Ποια είναι πραγματικά η Μαρία Αλίκη Οικονόμου; Έλα ντε! Ποια είναι εν τέλει πραγματικά η καθεμιά μας που εκτεθειμένη πάντα σε μια ανελέητη κριτική προσπαθεί να εκπληρώσει προσδοκίες και ρόλους και να τικάρει όλα τα κουτάκια; Υπάρχουν πολλοί τρόποι να ζήσεις; Υπάρχουν ανεπανόρθωτα λάθη ή πετυχημένες συνταγές για να τα κάνεις όλα όπως πρέπει; Είναι ποτέ οι επιλογές σου καθαρά δικές σου; Ποια είναι η αληθινή σου ταυτότητα ή μπορείς να μπαινοβγαίνεις σε πολλές; Είναι πια τόσο κακό να ζητάς να ακούσεις κι ένα γα@ο μπράβο;
Η Κάτια Γκουλιώνη στη νέα ταινία «Ο Νόμος του Μέρφυ» του Άγγελου Φραντζή είναι μια Μαρία- Αλίκη τρομερά οικεία και τρομερά αξιαγάπητη, έτσι αγανακτισμένη μέσα στην γκαντεμιά της. Υποδύεται μια σαραντάρα αποτυχημένη ηθοποιό που μετά από ένα συμβάν μπαίνει σε ένα είδος παράλληλου σύμπαντος, όπου καλείται να παίξει όλους τους πιθανούς ρόλους που θα μπορούσε να ζήσει ανάλογα με τις επιλογές της. Η Κάτια-Μαρία-Αλίκη αλλάζει ταυτότητες όχι μεταφορικά, αλλά εντελώς κυριολεκτικά – και μάλιστα, να το πούμε κι αυτό, με σκηνοθετικό μονοπλάνο – σε μια δίνη συναισθημάτων, σε έναν καταιγισμό εκπλήξεων και ευτράπελων, με μια ταχύτητα που όμως παραμένει βαθιά ανθρώπινη, γιατί τι πιο ανθρώπινο από το να ψάχνεις να βρεις τον αληθινό σου εαυτό πέρα από ρόλους και ρούχα που σου φοράνε οι άλλοι;
Είναι μια τρελή, σουρεάλ screwball κωμωδία αυτή που έκανε ο Άγγελος Φραντζής, γνώριμός μας από τη μεγάλη επιτυχία της Ευτυχίας, από την Polaroid και προηγουμένως από το Όνειρο του Σκύλου, το Ακίνητο ποτάμι ή το πειραματικό Μέσα στο Δάσος. Μια κωμωδία που, μέσα από τον τόσο σαρωτικά αστείο, χορταστικά εκφραστικό τρόπο της Γκουλιώνη και ενός πολύ καλού καστ (μεταξύ αυτών οι: Ανδρέας Κωνσταντίνου, Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης, Νίκος Κουρής, Τόνια Σωτηροπούλου, Βαγγελιώ Ανδρεαδάκη, Λευτέρης Πολυχρόνης, Θάνος Τοκάκης, Χρήστος Στέργιογλου, Λυδία Φωτοπούλου, Βικτώρια Μπιτούνη και πολλοί άλλοι), μιλά για πολύ σοβαρά πράγματα, αγγίζει τραύματα με ψυχαναλυτικές αναφορές και συνδέεται με το παιδί μέσα μας.
Λίγο πριν την έξοδο της ταινίας στις αίθουσες, μιλήσαμε με τον Άγγελο Φραντζή, σκηνοθέτη και συν-σεναριογράφο της ταινίας, που είχε την αρχική ιδέα, καθώς και τους δύο σεναριογράφους, Κατερίνα Μπέη και Κωστή Σαμαρά.
Στον Φραντζή αρέσει να πειραματίζεται και να δοκιμάζει διαφορετικά είδη έκφρασης και ο Νόμος του Μέρφυ είναι ένα νέο στοίχημα. Όπως μας είπε: «Από την πρώτη στιγμή που είχα την ηρωίδα ήθελα να είναι η Κάτια και να φτιάξουμε έναν πολύ διαφορετικό χαρακτήρα, να κάνουμε κάτι κωμικό. Σίγουρα βοηθά το να φαντάζεσαι ένα συγκεκριμένο πρόσωπο όταν γράφεις. Η αρχική μου ιδέα βέβαια ήταν πάρα πολύ διαφορετική από το τελικό αποτέλεσμα».
Το ιδιαίτερο εδώ είναι ότι το σενάριο δουλεύτηκε από τρία πρόσωπα: «Φτιάξαμε πολλαπλά draft τριών τελείως διαφορετικών σεναρίων. Δεν υπήρχε καμία κοινή σκηνή, θα μπορούσαν να λειτουργήσουν και τα τρία χώρια. Όλο αυτό απαίτησε πολύ χρόνο ομαδικής δουλειάς σε διάφορες κατευθύνσεις και διαφορετικές εκδοχές. Οι συναντήσεις μας ήταν τρομερά διασκεδαστικές, αλλά και με αδιέξοδα, σβήσιμο γράψιμο, κουβέντα κλπ. Γι’ αυτό άλλωστε επέλεξα να συνεργαστώ με τους συγκεκριμένους ανθρώπους, για να φωτίσουμε την ιδέα με διαφορετικούς τρόπους».
Ο Κωστής Σαμαράς μας βάζει στη διαδικασία: «Κοινός παρονομαστής των τριών σεναρίων ήταν πάντοτε οι, ας τις πούμε μεταφυσικές, περιπέτειες της ίδιας ηρωίδας, που θα βρισκόταν στην γέφυρα ανάμεσα σε αυτό που ονομάζουμε ζωή και αυτό που ονομάζουμε θάνατο, αλλά κάθε φορά δομημένες με άλλον τρόπο και περιπλανώμενες σε άλλους τόπους. Αυτά τα σενάρια μπορεί να πετάχτηκαν στο καλάθι των άχρηστων για διαφορετικούς λόγους το καθένα, όμως στην ουσία υπάρχουν μέσα στο “Νόμο του Μέρφυ”, που θεωρώ πως είναι και η πιο καλοφιλτραρισμένη μεταμόρφωσή τους.
Ξεκινήσαμε να δουλεύουμε με τον Άγγελο και την Κατερίνα τον Μάρτιο του 2020, δηλαδή τον μήνα που η ανθρωπότητα μπήκε σε κατ’ οίκον περιορισμό. Έτσι, γίναμε άθελά μας κάτι σαν πειραματόζωα της τηλεργασίας: έχοντας βρει στην μεταξύ μας επαφή ένα ισχυρό στήριγμα στον τρόμο και την απομόνωση που επικρατούσαν, μιλούσαμε τρεις με τέσσερις φορές την εβδομάδα σε ατελείωτες βιντεοκλήσεις, ενώ και στον υπόλοιπο χρόνο μας συνεχίζαμε να ασχολούμαστε πυρετωδώς με το σενάριο. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα το χτίσιμο ενός εξαιρετικά πυκνού δικτύου από κώδικες, μια κοινή γλώσσα που αποτελούσε τον αξιόπιστο μπούσουλα για το σύμπαν της Μαρίας Αλίκης, όσα εμπόδια κι αν εμφανίστηκαν τα χρόνια που ακολούθησαν».
Όπως λέει η Κατερίνα Μπέη: «Στην πολύχρονη και τόσο μεταλλασσόμενη διαδικασία συγγραφής του σεναρίου δύο πράγματα ήταν σταθερά από την αρχή: ο χαρακτήρας της ηρωίδας-που ήταν απόλυτα συνυφασμένος και ταυτισμένος με την Κάτια Γκουλιώνη – και το θέμα της ταινίας: το υπαρξιακό ταξίδι της ηρωίδας μέσα από μια επιθανάτια fast track διαδικασία ψυχανάλυσης, αλλάζοντας ρόλους κι «εξαργυρώνοντας» με άλλες βερσιόν ζωής, τα απωθημένα της. Στόχος πάντα ήταν να μιλάμε για όλα αυτά που μπορεί να απασχολούν μια γυναίκα στο μεταίχμιο των 40, που πνίγεται στους ρόλους που καλείται να ανταποκριθεί, με χιούμορ και ελαφρότητα και καμία σοβαροφάνεια».
Ο Κωστής Σαμαράς βλέπει στη Μαρία Αλίκη «τον άνθρωπο που προσπαθεί. Που μοχθεί για όλα, ακόμα και για να χαλαρώσει, και που νιώθει πως πάντα θα υστερεί σε σχέση με τους ρόλους που καλείται να παίξει στη σκηνή της ζωής. Όλο αυτό μπορεί να υπερβαίνει τα φύλα, όμως σίγουρα γνωρίζω πολύ περισσότερες γυναίκες, της γενιάς μου τουλάχιστον, που φορτώθηκαν από μικρές με τόνους ενοχών, κι έμαθαν να λένε «συγνώμη» για τα πάντα και να μην ακούνε ‘μπράβο’ ποτέ».
Η Κατερίνα Μπέη μας λέει: «Νομίζω αυτό που έχει «ο Νόμος του Μέρφυ» είναι πως όλα τα αδιέξοδα και τα διλήμματα που αντιμετωπίζει η ηρωίδα είναι θέματα κοινά σε όλες τις γυναίκες: από το «πότε θα γίνω μάνα», μέχρι το «πότε θα πάρω απόφαση να εγκαταλείψω τις ψευδαισθήσεις μου και θα προσγειωθώ στην πραγματικότητα». Με όλα τα ενδιάμεσα: να χωρίσω, να προχωρήσω, να παραμερίσω τις προσδοκίες μου προκειμένου να έχω σχέση, να συγχωρήσω τους γονείς μου, να αγαπήσω τον εαυτό μου, να βγω από την εγωιστική ομφαλοσκόπηση του εαυτού μου και να ασχοληθώ και με κάποιον άλλο,. Να σταματήσω να προσπαθώ ή να συνεχίσω. Να ζει κανείς ή να μη ζει; Όλα τα πεζά και τα μεγάλα υπαρξιακά, όπως είναι κουβάρι στο μυαλό της Μαρίας Αλίκης, της ηρωίδας μας, έτσι νομίζω κατά περιόδους απασχολούν όλες τις γυναίκες. Κι εκεί νομίζω βρίσκεται η αλήθεια της ταινίας. Οπότε συμπάσχω απόλυτα με την Μαρία Αλίκη, χωρίς αυτό να σημαίνει πως λείπει ο σαρκασμός κι ο αυτοσαρκασμός».
Από την πλευρά του ο Άγγελος Φραντζής σχολιάζει: «Πάντα με ενδιέφερε να εξερευνήσω τη συνθετότητα του γυναικείου μυαλού και ψυχοσύνθεσης, επειδή είναι διαφορετική από τη δική μου κι όταν προσπαθείς να κατανοήσεις το διαφορετικό, τόσο ανοίγεις. Άλλωστε όλοι μας έχουμε αρσενική και θηλυκή πλευρά και καλό είναι να κατανοήσουμε αυτά τα κομμάτια και τη θηλυκότητα καθαυτή. Γι’ αυτό πολύ συχνά υπάρχουν γυναίκες ηρωίδες στις ταινίες μου. Και βέβαια η συμβολή εδώ τη Κατερίνας Μπέη είναι σημαντική. Επειδή ακριβώς ζούμε σε μια πατριαρχική κοινωνία, η γυναίκα έρχεται αντιμέτωπη έντονα και σφοδρά με αυτό που καλείται να υποστηρίξει».
«Στη μυθολογία, στη λογοτεχνία κλπ, ακριβώς λόγω της πατριαρχίας, ο άντρας ισούται πάντα με τον άνθρωπο», συνεχίζει ο Άγγελος Φραντζής. «Ο Οδυσσέας του Ομήρου ή του Τζόις, ο Δον Κιχώτης, ο Άνθρωπος χωρίς Ιδιότητες. Εμείς θέλαμε μια γυναίκα στο ρόλο αυτόν. Μιλάμε λοιπόν για τα ανθρώπινα θέματα μέσα από τη γυναίκα. Πώς φέρνεις ένα όνειρο στην ψυχανάλυση και κάπως σαν ντετέκτιβ φτιάχνεις το παζλ σιγά σιγά; Η ταινία έχει μια σειρά στοιχείων – παζλ όπου πρέπει να βάλεις όλα τα κομμάτια στη θέση τους για να καταλάβεις. Και πιστεύω ότι δεν βλέπεις ποτέ την ταινία με το ίδιο βλέμμα, η ταινία γίνεται μέσα από το βλέμμα μας. Υπάρχει και κάτι πιο ανθρώπινο και εν τέλει απλό: Ότι με κάποιον τρόπο για να βρεις τον εαυτό σου πρέπει να τον χάσεις, πρέπει να φύγεις από το εγώ. Μέσα από κρίσεις καταφέρνουμε να ξαναδούμε τα πράγματα μ’ έναν άλλον τρόπο και σαν να ανατρέπεται τελικά η ιδέα του νόμου του Μέρφυ.
Υπάρχει μια συγκεκριμένη στιγμή στην ταινία που συμβαίνει αυτό, η ηρωίδα φεύγει τελικά από το λαβύρινθο του εγώ της, συνδέει όλους τους διαφορετικούς κόσμους μεταξύ τους και προσπαθεί να σώσει έναν άνθρωπο. Και μόνον όταν πηγαίνεις προς τον άλλον, πηγαίνεις τελικά προς τον εαυτό σου».
Και ο Κωστής Σαμαράς συμπληρώνει: «Ενώ θεωρητικά αυτή η σκηνή -έκπληξη αποτελεί την υπερβατική αποκορύφωση της ταινίας, μου φαίνεται ως η πιο οικεία στιγμή της, μια παράδοξη έκλαμψη απόλυτου ρεαλισμού».
Ο ρόλος της ψυχανάλυσηςΗ ψυχανάλυση είναι έντονα παρούσα στην ταινία, είτε με σατιρικό τρόπο, είτε με πολύ ψαγμένες αναφορές σε αντιμεταβιβάσεις, στη δουλειά με τα τραύματα κλπ. Πόσο κοντά σε αυτή τη διαδικασία οι δημιουργοί της; Ο Φραντζής, όπως λέει, έχει κάνει ο ίδιος αρκετή ψυχοθεραπεία στη ζωή του και αυτό δεν είναι one off. «Έχω ξαναρχίσει και μάλιστα με ενδιαφέρει, τόσο θεραπευτικά και πρακτικά. Το θεωρώ ένα δώρο στον εαυτό μας, όπως και συνολικά την αυτογνωσία, όπως κι αν προσεγγίζουμε το θέμα, πχ πνευματικά, εγκεφαλικά ψυχαναλυτικά. Αλλά η αναρώτηση, γιατί είμαστε αυτό που είμαστε, είναι το πιο βασικό στοιχείο στη ζωή μου. Γι’ αυτό κάνω τις ταινίες. Μέσα από τη δημιουργία, καταλαβαίνεις καλύτερα τον εαυτό σου, συνειδητά και υποσυνείδητα, φωτίζονται πλευρές του ίδιου σου του εαυτού. Στην ταινία ήθελα να υπάρξει αυτή η καταβύθιση, η γυναίκα που πηγαίνει στην πηγή κάποιων πραγμάτων για να καταλάβει τι της έχει συμβεί και να έρθει σε επαφή με το συναίσθημά της».
Η Κατερίνα Μπέη σχολιάζει: «Αν έχω εντρυφήσει στην ψυχανάλυση; Πολύ και καθόλου. Η περισσότερη «δουλειά» στο σενάριο ήταν ατέλειωτες συζητήσεις και αναλύσεις, προσωπικές ιστορίες ή ιστορίες άλλων που τις «δοκιμάζαμε» στην ζωή της Μαρίας Αλίκης. Όλο αυτό γινόταν κάπως παράλληλα κι υποσυνείδητα σαν αυτοψυχανάλυση… Ίσως γι’ αυτό, μετά από κάθε ραντεβού με τα αγόρια (σ.σ Άγγελος Φραντζής, Κωστής Σαμαράς) προσωπικά, ένιωθα ανάλαφρη σαν να έφυγα από συνεδρία που «φτούρησε!»
Πώς πετυχαίνει κανείς να μιλήσει για τόσο σοβαρά πράγματα γράφοντας κωμωδία;Εσείς με τι γελάσατε πιο πολύ, βλέποντας πια την ταινία; ρωτάμε την Κατερίνα Μπέη: «Το χιούμορ είναι κάτι που υπάρχει ή δεν υπάρχει στην οπτική του καθένα. Δεν μπορείς ούτε να το αποβάλλεις, αν το έχεις, ούτε να το μιμηθείς, αν δεν το έχεις. Όταν λοιπόν υπάρχει, μπορεί να συνυπάρχει σε κάθε πτυχή της ζωής. Φυσικά είναι και κάτι υποκειμενικό κι εκεί είναι κάθε φορά η δυσκολία κι η παρεξήγηση. Θα πω γι’ αυτήν την ταινία κάτι που σπάνια θα το πει σεναριογράφος, με δεδομένο πως πάντα γκρινιάζουμε και δεν θεωρούμε πως απέδωσε ο σκηνοθέτης όπως θέλαμε το κείμενό μας: Η ταινία αυτή είναι καλύτερη από το σενάριό μας κι αυτό το χρωστάμε πρώτα από όλα στον Άγγελο, στην παραγωγή μας την Τanweer, που σκέφτηκε out of the box κι επένδυσε σε μια τόσο περίεργη κωμωδία, στους καλλιτεχνικούς μας συντελεστές (Μιχάλη Σαμιώτη, σκηνικά, Λάμπη Χαραλαμπίδη μοντάζ, Σταμάτη Κραουνάκη, μουσική, κτλ ) το συνεργείο μας και τους φανταστικούς ηθοποιούς μας».
Η μουσική που έγραψε ο Σταμάτης Κραουνάκης για την ταινία είναι υπέροχη, αγαπησιάρικη και τρυφερή και το τραγούδι «Αγκάλιασέ με» έχει γίνει ήδη επιτυχία. «Ήθελα να βγεις από ταινία με την αίσθηση της αγκαλιάς και ήθελα πολύ να γράψει ο Κραουνάκης τη μουσική», μας λέει ο Άγγελος Φραντζής. «Χάρηκα που μπήκε τόσο ζεστά σε αυτό, γιατί έχει μια γενναιόδωρη καρδιά, ένα συναίσθημα που αναβλύζει, πέραν του ότι είναι μουσική ιδιοφυΐα. Αγγίζει τα πράματα με έναν μοναδικό τρόπο και το χρειαζόμουν αυτό στην ταινία».
Το επίπεδο της παραγωγήςΟ σκηνοθέτης μας περιγράφει την εξαιρετική συνεργασία με την Tanweer μετά και τον θρίαμβο της ‘Ευτυχίας’: «Ο παραγωγός είναι ο βασικός σου συνεργάτης, ανταλλάσσεις απόψεις και η Tanweer ήταν εκεί αντιμετωπίζοντας με σεβασμό ένα δικό μου καλλιτεχνικό πρότζεκτ. Η ομάδα παραγωγής ήταν εξαιρετική, έψαχναν να βρουν τις λύσεις κι όχι το πρόβλημα, όπως συχνά συμβαίνει».
Τέλος, τον ρωτάμε για το τοπίο του ελληνικού κινηματογράφου σήμερα: «Αγαπώ πολύ την ελληνική κινηματογραφία, μ’ αρέσουν οι Έλληνες κινηματογραφιστές, όπως ο Παναγιωτόπουλος, ο Αγγελόπουλος, ο Νικολαΐδης, ο Τορνές, κ.ά. Νιώθω τεράστια χαρά που συνεχίζω να βλέπω υπέροχες ταινίες με πολύ διαφορετικές και ολοκληρωμένες ματιές και κόσμους. Δεν με χαροποιεί ωστόσο καθόλου ο τρόπος που μέχρι στιγμής στέκεται θεσμικά το κομμάτι της ενίσχυσης του κινηματογράφου. Είμαστε όλοι σε φάση αναμονής για να καταλάβουμε τι θα συμβεί με τη συνένωση των φορέων για τον κινηματογράφο.
Από τη θέση της ΕΣΠΕΚ (Ένωση Σκηνοθετών Παραγωγών Ελληνικού Κινηματογράφου) έχουμε κάνει πολλές κινήσεις για να πιέσουμε πράγματα να συμβούν και είμαστε ακόμα σε αναμονή. Υπάρχουν υποσχέσεις που παραμένουν υποσχέσεις, δεν έχουμε δει πρακτικά τι θα συμβεί. Και δυστυχώς τα δείγματα γραφής δεν είναι καλά. Δεν ξέρουμε καθόλου πχ τι θα γίνει με τις χρηματοδοτήσεις, με το selective κομμάτι, όχι το cash rebate. Η χώρα μας έχει τη μικρότερη χρηματοδότηση στο σινεμά απ’ όλη την Ευρώπη, ακόμα και από τις μικρές χώρες. Αναρωτιέμαι πώς μια τέτοια χώρα με τόσο μικρή υποστήριξη δημιουργεί τόσα πράγματα. Λογικά οφείλεται στη δημιουργική ανάγκη των ανθρώπων, αλλιώς θα ήταν τρέλα!».
«Ο Νόμος του Μέρφυ» μετά την πρεμιέρα του στο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης δίνει ραντεβού στις κινηματογραφικές αίθουσες στις 21 Νοεμβρίου σε διανομή της Tanweer.
Σκηνοθεσία: Άγγελος Φραντζής
Σενάριο: Κατερίνα Μπέη, Κωνσταντίνος Σαμαράς, Άγγελος Φραντζής
Πρωταγωνιστούν: Kάτια Γκουλιώνη, Ανδρέας Κωνσταντίνου, Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης, Νίκος Κουρής, Τόνια Σωτηροπούλου, Βαγγελιώ Ανδρεαδάκη, Λευτέρης Πολυχρόνης, Θάνος Τοκάκης, Χρήστος Στέργιογλου, Λυδία Φωτοπούλου, Βικτώρια Μπιτούνη, Πολύδωρος Βογιατζής, Effi Rabsilber, Ευάγγελος Βογιατζής, Πολυξένη Παπακωνσταντίνου, Δάφνη Αλεξάντερ, Άλκηστις Πουλοπούλου, Δημήτρης Γεωργιάδης, Παύλος Ιορδανόπουλος, Μάριος Ιωάννου, Τιτίκα Βλαχοπούλου, Βασίλης Μπούτσικος, Θεοδώρα Τσαφωνιά, Μιχαέλα Χαριλάου, Πηνελόπη Μαρκοπούλου.
Mε την υποστήριξη του EKOME (Εθνικού Κέντρου Οπτικοακουστικών Μέσων και Επικοινωνίας (ΕΚΟΜΕ). Παραγωγή: Tanweer Productions, σε συμπαραγωγή με τους ΑΜP Filmworks, Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου, EΡT A.E., NOVA, Υφυπουργείο Πολιτισμού Κύπρου (ΣΕΚιν), FINOS FILMS, ΟΙ ΚΗΠΟΙ
Mεγάλος Χορηγός: Uber. Χορηγός: ΔΕΗ