψευδαίσθηση πως τα έχει ‘κανονίσει’ όλα: Έχει αναθρέψει τη μέλλουσα νύφη του, Αγνή από νήπιο «απαίδευτη σχεδόν» αφού «το ξύπνιο θηλυκό κακό εργένη ταίρι». Τι να κάνουμε όμως, που στον κόσμο – ευτυχώς και στον κόσμο του Μολιέρου – «δάσκαλος είναι ο έρωτας, μέγας στην οικουμένη». Τάδε έφη, ο Αινείας Τσαμάτης που ερωτοχτυπημένος ως Οράτιος εισβάλλει στη σκηνή, καβάλα σε ένα (ηλεκτροκίνητο, ναι) πατίνι. Καλά καταλάβατε. Η Αγνή της Ελίνας Ρίζου, στο χρυσό της το κλουβί, είναι ο έρωτας του. «Είμαι μαζί σου, είμαι δική σου» του ανταποδίδει και η πενταμελής ορχήστρα των Γιάννη Αγγελόπουλου, Μένιου Γούναρη, Παρασκευά Κίτσου, Βαγγέλη Παρασκευϊδη και Δημήτρη Χουντή αβαντάρει μουσικά το ρομάντζο που έχει γεννηθεί επί σκηνής του Rex.
«Θα φτιάξω τη γυναίκα μου όπως ποθεί η ψυχή μου. Υποταγμένη, υπάκουη, φτωχούλα όπως τη βρήκα». Ο Αρνόλφος, με τη φωνή του Γιάννη Μπέζου, δίνει ακαριαία το σήμα του Μολιέρου: Η φιγούρα του αρσενικού δυνάστη να οργανώνει το πλαίσιο της γυναικείας καταπίεσης (που δεν θ’ αργήσει να γίνει εξέγερση) είναι μια από τις πρώτες – άκρως τολμηρές για την εποχή τους – κωμικές καταγραφές της έννοιας της πατριαρχίας. Μην ξεχνάμε πως το έργο παρουσιάζεται το Δεκέμβριο του 1662 στο Παρίσι. «Νομίζω ότι ο Μολιέρος εδώ αποδεικνύει πόσο μοντέρνος είναι. Διατυπώνει απόψεις εξαιρετικά προχωρημένες για την εποχή του γιατί φέρει στο προσκήνιο έναν ήρωα, ο οποίος είναι εξωφρενικά χειριστικός και κυριαρχικός, ακόμα και για την εποχή του», σχολιάζει ο ερμηνευτής του Γιάννης Μπέζος, με μακρά εμπειρία στην εργογραφία του Μολιέρου. Ο Αλέξανδρος Μυλωνάς, εδώ από τη θέση του σκηνοθέτη, θεωρεί πως η δυναμική του κειμένου ήταν πάντα η ίδια. «Δεν χρειαζόταν να την κατανοήσουμε τώρα που διανύουμε την εποχή του #metoo, ήταν πάντα εκεί. Απλώς, τώρα, ίσως είναι το κοινό πιο υποψιασμένο για να αντιληφθεί καλύτερα να μηνύματα του σχετικά με την χειραγώγηση και την εξουσία που ασκεί ο άνθρωπος σε έναν άλλο άνθρωπο. Δηλαδή, διερωτώμαι αν οι ατάκες σοβινιστικού τύπου που ακούγονται στο έργο θα προκαλέσουν το γέλιο ή την ενόχληση. Για να είμαι ειλικρινής, ελπίζω το δεύτερο».
Αλέξανδρος Μυλωνάς, σκηνοθέτης: Διερωτώμαι αν οι ατάκες σοβινιστικού τύπου που ακούγονται στο έργο θα προκαλέσουν το γέλιο ή την ενόχληση. Για να είμαι ειλικρινής, ελπίζω το δεύτερο
Η κοινωνική κριτική του Μολιέρου είναι πολύπλευρη: Δεν εκθέτει σατιρικά μόνο τα όρια της πνευματικής ελευθερίας μιας γυναίκας, αλλά και τα ταξικά χαρακτηριστικά που φέρει ο εξουσιαστής της. «Η διάθεση για έλεγχο του Αρνόλφου και το ζήτημα της ιδιοκτησίας είναι μια κατάσταση που σχετίζεται απόλυτα με τον πλούτο», παρατηρεί η συνεργάτιδα του Αλέξανδρου Μυλωνά στη σκηνοθεσία, Κατερίνα Φωτιάδη. Υποδυόμενη ένα ακόμα ‘θύμα’ της εξουσίας του, την υπηρέτρια Ζωρζέτ η Κατερίνα Πατσιάνη εντοπίζει το γενικότερο αίσθημα δικαιοσύνης που διέπει τη γραφή του Μολιέρου. «Μας δείχνει πως ακόμα και οι ήρωες των χαμηλών κοινωνικών στρωμάτων έχουν δικαίωμα να υπάρχουν. Και παρότι δίνουν πάσα στα μεγαλύτερα δράματα, τελικά ο καθένας, από τον πιο πλούσιο μέχρι τον πιο φτωχό ζει το δικό του δράμα. Κι αυτό με ανακουφίζει για τη θέση του καθενός μας στην κοινωνία».
Η σοφία του κειμένου φωλιάζει στην ανάδειξη αυτών των θεμάτων μέσα από τη συνθήκη της κωμωδίας, της φάρσας. Ο Αρνόλφος έχει αναθρέψει από τα τέσσερα της χρόνια μια φτωχή παιδούλα, κλεισμένη σε μοναστήρι, με στόχο να παραμείνει αφελής και αμόρφωτη και κατά την ενηλικίωση της να την παραλάβει πειθήνια για γυναίκα του. Όμως, εκείνη παρά τα ακραία μέτρα ελέγχου, ερωτεύεται ένα νέο. «Το γέλιο είναι το ένα από τα οφέλη της κωμωδίας. Εμείς, ωστόσο, εδώ, την ξεσκονίζουμε για να μην χάσουμε την ουσία. Υπάρχουν πολλοί τρόποι για να φανερωθεί η βία και η σάτιρα είναι ένας από αυτούς. Ο ήρωας του Μολιέρου τελικώς γίνεται περίγελος, προσπαθώντας να πάρει στην ιδιοκτησία του μια γυναίκα. Γιατί, πάντα, τα αντανακλαστικά της κοινωνίας είναι πιο μπροστά», σχολιάζει ο Αινείας Τσαμάτης, από τη θέση του Οράτιου, του υγειούς ανταγωνιστή του Αρνόλφου στο «Σχολείο Γυναικών». Μαζί του συμφωνεί και η Ελίνα Ρίζου στο ρόλο της Αγνής, του αθώου θύματος του δυνάστη, αναδεικνύοντας και την οντολογική βαρύτητα του έργου. «Ο Μολιέρος μας παρουσιάζει ένα κορίτσι αθώο, που πάρα τον έλεγχο ο οποίος της ασκείται και με τη συνδρομή της φύσης, ανακτά την επίγνωση της και την προσωπική της δύναμη».
Οι ήρωες – Οι ηθοποιοίΧωρίς περιστροφές ο Αλέξανδρος Μυλωνάς εξηγεί πως συνέθεσε το θίασο του «Σχολείου» «με ηθοποιούς που εκτιμώ και θεώρησα πως θα δημιουργήσουν ένα καλό κλίμα». Φυσικά, η εννεαμελής πρωταγωνιστική ομάδα (Γιάννης Μπέζος, Λαέρτης Μαλκότσης, Ελίνα Ρίζου, Αινείας Τσαμάτης, Δρόσος Σκότης, Στέλιος Ιακωβίδης, Κατερίνα Πατσιάνη, Γιώργος Τζαβάρας, Μάγδα Καυκούλα) συναντώνται και σε άλλες περιοχές: Έχουν έχουν μεγαλύτερη ή μικρότερη εμπειρία στην κωμωδία όπως και μεγαλύτερη ή μικρότερη μουσική παιδεία. Κι εδώ εκτός από την κωμικοτραγική φύση του έργου, έχουν την πρόκληση να ανταποκριθούν σε ένα έργο δαιμονικής μουσικότητας, όπως την επιβάλλει ο έμμετρος λόγος (στην αξεπέραστη μετάφραση της Χρύσας Προκοπάκη).
Ο Γιάννης Μπέζος με το αδιαμφισβήτητο βιογραφικό σε όλες αυτές τις περιοχές – και παράλληλα στον κόσμο του Μολιέρου – υποδύεται τον εμβληματικό ρόλο του Αρνόλφου συναντώντας στο πρόσωπο του «το ανθρώπινο φαινόμενο του ατόμου που θέλει να αλλάξει τους άλλους μέσω της εξουσίας. Είναι ένας άνδρας χειριστικός, επιθυμεί να πλάσει τη γυναίκα του κατ’ εικόνα, νομίζοντας ότι έχει θεϊκές διαστάσεις κι αυτό τον κάνει τραγικό πρόσωπο. Από την άλλη, ο Μολιέρος επιθυμεί την γελοιοποίηση του για να μας δείξει ότι τέτοιες συμπεριφορές είναι απορριπτέες από τη φύση. Και να το δείξει στους θεατές γιατί κι αυτοί δεν είναι καλύτεροι του. Το πρόσωπο αυτό έχει ένα συμβολισμό: Είναι ένας ισχυρός άνδρας που δεν έχει τίποτα», λέει με γλαφυρότητα. Φορείς της φύσης, δηλαδή της δύναμης του έρωτα είναι εδώ η Αγνή της Ελίνας Ρίζου και ο Οράτιος του Αινεία Τσαμάτη που ερωτεύονται, παρά τα εμπόδια που έχει στήσει η εξουσία του Αρνόλφου.
Στον αντίποδα στέκεται και το υπηρετικό προσωπικό – τους υποδύονται ο Στέλιος Ιωακειμίδης και η Κατερίνα Πατσιάνη που, όπως εξηγεί η δεύτερη, «είναι πρόσωπα τελικά δυνατά, γιατί πιο εύκολα κλονίζουν την εξουσία. Να εδώ, γίνονται μοχλός αποκάλυψης της αλήθειας».
Γιάννης Μπέζος: Ο Μολιέρος επιθυμεί την γελοιοποίηση του για να μας δείξει ότι τέτοιες συμπεριφορές είναι απορριπτέες από τη φύση. Το πρόσωπο αυτό έχει ένα συμβολισμό: Είναι ένας ισχυρός άνδρας που δεν έχει τίποτα
Παίζοντας σε ένα έργο του Μολιέρου εκτός από τους πολυεπίπεδους ρόλους είναι κανείς επιφορτισμένος με την αναμέτρηση με τον δεκαπεντασύλλαβο στίχο και τη μουσικότητα του. Ο Γιάννης Μπέζος σχολιάζει τη δυσκολία «ώστε αυτό το μέτρο να φανεί φυσικό κι όχι επιτηδευμένο, να επιτευχθεί μια κοινή θερμοκρασία στο θίασο» αλλά και το δώρο που κάνει στο θεατή «να δημιουργεί ένα κλίμα, να έχει την ίδια μουσική διάθεση». Η Ελίνα Ρίζου επισημαίνει πως το σύστημα πύκνωσης λόγου και μουσικής «λειτουργεί αφυπνιστικά, επιβάλλει μια αισιθητική για το πώς θα έπρεπε να είμαστε και στην κανονική ζωή. Γιατί τουλάχιστον, εδώ αφηγούμαστε τη σκηνή καλύτερα». Ο Γιώργος Τζαβάρας και ο Δρόσος Σκότης μιλούν για την «ευπρόσδεκτη αξία της ακρίβειας και της λεπτομέρειας κάτω από την οποία οφείλει να λειτουργήσει ο ηθοποιός, χωρίς ωστόσο αυτό το συμπαγές πλαίσιο να του στερεί τη χαρά της ελευθερίας».
Στην επιφάνεια όλων αυτών, ασφαλώς, πλέει η κωμωδία – και δη με την υπογραφή του Μολιέρου. «Δεν ξέρω ποιο είναι κάθε φορά το στοίχημα της κωμωδίας, πάντως είναι ένα είδος που μέχρι σήμερα δεν είχα κατανοήσει απόλυτα τους μηχανισμούς του. Εδώ βιώνω την ελευθερία να φέρνεις στη σκηνή το κωμικό στοιχείο χωρίς να το κλειδώνεις. Την ελευθερία να μπορείς να άγεσαι περήφανος και συνάμα να είσαι γελοίος», παρατηρεί, με κάποιον ενθουσιασμό, ο Αινείας Τσαμάτης. Ο κατ’ εξοχήν κωμικός ερμηνευτής Γιάννης Μπέζος λέει πως «η κωμωδία είναι μια υπόμνηση της παιδικής χαράς μας που χάθηκε με τα χρόνια. Κι ένας λόγος για να μην παίρνουμε την τέχνη στα σοβαρά, ούτε καν την ίδια τη ζωή».
Παρότι έχει σκηνοθετήσει ξανά στο παρελθόν, ο Αλέξανδρος Μυλωνάς αναλαμβάνει εδώ την πρώτη του μεγάλης κλίμακας σκηνοθεσία – και μάλιστα σε ένα έργο απαιτητικό από κάθε άποψη: Αρχετυπικό, κωμικό, καυστικό, με έντονο ρυθμό, και έμμετρο, δεκαπεντασύλλαβο στίχο. Ο Αλέξανδρος Μυλωνάς ομολογεί πως σκηνοθετεί με τα πλούσια εφόδια του ως ηθοποιού «γιατί αυτό ξέρω να κάνω», όπως λέει με αθωότητα. «Καταρχήν, έχω δώσει μεγάλη έμφαση στο είδος που διαχειριζόμαστε, στην κωμωδία. Και η κωμωδία αποτελείται από στιγμούλες, από λεπτομέρειες στις οποίες έχουμε δώσει μεγάλη προσοχή και μαζί με τους ηθοποιούς έχουμε δουλέψει και εντατικά στη ρήμα του κειμένου. Με ενδιαφέρει να μην ‘ακούγεται’ η ρήμα, να μην υπερβαίνει τους διαλόγους, να είναι σχεδόν υπόγεια η δύναμη της», εξηγεί. Για τον σκηνοθέτη του «Σχολείου των Γυναικών» το έργο προσφέρεται στην δημιουργία της αίσθησης μιας σκηνικής χαλαρότητας «όπου τα λόγια δεν θα πρέπει να ακούγονται βαρυσήμαντα».
Σε αυτήν την στόχευση εμπλέκει και την ζωντανή πενταμελή ορχήστρα η οποία θα αλληλεπιδρά με τους ηθοποιούς. Επισημαίνει ο Αλέξανδρος Μυλωνάς: «Δεν θα παριστάνουμε πως είναι ένα ανεξάρτητο σώμα. Την ίδια ώρα, οι ηθοποιοί θα αλληλεπιδρούν με το κοινό, ακόμα και με το εργαλείο της απεύθυνσης. Δεν θα ήθελα οι θεατές να σκεφτούν ότι παρακολουθούν μια παράσταση κλασικού θεάτρου, όχι».
Μετά το θρίαμβο που είχαν τα «Φώτα της πόλης», ο Θοδωρής Οικονόμου επιστρέφει σε μια ακόμα «κωμωδία – μη κωμωδία», όπως την ονομάζει, συνθέτοντας ένα μουσικό έργο πάνω στο, έτσι κι αλλιώς, μουσικό κείμενο του Μολιέρου. Διευκρινίζει πως «κάνοντας κωμωδία δεν σημαίνει πως γράφεις κωμική μουσική. Ακόμα κι αν δώσεις ένα τέμπο σκοτεινό, το κωμικό στοιχείο θα φωτιστεί». Έτσι και εδώ, πειραματίζεται με πολλές τζαζ αποχρώσεις για να αποδώσει το «άσπρο – μαύρο» του έργου, «από τα ρομαντικά του θέματα, την τραγική φιγούρα του Αρνόλφου, τις κωμικές φάσεις και το κοινωνικό του σχόλιο».
Υπογραμμίζει πως για όλα αυτά κρίσιμο ρόλο παίζει ο χαρακτήρας, της «δημιουργικής μουσικής» που μεταφράζεται στην αυτοσχεδιαστική διάθεση των πέντε, επί σκηνής μουσικών (Γιάννη Αγγελόπουλου, Μένιου Γούναρη, Παρασκευά Κίτσου, Βαγγέλη Παρασκευϊδη και Δημήτρη Χουντή) να ‘παίξουν’ μεταξύ τους αλλά και να συνομιλήσουν με τους ηθοποιούς και τη σκηνική δράση.
Επηρεασμένος από το φαινόμενο Τσάρλι Τσάπλιν που έλεγε «πως ένα πράγμα σε κάνει μεγάλο κι αυτό είναι το timing», o Θοδωρής Οικονόμου επενδύει πολύ στον τέλειο συντονισμό «αφού παίζουμε και το δευτερόλεπτο· τόσο καθοριστικό είναι και το δευτερόλεπτο. Η μουσική, λοιπόν, τονώνει το γενικότερο παιχνίδι του χρόνου και του ρυθμού αφού στο θέατρο είμαστε καταδικασμένοι να ζούμε με τους όρους τους».
Η όψη της παράστασηςΣτην σκηνή Κοτοπούλη, δεσπόζει μια μεγάλη και άκρως εντυπωσιακή κατασκευή: Ενας ξύλινος σκελετός που θυμίζει διάκοσμο γαμήλιας δεξίωσης, κέλυφος εκκλησίας μα κι ένα κλουβί για ωδικά πτηνά. Με έναν τρόπο, το σκηνικό που υπογράφουν η Φιλάνθη Μπουγάτσου και ο Λουκάς Μπάκας εξυπηρετούν όλες αυτές τις σκέψεις. Όπως εξηγούν «παραπέμπει σε μια κατασκευή, ένα αρχιτεκτόνημα του μυαλού του Αρνολφου, έναν κόσμο φτιαγμένο σύμφωνα με τα πλάνα του, μεγαλεπήβολο και γαμήλιο, που εμφανίζεται στιβαρός αλλά αποδεικνύεται εύθραυστος. Πρόκειται για έναν καλοκουρδισμενο μηχανισμό, ένα φυσικού μεγέθους παιχνίδι που ενώ προσφέρει πολλαπλές δυνατότητες κίνησης ταυτόχρονα εγκλωβίζει την Αγνή μέχρι την στιγμή που θα υποδεχτεί τον γάμο της». Τα κοστούμια της παράστασης με άρωμα εποχής υπογράφει ο Άγγελος Μέντης και τους φωτισμούς η Βαλεντίνα Ταμιωλάκη.
“Το σχολείο των γυναικών” του Μολιέρου κάνει πρεμιέρα στο Rex του Εθνικού Θεάτρου στις 30 Οκτωβρίου.
Μετάφραση: Χρύσα Προκοπάκη. Σκηνοθεσία: Αλέξανδρος Μυλωνάς. Συνεργάτις σκηνοθέτρια-Κίνηση: Κατερίνα Φωτιάδη. Σκηνικά: Λουκάς Μπάκας, Φιλάνθη Μπουγάτσου. Κοστούμια: Άγγελος Μέντης. Μουσική: Θοδωρής Οικονόμου. Φωτισμοί: Βαλεντίνα Ταμιωλάκη. Στίχοι τραγουδιού: Φωτεινή Λαμπρίδη. Δραματολόγος παράστασης: Εύα Σαραγά. Βοηθός σκηνοθέτη: Εύη Νάκου
Β’ Βοηθός σκηνοθέτη: Μάγδα Καυκούλα
Παίζουν (με αλφαβητική σειρά): Στέλιος Ιακωβίδης, Μάγδα Καυκούλα, Λαέρτης Μαλκότσης, Γιάννης Μπέζος, Κατερίνα Πατσιάνη, Ελίνα Ρίζου, Δρόσος Σκώτης, Γιώργος Τζαβάρας, Αινείας Τσαμάτης.
Μουσικοί επί σκηνής: Γιάννης Αγγελόπουλος, Μένιος Γούναρης, Παρασκευάς Κίτσος, Βαγγέλης Παρασκευαΐδης, Δημήτρης Χουντής
Έναρξη παραστάσεων: Τετάρτη 30 Οκτωβρίου
Μέρες και ώρες παραστάσεων: Τετάρτη έως Κυριακή στις 20:30
Τιμή εισιτηρίων: Τετάρτη έως Πέμπτη 10-19€, Παρασκευή ενιαία τιμή 14€, Σάββατο έως Κυριακή 10-25€, Φοιτητικό – Νεανικό (έως 28 ετών) 12€, άνω των 65 ετών: Τετάρτη 10€ & Πέμπτη, Παρασκευή, Σάββατο, Κυριακή 14€, Άνεργοι, ΑμεΑ & συνοδοί: 5€