MENU
Κερδίστε Προσκλήσεις
ΚΥΡΙΑΚΗ
22
ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ
ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ

Ο Γιώργος Πετρούνιας εξερευνά το ζήτημα της “κληρονομιάς” μέσα από τη νέα του παράσταση

Ο Γιώργος Πετρούνιας μάς συστήνει τη νέα μουσικοχοροθεατρική του παράσταση «Η Κληρονομία», που κάνει πρεμιέρα στο Θέατρο Καλλιρόης. Μια δική του προσέγγιση πάνω σε όσα λάβαμε από προηγούμενες γενιές. Τι κάνουμε σήμερα για να τα εξελίξουμε; Μήπως τα αφήνουμε να μάς παρασύρουν σε μια ολική καταστροφή; Ένα δημιουργικό μπλέξιμο χορού, ζωντανής μουσικής και τάι τσι τσουάν – της πολεμικής τέχνης που ο ίδιος γνωρίζει καλά.

Ευδοκία Βαζούκη | 28.10.2024

Η νέα μουσικοχοροθεατρική παράσταση «Η Κληρονομία», σε κείμενο και σκηνοθεσία του Γιώργου Πετρούνια, κάνει πρεμιέρα στις 2 Νοεμβρίου, στο Θέατρο Καλλιρόης. Η ιστορία του έργου ακολουθεί δύο νέους, τον Λορέντζο και την Μπρέντα, που αγαπιούνται και μοιράζονται όσα έχουν – μα κυρίως όσα δεν έχουν – και παρά τις δύσκολες συνθήκες στις οποίες ζουν, τα βγάζουν πέρα με αξιοπρέπεια. Μέχρι που ο Λορέντζο αποκτά απρόσμενα μια διόλου ευκαταφρόνητη περιουσία ως κληρονομιά από συγγενείς που δε γνώριζε ότι είχε. Πώς αυτή θα επιδράσει στη ζωή τους;

Ο Γιώργος Πετρούνιας έγραψε ένα έργο για να μιλήσει για το ζήτημα της κληρονομιάς με μια πιο ευρεία έννοια, πολιτισμική, κοινωνική, οικονομική, που παραλάβαμε από τις προηγούμενες γενιές αλλά και αυτήν που θα αφήσουμε στις επόμενες. Τι κόσμο στ’ αλήθεια θα μεταβιβάσουμε στους επόμενους; Ένα επιτακτικό ερώτημα που τίθεται σήμερα μέσα στην πολυπλοκότητα των όσων ζούμε. Ένα ερώτημα που ο καθένας αντιλαμβάνεται με τον δικό του τρόπο και ύστερα αφήνει το δικό του αποτύπωμα στον κόσμο μας, χωριστά και ως μέρος του κοινωνικού συνόλου.

Στην παράσταση «Η Κληρονομία», θα ακούσετε ζωντανή μουσική, θα δείτε χορό αλλά και τάι τσι – την πολεμική τέχνη που έχει επιδράσει καθοριστικά στη ζωή αλλά και στις σκηνοθεσίες του Γιώργου Πετρούνια. Καθεμία από αυτές τις τέχνες εμπλουτίζει το έργο με την ιδιαίτερη οπτική και υφή της και καταθέτει τη δική τη προσέγγιση πάνω στο κρίσιμο ερώτημα της κληρονομιάς, που απασχολεί. Ο ίδιος ο δημιουργός της παράστασης μάς εξηγεί περισσότερα.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑΗ Κληρονομία: Μια μουσικοχοροθεατρική παράσταση του Γιώργου Πετρούνια στο Θέατρο Καλλιρόης12.09.2018

Ετοιμάζεστε να ανεβάσετε μία νέα μουσικοχοροθεατρική παράσταση, με τίτλο «Η Κληρονομία» στο Θέατρο Καλλιρόης. Με λίγα λόγια μπορείτε να μάς δώσετε μία μικρή γεύση για το τι πραγματεύεται το έργο;

Με λίγα λόγια, «Η Κληρονομία» πραγματεύεται από τη μία, το θέμα του κόσμου που έχουμε λάβει από τις προηγούμενες γενιές, το σε τι κόσμο ζούμε σήμερα, και από την άλλη, το τι κόσμο σκοπεύουμε να αφήσουμε στους επόμενους, στις γενιές που έρχονται, στα παιδιά και στα εγγόνια της ανθρωπότητας.

Τι σας έδωσε το έναυσμα να μιλήσετε μέσα από ένα έργο για την κληρονομιά με μια πιο ευρεία έννοια, πολιτισμική, κοινωνική, οικονομική, – προεκτάσεις της που αφορούν γενικά τον άνθρωπο κάθε εποχής;

Ζούμε σε έναν κόσμο, όπου πολύ συχνά δεν ξέρουμε τι θα μας ξημερώσει. Όσο και εάν ο καθένας μας προσπαθεί, πιθανότατα, να φτιάξει όσο μπορεί καλύτερα την προσωπική του ζωή – κάτι που έχει γίνει αρκετά δύσκολο, με βάση τις οικονομικές δυνατότητες που έχουμε οι περισσότεροι άνθρωποι σήμερα -, σε ένα γενικότερο πλαίσιο, κοινωνικό ή και παγκόσμιο, είναι συνεχώς τόσο μεγάλη η ανισορροπία που επικρατεί – χαμηλό βιοτικό επίπεδο για πάρα πολλούς ανθρώπους στον πλανήτη μας, συνεχής εξάπλωση της βίας, ανεξέλεγκτη εκμετάλλευση του φυσικού περιβάλλοντος, πόλεμοι που διαρκώς δημιουργούν απειλές ακόμη και ολικής καταστροφής-, που οι περισσότεροι αισθανόμαστε μια μεγάλη αβεβαιότητα για το παρόν και το μέλλον μας. Έτσι τουλάχιστον το αντιλαμβάνομαι. Ταυτόχρονα, ζούμε σε έναν πανέμορφο κόσμο γεμάτο και από τον πολιτιστικό και επιστημονικό πλούτο που δημιούργησαν οι προηγούμενοι, μέσα στο πέρασμα των αιώνων αλλά και από τις χάρες της φύσης, σε όλες τις μορφές της, όπου αυτή διατηρείται ακόμη σε καλή κατάσταση. Θεωρώ ότι αυτό που ζούμε, είναι αυτό που λάβαμε από τους παλαιότερους (η κληρονομιά) και ή θα το εξελίξουμε σε κάτι καλύτερο και πιο ενδιαφέρον για τις επόμενες γενιές ή θα το αφήσουμε να μας παρασύρει αργά ή γρήγορα σε μια πιθανότατα αναπόφευκτη, θα έλεγα, συνολική καταστροφή. Νομίζω ότι ο καθένας αντιμετωπίζει αυτό το ερώτημα με τον ιδιαίτερο προσωπικό του τρόπο και στο έργο μας θα δείτε τη δική μας προσέγγιση, πάνω σε αυτό το θέμα.

Όπως ακριβώς και στις προηγούμενες παραγωγές σας, έτσι και η νέα σας αυτή θεατρική δουλειά εμπεριέχει χορό, ζωντανή μουσική και τάι τσι τσουάν. Με ποιο τρόπο πραγματοποιείτε κάθε φορά το δημιουργικό μπλέξιμο αυτών των διαφορετικών τεχνών μεταξύ τους;

Ναι, πάνω στη σκηνή έχουμε τη συνύπαρξη του θεατρικού κειμένου – με τα τρία βασικά πρόσωπα του έργου, την Μπρέντα, τον Λορέντζο και τον Πιερότο – με τον σύγχρονο χορό, τη ζωντανή μουσική και το τάι τσι τσουάν. Η σύνθεση αυτών των τεχνών, γίνεται κυρίως χάρη στη δραματουργική προσέγγιση, την κατανόηση και την πρόταση ερμηνείας που έχω για το κείμενο και τους χαρακτήρες που αυτό το κείμενο δημιουργεί και κινητοποιεί.

«Θεωρώ ότι αυτό που ζούμε είναι αυτό που λάβαμε από τους παλαιότερους (η κληρονομιά) και ή θα το εξελίξουμε σε κάτι καλύτερο για τις επόμενες γενιές ή θα το αφήσουμε να μας παρασύρει αργά ή γρήγορα σε μια πιθανότατα αναπόφευκτη συνολική καταστροφή». Credit: Μαρία Χειλοπούλου

Με τι είδους προκλήσεις σας φέρνει αντιμέτωπο;

Η πιο σημαντική πρόκληση, θα έλεγα ότι είναι το να μπορέσω να συναντηθώ και να συνεργαστώ με ηθοποιούς, χορευτές, μουσικούς, που είναι αληθινά ανοιχτοί σε μια διαδικασία πολύμορφης δημιουργίας, όπως είναι σε αυτή την παραγωγή οι καλλιτεχνικοί μου συνέταιροι και πολύτιμοι συνεργάτες, ο χορευτής/ηθοποιός Κωνσταντίνος Αργυρίου Ευαγγελούδης, η ηθοποιός/μουσικός Μπίλιω Καλιακάτσου και η Σοφία Εφεντάκη, που παίζει κιθάρα επί σκηνής.

Από πολύ μικρός έχω αισθανθεί την καθοριστική επίδραση που μπορεί να έχει ένα ποίημα, ένα τραγούδι, ένα θεατρικό, ένα εικαστικό έργο στην επαφή του ανθρώπου με τον εαυτό του και την κοινωνία.

Αντιλαμβανόμαστε πως καθεμία από αυτές τις τέχνες, εμπλουτίζει το έργο με τη διαφορετική ματιά της. Εσείς όμως τι είδους ατμόσφαιρα επιδιώκετε να δημιουργήσετε μέσα από αυτή τη δημιουργική συνύπαρξη;

Από πολύ μικρός έχω αισθανθεί την καθοριστική επίδραση που μπορεί να έχει ένα ποίημα, ένα τραγούδι, ένα θεατρικό, ένα εικαστικό έργο στην επαφή του ανθρώπου με τον εαυτό του και την κοινωνία. Χάρη σε κάποια έργα τέχνης, ένιωθα και νιώθω και σήμερα να ανοίγονται μπροστά μου καινούριοι δρόμοι αίσθησης, σκέψης, δράσης και εξέλιξης. Αυτή την ατμόσφαιρα επιδιώκω να δημιουργώ κάθε φορά, σε κάθε έργο που έχω φτιάξει. Ως προς το συγκεκριμένο έργο, όπως και σε πολλές προηγούμενες μου σκηνοθεσίες, η μία τέχνη συμπληρώνει την άλλη, διατυπώνοντας μια έννοια ή εκφράζοντας ένα συναίσθημα με το δικό της ξεχωριστό, μοναδικό τρόπο.

Ποια θετικά βλέπετε εσείς στη συνύπαρξη λόγου, μουσικής, χορού και πολεμικής τέχνης σαν το τάι τσι τσουάν;

Το τάι τσι τσουάν είναι μια κινεζική παραδοσιακή πολεμική και ενεργειακή τέχνη, στην οποία ασκούμαι συστηματικά από το 1993 και διαποτίζει εδώ και πολλά χρόνια και τη ζωή μου αλλά και τον τρόπο, με τον οποίο γράφω και σκηνοθετώ. Για εμένα αυτή η τέχνη, φιλτραρισμένη μέσα από την θεατρική και χορευτική μου εκπαίδευση και εμπειρία, έχει γίνει μια ολοκληρωμένη μέθοδος δημιουργίας. Επιπλέον, όπως ανέφερα και προηγουμένως, η καθεμία από αυτές τις τέχνες, αλληλοσυμπληρώνεται πολύ όμορφα με τις άλλες, μέσα στο θεατρικό κόσμο που πλάθω μαζί με τους συνεργάτες μου, ηθοποιούς, χορευτές και μουσικούς.

Πού βρίσκετε να σας αγγίζει περισσότερο το έργο; Υπήρξε κάτι που ανακαλύψατε σε σχέση με το έργο, τον εαυτό σας ή και την εποχή μας ενδεχομένως, κατά τη διάρκεια προετοιμασίας του;

Στην καρδιά. Στ’ αλήθεια, αυτό που παραδίδουμε σαν αποτέλεσμα, πάνω στη σκηνή, μετά από δυόμιση μήνες καθημερινών προβών, βγαίνει από την καρδιά μου και εκεί με αγγίζει περισσότερο. Αυτό που με γοητεύει στη διάρκεια της δημιουργικής διαδικασίας, η οποία είχε διακοπεί λόγω της πανδημίας του κορονοϊού και μου είχε λείψει πολύ μετά το προηγούμενο έργο που είχαμε ανεβάσει το 2019, είναι ότι καθημερινά σχεδόν ή και χωρίς το σχεδόν, καθημερινά λοιπόν, στη διάρκεια της προετοιμασίας του έργου, υπάρχουν συχνά ανατροπές και αναπάντεχες ανακαλύψεις. Κατ’ αρχάς, στην πρόβα εξακριβώνω τι από αυτά που είχα φανταστεί και γράψει λειτουργεί και τι όχι και βελτιώνω διαρκώς το κείμενο. Έπειτα, οι πρόβες και συνολικότερα η προετοιμασία της παράστασης, είναι ένας χρόνος όπου, κατά τη γνώμη μου, όλοι όσοι συμμετέχουμε σε αυτήν, δοκιμαζόμαστε και εξελισσόμαστε με έναν πολύ γόνιμο τρόπο, ως προς την ικανότητά μας να επικοινωνούμε και να συνθέτουμε με τους άλλους συντελεστές της.

«Το τάι τσι τσουάν είναι παντού παρόν μέσα στην παράσταση, επειδή συνέβαλε καθοριστικά στον τρόπο συγγραφής και σκηνοθεσίας του έργου».

Με τι συναισθήματα θα θέλατε να φεύγει ο θεατής από την παράσταση;

Χαράς. Και αγάπης για τη ζωή και τους ανθρώπους.

Υπάρχουν κατά τη γνώμη σας τα συστατικά εκείνα που καθιστούν επιτυχημένη μια παράσταση που εμπλέκει διαφορετικά είδη και δη ένα είδος πολεμικής τέχνης σαν το τάι τσι τσουάν;

Όπως ανέφερα ήδη, το τάι τσι τσουάν είναι παντού παρόν μέσα στην παράσταση, επειδή συνέβαλε καθοριστικά στον τρόπο συγγραφής και σκηνοθεσίας του έργου. Μην περιμένετε όμως να δείτε πολύ «καθαρό» και «αναγνωρίσιμο» τάι τσι τσουάν. Ποσοτικά, έχει πολύ λίγο από αυτό, συγκριτικά με την παρουσία του κειμένου, του χορού και της ζωντανής μουσικής. Σας περιμένω να δείτε την παράσταση και να μου πείτε τη γνώμη σας, εάν η σύνθεση είναι επιτυχημένη. Εμείς κάναμε το παν προς αυτή την κατεύθυνση με βάση τα κριτήρια και την αισθητική που διαθέτουμε. Θεωρώ όμως, ότι η παράσταση έχει ένα θέμα ενδιαφέρον και πολύ μπρίο, που εκφράζεται πολύμορφα και με ελκυστικό τρόπο για τους θεατές.

Προσωπικά με αφορά το θέατρο που ψυχαγωγεί, λέγοντας αλήθειες.

Πιστεύετε ότι το σύγχρονο ελληνικό κοινό είναι αρκετά εξοικειωμένο με τις μουσικοχοροθεατρικές παραστάσεις;

Νομίζω πώς ναι. Κατ’ αρχάς, η κλασική δραματική ποίηση, τα έργα των Αισχύλου, Σοφοκλή, Ευριπίδη και Αριστοφάνη, εκεί όπου έχει βαπτιστεί όλο το ελληνικό κοινό και όχι μόνο, είναι έργα, όπου συνυπάρχουν το κείμενο με το χορό και τη μουσική. Εκτός από αυτό, που το θεωρώ θεμελιώδες, το μιούζικαλ είναι ένα αγαπημένο είδος του σύγχρονου ελληνικού κοινού, όπου επίσης συνυπάρχουν το κείμενο με το χορό και τη μουσική.

Ποιο είναι το θέατρο εκείνο που θα λέγατε εσείς πως σας αφορά;

Το θέατρο που ψυχαγωγεί, λέγοντας αλήθειες. Το θέατρο που κάνουν οι άνθρωποι για να εμπνεύσουν και να εμπνευστούν. Το θέατρο που κινητοποιεί τις αστείρευτες δυνάμεις των νέων και την επαγρύπνηση και αντοχή των πιο μεγάλων.

«Στην αρχή, αυτό που με κέρδισε στο τάι τσι τσουάν, ήταν η απλότητα, η καθαρότητα και η εσωτερική δύναμη, που απέπνεαν στα μάτια μου οι κινήσεις του».

Όπως μάς είπατε ήδη, ξεκινήσατε να ασκείστε συστηματικά στο τάι τσι τσουάν από το 1993. Τι ήταν αυτό που σας κέρδισε στην πολεμική αυτή τέχνη και νιώσατε την ανάγκη να την κατανοήσετε βαθύτερα;

Τεράστιο θέμα, όπως τα περισσότερα θέματα που θέτετε, θα απαντήσω όσο πιο συνοπτικά μπορώ και σε αυτό. Το τάι τσι τσουάν το συνάντησα σε μια ακρόαση που έκανα στο Παρίσι το 1992, αναζητώντας ηθοποιούς για το έργο «Entre Dis Entre Fais», που είχα γράψει και σκηνοθετήσει. Πριν την ακρόαση, μια ηθοποιός έκανε για προθέρμανση τάι τσι, το οποίο με μάγεψε. Επειδή είχα πολλή δουλειά στο θέατρο, ζήτησα από την ηθοποιό όλες τις σχετικές πληροφορίες για τα μαθήματα που έδινε η δασκάλα της, η μεγάλη δασκάλα του τάι τσι τσουάν Ανιά Μεό και ξεκίνησα να τα παρακολουθώ μετά από ένα χρόνο, το 1993. Στην αρχή, αυτό που με κέρδισε στο τάι τσι τσουάν, ήταν η απλότητα, η καθαρότητα και η εσωτερική δύναμη, που απέπνεαν στα μάτια μου οι κινήσεις του. Αργότερα, εμβαθύνοντας, γνώρισα σιγά σιγά τον ατέρμονο πλούτο, που εμπεριέχει αυτή η ενεργειακή και πολεμική τέχνη και τα αναρίθμητα οφέλη για τη σωματική και την ψυχική υγεία, που μπορεί κάποιος να αποκομίσει ασκούμενος σε αυτήν.

Με ποιο τρόπο αυτή η πολεμική τέχνη επηρέασε μετέπειτα τα κείμενα και τις σκηνοθεσίες σας;

Οι επιδράσεις πάνω στα κείμενα και τις σκηνοθεσίες μου είναι πολλές και εξελίσσονται όσο βαθαίνει η κατανόηση που έχω και για το θέατρο και για το τάι τσι τσουάν. Μιλάμε για μια διαδρομή, από το 1996, τρία χρόνια μετά το ξεκίνημα της άσκησής μου στο τάι τσι, είκοσι οκτώ χρόνων. Ενδεικτικά, σήμερα, το 2024, θα μπορούσα να αναφέρω μια γενική επιρροή αυτής της τέχνης σε μένα: από τη μία αναζητώ την επαφή μου με τους άλλους στην προσωπική μου ζωή, στα μαθήματα που δίνω, στις παραστάσεις που κάνω και από την άλλη το τάι τσι με κάνει αυτάρκη. Όχι μονόχνοτο, αυτάρκη. Δεύτερη επιρροή, η οποία αφορά πιο συγκεκριμένα στην ερώτησή σας, δίνω προτεραιότητα στην ποιότητα των ανθρώπινων σχέσεων στη συνεργασία μου με τους συντελεστές της παράστασης, χωρίς να χάνω το βλέμμα μου από το ζητούμενο στόχο του καλλιτεχνικού αποτελέσματος. Αλλά δε με ενδιαφέρει π.χ. το να βγει ένα αποτέλεσμα «πάση θυσία», χωρίς σεβασμό στους συνεργάτες μου.

Μετά από όλα αυτά τα χρόνια της επαγγελματικής σας ενασχόλησης με τον κλασικό και τον σύγχρονο χορό αλλά και το τάι τσι τσουάν, ποιο θα λέγατε πως είναι το σπουδαιότερο πράγμα που σας έχουν μάθει;

Η αυτοπειθαρχία. Η επιμονή για να πας εκεί που σε ενδιαφέρει να πας και να ολοκληρώσεις αυτό που έχεις ξεκινήσει. Η υπομονή, απέναντι στις όποιες δυσκολίες μπορεί να παρουσιαστούν. Τέλος, η αποφασιστικότητα και η μαχητικότητα, με όσο πιο αποτελεσματικό γίνεται κάθε φορά τρόπο, για να υλοποιήσεις το σχέδιο σου. Και αυτά, μένοντας βαθιά ήρεμος ακόμη και τις πιο δύσκολες στιγμές… τις περισσότερες φορές… (γέλια).

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Η νέα μουσικοχοροθεατρική παράσταση «Η Κληρονομία», σε κείμενο και σκηνοθεσία του Γιώργου Πετρούνια, κάνει πρεμιέρα στις 2 Νοεμβρίου, στο Θέατρο Καλλιρόης.

Παίζουν: Κωνσταντίνος Αργυρίου Ευαγγελούδης, Μπίλιω Καλιακάτσου, Γιώργος Πετρούνιας | Ακορντεόν επί σκηνής: Μπίλιω Καλιακάτσου, κιθάρα επί σκηνής: Σοφία Εφεντάκη
Παραστάσεις: Κάθε Σάββατο στις 21:00
Προπώληση εισιτηρίων εδώ.

Περισσότερα από Πρόσωπα