Ας πούμε ότι δεν ήταν γεννημένη για να γίνει ηθοποιός. Ας πούμε ότι περιπλανήθηκε σε σπουδαστικά πεδία, όπου ακόνισε την εξυπνάδα, την επιμέλεια και τη μεθοδικότητα της – αποφοίτησε από τη Νομική Αθηνών και εργάστηκε ως δημοσιογράφος – για να βρει τελικά τυχαία το δρόμο της προς τη σκηνή. Κι εκεί να αισθανθεί πως θέλει να υπάρχει και πως αξίζει να επενδύσει την ενέργεια και τον εαυτό της.
Η Κατερίνα Γερονικολού βρίσκεται 15 χρόνια στον χώρο της υποκριτικής, έχοντας καταφέρει να συγκεντρώσει πολύ περισσότερες εμπειρίες – από την τηλεόραση, το θέατρο, τον κινηματογράφο – που θεωρητικά θα αντιστοιχούσαν σε αυτό το διάστημα. Η εργατικότητα της είναι ίσως το πλεονέκτημα της που της δίνει ένα σαφές προβάδισμα, σε αντίθεση με την στερεοτυπική αντιμετώπιση του χώρου «για ένα ακόμα ωραίο πρόσωπο». Σήμερα αυτό το πρόσωπο, νομίζεις σαν πορσελάνινης κούκλας, πρωταγωνιστεί στο νέο Art Meets Fashion, που φιλοξενείται σε ένα ιστορικό νεοκλασικό στο κέντρο της πόλης .
Ξεπερνώντας αυτούς τους σκοπέλους – αλλά και άλλους τοξικότερους που εφανίστηκαν στο δρόμο της – φέτος, δοκιμάζει στο θέατρο ό,τι δυσκολότερο της έχει δοθεί: όχι τόσο σε προσωπικό επίπεδο αλλά σε συλλογικό. «Η ληστεία της συμφοράς» μια θεότρελη βρετανική φάρσα σε σκηνοθεσία του Νικορέστη Χανιωτάκη, την βάζει ένα ομαδικό mode υψηλών απαιτήσεων επιβεβαιώνοντας αυτό που πάντα πίστευε: «Αν έχεις γύρω σου ανθρώπους με τους οποίους αισθάνεσαι καλά και παραγωγικός μπορείς να φτάσεις στο απόγειο των δυνατοτήτων σου».
Έχεις σπουδάσει Νομικά. Πώς μπήκες στο θέατρο;Επαγγελματικά, δυσκολεύτηκα να βρω το δρόμο μου. Το γεγονός πως ήμουν καλή μαθήτρια λειτούργησε ανασταλτικά στις επιλογές μου. Κι ενώ μου ανοίγονταν οι δρόμοι, τελικά παγιδεύτηκα, με έναν τρόπο, προς τη Νομική Σχολή – μια, χωρίς αμφιβολία, κορυφαία πανεπιστημιακή θεωρητική σπουδή. Ωστόσο, από το πρώτο μάθημα συνειδητοποίησα ότι δεν ανήκα εκεί· κι όμως είχα μπροστά μου 52 μαθήματα να περάσω, 52 αγώνες δρόμου. Φυσικά, κοιτάζοντας πίσω, μόνο καλό μου έκανε όλο αυτό αν και δυσκολεύτηκα πολύ για να πάρω το πτυχίο μου αφού παράλληλα δούλευα για να έχω μια, κάποια, οικονομική ανεξαρτησία.
Συνεπώς, δεν φανταζόσουν την εξέλιξη σου ως νομικός.Δεν ήμουν η καλύτερη ηθοποιός, ήμουν όμως εργατική. Κι αυτό γενικά με χαρακτηρίζει: Το σύνδρομο της καλής μαθήτριας.
Εξ αρχής, κατάλαβα ότι δεν θα ασχοληθώ με τα Νομικά, δεν ένιωσα καμία σύνδεση με το αντικείμενο, δεν μπήκα καν στη διαδικασία να κάνω άσκηση. Αυτά τα τέσσερα χρόνια του πανεπιστημίου ήταν ο χρόνος για να ονειρευτώ τα επόμενα μου βήματα – παρεμπιπτόντως δεν ήταν η δραματική σχολή. Σκέφτηκα, αρχικά – καθώς μου άρεσε το γράψιμο και το διάβασμα να γίνω δημοσιογράφος – και φοίτησα στο Εργαστήρι Επαγγελματικής Δημοσιογραφίας. Εκεί ένιωσα καλά, μου άρεσε πολύ και πίστεψα ότι μπορούσα να είμαι καλή σε αυτό. Ωστόσο, δουλεύοντας για καιρό αμισθί, ήταν πολύ άσχημα· αισθανόμουν ότι δεν με υπολογίζουν και είχα αρχίσει να σκέφτομαι ότι σε αυτό φταίει το φιζίκ μου: Ένα κορίτσι 23 ετών, μικροκαμωμένο, αθώο. Αφιέρωνα 25 ώρες εργασίας για ένα ρεπορτάζ και κανείς δεν έμπαινε στον κόπο να το διαβάσει. Ευτυχώς, πέρασα και από μια εκπομπή της ΕΡΤ με τίτλο «Εμείς οι γυναίκες» και αποκαταστάθηκε κάπως η εμπειρία μου στη δημοσιογραφία. Ωστόσο, την ίδια περίοδο χώρισα από μια σχέση και βρέθηκα μόνη, άνεργη, χωρίς αντικείμενο και χωρίς να είμαι σίγουρη ότι μπορώ να παλέψω γι’ αυτή τη δουλειά.
Πώς φτάνεις, λοιπόν, στις σπουδές της υποκριτικής; Τη στιγμή, δε που δεν είχες και ερεθίσματα;Υπήρχε ένα backround, όλη μου τη ζωή θυμάμαι να συνοδεύω τη μητέρα μου σε 15-20 παραστάσεις το χρόνο, κάτι που είχε ξεκινήσει από την παιδική μου ηλικία. Διάβαζα πολλά θεατρικά έργα – τα αγόραζα από την Πολιτεία, σχολώντας από τη Νομική. Αγαπούσα, λοιπόν, το θέατρο· απλώς θεωρούσα ότι το αγαπούσα από τη θέση του θεατή. Δεν ξέρω πως μου γεννήθηκε αυτή η ανάγκη. Γράφτηκα σε ένα εργαστήρι και αισθάνθηκα πως εκεί θέλω να είμαι, αυτό θέλω να απορροφά την ενέργεια μου. Περιττό να πω, ότι η μητέρα μου είχε σοκαριστεί με την επιλογή μου. Σύντομα, στάθηκα τυχερή γιατί σε ένα διάλειμμα των μαθημάτων πήγα σε ένα κάστινγκ του Λευτέρη Χαρίτου για μια σειρά του Alpha τότε, το «Σε είδα». Εκεί μου δόθηκε ένας ρόλος και ακολούθησε σειρά προτάσεων για άλλες σειρές. Κι ενώ πάλευα να μάθω τι θα κάνω στη ζωή μου, μόλις το ανακάλυψα τελικά δεν χρειάστηκε να παλέψω πολύ. Κύλησαν τα πράγματα αρκετά ομαλά και άρχισα να βιοπορίζομαι.
Στάθηκες τυχερή, λοιπόν; Έχει να κάνει και με το ότι είσαι πολύ μεθοδική, όπως ακούγεται;Αν μάθω ότι ακούγεται για μένα κάτι μεμπτό σε σχέση με τον τρόπο συνεργασίας μου θα στενοχωρηθώ πραγματικά. Αν, πάλι, ακούσω ή διαβάσω ότι δεν είμαι καλή σε αυτό που κάνω θα το πάρω πιο ελαφριά.
Παρότι ήμουν ένα οργανωτικό άτομο, κινήθηκα για καιρό με αθωότητα και την απειρία της ζωής. Νομίζω, λοιπόν, πως βρέθηκα στο σωστό σημείο τη σωστή στιγμή και έχοντας ταλαιπωρηθεί αρκετά, το σύμπαν μου έδωσε κάτι πιο εύκολα. Φυσικά, τίποτα δεν είναι εύκολο στη ζωή.
Τι θυμάσαι από το ξεκίνημα σου στο θέατρο;Εκεί με βοήθησε πάρα πολύ ο Βλαδίμηρος Κυριακίδης και η Έφη Μουρίκη που ως καθηγητές μου στη σχολή με συνέστησαν στον Μιχάλη Κακογιάννη όταν εκείνος αναζητούσε την Ιουλιέττα του για τα εγκαίνια του Ιδρύματος Κακογιάννη. Έμελλε να είναι η κύκνεια σκηνοθεσία του και για μένα ένας εμβληματικός ρόλος – ντεμπούτο. Και ήταν το ίδιο ζευγάρι που με παρότρυνε να αναζητήσω τη Μιμή Ντενίση καθώς ανέβαζε το «Ανθός του κάκτου» ζητώντας της να με συμπεριλάβει στην οντισιόν. Ο Βλαδίμηρος και η Έφη αποδείχθηκαν οι μέντορες μου και με καθοδήγησαν τελικά σε βήματα που εκτονώθηκαν και σε βάθος χρόνου γιατί με τη Μιμή Ντενίση συνεργαζόμασταν μέχρι πρόσφατα. Στο ξεκίνημα μου, λοιπόν, με καθόρισαν οι άνθρωποι.
Προφανώς κάτι διέκριναν σε σένα. Είχες εμπιστοσύνη στις δυνάμεις σου;Δεν ήμουν η καλύτερη ηθοποιός, ήμουν όμως εργατική. Κι αυτό γενικά με χαρακτηρίζει: Το σύνδρομο της καλής μαθήτριας. Κι ίσως, επίσης, είμαι καλή ως συνεργάτιδα, με σωστή συμπεριφορά. Είναι προσωπικό μου ζητούμενο να είμαι καλή συνεργάτιδα. Αν μάθω ότι ακούγεται για μένα κάτι μεμπτό σε σχέση με τον τρόπο συνεργασίας μου θα στενοχωρηθώ πραγματικά. Αν, πάλι, ακούσω ή διαβάσω ότι δεν είμαι καλή σε αυτό που κάνω θα το πάρω πιο ελαφριά εφόσον δεν γίνεται να αρέσουμε σε όλους. Δεν είναι δουλειά μου να αρέσω σε όλους και ευτυχώς σε κάποιους αρέσω, αφού έχω δουλειά.
Σε αντιμετώπισαν στερεοτυπικά; Χρειάστηκε να αποδείξεις ότι δεν είσαι απλώς ένα όμορφο πρόσωπο;Οι άλλοι μου λένε πως η κωμωδία είναι το στοιχείο μου. Πάντως, εγώ νιώθω καλύτερα στους δραματικούς ρόλους.
Νομίζω ότι στο τέλος η εξωτερική μου εμφάνιση με βοήθησε. Αν κάπου λειτούργησε ως ανασταλτικός παράγοντας είναι αναφορικά με συγκεκριμένους ρόλους. Οι ρόλοι που μας προτείνονται έχουν να κάνουν με τη μορφή μας, το πρόσωπο, το σώμα, το ύψος. Όπως έκανα την Ιουλιέττα στο ξεκίνημα μου, φαντάζομαι πως δεν μπορώ να κάνω τη Μήδεια. Είμαι συνειδητοποιημένη ως προς αυτό, δεν έχω κόμπλεξ και απωθημένα. Κι αν κάποια στιγμή γίνει ο στόχος της ζωής μου θα διεκδικήσω κάποια πράγματα. Τόσο απλά.
Δεν φοβάσαι, δηλαδή, να μην εγκλωβιστείς σε συγκεκριμένους ρόλους;Φυσικά και το φοβάμαι αλλά δεν το φέρω βαρέως. Κι αν πάλι νιώσω ασφυκτικά ή ότι δεν προχωράω δεν θα μείνω άπραγη· θα συνομιλήσω με τα όνειρα μου και θα προσπαθήσω να τα δρομολογήσω. Θα ζητήσω να με δουν αλλιώς, out of the box ή έστω να με δοκιμάσουν. Πάντως στην Ελλάδα, ισχύει πολύ το type casting. Δεν βλέπουμε εύκολα μη αναμενόμενα πρόσωπα σε ρόλους τόσο και σε σειρές όσο και παραστάσεις.
Κι όμως έχεις παίξει στον «Κουλοχέρη του Σποκέϊν» με τον αείμνηστο Τάκη Σπυριδάκη.Ναι, είναι ένα καλό παράδειγμα. Έπαιζα μια αφελή κοπέλα, ήταν χρήστρια ουσιών, είχε σχέση με έναν τελειωμένο κακοποιό σε μια παράσταση με πολύ βρισίδι!
Και τότε πάλι σε σκηνοθεσία του Νικορέστη Χανιωτάκη, όπως και φέτος στη «Ληστεία της συμφοράς».Ο Νικορέστης είναι ένας άνθρωπος που με ξέρει καλά και μπορεί να ξύσει κάτω από την επιφάνεια. Μου έχει δώσει ρόλους που δεν πίστευα ούτε καν εγώ, όπως στο «Βότκα Μολότοφ» το περασμένο καλοκαίρι. Ακόμα και τώρα, στη «Ληστεία της Συμφοράς» κάνω ένα ρόλο που δεν έχω ξαναδοκιμάσει.
Η κωμική ποιότητα σου πάει;Έτσι μου λένε οι άλλοι, πως η κωμωδία είναι το στοιχείο μου. Πάντως, εγώ νιώθω καλύτερα στους δραματικούς ρόλους. Μα σε τελική ανάλυση, το πιο προκλητικό είδος είναι αυτό που προσομοιάζει στη ζωή, εκείνο που έχει ανάλαφρα και δραματικά στοιχεία, τα οποία εμπλέκονται.
Τι σε γοητεύει, επομένως, στη «Ληστεία της Συμφοράς»;Είναι ένα έργο που δημιουργήθηκε στο Λονδίνο από μια ομάδα και δεν είναι τυχαίο που, κι εμείς εδώ, έπρεπε να δημιουργήσουμε μια πολύ ωραία ομάδα αφού ο ένας μπαίνει κυριολεκτικά στα ρούχα του άλλου. Ο ένας στηρίζεται στον άλλον. Είναι η πιο ομαδική και η πιο απαιτητική τεχνικά και σωματικά δουλειά στην οποία έχω συμμετέχει – και αν δεν γίνουμε ομάδα δεν θα επιβιώσουμε. Είναι απαραίτητη, λοιπόν, η ανθρωπιά, απαραίτητο το νοιάξιμο. Δεν μπορεί το «επί σκηνής» να είναι καλό και το παρασκήνιο να είναι τοξικό, αυτό είναι σχιζοφρένεια.
Θα μπορούσες να υπάρξεις σε μια ομάδα με σταθερά μέλη;Ιδανικά, μιλώντας, θα ήθελα να κάνω κάθε χρόνο μια ταινία, αλλά πρακτικά, στην ελληνική αγορά αυτό δεν είναι εφικτό.
Ναι. Γνωρίζω αρκετά μέλη της φετινής ομάδας: Με το Δημήτρη Κουρούμπαλη έχουμε συμπαρουσιάσει μια εκπομπή στη Nova για τέσσερα χρόνια, με τον Ιωάννη Απέργη και το Χάρη Χιώτη έχουμε συνεργαστεί στη «Βότκα μολότωφ», σε σειρά έχω συνεργαστεί με τον Γιώργο Χρανιώτη· συνεπώς δεν μπήκα σε ένα ξένο περιβάλλον. Φυσικά, το σημαντικότερο είναι πως έχουμε τα φόντα μιας ομάδας, γιατί όλοι φέρουμε χαρά και φως.
Θα ήθελες να μην χρειάζεται να απαντάς σε προτάσεις αλλά να συμμετέχεις και πιο ενεργά στη γέννηση μιας δουλειάς;Ναι, το έχω σκεφτεί, έχω αναζητήσει έργα, έχω σκεφτεί τα πρόσωπα σε συνεργασία με τα οποία θα μπορούσαν να υλοποιηθούν και ξαφνικά έρχεται μια ενδιαφέρουσα πρόταση και στρέφομαι κάπου άλλου. Ουσιαστικά, αποδέχομαι προτάσεις που με αποσπούν από την αρχική μου σκέψη.
Τα Χριστούγεννα θα προσθέσεις και δεύτερη παράσταση στο χειμερινό πρόγραμμα σου, σωστά;Επιστρέφω μετά από αρκετά χρόνια στο είδος του θεάτρου που απευθύνεται σε όλη την οικογένεια, με την κλασσική χριστουγεννιάτικη ιστορία από το μπαλέτο, τον Καρυοθραύστη. Πρώτη φορά παγκοσμίως ανεβαίνει σε μορφή μιούζικαλ με τραγούδια και χορό, με τις αξεπέραστες μουσικές του Τσαϊκόφσκι και ζωντανή ορχήστρα! Βασισμένο στην ιστορία του Κάουφμαν, σε διασκευή-σκηνοθεσία του Ανάσταση Δεληγιάννη, το οποίο θα ανέβει στο θέατρο «Τζένη Καρέζη».
Είσαι εργασιομανής;Δεν με ενδιαφέρει ο τίτλος, δεν θέλω, ας πούμε, να σκηνοθετήσω· ωστόσο, θα κάνω προτάσεις στο σκηνοθέτη – με την απόλυτη επίγνωση ότι μπορεί να μην εισακουστώ.
Ναι, ξεκάθαρα. Και ίσως γι’ αυτό στα χρόνια που δουλεύω έχω καταφέρει – εξαιτίας αυτής της μεθοδικότητας – να συνδυάσω πολλές παραστάσεις, πολλές σειρές και πολλές ταινίες.
Σε ποια περιοχή υποκριτικής αισθάνεσαι πιο αποτελεσματική;Δεν έχει να κάνει με το μέσον, ούτε με το είδος, αλλά με το περιβάλλον. Είναι το περιβάλλον που σου επιτρέπει να ανθίσεις. Αν έχεις γύρω σου ανθρώπους με τους οποίους αισθάνεσαι καλά και παραγωγικός μπορείς να φτάσεις στο απόγειο των δυνατοτήτων σου. Το έργο, το κείμενο με οδηγεί σε μια συνεργασία, αλλά τελικά βρίσκεται να έχει δευτερεύουσα σημασία. Σημασία έχει να χαρείς μια συνεργασία, να κυλήσουν ομαλά τα πράγματα.
Δεν προκρίνεις, δηλαδή, κάποια εργασιακή συνθήκη;Το θέατρο είναι μια πολύ απαιτητική συνθήκη: Απαιτεί όλα σου τα βράδια, όλες τις αργίες και τις γιορτές αλλά όταν δεν κάνω θέατρο, μου λείπει. Ωστόσο, το μόνο ζήτημα του θεάτρου είναι πως από αυτό μένει μόνο μια ανάμνηση. Αντίθετα, το σινεμά αφήνει για πάντα το ίχνος του, έχει μια αυτοτέλεια. Ιδανικά, μιλώντας, θα ήθελα να κάνω κάθε χρόνο μια ταινία, αλλά πρακτικά, στην ελληνική αγορά αυτό δεν είναι εφικτό. Παρόλα αυτά, έχω κάνει ταινίες και μερικές από αυτές τις αγαπώ πάρα πολύ, όπως τη «Σμύρνη μου αγαπημένη» – ένα ρόλο που υποδύθηκα 5,5 χρόνια στο θέατρο και στη συνέχεια στην οθόνη – και φυσικά τις ταινίες που κάναμε με το Γιάννη (Τσιμιτσέλη), το «Για πάντα» και τους «Κουραμπιέδες από χιόνι»· ταινίες που προέκυψαν μέσα από άπειρες ώρες εργασίας, για τις οποίες είχα κι εγώ έντονο μερίδιο ευθύνης και ευτυχώς έτυχαν αποδοχής από το κοινό. Στα μάτια μου, ο Γιάννης κάνοντας παραγωγή σε ταινίες μοιάζει με Ρομπέν των Δασών· εναποθέτει όλους τους κόπους του σε μια ζαριά, σε ένα μεγάλο ρίσκο. Τον θαυμάζω πολύ αλλά δεν θα το έκανα – μου φαίνεται πολύ ρομαντικό, πολύ ευγενές καλλιτεχνικά, μα στην πραγματικότητα είναι «ή όλα ή τίποτα».
Δεν φαντάζεσαι τον εαυτό σου σε άλλα πόστα;Έχουν υπάρξει μία – δύο κακές συνεργασίες που θα μπορούσαν να με είχαν οδηγήσει να σταματήσω να εργάζομαι ως ηθοποιός.
Έχω γαλουχηθεί δίπλα σε πρωταγωνιστές που κάνουν μόνο τη δουλειά τους και ασχολούνται μόνο με τον εαυτό τους αλλά και κοντά σε άλλους που καταπιάνονται με το πόσο κάνει το εισιτήριο, με το αν τα φώτα έχουν τη σωστή ατμόσφαιρα. Αν έπρεπε να πω ότι ψυχικά βρίσκομαι κάπου πιο κοντά, θα ήταν στο δεύτερο. Πάντως δεν με ενδιαφέρει ο τίτλος. Δεν θέλω, ας πούμε, να σκηνοθετήσω· ωστόσο, θα κάνω προτάσεις στο σκηνοθέτη – με την απόλυτη επίγνωση ότι μπορεί να μην εισακουστώ.
Έχοντας την εξοικείωση της γραφής, δεν θα δοκίμαζες να γράψεις σενάριο;Έχω γράψει σενάρια, δεν έχω κυνηγήσει την υλοποίηση τους – ίσως γιατί δεν τα πιστεύω απόλυτα.
Είναι και ζήτημα αυτοπεποίθησης ότι αντιμετωπίζεις διστακτικά κάποια πράγματα;Αντικειμενικά μιλώντας δεν γίνεται να έχω κάνει όλες αυτές τις μετατοπίσεις χωρίς πίστη στον εαυτό μου. Από την άλλη, δεν νιώθω ότι τρέφω μεγάλη αυτοπεποίθηση, αλλά τη ζηλεύω στους άλλους. Δεν έχω την αίσθηση ότι πατάω πολύ γερά στα πόδια μου.
Σχετίζεται και με τις δυσκολίες που συνάντησες; Το ρωτώ καθώς έχεις τοποθετηθεί και σε μια περίπτωση προβληματικής, αν όχι κακοποιητικής συνεργασίας.Αρχικά, όταν είσαι σε μια τοξική σχέση ή σε μια τοξική συνεργασία θεωρείς πως θα τα καταφέρεις, πως είσαι πιο δυνατή από αυτό και μπορείς να βγεις αλώβητη και δεν θα δηλητηριαστείς ψυχικά. Τουλάχιστον, αυτό πίστευα εγώ. Δυστυχώς, αυτό δεν συμβαίνει
Στο χώρο μας, βλέπουμε ανθρώπους να συνεργάζονται ξανά και ξανά και τους κατηγορούμε ως «παρέες». Εγώ, πάλι, όταν βλέπω κάτι αντίστοιχο, θεωρώ ότι βρήκαν καλούς συνεργάτες και θέλουν να συνεχίσουν με αυτό το δεδομένο. Δυστυχώς, δεν έχω την πολυτέλεια να επιλέξω τους συνεργάτες μου, αλλά καταλαβαίνω τους άλλους που το κάνουν όταν μπορούν. Θέλω, φυσικά, να συνεργάζομαι με νέους ανθρώπους, ωστόσο φοβάμαι όπως την πρώτη μέρα στο σχολείο. Το 95% των συνεργασιών μου ήταν εξαιρετικές. Έχουν υπάρξει μία – δύο εξαιρέσεις σε τέτοιο βαθμό που θα μπορούσαν να με είχαν οδηγήσει να σταματήσω να εργάζομαι ως ηθοποιός. Έτυχαν στην αρχή της πορείας μου και θα μπορούσα κάλλιστα να γενικεύσω, να πιστέψω πως αυτός είναι ο χώρος και δεν θέλω να δουλεύω κλαίγοντας, κινδυνεύοντας να πάθω νευρικό κλονισμό.
Τι σε βοήθησε να συνεχίσεις;Οι επόμενοι συνεργάτες που διέψευσαν τους προηγούμενους. Η δουλειά μας είναι ανθρωποκεντρική, κάθε χρόνο συνεργαζόμαστε με 20 δημιουργικές και ανασφαλείς ψυχές, πρέπει να συνυπάρξουμε και πρέπει να το κάνουμε με καλούς όρους, ο ένας για τον άλλον – κι όχι ο ένας εις βάρος του άλλου.
Έχεις παραδεχτεί ότι είχες και τοξικές σχέσεις εκτός από τοξικές συνεργασίες. Μίλησες δημόσια περισσότερο για σένα ή για να βοηθήσεις άλλους;Δημοσιοποίησα την εμπειρία κακοποιητικής συνεργασίας όταν ένιωσα πως δεν έχει συμβεί μόνο σε μένα. Όταν ενώνονται οι φωνές, ξαφνικά είναι πολλές και ξαφνικά είναι αλήθεια. Και δεν ήθελα να στερήσω από την αλήθεια κανένα της κομμάτι.
Αρχικά, όταν είσαι σε μια τοξική σχέση ή σε μια τοξική συνεργασία θεωρείς πως θα τα καταφέρεις, πως είσαι πιο δυνατή από αυτό και μπορείς να βγεις αλώβητη και δεν θα δηλητηριαστείς ψυχικά. Τουλάχιστον, αυτό πίστευα εγώ. Δυστυχώς, αυτό δεν συμβαίνει, όταν μιλάμε για τέτοια σκοτάδια και επικίνδυνες συμπεριφορές. Ίσως έπρεπε να το βιώσω για να καταλάβω τι σημαίνει «δεν το επιλέγω πια» και «δεν το ανέχομαι πια». Κι όταν αναγνωρίζω σημάδια του, στρίβω με ταχείς ρυθμούς. Το δημοσιοποίησα όταν ένιωσα πως δεν έχει συμβεί μόνο σε μένα. Όταν έμαθα πως έχει συμβεί σε πάρα πολλές γυναίκες και υπήρχε μια συνθήκη σιωπής. Μην ξεχνάμε πως στον ποινικό κώδικα η συγκάλυψη εγκληματία είναι αδίκημα. Όταν, λοιπόν, ενώνονται οι φωνές, ξαφνικά είναι πολλές και ξαφνικά είναι αλήθεια. Και δεν ήθελα να στερήσω από την αλήθεια κανένα της κομμάτι. Σοκαρίστηκα όταν συνειδητοποίησα πόσο πολλές ήμασταν και σχεδόν όλες είχαν τις ίδιες ψυχοσωματικές αντιδράσεις – μου φάνηκε σχεδόν μεταφυσικό. Επίσης, όσες μιλήσαμε δεν ήμασταν μια παρέα, ήμασταν δέκα διαφορετικές γυναίκες που δεν γνωριζόμασταν πριν από αυτό. Ήμουν πολύ σίγουρη γι’ αυτήν την απόφαση και δεν τη μετάνιωσα στιγμή. Ξέρω ότι κάποια πράγματα μπορεί να ξεχαστούν, γιατί ο άνθρωπος τείνει προς τη λήθη, αλλά από τότε νιώθω καλύτερα και χαίρομαι που το έκανα.
Έχεις ένα χαρακτήρα, μια στάση ενεργού πολίτη;Νοιάζομαι πάρα πολύ για το μέλλον της ανθρωπότητας και του πλανήτη, για το αποτύπωμα που αφήνω καθημερινά, από το να μην χρησιμοποιώ πλαστικό καλαμάκι, να μην πίνω νερό με πλαστικό μπουκάλι μέχρι πιο σύνθετα πράγματα. Όμως, δεν φτάνει. Θα ήθελα να είμαι πιο ενεργή, θα ήθελα να δουλέψω εθελοντικά στο πλαίσιο περιβαλλοντικών οργανώσεων – αλλά με παρασύρει η δουλειά. Κάθε χρόνο με τις φωτιές πενθώ κυριολεκτικά. Δυστυχώς, η λογική που επικρατεί εδώ και δεκαετίες στη χώρα μας είναι υπέρ του τσιμέντου κι αυτό δεν ανατρέπεται ακόμα και τώρα.
Πώς αντιδράς στην καταιγιστική επικαιρότητα;Δεν θα ισχυριζόμουν πως είμαι ενεργή πολίτης. Ενεργός είναι αυτός που θα δώσει το χρόνο του, τη διαθεσιμότητα του κι εγώ δεν είμαι διαθέσιμη.
Πρώτο μου μέλημα είναι να ενημερώνομαι. Και το θεωρώ σημαντικό. Γιατί μπορεί να μην έχω παιδιά αλλά ο δημόσιος ξυλοδαρμός ενός 14χρονου κοριτσιού ήταν μια είδηση που με έβαλε σε ένα κόσμο για τον οποίο δεν είχα ιδέα. Και μετά αρχίζει η επεξεργασία της πληροφορίας, πόσο σε επηρεάζει και πόσο μπορεί να σε αλλάξει. Πρέπει να γνωρίζεις, λοιπόν, γιατί αν γνωρίζεις νοιάζεσαι. Και προβληματίζεσαι για το αν μπορείς να αλλάξεις κάτι. Παρόλα αυτά δεν θα ισχυριζόμουν πως είμαι ενεργή πολίτης. Ενεργός είναι αυτός που θα δώσει το χρόνο του, τη διαθεσιμότητα του κι εγώ δεν είμαι διαθέσιμη.
Η ζωή σου στιγματίστηκε από την σοβαρή απώλεια του πατέρα σου σε μια πολύ ευαίσθητη ηλικία. Αποφεύγεις να μιλάς γι’ αυτό.Όχι, πια. Δεν ήθελα να μπαίνω σε αυτήν την περιοχή όσο ήμουν ανήλικη. Ντρεπόμουν ως ορφανή και σιχαινόμουν την έννοια της ορφάνιας. Ακόμα κι αν με ρωτούσαν τι δουλειά κάνουν οι γονείς μου εγώ απαντούσα λες και ο μπαμπάς μου είναι εν ζωή. Όταν ενηλικιώθηκα – και ίσως η ηλικία με έκανε να σταματήσω να νιώθω δαχτυλοδεικτούμενη – το αντιμετώπιζα πιο ομαλά. Πλέον, δεν θέλω να μιλάω γι’ αυτό, γιατί καθώς έχουν περάσει πολλά χρόνια, δεν θέλω να σκεφτεί κανείς πως το συντηρώ για να το εκμεταλλευτώ επικοινωνιακά. Συνέβη πριν από 25 χρόνια, έχω ζήσει περισσότερο χωρίς το μπαμπά παρά με το μπαμπά μου.
Πόσο σε σημάδεψε ο θάνατος του;Ήταν καθοριστική στιγμή της ζωής μου και πάντα θα είναι μέχρι να γεράσω.
Προσέχεις να μην εκθέτεις πράγματα της προσωπικής σου ζωής; Ίσως επειδή είσαι και ζευγάρι στη ζωή με τον Γιάννη Τσιμιτσέλη, έναν άλλο γνωστό ηθοποιό;Ντρεπόμουν ως ορφανή και σιχαινόμουν την έννοια της ορφάνιας. Ακόμα κι αν με ρωτούσαν τι δουλειά κάνουν οι γονείς μου εγώ απαντούσα σαν ο μπαμπάς μου να είναι εν ζωή
Όχι, αισθάνομαι ότι η προσωπική μου ζωή είναι δημοσιοποιημένη τόσο – όσο, από τη στιγμή που και ο Γιάννης Τσιμιτσέλης είναι ένα αναγνωρίσιμο πρόσωπο. Πιστεύω ότι την έχω προστατεύσει κιόλας. Δεν θα ήθελα να μιλώ για την προσωπική μου ζωή αν επρόκειτο για κάτι εφήμερο ή μπερδεμένο. Από τη στιγμή που μιλάμε για μια σχέση ετών, σχέση συντροφική και οικογενειακή – νιώθω πως με το Γιάννη είμαστε συνοδοιπόροι, φίλοι, σύντροφοι, τα πάντα. Συνεπώς, θα ήταν σαν να κρύβω μιαν αλήθεια. Είμαστε αρκετά διακριτικοί, δεν έχουμε απασχολήσει με την προσωπική μας ζωή και μου αρέσει που έχουμε τις ίδιες απόψεις γι’ αυτό το θέμα.
Η Κατερίνα Γερονικολού πρωταγωνιστεί στη “Ληστεία της συμφοράς“ των Henry Lewis, Jonathan Sayer και Henry Shields που ανεβαίνει στο Θέατρο Λαμπέτη (Λεωφ. Αλεξάνδρας 106, Τηλέφωνο: 210-647086).