Συν & Πλην: «Blue train» στο Θέατρο Άλμα
Μια σύνοψη των θετικών και αρνητικών σημείων για το «Blue train» σε σκηνοθεσία Γιώργου Σουλεϊμάν που ανεβαίνει στο Θέατρο Άλμα.
Το προηγούμενο βράδυ έχει πιει πολύ και λογικά είχε κάνει κι άλλες καταχρήσεις, ξυπνώντας πρωί Κυριακής σε ένα σωματικό και ψυχικό χάσιμο. Αυτή είναι η ζωή του Μιχάλη είναι 45 χρονών, που ζει ακόμα σαν έφηβος. Μόνος, σε ένα μοδάτο loft του κέντρου – το οποίο που πιθανότατα αγόραζε όταν υπήρχε ακόμα οικονομική αφθονία – ξυπνάει κάνοντας sexting με κάποιον που γνώρισε στη χθεσινοβραδινή έξοδο. Γιατί μπορεί να μην λέγεται, από την πρώτη στιγμή, αλλά ο Μιχάλης είναι gay.
Το υπόλοιπο της ημέρας θα είναι μια σύνοψη της ζωής του, μέχρι σήμερα. Οι συναντήσεις με τα πρόσωπα της ζωής του, που του θυμίζουν τι έχει και τι δεν έχει, που είναι και που δεν είναι. Η μητέρα του Σοφία, τυπική Ελληνίδα μάνα που δεν έχει πάρει απόφαση πως τα παιδιά της μεγάλωσαν αριβάρει σαν σίφουνας στο σπίτι για να βεβαιωθεί πως ο γιος της τρέφεται σωστά αλλά κυρίως για να τον πείσει «να τακτοποιηθεί» και ιδανικά να επιστρέψει κοντά στην πατρική εστία αφού «δεν μπορεί να τον σκέφτεται μόνο του και λυπημένο». Αυτή είναι και η συνήθης αληθινή ή και μυθολογική κατάρα που συνοδεύει έναν ομοφυλόφιλο.
Το μεσημέρι, ο Μιχάλης θα κάνει catch up με την κολλητή του, τη Λουκία, χωρισμένη με μια έφηβη κόρη και όπως όλα δείχνουν μια, επίσης, σκόρπια ζωή. Δημοσιογράφος, επαγγελματικά καταπιεσμένη, ξοδεύεται σε εφήμερες σχέσεις, αναπολεί τα νιάτα της έξαλλης ζωής αλλά ονειρεύεται να πάρει τη ζωή στα χέρια της και στη χειρότερη να γεράσει με τον κολλητό της.
Η απογευματινή θα είναι μια αναπάντεχη άφιξη. Ο πρώην του Μιχάλη, ο Γιάννης, ένας μαζεμένος καθηγητής Πανεπιστημίου του ανακοινώνει πως μετακομίζει σε άλλη χώρα και ίσως σε άλλη σφαίρα ζωής: Εκείνος με το νέο του σύντροφο θα υπογράψουν σύμφωνο συμβίωσης.
Υπαρξιακά σοκαρισμένος από όλες τις απανωτές υπενθυμίσεις που του επιβάλλουν τα πρόσωπα και οι καταστάσεις, ο Μιχάλης θα ξενερώσει τον πιτσιρικά υποψήφιο παρτενέρ του που, όπως είναι φυσικό, έχει το νου μόνο στο σεξ.
Ο Γεράσιμος Ευαγγελάτος, μετά την «Απλή μετάβαση» όπου κατέγραφε σε ένα μιούζικαλ forma τα αδιέξοδα της γενιάς του brain drain, ξαναγυρίζει στο θέμα της γενεαλογικής μελέτης ή καλύτερα της παρατήρησης: Αυτή τη φορά εξετάζοντας τη μοναξιά των «νέων» μεσήλικων που αρνούνται να αποδεχθούν πως μεγαλώνουν, παγιδευμένοι σε ψυχή ανηλίκου και φορτώνουν την προσωπική τους σύγχυση με τα ηθικά πρέπει των άλλων και της κοινωνίας.
Με άξονα το νέο έργο του Γεράσιμου Ευαγγελάτου – που μπορεί να διαβαστεί ως queer drama αλλά στην πραγματικότητα είναι μια ανάγνωση στα προσωπικά και κοινωνικά αδιέξοδα της γενιάς η οποία ενηλικιώθηκε στα zeros – στήνεται μια έντιμη, σε γενικές γραμμές, προσπάθεια. Η κατ’ εξοχήν δραματουργία διακρίνεται για την τρυφερότητα της αλλά συνυπάρχει με στερεότυπα, η σκηνοθεσία του Γιώργου Σουλεϊμάν προτιμάει την ισορροπία παρά το ρίσκο και οι αξιοπρεπείς ερμηνείες υποστηρίζουν το όλο εγχείρημα.
Τα Συν (+) Το έργοΠερισσότερο συνδεδεμένος με τις στιχουργικές του αφηγήσεις που έχουν στιγματίσει την τελευταία δεκαετία (και βάλε), ο Γεράσιμος Ευαγγελάτος, επιστρέφει στη θεατρική γραφή πέντε χρόνια μετά το ωραίο ντεμπούτο του στο Εθνικό Θέατρο με την «Απλή μετάβαση». Τότε ένα ‘κοινωνικό’ μιούζικαλ, σήμερα ένα queer drama· αν και στην πραγματικότητα το κείμενο του μιλάει για το δράμα μιας γενιάς που εγκλωβίστηκε στη μοναξιά, καταδικάστηκε να προδώσει τα όνειρα και τις προσδοκίες της και να βρίσκεται, κάπως αργά, να αναζητάει το νόημα της ζωής της, την χειραφέτηση (προσωπική και επαγγελματική), την απάντηση σε όσα συνθέτουν μια ακόμα παραγωγική ζωή, ανάμεσα τους και την ήρεμη και ασφαλή αίσθηση μιας κάποιας ευτυχίας.
Μολονότι, το κείμενο του Ευαγγελάτου δεν αποφεύγει την παγίδα των κλισέ και ξαναθέτει ζητήματα τα οποία έχουμε δει και σε άλλα έργα και άλλες ταινίες – όχι μόνο για την gay κοινότητα αλλά για μια ολόκληρη γενιά – καταλήγει να το κάνει με ανθρωπιά και τρυφερότητα. Κι ίσως αυτό είναι το σοβαρότερο προσόν της νέας συγγραφικής του απόπειρας γιατί είναι στοιχεία που δεν έχουμε στην κανονική ζωή. Φυσικά από τη γραφή του δεν λείπει ούτε το μέτρο, ούτε το χιούμορ.
Η αλήθεια είναι πως δεν συναντάμε υπερβατικές ερμηνείες στο «Blue train», υπάρχει η αίσθηση μιας συντηρητικής διαχείρισης γενικότερα παρά την ανοιχτή θεματολογία. Ωστόσο όλοι οι ηθοποιοί είναι καλά τοποθετημένοι μέσα στους ρόλους τους και σε ωραίο ρυθμό μεταξύ τους. Η δομή του έργου επιβάλλει για τον κεντρικό ήρωα τέσσερις συναντήσεις, άρα και τέσσερις συμπρωταγωνιστές. Συνεπώς, οι ερμηνείες χτίζονται κατά δίδυμα με τον Σπύρο Χατζηαγγελάκη να κυριαρχεί σε όλα, ως συνδεκτικός κρίκος. Είναι μετρημένος, αρκετά εσωτερικός – το οποίο δίνει το επιθυμητό βάθος στην ερμηνεία του και διατηρεί έναν άψογο ρυθμό αλληλεπίδρασης (αυτό προφανώς χρεώνεται και στη σκηνοθεσία του Γιώργου Σουλεϊμάν) με όλους τους σκηνικούς παρτενέρ του.
Έπειτα, δεν μπορούμε παρά να ξεχωρίσουμε την Λουκία Πιστιόλα στο ρόλο της Ελληνίδας μάνας with a twist η οποία σκιαγραφεί θαυμάσια μια γνώριμη φιγούρα, εξασφαλίζει πολύ ελαφράδα στο κείμενο και πραγματοποιεί έναν προσωπικό άθλο να υπάρχει στη σκηνή – λαμβάνοντας υπόψιν τα νέα δεδομένα στην υγεία της.
Η Αναστασία Στυλιανίδη φέρει μια αξιόλογη φυσικότητα επί σκηνής στο ρόλο της «τρελόγκας» Λουκίας, το alter ego του κεντρικού ήρωα, επαληθεύοντας πόσο καταπιεσμένες είναι και οι γυναίκες της Generation X, στριμωγμένες στον παλιό συντηρητισμό και την millennium απελευθέρωση.
Ο Γιώργος Μπένος κομίζει την εγκράτεια του νέο-συντηρητικού gay που, έχει απορροφήσει, πολλές από τις κοινωνικές επιταγές αρκεί να βιώσει την πολυπόθητη συντροφικότητα.
Τέλος, ο Γιάννης Τσουμαράκης στο ρόλο του νέου εραστή έχει πολλά στερεότυπα να διαχειριστεί μέσα στο ρόλο του (για τον πιτσιρικά ομοφυλόφιλο που δεν έχει άλλο νόημα στη ζωή από το να κυνηγά ερωτικές περιπέτειες) αλλά το κάνει με χάρη και χιούμορ.
Λειτουργική και ποπ η αισθητική των σκηνικών που έχει προτείνει η Ηλένια Δουλαρίδη για το «Blue train» συμβιβάζοντας τους δύο χώρους ύπαρξης του κεντρικού ήρωα: Το χρυσό κλουβί του και τα μπαρ όπου ψωνίζεται. Σε club mode και οι φωτιστικοί σχεδιασμοί της Ζωής Μολυβδά – Φαμέλη.
Τα Πλην (-)Όπως αναφέραμε δεν έχουμε ένα κείμενο μεγάλων δονήσεων, μέσα σε ένα πλαίσιο καθαρόαιμου ρεαλισμού και ίσως αυτό θα έπρεπε να ενεργοποιήσει περισσότερο τη σκηνοθετική λειτουργία του Γιώργου Σουλεϊμάν. Αντ’ αυτού επιλέγεται μια στατική, ασφαλής αποτύπωση του έργου με λίγο αισθητική video clip, λίγο μουσικό beat και με τον σκηνοθέτη να προτείνει μια ομαλή αφήγηση μεν, με καλό ρυθμό και ερμηνείες, αλλά και μηδενικές εκπλήξεις ή δημιουργικότητα.
Το άθροισμα (=)Μια νέα εργογραφία που, παρά τα κλισέ, κερδίζει με την ανθρωπιά της, αλλά δεν κάνει το άλμα και για λόγους σκηνοθετικής ατολμίας.