Στο έργο του Δημήτρη Παπαδόπουλου, η ζωγραφική συνδέεται βαθιά με το εικαστικό ιδίωμα των πατέρων της Αναγέννησης, όπως του Ντα Βίντσι, του Ραφαήλ και του Ρέμπραντ. Ωστόσο, ο Δημήτρης διαπλάθει τις επιρροές αυτές με μια σύγχρονη ματιά, αφαιρώντας και αναπλάθοντας το φόντο και επιμέρους στοιχεία. Η ένδυση, τα σχήματα και τα μοτίβα αποκτούν κεντρικό ρόλο, αναδεικνύοντας μια σύγχρονη αφαιρετική γλώσσα, που αναπλάθει το εμβληματικό ύφος της Αναγέννησης, ενώ συνομιλεί με το παρόν. Έτσι, η τέχνη του μετουσιώνει τον κλασικισμό σε μια νέα σύνθεση, διατηρώντας τη δραματικότητα και το βάθος, σαν ένα θεατρικό έργο με νύξεις στους ποιητικούς μύθους του Σαίξπηρ και του Γκαίτε.
Η αφήγηση στο έργο του Παπαδόπουλου αναδύεται μέσα από φιλοσοφικά ερωτήματα, αναζητώντας τις διαστάσεις της ανθρώπινης φύσης, της εξουσίας και της αλήθειας. Ο ίδιος ο καλλιτέχνης επισημαίνει τη σημασία της νοητικής και ηθικής ανάπτυξης, θέτοντας την τέχνη ως μέσο υπέρβασης της καθημερινής σύγχυσης και επαναληπτικότητας. Όπως σημειώνει, η διαδρομή από την πλάνη προς την αντικειμενική αντίληψη απαιτεί προσοχή, υπομονή και επιμονή, με κάθε επιμελή δημιουργό να επιδιώκει τη μετάβαση από το φαινομενικό στο αληθινό.
Στο εικαστικό του σύμπαν, ο Παπαδόπουλος εισάγει τις μορφές των καβαλάρηδων της Αποκάλυψης από το κείμενο του Ιωάννη, αναπλάθοντας τη θρησκευτική και μυθική διάστασή τους. Ο πρώτος καβαλάρης, μορφή στοχαστική και αγνή, παρουσιάζεται ως ένα ιδεατό πνεύμα που φέρει έναν ηθικό στοχασμό και μια έντονη αμφιβολία. Σε μια αφηγηματική κίνηση, αυτός αποσύρεται από τον θείο προορισμό του για να έρθει σε επαφή με τον ανθρώπινο κόσμο, έναν κόσμο φθαρτό και γεμάτο πάθη. Η αναγνώριση της πτώσης των ανθρώπων γίνεται το βάθρο για έναν διάλογο ανάμεσα στη θρησκευτική ιδέα και την ανθρώπινη φύση. Ο καβαλάρης παρατηρεί, κρίνει και αναζητά το βαθύτερο νόημα που κρύβεται πίσω από τον ανθρώπινο πόνο, την αδιαφορία για τη γνώση και τη θλίψη της φθαρτότητας.
Μέσα από τη ζωγραφική του Δημήτρη Παπαδόπουλου, η εικαστική δημιουργία εξελίσσεται σαν ένα στοχαστικό δοκίμιο, το οποίο δεν αποφεύγει τις σκιερές και συχνά ζοφερές όψεις του ανθρώπινου χαρακτήρα. Η εικονική αμφισβήτηση που ο καλλιτέχνης ενσωματώνει προσκαλεί τον θεατή να αναλογιστεί τις θεμελιώδεις αξίες που καθορίζουν την ανθρώπινη πρόοδο, όπως η αλήθεια, η ηθική και η νοητική αναζήτηση. Ο Δημήτρης δημιουργεί έτσι έναν εικαστικό χώρο όπου η παράδοση συνδιαλέγεται με το νέο, και οι φιγούρες του, διαποτισμένες από έναν αμείλικτο και ταυτόχρονα τρυφερό διάλογο με την ανθρώπινη μοίρα, αντηχούν τη διαχρονική πάλη του ανθρώπου για φώτιση και κάθαρση.
«Είναι απαραίτητο για την ανθρώπινη πρόοδο και την εικαστική δημιουργία να μην ξεχνάμε θεμελιώδη γνωρίσματα όπως η νόηση, η ηθική, η αλήθεια. Τόσο η ενασχόληση με την επιστήμη όσο και με την τέχνη είναι μια προσπάθεια του ανθρώπου να ξεφύγει από την οδυνηρή σύγχυση και μηχανική επαναληπτικότητα της καθημερινής ζωής σε έναν κόσμο ορθό και άχρονο. Οδεύοντας προσεκτικά, με υπομονή, προσήλωση και πόθο μπορεί κάθε επιμελής σπουδαστής, εικαστικός και ερευνητής να ξεφύγει από τον κόσμο της πλάνης και της φαινομενικότητας, στον κόσμο της αντικειμενικής αντίληψης και σκέψης.
Στην ενότητα αυτή χρησιμοποιώ τις μορφές των καβαλάρηδων της αποκάλυψης του Ιωάννη (Καινή Διαθήκη βιβλίο “Απ 6,1-8”) για να πλάσω έναν μύθο περιγράφοντας την παθολογική, σηπτική φύση του ανθρώπου. Στη μορφή του πρώτου καβαλάρη αποδίδω έναν στοχαστικό, ακέραιο χαρακτήρα ο οποίος κατοικεί σε ένα θρησκευτικό χωρίο ιερό και άυλο, στο οποίο υπάρχει άμορφος ως μια ιδέα. Καθαρό και αγνό πνεύμα, αμφισβητεί το στενάχωρο καθήκον που του έχει ανατεθεί από τον Θεό. Επιλέγει, από λύπηση, να αποχωρήσει μαζί με τη στρατιά του και τους υπόλοιπους καβαλάρηδες για να γνωρίσει τους γήινους ανθρώπους. Διχάζεται και αμφιβάλει για τον θεατό κόσμο, ο οποίος δεν του είναι γνώριμος. Με ένα υποτιθέμενο αίσθημα υψηλής ηθικής εξετάζει και κρίνει τον υλικό και ψυχικό κόσμο των ανθρώπων, αναζητά τους λόγους που ο δημιουργός τους, τους δικάζει με αυτόν τον τρόπο.
Σύντομα αναγνωρίζει το λανθασμένο της επιλογής του. Ο κόσμος των ανθρώπων είναι φθαρτός, γεμάτος πλάνες. Θύματα των παθών τους, απαρνιούνται το πνεύμα, χλευάζουν νόηση και ηθική, αλήθεια και γνώση, ωραίο και υψηλό, ζουν οκνηρά και επιπόλαια, στη ζοφερότητα των σκοτεινών τους επιθυμιών, μακριά από το φως της φρόνησης».
Δημήτρης Παπαδόπουλος