Το φετινό Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης φάνηκε να έχει μια ιδιαίτερη αδυναμία στις γυναίκες με το όνομα Μαρία. Όχι αδίκως βέβαια, καθώς μοιάζει σαν οι γυναίκες με το πιο κοινότυπο, συνηθισμένο, και ίσως «βαρετό» όνομα κάνουν τη ζωή τους όσο πιο περίπλοκη, πολυδιάστατη και τρομερά ενδιαφέρουσα γίνεται — κυρίως για εκείνους που την παρατηρούν απ’ έξω. Πέρα από τη «Maria» που “άνοιξε” το 65ο ΦΚΘ — η Αντζελίνα Τζολί ως Κάλλας του Pablo Larrain — και την «Μαρία που έγινε Κάλλας» (σειρά της ΕΡΤ για την αρχή της ζωής της Κάλλας), το «Being Maria» (Την έλεγαν Μαρία της Ζεσικά Παλούντ) αφηγείται την ιστορία της Γαλλίδας ηθοποιού Maria Schneider. Μια ταινία για τη ζωή της, πριν αλλά κυρίως μετά το συμβάν που τη διαμόρφωσε ίσως περισσότερο από οτιδήποτε άλλο: η συμμετοχή της στην ταινία του Bernardo Bertolucci, «Το Τελευταίο Τανγκό στο Παρίσι», με συμπρωταγωνιστή τον απόλυτο σταρ της εποχής, Marlon Brando.
Η ταινία, που είναι βασισμένη στο βιβλίο της ανιψιάς της – Vanessa Schneider, ξεκινάει από την περίοδο που η Μαρία είναι ένα 15χρονο κορίτσι, επιβιώνοντας ανάμεσα στην ανασφαλή και τοξική μητέρα της και τον γνωστό ηθοποιό πατέρα της, που μόλις πρόσφατα μπαίνει στη ζωή της. Η ακραία προσωπικότητα και τα προβλήματα της μητέρας της με τον πατέρα της Μαρίας, την επιτυχία και τη δουλειά του, έχουν ως αποτέλεσμα η ίδια η μητέρα να διώξει τη Μαρία από το σπίτι. Η ιστορία μας μεταφέρεται 4 χρόνια αργότερα, όταν η Μαρία είναι 19 χρονών, μία νέα και άγνωστη ηθοποιός που θέλει να αναδειχθεί και να πετύχει. Ο γνωστός, “έντονος” Ιταλός σκηνοθέτης Bernardo Bertolucci βρίσκει στη Μαρία τον λευκό καμβά που χρειάζεται για να δοκιμάσει πάνω του όλα τα χρώματα της παλέτας του – χωρίς κανένα περιορισμό – με την ταινία του «Το Τελευταίο Τανγκό στο Παρίσι». Της προτείνει να είναι η πρωταγωνίστρια δίπλα στον διάσημο σταρ Marlon Brando.
Η συγκεκριμένη εμπειρία, αν και προβλεπόταν να είναι η αρχή για την εκτίναξη της καριέρας της και μία μοναδική ευκαιρία, καταλήγει να είναι η στιγμή που για εκείνη θα καταστρέψει για πάντα τη ρομαντικότητα, την αλήθεια και την ομορφιά του να είσαι ηθοποιός. Η περιβόητη “σκηνή του βουτύρου” (butter scene), όπως είναι γνωστή, στο «Τελευταίο Τανγκό στο Παρίσι» είναι η στιγμή που ο σκηνοθέτης και ο συμπρωταγωνιστής της την προδίδουν.
Σε μία σκηνή που οι δύο ηθοποιοί διαφωνούν για το πώς θέλουν να εξελιχθεί η σχέση τους, και ενώ στην πρόβα είχε συζητηθεί ο τρόπος και η προσέγγιση που θα ακολουθήσουν, ο Brando, υπό τις οδηγίες του Bertolucci, ξεφεύγει από τον σχεδιασμό της σκηνής, όπως τον γνώριζε η Μαρία, και στην πραγματικότητα τη βιάζει με τα δάχτυλα του αφού πρώτα τα έχει βουτήξει σε βούτυρο. Η αντίδραση της Μαρίας είναι η αντίδραση μίας γυναίκας που την παρενοχλούν σεξουαλικά μπροστά σε μία κάμερα με θεατές: τον σκηνοθέτη, το συνεργείο, αλλά και τον ίδιο τον συμπρωταγωνιστή της, και αργότερα όλο τον κόσμο – γιατί η συγκεκριμένη σκηνή υπάρχει στην ταινία. Η συνέχεια, ίσως είναι χειρότερη από το ίδιο το συμβάν.
Μετά την πρεμιέρα της ταινίας, η ζωή της Μαρίας δεν ήταν ποτέ η ίδια. Αρνητική κριτική, δημόσιος διασυρμός, victim blaming, μία καριέρα που ποτέ δεν ήρθε, καθώς της πρότειναν να παίζει μόνο “γυμνές γυναίκες”, οι επιπτώσεις στην ψυχική της υγεία και τα ναρκωτικά. Η ιστορία μίας ακόμη γυναίκας που έκαναν τη ζωή της να μην της ανήκει και να προσπαθεί να την ξανακερδίσει, με σωστούς ή λάθος τρόπους.
H προσωποποίηση της Μαρίας δεν είναι όμορφη, είναι αληθινήΗ σκηνοθέτιδα Jessica Palud, που είχε υπάρξει και βοηθός του Bertolucci, έκανε μία ταινία γύρω από το πρόσωπο της Anamaria Vartolomei, που υποδύεται τη Schneider. Όλα όσα συμβαίνουν στην ταινία και στην πρωταγωνίστρια περνούν από τα μάτια της Vartolomei στα ατελείωτα κοντινά πλάνα της σκηνοθέτιδας. Μου άρεσε αυτό στην ταινία. Μου άρεσε που ήταν μία ταινία για την Μαρία, για μία γυναίκα, και τα πλάνα και η σκηνοθεσία ήταν συνεχώς στραμμένα γύρω από την παρουσίασή της, το πρόσωπό της. Και φυσικά, η συναισθηματικότητα της ηθοποιού και η ικανότητά της να είναι “διαπεραστική” – και εκείνη αλλά και τα συναισθήματά της στο κοινό – ήταν υπέροχη. Ειδικά όταν σε σκηνές κορύφωσης και έντασης, η Vartolomei και η Palud γκρέμιζαν τον 4ο τοίχο και σε κοιτούσαν στα μάτια. Μπορεί να έβλεπες μία ταινία και να ήσουν “έξω από την οθόνη”, αλλά εγώ εκείνες τις δύο-τρεις στιγμές ένιωσα τρομερά άβολα – ένιωσα ντροπή. Δεν ξέρω, δυστυχώς, ποιος ήταν ο στόχος της σκηνοθέτιδας με αυτές τις επιλογές, ούτε μπορώ να την ρωτήσω, αλλά νιώθω πως αυτός ακριβώς είναι – να κάνει τον θεατή να νιώσει την ευθύνη. Και η αλήθεια είναι πως το σινεμά για μένα δεν έχει την “αμεσότητα” που σου δίνει, για παράδειγμα, το θέατρο, αλλά σε αυτή την ταινία ένιωσα αυτή τη γυναίκα να με κοιτάει στην ψυχή, σαν να ήταν εκεί. Στους άλλους δύο πρωταγωνιστικούς ρόλους, ο Giuseppe Maggio είναι ένας “προσεκτικά παραβιαστικός” και επιβλητικός Bertolucci, και ο Matt Dillon ένας πραγματικά πολύ σωστός Marlon Brando.
Μπορούμε να μιλήσουμε για το πώς έκλεψαν από μία γυναίκα την ελευθερία της επιλογής και της γνώσης, για το πώς, όσο “την βίαζαν δύο άντρες την ίδια στιγμή” – όπως λέει και στην ταινία – άλλο τόσο την βίασε και ο υπόλοιπος κόσμος, κάνοντάς της slut shaming και κατηγορώντας τη για το γεγονός πως ήταν θύμα. Για το πώς, όταν όλοι γύρω σου ρομαντικοποιούν και κανονικοποιούν μία λάθος κατάσταση, οι συνέπειες μπορούν να είναι μόνο καταστροφικές. Αλλά και το πώς, όταν δεν έχεις ούτε έναν άνθρωπο να μιλήσεις και να σε ακούσει – χωρίς να σε αμφισβητήσει – σε κάνει να προσπαθείς παντοτινά να τρέξεις μακριά από το ίδιο σου τον εαυτό και να βρεις καταφύγιο σε όλα εκείνα που υπόσχονται παροδική γαλήνη, αλλά φέρνουν αιώνιο χάος. Θέλω να μιλήσουμε για όλα αυτά, θέλω να μιλάμε για όλα αυτά – συνέχεια. Αλλά μέσα στη μαυρίλα που μπαίνει, και αυτή η γυναίκα, όπως και τόσες άλλες, κατορθώνει να είναι πάντα ανώτερη – και για αυτό θέλω πιο πολύ να μιλήσουμε.
Για το θάρρος της Maria SchneiderΠολλές φορές ξεχνάω από πού προήλθαμε, εγώ και όλες εκείνες οι γυναίκες. Πώς όλα αυτά τα όποια εγώ τώρα έχω ή μπορώ να κάνω, δεν ήταν πάντα κεκτημένα μου.
Το θάρρος μίας γυναίκας που στην δεκαετία του ’70, χωρίς ούτε έναν άνθρωπο δίπλα της – γυναίκα ή άντρα – μίλησε ανοιχτά για ό,τι της συνέβη – ή βασικά για ό,τι της έκαναν – και δεν σταμάτησε ποτέ να μιλάει γι’ αυτό. Και όχι, η ταινία δεν ρομαντικοποιεί καθόλου την περσόνα της. Από τις τεράστιες εκρήξεις της, τη δυσκολία που μπορεί να έφερνε στις ταινίες που έκανε μετέπειτα, και τα ναρκωτικά στα οποία ήταν εθισμένη για πάρα πολλά χρόνια, η προσωποποίηση της Μαρίας δεν είναι όμορφη, είναι αληθινή. Και ακριβώς γι’ αυτό είναι τόσο σημαντικό και σπουδαίο το θάρρος της.
Ο Bertolucci στην ταινία, μετά το γύρισμα της σκηνής, όταν βρίσκει την Μαρία στο καμαρίνι της, προσπαθεί να δικαιολογήσει την κατάσταση λέγοντας πως αν της είχε πει τι θα συμβεί, θα “έπαιζε” και εκείνος δεν ήθελε να “παίξει”. Ήθελε να δει την πραγματική της αντίδραση γιατί, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει, τον ενδιαφέρουν «οι χαρακτήρες και όχι οι ηθοποιοί», και αυτούς θέλει να βλέπει να παίζουν. Δεν είχε καμία σημασία η ίδια η Μαρία, το σώμα της, η θέλησή της, το όποιο δικαίωμα. Ο Brando της λέει πως «είναι απλά μία ταινία», αλλά αν ο καιρός ήταν διαφορετικός και η πραγματικότητα όχι τόσο μισογυνιστική, ούτε ο Marlon θα είχε το δικαίωμα της επιλογής. Αν ο άνδρας δεν εννοούνταν να έχει το πάνω χέρι, τότε θα επηρεαζόταν και η δική του ελευθερία. Θα ήταν και εκείνος απλώς ένα αντικείμενο με πληθώρα συναισθημάτων για τον όποιο Bertolucci – αλλά κάτι τέτοιο δεν ίσχυε ποτέ. Πάντα οι γυναίκες ήταν οι δύσκολες, ή εκείνες που έπρεπε να περιοριστούν ή να διαλυθούν με όποιον τρόπο για να τα καταφέρουν και να θεωρούνται “καλές” – ή απλά να υπάρχουν.
Όταν είδα πρώτη φορά την ταινία και τη συζητούσα στο Φεστιβάλ με άλλους δημοσιογράφους, σχολίασα πως – μεταξύ άλλων – το φορμάτ και το σενάριο της ταινίας ήταν κάτι που είχα ξαναδεί πολλές φορές τα τελευταία χρόνια και δεν ήξερα πώς ένιωθα. Μία δημοσιογράφος μεγαλύτερη από εμένα, μου απάντησε πως ναι, είναι μία ιστορία γυναικείας κακοποίησης και εκμετάλλευσης και ακούμε πολλές από αυτές πλέον, αλλά η συγκεκριμένη είναι αρκετά “καινούρια” – νομίζω μόλις 2 χρόνων – και αφορά ένα πρόσωπο που έχει δοξαστεί και δοξάζεται όσο λίγοι, ειδικά από τη γενιά εκείνης, – τον Marlon Brando. Έχει σημασία αυτό. Και εκεί πάνω στη συζήτηση με γυναίκες που έχουν διαφορετική ηλικία και εμπειρίες από εμένα, κατάλαβα κάτι. Πολλές φορές αντιμετωπίζω τη ζωή, και τον κινηματογράφο, ως μία γυναίκα 23 χρονών που ζει στο 2024. Πολλές φορές ξεχνάω από πού προήλθαμε, εγώ και όλες εκείνες οι γυναίκες. Πώς όλα αυτά τα όποια εγώ τώρα έχω ή μπορώ να κάνω και είναι “φυσιολογικά” (μισώ αυτή τη λέξη), δεν ήταν πάντα κεκτημένα μου – ούτε των γυναικών γενικότερα. Με πιάνω ώρες ώρες να νευριάζω με τα πρόσωπα στην οθόνη ή στα βιβλία, μιας άλλης εποχής, για το πώς χειρίστηκαν μία κατάσταση, για όσα δεν είπαν ή όσα είπαν. Ξεχνάω ότι είμαι 23 χρονών γυναίκα το 2024 και έχω προνόμια και δυνατότητες που εκείνες δεν είχαν. Πέφτω στην παγίδα – (κατα)κρίνω τις γυναίκες. Αλλά επειδή καμία και κανείς δεν είναι τέλεια/-ος, και όσο μπροστά και να είμαστε και όσα και να έχουμε καταφέρει, μεγαλώσαμε και ζούμε όλοι σε μία πατριαρχική και μισογυνιστική κοινωνία – γι’ αυτό πιο πολύ από όλα χρειαζόμαστε ταινίες σαν το «Being Maria». Να ακουστούν όλες οι ιστορίες και να ειπωθούν όλα – σε μεγάλες οθόνες και σε γεμάτες αίθουσες, όπως εκείνες του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης.