Θεατής: «Αμφιβολία» στο Θέατρο Δημήτρης Χορν
Εντυπώσεις από την παράσταση της «Αμφιβολίας» του John Patrick Shanley, που παρουσιάζεται στο Θέατρο Δημήτρης Χορν, σκηνοθεσία Γιώργου Παπαγεωργίου.
Ένας καθολικός ιερέας κατά τη διάρκεια του κηρύγματος του θέτει ένα κρίσιμο όσο και βασανιστικό ερώτημα: «Τι κάνουμε όταν δεν είμαστε σίγουροι»; Ο λόγος του, όπως άλλωστε και ολόκληρο το Βραβευμένο με Πούλιτζερ έργου του John Patrick Shanley, που παρουσιάζεται, στο Θέατρο Δημήτρης Χορν, σε σκηνοθεσία Γιώργου Παπαγεωργίου, διατρέχεται από την έννοια της «Αμφιβολίας» -εξού και ο τίτλος της παράστασης. Μία μόνο λέξη, ικανή να ριζώσει με δύναμη μέσα σου ενώ σε μαθαίνει πως να περπατάς σε ασταθές έδαφος.
«Η αμφιβολία μπορεί να γίνει ένας δεσμός ισχυρός, συνεκτικός και ζωογόνος όσο και η βεβαιότητα. Όταν είστε χαμένοι δεν είστε μόνοι», λέει ο πατέρας Φλιν (Νικόλας Χανακούλας) απευθυνόμενος προς εμάς, στην πλατεία του θεάτρου, που ίσως από πάντα να ήμασταν ένα είδος «ποιμνίου» όπως οι ενορίτες ίσως από πάντα να ήταν θεατές ενός είδους «περφόρμανς» θρησκευτικού χαρακτήρα. Ο πατέρας Φλιν αποπνέει μια γαλήνη και μια ηρεμία καθώς μάς καθησυχάζει εξηγώντας μας γιατί είναι σημαντικό να μη φοβόμαστε να αμφιβάλουμε. Τα λόγια του πολλές φορές μέσα στο έργο δίνουν την εντύπωση πως προμηνύουν τις καταιγιστικές εξελίξεις στη δίνη των οποίων θα βρεθεί και ο ίδιος. Αυτό συμβαίνει και με το συγκεκριμένο κήρυγμα του. Έτσι ξεκινάει η παράσταση «Αμφιβολία».
Το έργοΤο έργο του John Patrick Shanley έκανε πρεμιέρα στο Off-Broadway τον Νοέμβριο του 2004. Η υπόθεση τοποθετείται σε ένα Καθολικό Σχολείο, στο Μπρονξ της Νέας Υόρκης, τη δεκαετία του ’60. Η Αδελφή Αλοΐσιους (Φιλαρέτη Κομνηνού), η αυστηρών αρχών διευθύντρια του σχολείου, μετά από μια συζήτηση με τη νεαρή δασκάλα Αδελφή Τζέιμς (Χριστίνα Χριστοδούλου), αρχίζει να υποπτεύεται τον Πατέρα Φλυν (Νικόλα Χανακούλα), έναν πιο προοδευτικό και ανοιχτόμυαλο ιερέα, για σεξουαλική παρενόχληση ενός 12χρονού μαθητή -του πρώτου Αφροαμερικανού στο συγκεκριμένο εκπαιδευτικό ίδρυμα. Δύο άνθρωποι διαφορετικών κοσμοθεωριών αντιπαρατίθενται ο ένας απέναντι στον άλλον σε ένα «πεδίο μάχης» όπου η αμφιβολία με τη βεβαιότητα έρχονται σε σύγκρουση και κανείς δεν βγαίνει νικητής από μια τέτοια αναμέτρηση αναμέτρηση.
Στο έργο του Shanley ο θεατής δεν απελευθερώνεται ποτέ πλήρως από τα δίχτυα της αμφιβολίας. Όταν προσπαθεί να γραπωθεί από μια βεβαιότητα, είναι η επόμενη σκηνή που έρχεται να την ανατρέψει και τότε η αμφιβολία παρουσιάζεται ως η μόνη διέξοδος. Αμφιβολία για το τι πραγματικά έγινε, για τους ήρωες και τα (φανερά και κρυφά) κίνητρα τους, την αλήθεια και το ψέμα, το σωστό και το λάθος. Βρισκόμαστε εδώ ως θεατές όχι για να δικάσουμε και να καταδικάσουμε αλλά για να αμφιβάλλουμε καθώς μπροστά στα μάτια μας ξετυλίγεται ένα συναρπαστικό ψυχολογικό δράμα, με προεκτάσεις σε μια από τις πιο ταραγμένες δεκαετίες της αμερικανικής ιστορίας -στην οποία και τοποθετείται- και το οποίο, με τη συνδρομή του Βασίλη Μαγουλιώτη στη δραματουργική επεξεργασία του κειμένου, έρχεται να επιστήσει την προσοχή μας στις ατραπούς των δικών μας χαλεπών καιρών: Πόσες φορές δεν βιαστήκαμε να πάρουμε θέση απέναντι σε γεγονότα υποστηρίζοντας την άποψη μας με έναν άκαμπτο δογματισμό. Πόσες φορές πιστέψαμε ότι τα ξέρουμε όλα ενώ κατά βάθος δεν γνωρίζουμε τίποτα; Πόσο δύσκολο μάς είναι να παραδεχτούμε ότι αμφιβάλλουμε;
Λέξεις που βγήκαν από στόματα και σκορπίζονται σαν πούπουλα στον άνεμο -αδύνατον να τις πάρεις πίσω μας προειδοποιεί ο Πατέρας Φλυν στο δεύτερο κήρυγμα του- αποκαλύπτουν πως τα «πλοκάμια» αυτής της ιστορίας εξαπλώνονται πολύ πέρα από τους τοίχους αυτού του σχολείου. Στην κρίση στους κόλπους της Καθολικής Εκκλησίας. Και ακόμη παραπέρα σε μια κοινωνία όπου το «νέο» διεκδικεί έδαφος από το «παλιό», που μαστίζεται από κάθε είδους στρεβλή ιεράρχηση -φυλετικές διακρίσεις, ταξικές αντιθέσεις, πατριαρχία- εκεί που η δύναμη περνιέται για αδυναμία και η αυστηρότητα για προνοητικότητα. Και αν ο πατέρας Φλυν δεν έκανε αυτό για το οποίο κατηγορείται (ή μήπως το έκανε;), αυτό δεν σημαίνει ότι το να είσαι ένα 12χρονό μαύρο, ομοφυλόφιλο παιδί δεν σε καθιστά ευάλωτο σε έναν κόσμο που έμαθε να μισεί οτιδήποτε δεν του μοιάζει, εκεί που το «μικρό ψαράκι» προσπαθεί να κάνει ησυχία μη τυχόν και τσιγκλήσει το «μεγάλο ψάρι» της όποιας εξουσίας, τόσο μέσα όσο και έξω από το σπίτι. Ή δεν σημαίνει ότι η σιωπή ή η συγκάλυψη δεν είναι συνενοχή.
Ο Γιώργος Παπαγεωργίου σκηνοθετεί μια παράσταση έντονων εσωτερικών και εξωτερικών συγκρούσεων, καταφέρνοντας να διατηρήσει μια αίσθηση ισορροπίας στην αυξομείωση του τόνου της δραματικής έντασης, εκεί που τη μια στιγμή η αμφιβολία ακούγεται σαν απεγνωσμένος ψίθυρός και την επόμενη σαν κραυγή αγωνίας. Με τη συνδρομή των σκηνικών της Αλέγιας Παπαγεωργίου, επιλέγει να προσδώσει στην παράσταση του μια αίσθηση κινηματογραφικής αφήγησης, πότε με παράλληλη σκηνική δράση, πότε με τις σκηνές να διαδέχονται η μία την άλλη σαν σεκάνς, αποκαλύπτοντας ή αποκρύπτοντας τα τρωτά σημεία στις «πανοπλία» των χαρακτήρων του δράματος, ή απλώς πτυχές του εαυτού τους που κρατάνε κρυφές κάτω από τα ράσα.
Ο μινιμαλιστικός σκηνικός διάκοσμος δεν αφήνει χώρο αμφισβήτησης ότι έχουμε να κάνουμε με ένα ψυχρό συντηρητικό περιβάλλον που η πρόοδος και η ποικιλομορφία αποθαρρύνεται -στην ίδια γραμμή και τα κοστούμια της Αλέγιας Παπαγεωργίου- ενώ, παράλληλα, δίνει την εντύπωση πως οι ήρωες είναι «περιπλανώμενοι ναυαγοί» που δεν έχουν από κάπου να πιαστούν, ούτε καν από την ελπίδα ότι η γραμμή πλεύσης που έχουν επιλέξει να ακολουθήσουν είναι η σωστή. Η μουσική του Βαγγέλη Τούντα εξαπλώνει στον χώρο αλλά και μέσα μας τα ζιζάνια της αμφιβολίας. Οι φωτισμοί του Σάκη Μπιρμπίλη οπτικοποιούν την εσωτερική πάλη των ηρώων, αλλά και το αποκορύφωμα όταν φτάνουμε πια σε εκείνο το μοιραίο σημείο το οποίο αν το ξεπεράσεις μετά δεν υπάρχει επιστροφή. Το καθαρό φως της δεκτικότητας και το έντονο -σχεδόν απειλητικό- φως της απολυτότητας.
Οι ηθοποιοί της παράστασης παραδίδουν δυνατές, πολυεπίπεδες ερμηνείες δίνοντας σάρκα και οστά σε ήρωες των οποίων η πίστη και η σιγουριά δοκιμάζεται καθώς έρχονται αντιμέτωποι με διλήμματα, αδιέξοδα και καταστάσεις που φέρνουν τα πάνω κάτω στον μέχρι τότε φαινομενικά τακτοποιημένο κόσμο τους. Το διαισθάνεσαι ακόμη και όταν κρατούν όλα τα χαρτιά τους κλειστά για να κρατήσουν σε υψηλά επίπεδα τη δική μας αμφιβολία. Άλλοτε αυτή την εσωτερική πάλη μέσα τους την εξωτερικεύουν, «οπλίζονται» με αυτή για να δώσουν τις μάχες τους ενάντια στον άλλον, τη θέση και τις ιδέες του, ενώ, άλλες φορές την κρύβουν βαθιά όχι μόνο από εμάς αλλά και από τον ίδιο τους τον εαυτό από τον φόβο ότι αν παραδεχθούν πως ίσως κάνουν λάθος τότε θα πρέπει να έρθουν αντιμέτωποι και με τις συνέπειες των πράξεων τους.
Η Φιλαρέτη Κομνηνού, στον ρόλο της Αδελφής Αλοΐσιους, γίνεται εκείνη η άκαμπτη «φωνή» της αντίδρασης απέναντι σε έναν κόσμο που εξελίσσεται και αλλάζει. Τα κίνητρα της «σταυροφορίας» της απέναντι στον πατέρα Φλυν καθόλου ξεκάθαρο αν είναι ανιδιοτελή ή προσωπικά. Το προσωπείο της ψυχρότητας παραμένει μέχρι το τέλος ώσπου, με την τελευταία συγκλονιστική φράση του έργου, να καταρρεύσει αφήνοντας να φανούν σε κοινή θέα η τρωτότητα και οι αμφιβολίες που σιωπηρά κουβαλούσε μέσα της. Ο Νικόλας Χανακούλας, στον ρόλο του πατέρα Φλυν, ενσαρκώνει έναν ήρωα του οποίου η γαλήνη που εκπέμπει, καθώς προχωράει το έργο, αποκτά ρωγμές έως ότου γίνει θρύψαλα. Η πρόθεση του να αγωνιστεί για την αλλαγή στην οποία τόσο πολύ πιστεύει ή για να υπερασπιστεί την υπόληψη του δεν ξέρουμε αν μετατρέπεται σε παραίτησή ως ομολογία ενοχής ή ως ψυχολογική κούραση απέναντι στον παραλογισμό. Από της μεριά της η Χριστίνα Χριστοδούλου, στον ρόλο της Αδερφή Τζέημς, διανύει μια διαδρομή προς την αντίθετη κατεύθυνση, καθώς η ηρωίδα της ωριμάζει συναισθηματικά και διεκδικεί με σθένος το δικαίωμα να είναι ο εαυτός της, να επιλέξει την εμπιστοσύνη, τη συμπόνια, την αγάπη και τη συγχώρεση απέναντι στην καχυποψία και τη σκληρότητα, ακόμα και αν ο κόσμος που ζούμε είναι όντως ένα εχθρικό μέρος. Η Ξένια Ντάνια, στον ρόλο της μητέρας του 12χρονού μαθητή, ξεσκεπάζει με αποφασιστικό τρόπο πάνω στη σκηνή το λευκό προνόμιο, τις παντός είδους διακρίσεις και ανισότητες, την απουσία δικαιοσύνης. Η ηρωίδα δεν τρέφει αυταπάτες για το πως λειτουργούν τα πράγματα και είναι αποφασισμένη από ανάγκη να δώσει για το μέλλον του παιδιού της μόνο εκείνες τις μάχες που μπορούν να κερδηθούν.