O Ματ Ντίλον στο Παρίσι των 70s ως Μάρλον Μπράντο με το φακό της Ζεσικά Παλούντ. Ο Ματ Ντίλον, 22 χρόνια νεότερος, στην Καμπότζη των zeros. O Ματ Ντίλον στον μαγνητικό τομογράφο για χάρη του multimedia δημιουργού Γέσπερ Γιουστ. Οι τελευταίες δύο ημέρες στο 65ο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης κινούνται απόλυτα γύρω από το ρυθμό του πολυσχιδή Αμερικανού που ναι, κάνει ένα πληθωρικό πέρασμα από τη λίστα των διασήμων καλεσμένων της φετινής διοργάνωσης.
Ψήφισα την Κάμαλα Χάρις. Αυτή τη στιγμή είναι η καλύτερη υποψήφια στην Αμερική
Αφού έδωσε την ψήφο του στο κόμμα των Δημοκρατικών – προσθέτοντας τον εαυτό του στη μακρά λίστα των Αμερικανών καλλιτεχνών που υποστηρίζουν την Καμάλα Χάρις – προσγειώθηκε στη Θεσσαλονίκη. Σε αποκλειστική δήλωση, που έκανε κατά τη συζήτηση του με τους δημοσιογράφους, δήλωσε χωρίς περιστροφές πως «ψήφισα την Κάμαλα Χάρις. Αυτή τη στιγμή είναι η καλύτερη υποψήφια στην Αμερική».
Εν μέσω του θρίλερ των αμερικανικών εκλογών, ο Ντίλον βρέθηκε στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης με πολλές και καλές αφορμές. Αφενός, εκπροσωπώντας την ελληνική πρεμιέρα της ταινίας «Being Maria» (Την έλεγαν Μαρία) της Ζεσικά Παλούντ που ρίχνει φως στην σκοτεινή ιστορία πίσω από το θρυλικό «Τανγκό στο Παρίσι» του Μπερνάντο Μπερτολούτσι· στη διάρκεια της οποίας η νεαρή, τότε, ηθοποιός Μαρία Σνάϊντερ υπέστη σεξουαλική κακοποίηση on camera από τον Μπράντο. Αφετέρου, τροφοδοτώντας τον Δανό καλλιτέχνη Γέσπερ Γιουστ στην εικαστική του βιντεοεγκατάσταση «Interfears» που διερευνά την εγκεφαλική δραστηριότητα του ηθοποιού (με το διαγνωστικό εργαλείο της μαγνητικής τομογραφίας) καθώς εκείνος ερμηνεύει έναν ιδιότυπο μονόλογο. Κι έπειτα για να παρουσιάσει για πρώτη φορά στο ελληνικό κοινό το, προ 22ετίας, σκηνοθετικό του ντεμπούτο «The city of Ghosts» (Η πόλη των Φαντασμάτων). Σε δύο ημέρες, ο Ντίλον αποκάλυψε πολλά από τα δημιουργικά του πρόσωπα – καθώς αποτελεί μια σοβαρή εξαίρεση στο αμερικανικό σινεμά, μη μένοντας προσκολλημένος αποκλειστικά στην ιδιότητα του ως ηθοποιού.
«Κάποιοι άνθρωποι είναι καλοί σε ένα μόνο πράγμα. Άλλοι, πάλι, κάνουν πολλά διαφορετικά πράγματα. Εγώ ανήκω στη δεύτερη κατηγορία, και έτσι νιώθω πολύ ελεύθερος να ανακαλύψω νέες εμπειρίες και να μοιραστώ διαφορετικές δημιουργίες. Πιστεύω πως μέσα από αυτή τη διαδικασία παραμένεις νέος. Δεν είναι τυχαίο πως όταν έγραφα το σενάριο (σ.σ. για το «City of Ghosts») είχα ένα έντονο συναίσθημα πως γινόμουν και πάλι παιδί».
Ήταν στο νεανικό του ξεκίνημα – στα 14 του χρόνια για την ακρίβεια – όταν ο Ματ Ντίλον έκανε το κινηματογραφικό ντεμπούτο στην ταινία του Κάπλαν «Over the edge», εμπνευσμένος από θρύλους όπως ο Μάρλον Μπράντο, ο Μοντγκόμερι Κλιφτ και ο Τζέιμς Ντιν – «παιδί» του Ινστιτούτου Λι Στράσμπεργκ, άλλωστε. Ένας ακόμα λόγος για να μην μπορέσει να αντισταθεί στο ρόλο του Μάρλον Μπράντο για το «Being Maria». «Δεν μπόρεσα να αντισταθώ σε αυτή την ταινία. Ο Μάρλον Μπράντο είναι φοβερά επιδραστικός για όλους μας και άλλαξε όλο το παιχνίδι στο σινεμά σε πολλές φάσεις της καριέρας του. Αργότερα, κάπως, θεώρησα πως ήταν λάθος η επιλογή μου λαμβάνοντας υπόψιν ότι ο Μάρλον Μπράντο υπήρξε ένας από τους πιο ενδιαφέροντες ανθρώπους του 20ού αιώνα. Οι ηθοποιοί δεν θέλουν ποτέ να συγκρίνονται μαζί του και προσωπικά θα τον αντιμετωπίζω πάντα με ένα αίσθημα ευγνωμοσύνης, γιατί μου άσκησε τεράστια επιρροή. Ήταν, ωστόσο, μια πρόκληση και μου αρέσει να παίρνω ρίσκα – αυτό έκανα πάντα».
Σχολιάζοντας τη σκηνή βιασμού στο “Τανγκό στο Παρίσι”Ο Ματ Ντίλον στέκεται στο πλευρό μιας εκπληκτικής Αναμαρία Βαρτολομέι καθώς υποδύεται την υπαρξιακή καταβύθιση της Μαρία Σνάιντερ μετά τον βιασμό της στο σετ του «Τανγκό στο Παρίσι» και την τραγική τροπή που παίρνει η ζωή και η καριέρα της, ζώντας με το τραύμα της κακοποίησης. Ο Ντίλον ξεκαθαρίζει πως «δεν πρόκειται για μια φεμινιστική ταινία διαμαρτυρίας, αλλά για την αφήγηση της ιστορίας μιας γυναίκας. Δεν είναι ένα φιλμ εκδίκησης, φωτίζει την ιστορία μέσα από τα μάτια της Σνάϊντερ, έπρεπε να αποτυπωθεί αυτή η οπτική και γι’ αυτό είμαι υπερήφανος που συμμετείχα στο φιλμ.
Ο Μάρλον Μπράντο υπήρξε ένας από τους πιο ενδιαφέροντες ανθρώπους του 20ού αιώνα. Οι ηθοποιοί δεν θέλουν ποτέ να συγκρίνονται μαζί του και προσωπικά θα τον αντιμετωπίζω πάντα με ένα αίσθημα ευγνωμοσύνης, γιατί μου άσκησε τεράστια επιρροή
Ωστόσο, εξακολουθεί να θεωρεί πως το «Τανγκό» αποτελεί ένα αριστούργημα του παγκόσμιου σινεμά αλλά πως ο Μπερτολούτσι ξεπέρασε τα όρια μπροστά στον ‘τυφλό’ στόχο του να κάνει τέχνη. «Θεωρώ πως έκανε λάθος στην συγκεκριμένη σκηνή. Δεν εκτιμώ πως είχε πρόθεση να δημιουργήσει κάτι σαδιστικό. Έχουμε πολλά στοιχεία που περιπλέκουν την υπόθεση. Η ζωή της Μαρία ήταν ήδη ασταθής λόγω του οικογενειακού της περιβάλλοντος. Η εμπειρία της στο πλατό εκείνη την ημέρα ήταν το χειρότερο δυνατό σενάριο. Και παρότι συνεχίζω να πιστεύω πως η ταινία είναι ένα αριστούργημα, η σκηνή αυτή είναι το μόνο στοιχείο που δεν μου άρεσε ποτέ. Ήταν ένα λάθος που δημιούργησε ένα τεράστιο τραύμα» είπε· μην παραλείποντας να σχολιάσει το νέο πρωτόκολλο εργασίας στις ερωτικές σκηνές (intimacy coordinator) που δεν αξιολογεί «ως ένα είδος αστυνόμευσης· απεναντίας εξασφαλίζει ένα πλαίσιο προστασίας για όλους».
Οι εμπειρίες του στη σκηνοθεσίαΕίναι ξεκάθαρο πως ο Ντίλον θέλει να κυνηγά τα όνειρα του. Μετά τη ‘συνομιλία’ με τον Μπράντο μίλησε με θέρμη για τη σκηνοθετική του δραστηριότητα – όπου την έχει υιοθετήσει: αφενός στην «Πόλη των φαντασμάτων» και αφετέρου για το ντοκιμαντέρ «The great Fellove» που παρακολουθεί σε βαθιά γεράματα ένα μύθο της κουβανικής μουσικής, τον Φρανσίσκο Φελόβε στην διάρκεια ηχογράφησης ενός άλμπουμ. Μέχρι την Κούβα έφτασε για χάρη του, όπως και μέχρι την Καμπότζη για την «Πόλη των φαντασμάτων». Το τελευταίο ήταν και το βάπτισμα του. «Θα ήταν πιο εύκολο να σκηνοθετήσω ένα δράμα δωματίου, προφανώς το σχέδιο με την Καμπότζη αποδείχθηκε δυσκολότερο. Όμως, πάντα ήθελα να σκηνοθετήσω. Είχα κάνει ορισμένα μικρά πράγματα, βίντεο κλιπ και τηλεοπτικές δουλειές, αλλά εκεί ο βαθμός της εμπλοκής είναι μικρός. Η συγκεκριμένη ταινία προέκυψε σε μια φάση που ήμουν απογοητευμένος από τον κινηματογράφο, αισθανόμουν χαμένος. Είχα χάσει το ενδιαφέρον μου για τα πράγματα, όταν ξεκίνησα να γράφω το σενάριο. Το γράψαμε μαζί με έναν καταπληκτικό συγγραφέα, τον Μπάρι Γκίφορντ πάνω σε μια ιδέα που είχα κατά νου αρκετό καιρό, βασισμένη σε πραγματικές ιστορίες σχετικές με σκοτεινές προσωπικότητες που είχα γνωρίσει στη Νέα Υόρκη. Έμαθα πολλά από αυτή την ταινία. Μου έδωσε την ευκαιρία να δοκιμάσω κάτι διαφορετικό και να εξελιχθώ με έναν άλλο τρόπο, να αισθανθώ πιο πλήρης».
Γιος ζωγράφου, ανιψιός cartoonists, o Ματ Ντίλον είχε, όπως τόνισε, πάντα πολλά καλλιτεχνικά ερεθίσματα γύρω του. Αν και στην πορεία του κράτησε λίγα στοιχεία από την οικογενειακή κληρονομιά, δεν δίστασε να μπει στην εξερεύνηση των εικαστικών, κυρίως δημιουργώντας κολάζ. Για διαστήματα ζωγράφιζε αποσπασματικά αλλά πριν από οκτώ χρόνια η ανάγκη αυτή έγινε συστηματική.
Είναι ολοφάνερο πως πρόκειται για έναν δημιουργό που διψάει για νέες εμπειρίες, παρότι βρίσκεται ήδη 46 χρόνια στην «βιομηχανία». Κάπως έτσι αντιμετώπισε και τη συνεργασία του με το Γιώργο Λάνθιμο στο «Nimic» – μια αινιγματική ταινία μικρού μήκους στην οποία και πρωταγωνίστησε.
Ο Γιώργος Λάνθιμος είναι ένας αυθεντικός κινηματογραφιστής, μία από τις ελάχιστες πραγματικά ιδιαίτερες κινηματογραφικές φωνές παγκοσμίως.
«Ήμουν στα γυρίσματα του ντοκιμαντέρ στην Κούβα, όταν με ειδοποίησαν πως ο Λάνθιμος ενδιαφέρεται να συνεργαστεί μαζί μου. Μου αρέσει η δουλειά του, είναι ένας αυθεντικός κινηματογραφιστής, μία από τις ελάχιστες πραγματικά ιδιαίτερες κινηματογραφικές φωνές παγκοσμίως. Είναι φοβερή ευκαιρία για έναν ηθοποιό να συνεργαστεί μαζί του. Θυμάμαι ακόμη εκείνη τη σκηνή όπου έπρεπε να φάω ένα βραστό αυγό. Κατέληξα να τρώω δυο ντουζίνες από αυτά σαν τον Πολ Νιούμαν στο «Cool Hand Luke», εξηγεί με κέφι και συνεχίζει. «Ξέρει ακριβώς τι ψάχνει και ήταν υπέροχο να είμαι κομμάτι του οράματος του. Εγώ πάλι ακόμη δεν είμαι σίγουρος για τι πράγμα μιλάει η ταινία. Θέλω όμως να ξαναδουλέψω μαζί του, και είστε τυχεροί ως Έλληνες που έχετε έναν τόσο σημαντικό δημιουργό. Βέβαια, ο Γιώργος Λάνθιμος είναι Έλληνας, αλλά ανήκει σε όλους μας».
Στο πλαίσιο του πειραματισμού, ο Ματ Ντίλον δεν δίστασε να μπει και σε μαγνητικό τομογράφο. Αυτό υπαγόρευε η ιδέα του εικαστικού Γέσπερ Γιουστ, με τον οποίο γνωρίστηκαν στο Βερολίνο, καθώς και οι δύο εξέθεταν έργα τους. «Δεν είναι μια επιστημονική αλλά μια καλλιτεχνική απόπειρα» παρατηρεί, παρότι εξαιτίας της κλειστοφοβίας του προσπάθησε να μεταπείσει τον Δανό δημιουργό να συνεργαστεί με κάποιον άλλο – «για παράδειγμα, με τη φίλη μου, Σαρλότ Γκενσμπούρ. Αυτός, όμως, ήταν, ανένδοτος: έπρεπε να είμαι εγώ. Τελικά, ήταν συγχρόνως ένα πείραμα και ένα πραγματικό έργο τέχνης», σημειώνει για το οποίο απέσπασε και τα εύσημα του «δύσκολου» Λαρς φον Τρίερ, σκηνοθέτη του στην ταινία «Το σπίτι που έχτισε ο Τζακ».
Την τελευταία βραδιά του στη Θεσσαλονίκη, ο Ματ Ντίλον τιμήθηκε με τον Χρυσό Αλέξανδρο από τον καλλιτεχνικό διευθυντή του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, Ορέστη Ανδρεαδάκη και την ηθοποιό και μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου του Φεστιβάλ, Θέμιδα Μπαζάκα. Έφυγε έχοντας ελευθερώσει τα συναισθήματα του όπως ψιθυρίζει στο «Interfears» του Γιουστ – που θα συνεχίσει να προβάλλεται στο MOMus- Πειραματικό Κέντρο Τεχνών, στην Αποθήκη Β1 στο λιμάνι σε όλη τη διάρκεια του Φεστιβάλ.