Αν οι περαστικοί στο στενό της Ακομινάτου δεν ήταν βιαστικοί ή αδιάφοροι θα παρατηρούσαν από τα γυάλινα ανοίγματα στην πρόσοψη του θεάτρου Άλμα μια ευχάριστη αναστάτωση στο φουαγιέ: Κόσμο να μπαινοβγαίνει, να πίνει, να χορεύει, να τσουγκρίζει τα ποτήρια του, να συναγελάζεται ανέμελα. Κι αν κοντοστεκόταν για λίγη περισσότερη ώρα, ανάμεσα τους θα αναγνώριζε και γνωστούς ηθοποιούς, κάτι που ίσως τους υποψίαζε πως εδώ δεν είναι μια πραγματική γιορτή, αλλά μια παράσταση και το κοινό της. Στο μεταίχμιο αυτής της σχέσης, ανάμεσα στην πραγματικότητα και την αφήγηση, τη συνθήκη του θεάτρου και τη συνθήκη του βιώματος, ανεβαίνει το «Festen», αυτό το ριζοσπαστικό έργο του Τόμας Βίντερμπεργκ που επαναδιαπραγματεύεται τη θέση του θεατή μέσα στο θέατρο και κυρίως το ρόλο του να είσαι θεατής μπροστά στην σαρωτική ‘κανονική’ ζωή.
Γεύση από πρόβαΤο φουαγιέ του θεάτρου Άλμα είναι οργανωμένο σαν λόμπι ξενοδοχείου. Δεν θα μπεις στο θέατρο ως θεατής – μην επαναπαύεσαι. Θα μπεις ως καλεσμένος της μεγάλης γιορτής για τα 60ά γενέθλια του Δανού μεγαλοεπιχειρηματία Χέλγκε Κλίνγκενφελτ. Στην είσοδο θα σε υποδεχτεί με περισσή ευγένεια ο τελετάρχης – Γιάννης Καπελέρης. Θα σε οδηγήσει στο μπαρ για ένα απεριτίφ ή ό,τι άλλο επιθυμείς να πιείς – «μήπως ουίσκι;». Η οικοδέσποινα Έλσι Κλίνγκενφελτ – Ναταλία Τσαλίκη θα σε καλωσορίσει ζεστά, απαστράπτουσα μέσα στο βιολετί βελούδινο φόρεμα της. Στα ηχεία θα ακούς άφθονα 80s hits από το «Big in Japan» έως το «Don’t stop the dance» του Bryan Ferry. Ο εορτάζων – Γιώργος Ζιόβας θα σταθεί ψηλά στη σκάλα, θα περιφέρει το βλέμμα στους προσκεκλημένους γύρω του, δηλώνοντας «πόσο πολύτιμοι είστε όλοι για μένα» – αφού προηγουμένως σε έχει χαιρετήσει δια θερμής χειραψίας και του έχεις ευχηθείς προσωπικά «να τα εκατοστήσει». Είσαι ακόμα θεατής ή μήπως είσαι κιόλας ρόλος, αναρωτιέσαι.
Τα χαμόγελα περισσεύουν, οι εντυπωσιακές εμφανίσεις επίσης – η Ελένε Κλίνγκενφελτ – Ιωάννα Κολλιοπούλου, λόγου χάρη – και όλα προμηνύουν ένα ευχάριστο βράδυ που ήδη αρχίζει με χορό: o dj παίζει «Cheri -Cheri Lady» και το ζευγάρι των οικοδεσποτών λικνίζεται μετά χειροκροτημάτων. Μέχρι που ο Κρίστιαν Κλίνγκενφελτ – Προμηθέας Αλειφερόπουλος, ο μεγάλος γιος της οικογένειας, θα μπει αμήχανος στο χώρο μιλώντας νευρικά στο κινητό του. Μέχρι που θα ακουστεί το σπινιάρισμα στο δρόμο της Ακομινάτου και ο βενιαμίν Μίκαελ Κλίνγκενφελτ – Αναστάσης Λαουλάκος θα φτάσει επεισοδιακά και φασαριόζικα. Τώρα, θα κληθείς να υποδυθείς τον παππού του και να ακούσεις τις θλιβερές απολογίες του γιατί μόλις σου λέρωσε το καλό σου παντελόνι με κρασί. Λίγο πριν οι καλεσμένοι τακτοποιηθούν στα δωμάτια τους και φρεσκαριστούν για τη γιορτή στο χώρο της δεξίωσης – ή τελικά της θεατρικής σκηνής; – θ’ ακούς τους ψιθύρους των ιδιωτικών συζητήσεων της οικογένειας Κλίνγκενφελτ που λέγονται δίπλα σου, τους τσακωμούς τους μέσα από τα δωμάτια, θα παρακολουθείς μέσα από βίντεο ιδιωτικές τους στιγμές. Και ανεβαίνοντας τις σκάλες θα νιώθεις πως κάτι σάπιο, πραγματικά σάπιο, υπάρχει στο… βασίλειο της Δανίας. Και δεν θα το διαισθάνεσαι ως θεατής μιας παράστασης, αλλά περισσότερο ως αυτόπτης μάρτυρας ενός συμβάντος.
Δεν ήταν απλώς τολμηρό αλλά και καθηλωτικό το εγχείρημα του Τόμας Βίντερμπεργκ το 1998. Το «Festen», το φιλμ που μας εισήγαγε στο κίνημα του «Δόγματος 95» θα λειτουργούσε ως ταινία – μανιφέστο για τον τρόπο με τον οποίο έθετε το ζήτημα της βίας, ενδοοικογενειακής, σεξουαλικής, φυλετικής, πατριαρχικής. Και όπως κάθε υψηλή τραγωδία, θα το τοποθετούσε μέσα σε ένα μεγαλοαστικό σπίτι, όπου τα προβλήματα επιβίωσης (θαρρείς) πως είναι λυμένα, αλλά τελικά ακόμα κι εκεί οι πληγές μπορεί είναι τόσο παλιές και τόσο βαθιές που έχουν κακοφορμίσει.
Ο Οδυσσέας Παπασπηλιόπουλος δεν ξέχασε την εμπειρία του σοκ που ένιωσε παρακολουθώντας την, 25 χρόνια πίσω, ακόμα και τώρα που οι κοινωνίες μας πιο βυθισμένες βία, στην καθημερινή, ωμή, θηριώδη βία. Πιστεύει, όμως, ότι το λεξιλόγιο του θεάτρου έχει άλλη επίδραση όταν την εκθέτει. «Η βία της οθόνης σου εξασφαλίζει την ψευδαίσθηση μιας ασφάλειας. Παρακολουθείς, εδώ και τόσα χρόνια ειδήσεις, ταινίες, σειρές, ντοκιμαντέρ, εκπομπές αποκαλυπτικής έρευνας ώστε εξοικειώνεται με τη βία, σταδιακά ανέχεσαι να εκτίθεσαι διαρκώς σε αυτήν και τελικά κουρνιάζεις ήσυχος, περίπου εθισμένος σε αυτά τα θεάματα, σε αυτά τα συμβάντα, αφού στο τέλος δεν είσαι αυτός που πεθαίνει. Όμως, το θέατρο δεν σου επιτρέπει να ησυχάσεις, στο θέατρο η βία ασκείται ενώπιον σου, βιώνεται από σένα και σίγουρα δεν σου επιτρέπει να χαλαρώσεις. Γι’ αυτό και το Festen είναι ένα έργο με τη βαθιά δυναμική του ξυπνήματος – όχι της εξοικείωσης», τονίζει, σχολιάζοντας την απόφαση του να σκηνοθετήσει και να επεξεργαστεί δραματουργικά το υλικό του Βίντενμπεργκ, τόσα χρόνια κοινωνικού εθισμού μετά σε μια, πανταχόθεν, νοσηρή πραγματικότητα.
Στη θεατρική διασκευή των Μπο Χάνσεν και Μόγκενς Ρούκοφ, στη διάρκεια της δεξίωσης, μέσα σε ένα τεχνητό κλίμα ευθυμίας και ευπρέπειας, ο μεγάλος γιος της οικογένειας παίρνει το μικρόφωνο και εν είδει πρόποσης για τα γενέθλια του πατέρα του, αποκαλύπτει πως ο τελευταίος – πρότυπο ισχυρού άνδρα – δεν είναι τίποτα περισσότερο από ένα κτήνος και που έχει κακοποιήσει τον ίδιο και τα αδέρφια του. Ωστόσο, κανείς δεν μοιάζει να μένει εμβρόντητος, κανείς δεν σταματάει τη γιορτή, αλλά άπαντες συνεχίζουν να πίνουν, να τραγουδούν και να ανταλλάσσουν λόγια αβρότητας με το πλήθος των προσκεκλημένων, δίνοντας στην αποκάλυψη τη διάσταση μιας ενοχλητικής μύγας στο δωμάτιο.
«Το πλέον εξοργιστικό είναι η ανυπαρξία της αντίδρασης σε μια συνταρακτική αποκάλυψη βίας. Και η σκέψη του πόσες φορές έχουμε κάνει το ίδιο, ως άτομα και ως συλλογικότητες: έχουμε γυρίσει το βλέμμα και έχουμε πάει παρακάτω ζώντας απαθείς μαζί με μια σοκαριστική γνώση. Από τη μια, η δύναμη να πηγαίνεις παρακάτω όταν έχεις υπερβεί μια τραγωδία στη ζωή είναι ελπιδοφόρα, αλλά από την άλλη με τρομάζει η σκέψη πως οι άνθρωποι προχωρούν όταν γίνονται μάρτυρες ενός εγκλήματος και παριστάνουν σαν να μην το είδαν ποτέ», επισημαίνει ο Παπασπηλιόπουλος και συνεχίζει: «Το Festen είναι μια τέτοια ιστορία σιωπής όπου ένας άνθρωπος τη σπάει, λέει κάτι συνταρακτικό σε ένα δωμάτιο κι εφόσον είσαι κι εσύ παρών, δεν γίνεται να υποκρίνεσαι πως δεν είδες, δεν άκουσες, δεν βίωσες. Δημιουργείται μια νέα πραγματικότητα σε αυτό το δωμάτιο που καταργεί την προηγούμενη ως ψευδή. Γιατί αυτή είναι η λειτουργία της πραγματικότητας: Δημιουργεί έναν καινούργιο κοινωνικό χώρο. Όσο, ο Κρίστιαν μιλάει για την προσωπική του τραγωδία, σε αναγκάζει να σκεφτείς αν είσαι ικανός να προχωρήσεις μετά από αυτή σαν να μην ειπώθηκε, να συνεχίζεις να μιλάς, να χορεύεις, να γελάς, να μένεις σιωπηλός ή να θελήσεις να την διαχειριστείς. Όμως, από εκείνη τη στιγμή και στο εξής θα έχεις γίνει κι εσύ αμετάκλητα κομμάτι αυτής της τραγωδίας».
Οι ήρωες – Οι ηθοποιοίΑπό την πρώτη στιγμή της γιορτής-παράστασης έως την τελευταία, σύσσωμη η πρωταγωνιστική ομάδα – Ναταλία Τσαλίκη, Γιώργος Ζιόβας, Προμηθέας Αλειφερόπουλος, Ιωάννα Κολλιοπούλου, Αναστάσης Λαουλάκος, Ιωάννα Τζίκα, Γιάννης Καπελέρης, Μιχάλης Αφολαγιάν και Μαριάννα Πουρέγκα, Πένυ Παπαγεωργίου και Νικόλας Seymour Σταθόπουλος – θα κληθεί να αλληλεπιδράσει με τους θεατές – συνδαιτημόνες. Κι αυτό δεν θα συμβεί στο πλαίσιο μιας περιπατητικής εμπειρίας-θέασης, ενός τρικ συμμετοχικότητας, αλλά στο επίπεδο μιας καθαρά βιωματικής σχέσης με τα τεκταινόμενα και τη δραματουργία. Από την εναρκτήρια σκηνή στο φουαγιέ του θεάτρου οι θεατές θα συγχρωτιστούν ενεργά με τη διανομή, θα συνομιλήσουν, θα αγγίξουν ο ένας τον άλλον, κάποιοι από αυτούς θα βρεθούν να παίξουν ένα μικρό ρόλο ενώ η καθιερωμένη σχέση σκηνής – πλατείας θα καταργηθεί. Υπάρχει πρόβλεψη για είκοσι θεατές που θα μοιραστούν το τραπέζι του Festen με τους ηθοποιούς, ενώ ολόκληρη η πλατεία θα είναι λουσμένη στο φως, ακυρώνοντας την παραδοσιακή συνθήκη θέασης στο σκοτάδι, «εν κρυπτώ». Αυτός ο πειραματισμός έρχεται να δημιουργήσει ένα πρωτόγνωρο δεδομένο για όλη την ομάδα και μια αδιαμφισβήτητη πρόκληση.
«Πάντα πίστευα ότι οι θεατές διαμορφώνουν μια παράσταση, αλλά εδώ αυτό πολλαπλασιάζεται δραματικά. Προσωπικά με ιντριγκάρει απίστευτα. Δεν είμαστε εμείς οι πρωταγωνιστές αυτή τη φορά, οι θεατές θα είναι. Τους δίνεται ξεκάθαρα ο ρόλος του συνένοχου σε ένα έγκλημα και η ελευθερία να το διαχειριστούν κατά βούληση. Πιστεύω πως πρέπει να περιμένουμε ποικιλία αντιδράσεων στη διάρκεια της της παράστασης, ακόμα και να δούμε θεατές να φεύγουν. Ειδικά αν συμβεί το τελευταίο, θα πει πως καταφέραμε να χτυπήσουμε μια χορδή», σημειώνει η Ναταλία Τσαλίκη.
Ο Γιώργος Ζιόβας από το ρόλο του Χέλγκε Κλίνγκενφελτ, δηλαδή του τέρατος στο δωμάτιο, πιστεύει πως αυτός ο πειραματισμός – «κοινωνικό πείραμα» για τον θεατρικό γιο του, Αναστάση Λαουλάκο – «θα θέσει απευθείας κι ένα ερωτηματικό για την ίδια θεατρική συνθήκη. Τι κάνεις όταν σε χωρίζει από τη βία μια ανάσα; Πως προκαλείς το θεατή να ξεβολευτεί και να τον κάνεις επί της ουσίας να τον αφορά αυτό που συμβαίνει;», λέει αναγνωρίζοντας κι αυτός ένα στοίχημα στη διαδικασία σύλληψης και εκτέλεσης της σκηνοθεσίας. Με την παρατήρηση του συμφωνεί και η Ιωάννα Κολιοπούλου σχολιάζοντας το διαρκές αίτημα του θεάτρου «μια παράσταση να ‘κατεβαίνει’ στην πλατεία. Αυτή τη φορά, θα κυριολεκτήσουμε: οι θεατές θα ανέβουν στη σκηνή, εμείς θα κινούμαστε και στην πλατεία για να δούμε όντως αν αυτή η αντιστροφή ρόλων έχει καλύτερο αποτέλεσμα».
Και κάπως έτσι, οι ποιότητες των ρόλων του Βίντερμπεργκ – πρόσωπα που συλλήβδην θα καταφύγουν (κάποια στιγμή στη διάρκεια της γιορτής – παράστασης) στη βία, σωματική ή λεκτική βία, ακόμα και οι πιο αθώοι σε αυτό τον άρρωστο οικογενειακό ιστό θα γίνουν φορείς της, μοιάζει να είναι το μικρότερο φορτίο που αναλαμβάνουν. Πολύ λιγότερο θα κληθούν να έρθουν σε επαφή με το περιεχόμενο του ρόλου τους και πολύ περισσότερο να βρίσκονται σε διαρκή σχέση με τον εκάστοτε συμπαίκτη, ηθοποιό ή θεατή. Ο Γιάννης Καπελέρης από το ρόλο του τελετάρχη που θα είναι και ο πιο ενεργός στην επικοινωνία με το κοινό ομολογεί πως «τρέμει». «Στις συνομιλίες αυτές, καταλαβαίνω πως θα είμαι απόλυτα εκτεθειμένος, δεν θα υπάρχει τίποτα για να πιαστώ, κανένα δίχτυ ασφαλείας», σημειώνει.
Αυτό σημαίνει πως κάθε βράδυ θα είναι διαφορετικό, κάθε παράσταση δεν θα μοιάζει με την προηγούμενη ή την επόμενη· κι αυτή θα είναι η μόνη βεβαιότητα των ηθοποιών. Ο Προμηθέας Αλειφερόπουλος, παρότι δηλώνει ένας ηθοποιός της τεχνικής, είναι απολύτως συνειδητοποιημένος πως στο «Festen» τορπιλίζεται κάθε απόπειρα να παίξεις με αυτά τα εργαλεία. «Και ξαφνικά συνειδητοποιώ πως εκτός από αγωνία νιώθω και μεγάλη απόλαυση να μην έχω ιδέα ποιο θα είναι το επόμενο μου βήμα, πως προκειμένου να μην επαναληφθώ θα εφευρίσκω παγίδες και εμπόδια για τον εαυτό μου και πως αυτό ήδη έχουμε αρχίσει να το κάνουμε μεταξύ μας οι ηθοποιοί. Άλλωστε, η σκηνοθετική εντολή είναι αυτή: Να μην παγιώνεται τίποτα, να υπονομεύουμε τα πάντα για να κρατάμε όλη αυτή την κατασκευή πραγματικά ζωντανή».
Ο Οδυσσέας Παπασπηλιόπουλος στη νέα του σκηνοθεσία συμβαδίζει με την προβληματική του Βίντερμπεργκ που εισηγούνταν «πως ο υπέρτατος σκοπός μου είναι να εκμαιεύσω την αλήθεια από τους χαρακτήρες και το χώρο μου». Υπό αυτήν την έννοια, η σκηνοθεσία του έχει εστιάσει στο να απαλλάξει τους πρωταγωνιστές του από το καθήκον της «σωστής ερμηνείας» και να τους στρέψει στη γνησιότητα του σκηνικού συμβάντος. «Δεν θέλω να είναι υπόλογοι σε τίποτα, στους τρέχοντες κανόνες και ρυθμούς του θεάτρου, η έγνοια μου είναι πεταχτούν όλα αυτά και να επιτρέψουν στην αληθινή ζωή να μπει μέσα στο δωμάτιο».
Όπως και ο Βίντεμπεργκ βάσισε τη σκηνοθεσία του σε χειμαρρώδη πλάνα με μια αίσθηση ερασιτεχνισμού, αποστρέφοντας δηλαδή το βλέμμα από το «στήσιμο» έτσι και ο Οδυσσέας Παπασπηλιόπουλος έχει επενδύσει σκηνοθετικά στη δημιουργία από τους ηθοποιούς «μιας παράλληλης ζωής με αυτή των ρόλων. Γιατί θα είναι αυτό που θα τους φέρει πιο κοντά στην έκπληξη και στο αναπάντεχο. Δεν θα βρεθούμε στο κυνήγι αφήγησης μιας ιστορίας, όχι. Θα επιδιώξουμε να την κάνουμε βίωμα». Καθώς θα επιβάλλει στους ηθοποιούς το έργο ενός συνεχούς αυτοσχεδιασμού «προκειμένου να μην ασφαλιστούν πίσω από ιδέες εκτέλεσης», προτίθεται να βάλει εμπόδια και στον εαυτό του. Θα αφήσει, λοιπόν, την παράσταση να λειτουργήσει χωρίς τη χρήση μουσικής και φωτισμών «χάνοντας τους συνήθεις συμμάχους που δημιουργούν ατμόσφαιρες και χειραγωγούν το συναίσθημα στο θέατρο. Στόχος μας είναι να υπογραμμίσουμε με κάθε τρόπο την διάσταση της πραγματικότητας».
Το “Festen” του Τόμας Βίντενμπεργκ κάνει πρεμιέρα στο θέατρο Άλμα (Ακομινάτου 15) στις 7 Νοεμβρίου.
Θεατρική διασκευή: Μπο Χάνσεν & Μόργκενς Ρούκοφ
Μετάφραση: Αντώνης Γαλέος
Δραματουργική επεξεργασία & Σκηνοθεσία: Οδυσσέας Παπασπηλιόπουλος
Σκηνικά – Κοστούμια: Ηλένια Δουλαδίρη
Σχεδιασμός φωτισμών: Ζωή Μολυβδά Φαμέλη
Videos παράστασης: Άκης Πολύζος
Βοηθός Σκηνοθέτη: Κατερίνα Λούβαρη Φασόη
Παίζουν: Ναταλία Τσαλίκη, Γιώργος Ζιόβας, Προμηθέας Αλειφερόπουλος, Ιωάννα Κολλιοπούλου, Αναστάσης Λαουλάκος, Ιωάννα Τζίκα, Γιάννης Καπελέρης, Μιχάλης Αφολαγιάν, Μαριάννα Πουρέγκα.
Παραστάσεις: Τετάρτη, Κυριακή στις 20:00, Πέμπτη, Παρασκευή & Σάββατο στις 21:00\
Εισιτήρια: από 15 ευρώ
Προπώληση εισιτηρίων: https://www.more.com/theater/festen/?gad_source=1&gclid=Cj0KCQjw1Yy5BhD-ARIsAI0RbXa7KD9c5iuYXKB2IpIZwwBK0IvhrYRxnY2ncyXPn_pVc2FIp1vIOe8aAhraEALw_wcB