Συν & Πλην: «O Χορός των εραστών» στη Στέγη
Μια σύνοψη των θετικών και αρνητικών σημείων για τον «Χορό των Εραστών» σε σκηνοθεσία Τιάγκο Ροντρίγκεζ (και καλλιτεχνική συνεργασία Αργυρώς Χιώτη) που ανεβαίνει στη Στέγη.
Όταν παντρεύτηκαν, στο εσωτερικό της βέρας τους χάραξαν τη φράση «έχουμε χρόνο». Αν και δεν πίστευαν στο Θεό, είχαν πίστη στο «μαζί» και στο «για πάντα». Παρότι δεν θα μάθουμε ποτέ το όνομα τους – ποιος είναι εκείνος και ποια εκείνη – το πρώτο κοινό σκηνικό τους λεπτό κλονίζει όλα όσα διαπερνούν το κοινό τους σώμα, τα κλονίζει συθέμελα. Εκείνη, ασθενής με άσθμα, ξυπνάει στον ύπνο της «με φωνή αχνή, σβησμένη». Εκείνος τρομαγμένος την βοηθάει να μπουν στο αυτοκίνητο τους και να τρέξουν με 100 χιλιόμετρα την ώρα για το νοσοκομείο. Γιατί δεν έχουν χρόνο. Εκείνη, μοιάζει να μην έχει χρόνο. Ο θάνατος τους λέει «σ’ αγαπώ» – όπως τόσες φορές έχουν πει ο ένας στον άλλον. Κι αυτή η βάναυση εμπειρία τους αφήνει εξαντλημένους και ασθμαίνοντες: Και τους δυο χωρίς ανάσα, βιολογική και ψυχική.
Λένε τα ίδια ακριβώς λόγια σε άλλο πρόσωπο γιατί «είμαστε φτιαγμένοι ο ένας για τον άλλο». Μοιράζονται ακριβώς τις ίδιες σκέψεις. Λένε τα ίδια λόγια ταυτόχρονα, σαν μια προσευχή. Σαν η πίστη του ενός για τον άλλον θα τους σώσει. Και τους σώζει. Εκείνη επιβιώνει, εκείνος μετατρέπει τις εσωτερικές του σεισμικές δονήσεις σε απαλά φιλιά στο ταλαιπωρημένο της σώμα.
Κι από εκείνη τη στιγμή, όπου το συμβόλαιο τους με το «χρόνο» παίρνει παράταση, προσπαθούν να ζουν την κοινή ζωή τους με την έγνοια που της πρέπει. Χωρίς τις καθημερινές ματαιώσεις, τα επαναλαμβανόμενα ξενερώματα, τις μεγάλες επιθυμίες και τα ταπεινά τους θέλω, χωρίς ξοδέματα εδώ και εκεί. Αλλά η ζωή, όσο κι αν προσπαθήσεις, κρύβεται σε κάθε κοινοτοπία, σε κάθε ασημαντότητα αρκεί που η αγάπη την κάνει μεγαλειώδη. Γι’ αυτό και τα λόγια τους θα συνεχίσουν να ταυτίζονται και οι συνεκφωνήσεις τους θα είναι της καρδιάς, βλέποντας την κόρη τους μεγαλώνει, τους ίδιους να μετακομίζουν σε καινούργιο σπίτι, το σπίτι να μην έχει κήπο όπως ήθελε εκείνη, αλλά να έχει ηλιόλουστο μπαλκόνι, όπως αντιτείνει εκείνος. Και οι χειμώνες, τα καλοκαίρια και τα χρόνια θα περνάνε αλλά εκείνη κι εκείνος θα ζουν το παρόν τους αφού «και μόνο να την ακούω να λέει ‘σήμερα’ μου δίνει εμπιστοσύνη για το αύριο».
Το πρώτο θεατρικό έργο του Τιάγκο Ροντρίγκες ολοκληρώθηκε το 2006 βασισμένο σε μια πραγματική του προσωπική εμπειρία – είναι ο «εκείνος» της υπόθεσης. Αν και η πλοκή του μοιάζει απλή και καθημερινή, η δομή του – οι παράλληλοι, σχεδόν πανομοιότυποι μονόλογοι – την ανυψώνει σε μια φόρμα τραγουδιού που μοιάζει με κελάϊδισμα πουλιών που πότε συντονίζονται και πότε αυτονομούνται σε έναν ατομικό ήχο. Διόλου τυχαίο που «Ο χορός των εραστών» είναι χωρισμένος σε τέσσερα τραγούδια: Τα τρία πρώτα γράφτηκαν στην αρχική εκδοχή του έργου, στις αρχές των zeros, το τέταρτο και τελευταίο προστέθηκε το 2020 όταν η εμφάνιση της πανδημίας και της απειλής ενός αδιόρατου κοινού τέλους, τον έκανε να επαναδιαπραγματευτεί την ψευδαίσθηση του «για πάντα» και να αντιμετωπίσει την ιστορία εκείνων ως ένα κόκκο στην έρημο της συμπαντικής ιστορίας όσων αγαπιούνται, όσων είναι άνθρωποι, όσων είναι ζώα, δέντρα, θάλασσες, ποτάμια. Όσων είναι κομμάτι μιας Φύσης που, ίσως, μπορέσει να κατακτήσει το «για πάντα» μέσα από τη δική μας φθαρτή δική ύλη και τις δικές μας ιστορίες που θα γίνουν ψίθυροι στην αιωνιότητα.
H παράσταση«Ο Χορός των εραστών» είναι η επαλήθευση μιας έντονης υποψίας που είχαμε και στις προηγούμενες παραστάσεις του Τιάγκο Ροντρίγκες: Το ότι οι συγγραφικές του συλλήψεις και ο πλούτος των κειμένων του έχουν προβάδισμα από το σκηνοθετικό του έργο. Η μικρή κλίμακα του έργου αλλά ο υψηλός βαθμός συγγραφικής και κατ’ επέκταση ερμηνευτικής δυσκολίας – και δη με εργαλείο μια πολύ απλή γλώσσα και μιαν άλλο τόσο καθημερινή ιστορία – κορυφώνεται σε ένα θεατρικό επίτευγμα με το οποίο είναι αδύνατον να μην ταυτιστεί κανείς – όπως, επί σκηνής, ταυτίζονται ο Νίκος Καραθάνος και η Μαρίσσα Τριανταφυλλίδου.
Αν και έχουμε γνωρίσει τον Τιάγκο Ροντρίγκες μέσα από τον πιο μαχητικό θεατρικό του λόγο – «Η Καταρίνα και η ομορφιά να σκοτώνεις φασίστες» ή το «Hecuba, not Hecuba» – η συγγραφική του μαεστρία μπορεί να γίνει διακριτή από την πρώτη κιόλας του απόπειρα. Μολονότι, εμείς παραλαμβάνουμε την ολοκληρωμένη εκδοχή των «Εραστών», ο Πορτογάλος δημιουργός καταπιάνεται με όλα τα μεγάλα θέματα της παγκόσμιας δραματουργίας με αφετηρία την προσωπική ερωτική ιστορία των ανώνυμων και την ωριμάζει σε τέτοιο βαθμό ώστε να αγγίζει την οικουμενικότητα και την διάσταση της αγάπης ως μανιφέστο. Κι όλα αυτά δεν τα προσεγγίζει μέσα από μια τυπική φόρμα γραφής, απεναντίας: Μέσα από την ποιητική αλληλουχία των απλών λέξεων και των υψηλών νοημάτων, μέσα από την ουσία της χορικότητας· λες και κάποιος σκάβει μέσα μας, λίγο – λίγο για να αφήσει έναν σποράκι που αν το ποτίσεις θα γίνει δέντρο- μπορεί και δάσος.
Το σκηνοθετικό έργο της παράστασης – για το οποίο ο Τιάγκο Ροντρίγκες είχε την στήριξη της εξαιρετικά έμπειρης στη μελέτη της χορικότητας, Αργυρώς Χιώτη – εστιάζει στην συνταύτιση των δύο ηρώων-ερμηνευτών. Αφενός, την αφηγηματική ταύτιση, το μόχθο της «μιας φωνής» κι αφετέρου τη συναισθηματική ταύτιση, αυτή που θα φέρει τα λόγια με λειτουργικό παλμό στα στόματα των ηθοποιών. Αμφότεροι, Ροντρίγκεζ και Χιώτη, στο μερίδιο που τους αναλογεί ο καθένας δούλεψαν σε αυτό το στόχο, οφείλοντας φυσικά πολλά στις δυνατότητες του ερμηνευτικού διδύμου που είχαν στη διάθεση τους: Το Νίκο Καραθάνο και τη Μαρίσσα Τριανταφυλλίδη.
Οι ερμηνείεςΚάθε ερμηνευτής/ ερμηνεύτρια που ανεβαίνει στη σκηνή οφείλει να βρει τον εαυτό του αλλά και τον άλλον/η στο πλευρό του. Στην περίπτωση του «Χορού των εραστών» αυτό δεν είναι μια θεωρητική προϋπόθεση αλλά μια λειτουργική αναγκαιότητα. Η γνωστή φιλία που συνδέει το Νίκο Καραθάνο και τη Μαρίσσα Τριανταφυλλίδου, ίσως επιτάχυνε αυτό που οι δυο τους παρουσίασαν: Μια επικοινωνία φιλοσοφικού ύψους – η οποία ακόμα κι αν κάπου στερούνταν απόλυτου συγχρονισμού – επέτρεπε στην τρυφερότητα που έχουν ο ένας για τον άλλο, να μετασχημτιστεί σε κάτι πιο αυθόρμητο και πιο αληθινό, σε κάτι ρωγμώδες, με ψεγάδια, όπως είναι και η ίδια η ζωή. Παρακολουθώντας, δηλαδή, το Νίκο Καραθάνο και τη Μαρίσσα Τριανταφυλλίδου να περιγράφουν τα ίδια συμβάντα με (σχεδόν) μαθηματική ακρίβεια, αναγνωρίζουμε την σκληρή προσπάθεια της συμπόρευσης ενός ζευγαριού μέσα από τις διαφορές και τις αποκλίσεις του.
Η αρχική εντύπωση ενός εντελώς λιτού σκηνικού, στρωμένου με χώμα και τρία σκηνικά αντικείμενα όλα κι όλα (ένα τραπέζι και δύο καρέκλες) από τη Μάγκντα Μπιζάρο συμπορεύεται με τη λιτότητα του κειμένου – χωρίς να ερεθίζει ιδιαίτερα κάποιες αισθητικές προσλαμβάνουσες. Θα χρειαστεί να φτάσουμε στο τελευταίο τραγούδι, την τελευταία πράξη ώστε το σκηνικό να υπογραμμίσει την υπαρξιακή του διάσταση και να συντελέσει στην αίσθηση οικουμενικότητας του κειμένου. Πολύ ατμοσφαιρικοί και οι φωτισμοί του Ρούι Μοντέϊρο.
Τίποτα το αξιοσημείωτο.
Η απλή αφήγηση εξέλιξης μιας ερωτικής ιστορίας στο χρόνο συναντάει μια ιδιάζουσα συγγραφική δομή και κορυφώνεται σε ένα μικρό αριστούργημα για το μυστήριο της ζωής και της αγάπης. Κι ένας ερμηνευτικός άθλος για τους Νίκο Καραθάνο και Μαρίσσα Τριανταφυλλίδου.