MENU
Κερδίστε Προσκλήσεις
ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ
15
ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ
ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ

Δημήτρης Σκύλλας: Η ανθρωπιά είναι αυτή που μένει τελικά στο έργο μας

Όταν το Ίδρυμα Τεχνών και Πολιτισμού Κωνσταντινούπολης τού πρότεινε να γράψει ένα έργο για τα 100 χρόνια από τη Συνθήκη Λωζάννης, ο Δημήτρης Σκύλλας δέχτηκε, γιατί πιστεύει στην ανωτερότητα της τέχνης και την αδελφότητα των λαών. Το αποτέλεσμα; Ένα έργο – μοιρολόι, με τίτλο “The Last Anthem”, που θα ακούσουμε σε πρώτη πανελλήνια εκτέλεση στο Ωδείο Αθηνών.

Τατιάνα Γεωργακοπούλου | 15.11.2024 Photo credit: Cem Gülsüm

Σε ηλικία 32 ετών, έγραψε ιστορία όταν έγινε ο πρώτος Έλληνας που έγραψε μουσική για τη Συμφωνική Ορχήστρα του BBC. Το έργο, με τίτλο “Kyrie Eleison”, έκανε θριαμβευτική πρεμιέρα στο θρυλικό Barbican – και όλοι μιλούσαν για μια από τις σημαντικότερες μουσικές αναθέσεις που έχει δοθεί σε Έλληνα συνθέτη. Είχε προηγηθεί το ντεμπούτο του το 2016, στο ιστορικό Αβαείο του Ουέστμινστερ, η παγκόσμια πρώτη προβολή του πιάνου της Μαρία Κάλλας στη Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση, με το έργο του “Abyss” και το 2018 μία ανάθεση από το Εθνικό Θέατρο για τη μουσική της «Ηλέκτρας», σε σκηνοθεσία Θάνου Παπακωνσταντίνου – η πρώτη από τις τρεις συνολικά συνθέσεις του για λογαριασμό του Εθνικού. Στα 35 του είδε τη ζωή του να γίνεται ντοκιμαντέρ μέσα από το “Afterpop”, μια παραγωγή του Onassis Culture, που έκανε πρεμιέρα στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης το 2022 και μας έδωσε μια ματιά στη ζωή ενός νέου συνθέτη, που κάνει μουσική για το “τώρα” και το “πάντα”.

Είναι δύσκολο να πιστέψεις ότι όλα αυτά τα έχει καταφέρει ένας νέος καλλιτέχνης, πριν καλά καλά πατήσει τα 40 χρόνια ζωής σε αυτόν τον πλανήτη. Κι όμως, ο Δημήτρης Σκύλλας το κάνει να φαίνεται εύκολο: Όταν μιλάει για την αργή καθημερινότητά του, την αγάπη του για τα πάρτι, την επιμονή του να μην επαναπαύεται και να κυνηγά νέες δημιουργικές συνεργασίες.

Αυτή η επιμονή μάλλον, σχεδόν νομοτελειακά, τον βρήκε στην Κωνσταντινούπολη να αναλαμβάνει τη σύνθεση ενός έργου, με αφορμή τα 100 χρόνια από τη Συνθήκη της Λωζάννης. Η ανάθεση έγινε από το Φεστιβάλ Μουσικής Κωνσταντινούπολης 2024 και το Ίδρυμα Τεχνών και πολιτισμού Κωνσταντινούπολης [IKSV], με στόχο την ενίσχυση των ελληνοτουρκικών πολιτιστικών σχέσεων, ενώ η πρεμιέρα πραγματοποιήθηκε με επιτυχία το καλοκαίρι στην Κωνσταντινούπολη.

Τη Δευτέρα 18 Νοεμβρίου, ο Δημήτρης Σκύλλας θα παρουσιάσει το έργο του, με τίτλο “The Last Anthem”, σε πρώτη πανελλήνια εκτέλεση στο Ωδείο Αθηνών, σε συνεργασία με την Χορωδία της ΕΡΤ και σκηνοθετική επιμέλεια του Θάνου Παπακωνσταντίνου. Λίγες μέρες πριν την ελληνική πρεμιέρα του έργου, μιλήσαμε μαζί του για το πολύ ενδιαφέρον αυτό εγχείρημα.

Πριν λίγες ημέρες ήσουν στην Τουρκία. Τώρα πού σε πετυχαίνουμε;

Από τον Βόσπορο, στο κέντρο της Αθήνας. Ήμουν Κωνσταντινούπολη για 20 μέρες, για μία νέα συνεργασία που ετοιμάζω, οπότε ήρθα κατευθείαν από εκεί. Είναι κάπως καρμικό όλο αυτό. Βέβαια, είχα πάει για άλλο έργο, αλλά ετοιμάζομαι να παρουσιάσω το έργο που έγραψα και παρουσίασα εκεί. Οπότε έρχομαι κατευθείαν από τον αέρα της Πόλης. Είναι όλο πολύ φρέσκο.

Αρα σε βρίσκουμε σε φαση προετοιμασίας;

Ναι, εντελώς. Εντάξει, η αλήθεια είναι ότι το έχω “ξανακάνει” μέσα σε εισαγωγικά. Γιατί, η πρώτη πρεμιέρα του The Last Anthem έγινε τον Ιούνιο στην Κωνσταντινούπολη – και μπορώ να πω ότι ήταν μια από τις πιο ωραίες πρεμιέρες που έχω ποτέ κάνει στη ζωή μου. Ίσως λόγω του θέματος, που είναι η ανταλλαγή των πληθυσμών. Η χορωδία το προσέγγισε πολύ όμορφα – στο τέλος υπήρχε κόσμος που έκλαιγε. Βέβαια, δεν είναι αυτό το ζητούμενο. Θα ήταν μια πολύ φτηνή αντιμετώπιση του συναισθήματος αυτή, και φυσικά δεν σημαίνει ότι ο κόσμος πρέπει να κλαίει για να είναι κάτι καλό. Αλλά ναι, ήταν μια πολύ συγκινητική πρεμιέρα, οπότε προς το παρόν έχω ακόμα την αίσθηση εκείνης της πρεμιέρας, δεν έχω καταλήξει πώς θα είναι στην Ελλάδα. Το μόνο που ξέρω είναι ότι θα είναι μια καινούρια εμπειρία.

Το ζήτημα των ελληνοτουρκικών σχέσεων είναι κάπως αμφιλεγόμενο. Δίστασες να πεις το “ναι”;

Υπήρχαν πολλοί φίλοι και συνεργάτες από την Ελλάδα που μου έλεγαν να μην το κάνω. Θεωρώ όμως ότι αν δεν το έκανα, θα ήταν το μεγαλύτερο λάθος που έχω κάνει στα επαγγελματικά μου, έως τώρα. Γιατί πραγματικά ήταν ένα μεγάλο άνοιγμα για εμένα, και σαν επαγγελματίας, αλλά και προσωπικά, ως Δημήτρης. Σαν αίσθηση και σαν εμπειρία, νομίζω ότι ήταν ό,τι καλύτερο έχω κάνει, το να πω αυτό το “ναι”. Διότι καταρχάς το Ίδρυμα Πολιτισμού και Τεχνών, με το οποίο συνεργάζομαι, αποτελείται από εξαιρετικούς ανθρώπους, φιλότεχνους και διεθνείς, που βλέπουν “πάνω” από τις πολιτικές διαστάσεις των πραγμάτων. Είναι άνθρωποι μορφωμένοι που διοεργανώνουν όλα τα μεγάλα φεστιβάλ της Κωνσταντινούπολης, οπότε αποζητούν την επαφή με τον διεθνή κόσμο. Επίσης, δεν έχω εκλάβει μεγαλύτερο σεβασμό για τη δουλειά μου. Αν έχουμε να μάθουμε κάτι από την Κωνσταντινούπολη, αυτό είναι το πώς να προσεγγίζουμε τις αναθέσεις νέων έργων, αλλά και το πόσο φιλόξενοι είναι στην κουλτούρα τους. Αυτό που είδα εκεί, δεν το έχω ξαναδεί πουθενά αλλού, όπου έχω δουλέψει.

Είμαστε καλλιτέχνες και η τέχνη είναι πάνω από την πολιτική

Αυτή η συνεργασία πώς προέκυψε;

Η ανάθεση ήρθε από το Ίδρυμα Τεχνών και πολιτισμού Κωνσταντινούπολης [IKSV]. Προφανώς, όταν σου λένε να γράψεις ένα έργο για ένα τόσο σοβαρό θέμα, για τα 100 χρόνια από τη Συνθήκη της Λωζάννης και την ανταλλαγή πληθυσμών, που επηρέασε 2 εκατομμύρια ανθρώπους – 1.600.000 περίπου Έλληνες και 400.000 Τούρκους – σκέφτεσαι πολύ σοβαρά πώς θα το κάνεις, ποιες χορδές θα αγγίξεις και το ποιος μπορεί να παρεξηγηθεί από αυτό το θέμα. Αλλά προς Θεού, είμαστε καλλιτέχνες και η τέχνη είναι πάνω από την πολιτική. Η πραγματική τέχνη, τουλάχιστον, που έχει μέσα της το ιδεατό. Οπότε εγώ δεν μπήκα σε διαδικασία να σκεφτώ τις ελληνοτουρκικές αμφιλεγόμενες διαστάσεις, την πολιτική πλευρά, για να με αποτρέψω από το να κάνω το έργο μου. Γιατί εγώ σε αυτό το έργο μιλώ για τους πρόσφυγες, για το τι σημαίνει να χάνεις το σπίτι σου, το οποίο είναι συνέχεια επίκαιρο. Μέσω μιας ιστορικής συνθήκης, λοιπόν, ένας δημιουργός μπορεί και να φτιάξει ένα έργο, που θα μιλά καθολικά για την απώλεια. Γιατί η ανθρωπιά είναι πάνω απ’ όλα και είναι αυτή που μένει στο έργο μας. Όχι η πολιτική.

Έχω την εντύπωση ότι ο απλός λαός μπορεί να καταλάβει ότι δεν έχουμε τίποτα να χωρίσουμε.

Σιγουρα δεν έχουμε τίποτα να χωρίσουμε. Οι νέες γενιές έχουμε μεγαλώσει με διαφορετικά κριτήρια, μας ενδιαφέρει η σύνδεση. Δεν μπορούμε να αγνοήσουμε ότι οι Έλληνες ταιριάζουν με τους Τούρκους σε πολλά θέματα. Είμαστε πραγματικά αδέρφια. Αυτός ήταν ο στόχος του ιδρύματος από την αρχή, να μιλήσουμε δηλαδή για αδελφότητα μεταξύ των δύο λαών, μέσω του πολιτισμού. Στην πρεμιέρα, για να καταλάβεις, η Εfruz Çakirkaya, διευθύντρια του φεστιβάλ, η οποία θα παρευρεθεί και στην ελληνική πρεμιέρα, φόρεσε τα χρώματα της ελληνικής σημαίας, μπλε και λευκό, και μίλησε για τον κοινό παρονομαστή στον θρήνο. Στην πρεμιέρα στην Κωνσταντινούπολη ήταν και η μητέρα της, αλλά και η δική μου οικογένεια. Μάλιστα, έδειξε τη μητέρα μου, τη γιαγιά και τη θεία μου στο κοινό, και μίλησε για το πώς τελικά είμαστε όλοι κοινοί σε αυτό. Αυτό δείχνει ότι πραγματικά δεν έχουμε τίποτα να χωρίσουμε, ειδικά εμείς στον πολιτισμό.

Αλλά η ερώτηση είναι πολύ σωστή, γιατί πολύς κόσμος μου έλεγε “μην το κάνεις” και αν δεν το έκανα θα είχα χάσει πολλές από τις εμπειρίες που έζησα. Ήμουν ο πρώτος resident συνθέτης του ιδρύματος – κάτι πολύ τιμητικό για εμένα – οπότε ως μέρος της φιλοξενίας τους, με φιλοξένησαν στην Κωνσταντινούπολη για κάποιο καιρό, ώστε να έρθω σε επαφή με την κουλτούρα τους, πριν κάνω το έργο. Με προσκάλεσαν σε δείπνα, με ξενάγησαν σε εκθέσεις, με γνώρισαν σε κόσμο, και αυτό άρχισε να μου ανοίγει κι άλλους κόσμους, ένα παράθυρο προς την Ανατολή, όπως το λένε και οι φίλοι μου. Οπότε με ένα “όχι”, θα είχα χάσει όλες αυτές τις εμπειρίες.

Στο The Last Anthem μιλώ για τους πρόσφυγες, για το τι σημαίνει να χάνεις το σπίτι σου, το οποίο είναι συνέχεια επίκαιρο.

Και κυρίως θα έχανες την ευκαιρία να μεταφέρεις αυτό το τόσο επίκαιρο μήνυμα.

Ακριβώς. Και το μήνυμα αυτό είναι πολύ σημαντικό: ότι, δηλαδή, μπροστά στα μεγάλα συναισθήματα, είμαστε όλοι ίδιοι, πάνω από την πολιτική, και πόσο μάλλον με τη μουσική που είναι μια τέχνη άπιαστη, αόρατη σχεδόν. Γι’ αυτό και το Last Anthem είναι μελοποιημένο σε τρεις γλώσσες, στα τούρκικα, στα ελληνικά και στα αγγλικά. Αυτό ήταν εντελώς δική μου επιλογή, οι Τούρκοι δεν μου είχαν δώσει καμία “γραμμή”, μου είπαν αν θέλω να το γράψω και εξ ολοκλήρου στα ελληνικά. Ήθελα όμως να το κάνω στα τουρκικα, πρώτον γιατί μου αρέσει πολύ η γλώσσα και βρήκα καινούριες κατευθυντήριες γραμμές για τον ήχο,  δεύτερον γιατί ήθελα να τιμήσω το γεγονός ότι επέλεξαν έναν Έλληνα συνθέτη, για να γράψει αυτό το έργο. Το έργο αποτελεί συμπαραγωγή και με τις ΗΠΑ, με την Cappella Romana, που είναι μια πολύ διάσημη χορωδία, με υπεύθυνο και μαέστρο τον Ελληνοαμερικάνο Alexander Linga – ο οποίος ήταν και ο μαέστρος που διηύθυνε τους ορθόδοξους ύμνους στην στέψη του βασιλιά Καρόλου. Εξού και οι τρεις γλώσσες, λοιπόν, για να τιμήσω και τις τρεις χώρες. Θα γίνει και στις ΗΠΑ πρεμιέρα μέσα στο 2025 και σίγουρα θα ταξιδέψει και αλλού.

Θα μας πεις περισσότερα για το τι θα δούμε τη Δευτέρα 18 Νοεμβρίου στο Ωδείο Αθηνών; Είδα ότι τη σκηνοθετική επιμέλεια έχει αναλάβει ο Θάνος Παπακωνσταντίνου.

Καταρχάς, αυτό το έργο για εμένα είναι ένας θρήνος, ένα μοιρολόι. Έχω δουλέψει ξανά με φωνές, στο θέατρο και συγκεκριμένα στην Επίδαυρο δύο φορές – στην Ηλέκτρα το 2018 και στις Βάκχες φέτος, πάλι με τον Θάνο [Παπακωνσταντίνου] – και στους Ελεύθερους Πολιορκημένους του Εθνικού μέσα στην πανδημία, το 2021. Οπότε έχω δουλέψει τρεις φορές στο θέατρο – και τις τρεις με γυναικείες φωνές. Η μουσική μου, λοιπόν, έχει αποκτήσει μια θεατρικότητα και μια θεατρική δραματουργία, η οποία δεν εκφράζεται απαραίτητα τόσο πολύ στο σώμα, αλλά στον ήχο. Θέλω η μουσική μου να είναι τρισδιάστατη, όχι δισδιάστατη. Δηλαδή δεν με ενδιαφέρει να φτιάξω μια ωραία μουσική, την οποία θα ακούσει ο ακροατής και θα περάσει από μπροστά του και θα φύγει. Αυτό το λέω δισδιάστατο εγώ. Με ενδιαφέρει να φτιάχνω μουσικές, τελετουργίες μάλλον, οι οποίες με τον ήχο συμπεριλαμβάνουν και τον ακροατή, είναι δηλαδή τρισδιάστατη η εμπειρία. Οπότε, με το να προσπαθήσω σε αυτό το έργο – και σε άλλα έργα που γράφω – να πατήσω στην έννοια του θρήνου και της τελετής, προσπαθώ έτσι να δώσω μια δραματουργία της όλης αισθητικής. Απο ‘κει και πέρα με τον Θάνο, σκεφτόμαστε κάποια είσοδο ή έξοδο της χορωδίας, ώστε να θυμίζει περισσότερο τελετή ταφής και σκεφτόμαστε και κάποιο φωτισμό. Αλλά όλα θα είναι διακριτικά. Και πάνω απ’ όλα σε μία εποχή, που όλα έχουν να κάνουν με την εικόνα, πρέπει να διατηρήσουμε την “αρτιμέλεια” του ήχου. Κάνουμε συναυλίες και μας ρωτούν ποιος σκηνοθετεί; Τώρα τυχαίνει να σκηνοθετεί ο Θάνος, το δοκίμασα κι εγώ μια φορά, αλλά γενικά θεωρώ ότι η χώρα μας δεν έχει κανένα άνοιγμα για την concert music. Προσπαθώ πολλές φορές να σκεφτώ ποιος φορέας ή ίδρυμα αναθέτει καθαρά μουσική στην Ελλάδα και δυσκολεύομαι. Άρα εμείς οι συνθέτες μένουμε χωρίς δουλειά ή κάνουμε παραγωγές σε άλλους χώρους, για να μπορέσουν να επιβιώσουμε. Οφείλουμε να στηρίξουμε τη μουσική όσο μπορούμε, γιατί θα χαθεί εντελώς.

Αν έχουμε να μάθουμε κάτι από την Κωνσταντινούπολη, αυτό είναι το πώς να προσεγγίζουμε τις αναθέσεις νέων έργων

Στο Λονδίνο είναι πολύ διαφορετική η κατάσταση;

Ναι είναι. Προφανώς και εκεί υπάρχουν προβλήματα, αλλά στο Λονδίνο υπάρχει μεγάλο φιλόμουσο κοινό. Υπάρχει αρκετός κόσμος για να παρακολουθήσει και προφανώς γίνονται συνέχεια συναυλίες και εκεί. Αλλά υπάρχει μία συγκεκριμένη κουλτούρα. Εμένα, πάντως, δεν με ενδιαφέρει απαραίτητα το μουσικό κοινό, εμένα με ενδιαφέρει το γενικό κοινό. Γι’ αυτό και δεν με ενδιαφέρει καθόλου η ακαδημαϊκή μουσική και η ακαδημαϊκή προσέγγιση. Με ενδιαφέρει ο απλός κόσμος. Αλλά όχι και να χαϊδέψω τα αυτιά κανενός με easy listening ή μέσα σε εισαγωγικά “κλασικής μουσικής αισθητική”, για να χαρούμε όλοι.

Ίσως υπάρχει αυτή η κουλτούρα στο Λονδίνο, ακριβώς επειδή καλλιεργείται, δίνονται αναθέσεις κλπ.

Μα προφανώς. Και αν θες, όλο αυτό ξεκινάει και από τη δημοσιογραφία. Θα ήθελα να τολμήσουν δημοσιογράφοι να έρχονται σε νέα μουσικά έργα και να γράφουν την άποψή τους. Υπάρχει ένας φόβος, από την πλευρά των δημοσιογράφων, προς τα έργα για ορχήστρες ή για έργα “κλασικής” μουσικής. Γιατί νιώθουν ότι δεν έχουν τις κατάλληλες προδιαγραφές και τεχνικές γνώσεις. Αλλά όχι, εγώ ζητάω να έρχεται κόσμος να γράφει την εντύπωσή του. Εφόσον υπάρχουν συνθέτες που κάνουν μουσική για το κοινό, οι δημοσιογράφοι πρέπει να έρχονται και να γράφουν ως κοινό. Είναι πολύ σημαντικό αυτό για εμάς τους συνθέτες. Γιατί δεν καλλιεργείται αυτή η κουλτούρα από καμία πλευρά.

Ο Δημήτρης Σκύλλας γεννήθηκε στο Βόλο. Τα τελευταία 20 σχεδόν χρόνια ζει και εργάζεται στο Λονδίνο

Ο Δημήτρης Σκύλλας γεννήθηκε στο Βόλο. Τα τελευταία 20 σχεδόν χρόνια ζει και εργάζεται στο Λονδίνο

Έχεις μιλήσει πολλές φορές για αυτό το όραμά σου, να κάνεις δηλαδή αυτό το είδος μουσικής “ανοιχτό” στο ευρύ κοινό. Πόσο εύκολο έχει αποδειχτεί;

Είναι πολύ δύσκολο. Εκτός αν το κάνεις μέσω θεάτρου. Για παράδειγμα, φέτος στις Βάκχες, ήμουν πολύ ικανοποιημένος με το αποτέλεσμα και νιώθω ότι έγραψα μια μουσική που μπορεί να σταθεί και μόνη της, που μπορεί να επικοινωνήσει με το κοινό. Και είναι πολύ ωραίο να το βλέπεις να συμβαίνει και να ακούς ωραία λόγια και μακάρι αυτό να γινόταν και στα concert halls. Γιατί η μουσική ουσιαστικά είναι η ίδια. Φαντάσου, το The Last Anthem, γράφτηκε ακριβώς τις ίδιες μέρες με τις Βάκχες της Επιδαύρου. Στην Τουρκία είχα μια κλασική γυναικεία χορωδία, ενώ στην Ελλάδα έναν γυναικείο Χορό, να τραγουδά για εμένα. Έκανα πρόβες και η μία επιρροή έπαιρνε την άλλη και αυτο δημιούργησε στοιχεία ανατολίτικα στις Βάκχες και στοιχεία ελληνικής τραγωδίας και θρήνου στο Last Anthem. Για εμένα αυτό είναι η ανταλλαγή. Και ξέρω ότι αν έβαζα την ίδια μουσική σε θέατρο, θα ερχόταν περισσότερος κόσμος. Υστερούμε πολύ στη μουσική. Και δεν θέλω να το παίξω Ρομπέν των Δασών, αλλά σκέφτομαι και τον καλλιτέχνη που μένει στην Ελλάδα και θέλει να κάνει συνθέσεις, αλλά δεν μπορεί να ζήσει από αυτό.

Αν δεν υπάρχει σύνδεση με το κοινό, γιατί να κάνουμε τέχνη; Για το Instagram;

Εσύ γιατί κάνεις μουσική;

Όταν κάθομαι στο πιάνο και γράφω, σε κάθε μουσική απόφαση που παίρνω στο έργο, σκέφτομαι την αντίδραση του κοινού. Όχι το αν θα αρέσει, ή όχι, αλλά το πώς θα επηρεάσει το κοινό, το πώς θα κάνεις μια ξαφνική έκρηξη μέσα στην ορχήστρα και αυτό θα επηρεάσει το σώμα, το στομάχι, το μυαλό των ακροατών. Είναι πολύ σημαντικό να στοχεύουμε σε αυτόν τον συντονισμό, γιατί αλλιώς μετά κάνουμε κάτι άλλο εμείς και κάτι άλλο νιώθει το κοινό. Και έτσι δεν υπάρχει καμία σύνδεση; Άρα γιατί κάνουμε τέχνη τότε; Για το Instagram; Προφανως το κάνω για αυτή την αλληλεπίδραση, γιατί θέλω να δημιουργήσω ένα ταξίδι για αυτόν που θα έρθει να το ακούσει – και μπορεί να μην του αρέσει και καθόλου. Και δεν πειράζει καθόλου αυτό. Αν μπορείς, όμως, να αγγίξεις πέντε ανθρώπους, να το κάνεις. Γιατί αλλιώς δεν έχει νόημα να το κάνουμε όλο αυτό.

Πάντως, αυτό που κάνω δεν είναι καθόλου αυτό που λέμε “κλασική” μουσική – και δεν έχω βρει ακόμα τι είναι αυτό που κάνω. Πάντως, σίγουρα όχι κλασική μουσική, μου φαίνεται απομακρυσμένη από τα συναισθήματά μου. Με ενδιαφέρει η μουσική ανα τους αιώνες, που έχει δημιουργηθεί με μία πρόθεση εκτός μουσικής. Με ενδιαφέρει η αμεσότητα. Όσο μεγαλώνω, το μαθαίνω όλο και περισσότερο, αφαιρώ όλα μου τα ακαδημαϊκά κατάλοιπα και γι’ αυτό το έργο μου γίνεται πιο καθαρό και στοχευμένο. Με ενδιαφέρει λοιπόν να τυπάρχει μια ειλικρίνεια και μια ευθύτητα στη μουσική την ίδια. Με συγκινεί γιατί ζούμε σε έναν κόσμο που κρύβεται πίσω από τις οθόνες.

Έχεις παίξει σε όλο τον κόσμο, σε ιστορικά venues, έχεις κάνει διεθνείς συνεργασίες, συμπεριλαμβανομένης της Ορχήστρας του BBC, έχει γυριστεί ντοκιμαντέρ για εσένα και όλα αυτά πριν κλείσεις καν τα 40. Έχει μείνει κάποιο ανεκπλήρωτο όνειρο στη λίστα σου;

Πάρα πολλά! Νιώθω ότι δεν έχω κάνει τίποτα. Αλήθεια. Νιώθω ότι μόλις ενηλικώθηκα και ότι δεν έχω φτάσει καθόλου εκεί που θέλω να φτάσω. Δεν λέω ότι είμαι στο αντίθετο ρεύμα, αλλά πάντα ψάχνω κάτι πολύ υψηλό που δεν ξέρω πως να το βρω. Το σκέφτομαι και το χάνω. Νιώθω ότι είμαι στον σωστό δρόμο όμως. Θα μπορούσα να επαναπαυτώ στα ωραία που μου έχουν συμβεί, αλλά νιώθω ότι πραγματικά είμαι στο 15% του στόχου μου και έχω πολύ άγχος. Η καθημερινότητά μου είναι πολύ αργή, δεν έχω αυτή την πειθαρχία που έχουν άλλοι και γράφουν κάθε μέρα όλη μέρα – κάποιες φορές το ζηλεύω αυτό. Ζω πολύ και γράφω λιγότερο. Όταν πήγα στην Κωνσταντινούπολη, για να γράψω αυτό το έργο, περισσότερο έργο πέρασα ανακαλύπτοντας την πόλη και διασκεδάζοντας σε πάρτι, παρά γράφοντας νότες. Αλλά στο τέλος, όλο αυτό που σου βγαίνει στο χαρτί είναι η ζωή.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Ημερομηνία:Δευτέρα 18 Νοεμβρίου 2024
Ώρα έναρξης:20:30

Συμμετέχουν:Χορωδία της ΕΡΤ, Θάνος Μαργέτης | Εκκλησιαστικό Όργανο, Μαρία Δελή | Μπαγιάν ακορντεόν, Γιάννης Καΐκης | Τρομπόνι, Θοδωρής Βαζάκας | Τύμπανα – Κρουστά, Σκηνοθετική επιμέλεια [The Last Anthem]: Θάνος Παπακωνσταντίνου, Μουσική διεύθυνση: Μιχάλης Παπαπέτρου
Τιμή εισιτηρίου:Διακεκριμένη: 15€, Γενική Είσοδος: 10€, Μειωμένο: 6€ (Φοιτητικό, άνεργοι, νέοι – μέχρι 25 ετών, ΑΜΕΑ και άνω των 65 ετών)
Πληροφορίες Χώρου:Ωδείο Αθηνών, Ρηγίλλης και Βασιλέως Γεωργίου B 17-19, Τηλέφωνο: 21 0724 0673

Περισσότερα από Πρόσωπα