Υπάρχουν κάποιες ιστορίες εκεί έξω που είναι παγκόσμιες – κοινές, για κάθε άνθρωπο ή, καλύτερα, για κάθε παιδί αυτού του πλανήτη. Όσες διαφορές κι αν χωρίζουν τον τρίτο κόσμο από τον πρώτο και τον δεύτερο (ποτέ μου δεν κατάλαβα αυτόν τον συγκεκριμένο διαχωρισμό), υπάρχουν κάποια πράγματα -ή καλύτερα ιδέες- που είναι διαθέσιμες για όλους, σαν τα όνειρα. Μία από αυτές είναι τα παραμύθια.
Ιστορίες παγκόσμιες, που μεγάλωσαν και συνεχίζουν να μεγαλώνουν γενιές ανθρώπων, όπως αυτή του Μάγου του Οζ, που για πολλούς είναι μια από τις πρώτες επαφές με την ιδέα του καλού και του κακού, αλλά και με τη μαγεία -που φυσικά υπάρχει.
Ο Μάγος του ΟζΟ Αμερικανός σκηνοθέτης παιδικών βιβλίων Lyman Frank Baum δημιούργησε, ή καλύτερα ανακάλυψε, το 1900 τον χαρακτήρα που ακούει στο όνομα, ο Μάγος του Οζ. Το πρώτο βιβλίο, που ήταν πρωταγωνιστής, ήταν εκείνο με τίτλο “The Wonderful Wizard of Oz”. Από εκεί και μετά ακολούθησαν παραπάνω από 20 ιστορίες και βιβλία του Baum με κεντρικό χαρακτήρα τον Μάγο του Οζ. Είχε τόση μεγάλη απήχηση από την αρχή κιόλας της έκδοσής του που το 1902 ανεβαίνει πρώτη φορά ως musical στην σκηνή του Broadway και το 1939 γίνεται για πρώτη – και σίγουρα όχι τελευταία – φορά ταινία.
Σχεδόν μία εικοσαετία μετά γεννιέται ο άνθρωπος που θα αλλάξει για πάντα τον κόσμο του Οζ, ο μετέπειτα μυθιστοριογράφος Gregory Maguire. Ως άνθρωπος που οι ιστορίες του Οζ τον μεγάλωσαν και του κρατούσαν πάντα συντροφιά, ήθελε να μάθει – και να δημιουργήσει – περισσότερα για τους χαρακτήρες του και τις ιστορίες πίσω από αυτούς. Κυρίως για την καλή μάγισσα του Νότου, Glinda, και βασικά για την κακιά μάγισσα της Δύσης, στην οποία έδωσε το όνομα Elphaba (ως μνεία στον δημιουργό του Μάγου του Οζ – L.F.B.) – τις άγνωστες ιστορίες των Μαγισσών του Οζ.
Το 1995 λοιπόν εκδίδεται ένα “prequel”, κατά κάποιο τρόπο, του “Μάγου του Οζ” – το βιβλίο του με τίτλο “Wicked: The Life and Times of the Wicked Witch of the West” – και τότε ξεκίνησαν όλα.
Αλλά ας το πάρουμε από την αρχή – από την ιστορία δηλαδή. Μία ιστορία που πολύ σπάνια βλέπουμε στη μεγάλη οθόνη: αυτή της γυναικείας φιλίας, ανεξαρτήτως κοινών σημείων ή τεράστιων αντιθέσεων. Αλλά και της δύναμης και του θάρρους να χτίζεις και να πιστεύεις τον εαυτό σου, στις δυνατότητές σου, και κυρίως στις αξίες και τα πιστεύω σου, ακόμα και ενάντια στον παραπλανημένο όχλο της πλειοψηφίας.
Η Elphaba, η μετέπειτα “κακιά μάγισσα της Δύσης” είναι μία νεαρή, παρεξηγημένη – κυρίως λόγω του ασυνήθιστου πράσινου χρώματος του δέρματός της – γυναίκα, που δεν έχει ακόμα ανακαλύψει το εύρος των ικανοτήτων της. Η Glinda, η μετέπειτα “καλή μάγισσα του Νότου” είναι μία δημοφιλής, καλομαθημένη (ή και κακομαθημένη) γυναίκα, γεμάτη φιλοδοξία και περιτριγυρισμένη από αποδοχή και κοπλιμέντα, που όμως δεν έχει ακόμα ανακαλύψει τον πραγματικό της εαυτό. Οι δυο τους συναντιούνται ως φοιτήτριες στο Shiz University, στη φανταστική χώρα του Οζ.
Παρόλο που αρχικά αντιπαθούν ολοκληρωτικά η μία την άλλη, αναγκάζονται να συγκατοικήσουν. Μέσα από τις διαφορές και τις εντάσεις, έρχονται να γνωρίσουν πιο βαθιά η μία την άλλη, να βρουν κοινό κώδικα επικοινωνίας και να κατανοήσουν την γυναίκα που έχει η κάθε μία απέναντι της. Έτσι, δημιουργούν ένα δεσμό δυνατό και μια φιλία βαθιά και ειλικρινή.
Όταν οι δύο φίλες θα συναντήσουν τον Μάγο του Οζ, η ζωή τους θα αλλάξει για πάντα. Η σύγκρουση ανάμεσα στη φιλοδοξία και την ακατανίκητη επιθυμία της Glinda για αποδοχή, και στην αταλάντευτη προσήλωση της Elphaba στις δικές της αξίες και το αίσθημα του δικαίου, θα φέρει ανεπανόρθωτες αλλαγές και συνέπειες στο μέλλον – κυρίως για τη μία από τις δύο. Μία ιστορία που, πέρα από τη δύναμη της γυναικείας φιλίας, θίγει βαθύτερα ζητήματα και θέτει ερωτήματα σχετικά με την απολυτότητα αλλά και τις ολοκληρωτικές αντιλήψεις, ειδικά σε εποχές που οι κοινωνίες “χρειάζονται έναν κοινό εχθρό” για να συσπειρωθούν.
Μία ιστορία φαντασίας και μαγείας που, παρά τη φανταστική της φύση, αγγίζει αληθινά και ουσιαστικά ζητήματα. Αντιμετωπίζει τις βαθύτερες αλήθειες, τις ρωγμές και τις ελπίδες κάθε γενιάς και κάθε κοινωνίας, συμπεριλαμβανομένης της δικής μας. Στην καρδιά της, όμως, παραμένει μία ιστορία για την σημασία της γυναικείας φιλίας και όσα προηγήθηκαν. Για όσα μας οδήγησαν στη Dorothy, στο Μάγο του Οζ… ή ίσως ακόμα παραπέρα (;).
Η ιστορία του Wicked βρίσκει τη θέση της στη σκηνή του Broadway σχεδόν δέκα χρόνια μετά την κυκλοφορία του μυθιστορήματος, το 2003, και από τον πρώτο κιόλας χρόνο εξασφαλίζει δέκα υποψηφιότητες στα Tony Awards. Η παράσταση έγινε γνωστή, δημοφιλής και αγαπητή όχι μόνο στην Αμερική αλλά παγκοσμίως, με παραγωγές που ταξίδεψαν από την Ιαπωνία έως τη Βραζιλία, σημειώνοντας τεράστια επιτυχία.
Ωστόσο, το μεγαλύτερο επίτευγμα του έργου είναι η ικανότητά του να διαμορφώνει όνειρα και αντιλήψεις, επηρεάζοντας βαθιά το κοινό του. Η επιρροή του υπήρξε πρωτοφανής και μοναδική, καθιστώντας το Wicked κάτι περισσότερο από μια απλή θεατρική παραγωγή: ένα πολιτισμικό φαινόμενο που άλλαξε τον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε την αφήγηση, τη φιλία και την ανθρώπινη φύση.
Από τη σκηνή στην οθόνηΟ Marκ Platt, ένας από τους δύο παραγωγούς του μιούζικαλ, ήθελε χρόνια να μεταφέρει την ιστορία του Wicked στη μεγάλη οθόνη και είχε πολλές προτάσεις μέσα σε αυτά τα 20 χρόνια. Ωστόσο, όπως και το έργο, είχε ένα πολύ συγκεκριμένο όνειρο να εκπληρώσει. Ήθελε αυτό το κάτι παραπάνω, την ολότητα που δεν μπορεί να πιάσει η σκηνή του θεάτρου. «Ήθελε μία ταινία που επεκτείνει και εξερευνά το σύμπαν του Wicked με έναν τρόπο που δεν είναι εφικτός στη σκηνή».
Με τον περιορισμό που σου προσφέρει μία και μόνο σκηνή, ακόμα και με όσες αλλαγές σκηνικών κι αν κάνεις, υπάρχουν πράγματα που δεν προλαβαίνεις ή δεν μπορείς να πεις. Πολλά σημαντικά και ενδιαφέροντα κομμάτια, σύμφωνα με τον Platt, χρειάστηκε να μείνουν έξω από την παράσταση, γιατί σε αυτήν τη συνθήκη το θέατρο είναι περιοριστικό. Πράγματα, σκηνικά και σημεία του έργου που δεν μπορούσαν να ανέβουν στη σκηνή αφέθηκαν στη φαντασία του θεατή και στο μέχρι πού μπορεί να φτάσει το μυαλό εκείνου. Κάποιος, βέβαια, θα έλεγε πως ακριβώς αυτή είναι η μαγεία του θεάτρου.
Στον κινηματογράφο τα πράγματα θα είναι διαφορετικά: περισσότερα, πιο ελεύθερα. Η μαγεία του σινεμά, ειδικά σε ένα έργο σαν το Wicked, είναι οι ευκαιρίες για εξερεύνηση των διαφορετικών κόσμων του Οζ, οι νέοι ορίζοντες και οι μοναδικές εμπειρίες, που μπορεί να υπήρχαν γραμμένες στο βιβλίο αλλά δεν κατόρθωσαν να “ανθίσουν” στη σκηνή – περίμεναν την κάμερα. Στο θέατρο είναι σαν να παραμένεις σε ένα και μοναδικό πλάνο καθ’ όλη τη διάρκεια της ιστορίας. Στον κινηματογράφο, όμως, έχεις την ελευθερία της κάμερας και τη δυνατότητα της εναλλαγής. Είναι η κατάλληλη ευκαιρία για να επιβεβαιωθεί ο ίδιος ο Mark Platt όταν λέει πως «η μαγεία είναι υπαρκτή».
Άλλη μία πρωτιά για το Wicked καθώς είναι η πρώτη φορά που ένα musical θα έχει κινηματογραφικό part 1 & 2. Άλλη μία ομοιότητα με το θεατρικό έργο (διπλή πράξη), που όμως είναι απαραίτητη για την ροή της ιστορίας, σύμφωνα με τους συντελεστές. Είναι ένα δύσκολο εγχείρημα, γιατί όλοι γνωρίζουμε πως πολλές φορές η κινηματογραφική μεταφορά ενός πολύ καλού υλικού μπορεί να μας απογοητεύσει. Νομίζω, όμως, πως στην περίπτωση του Wicked θα συμβεί το ακριβώς αντίθετο.
Το γεγονός πως οι βασικοί – αρχικοί συντελεστές του μιούζικαλ είναι αυτοί που υπογράφουν και την ταινία είναι από τους κύριους λόγους της επιτυχίας της κινηματογραφικής μεταφοράς. Ο συνθέτης του πρωτότυπου soundtrack του μιούζικαλ Wicked, Stephen Schwartz, ο οποίος κέρδισε και ένα βραβείο Grammy για τη δουλειά του ως συνθέτης, στιχουργός και παραγωγός της ηχογράφησης του καστ του Wicked, ήταν ενθουσιασμένος όταν κατάλαβε πως θα επιστρέψει στον κόσμο του Οζ. Μαζί με την επίσης θεατρική συγγραφέα του έργου, αλλά και σεναριογράφο στη συνέχεια, Winnie Holzman (έχει κερδίσει επίσης βραβείο Tony για την δουλειά της στο Wicked), ανυπομονούσαν χρόνια να ξανασυναντηθούν και να αποτυπώσουν το Wicked στη μεγάλη οθόνη. Όπως λέει ο Schwartz: «Κάθε χαρακτήρας μας κρύβει ένα μυστικό από τον κόσμο – μερικές φορές ακόμη και από τον ίδιο του τον εαυτό. Αυτό είναι το θέμα του έργου: η αποκάλυψη όσων βρίσκονται κάτω από την επιφάνεια».
Μία τέτοια απόπειρα – βασικά, μία τέτοια απόφαση για την αποτύπωση μίας τόσο γνωστής και αγαπητής ιστορίας στην οθόνη – χρειαζόταν έναν πολύ ιδιαίτερο, έμπειρο και ξεχωριστό σκηνοθέτη, ικανό να διατηρήσει τη μαγεία αλλά και να χειριστεί με πρακτικότητα τα ζητήματα που προκύπτουν. Στο πρόσωπο του John M. Chu (Crazy Rich Asians, Now You See Me 2, κ.ά.) βρέθηκαν όλες αυτές οι ιδιότητες – και μερικές ακόμα.
Χτίζοντας τον κόσμο του ΟζΣύμφωνα με τον Mark Platt, ο Chu είναι ένας τρομερά ικανός «εικαστικός σκηνοθέτης», και εκείνο που τον ξεχωρίζει – και τον καθιστά ιδανικό για τη θέση – είναι «η ανθρωπιά του». Ο Chu ήταν φαν του έργου πολύ πριν ανέβει στην σκηνή του Broadway· το είχε στην καρδιά του και σήμαινε πολλά για αυτόν. Άλλωστε όποτε τον ρωτούσαν «ποια είναι η μία ταινία που θα ήθελες να κάνεις;», εκείνος πάντα έλεγε «Το Wicked». Χαρακτηριστικό είναι πως, όταν συζητούσε για τη θέση, διαβεβαίωσε τους συντελεστές πως θα είναι «προστάτης του κόσμου που είχαν δημιουργήσει». Αλλά θέλει και όταν ο κόσμος δει την ταινία να είναι κάτι μοναδικό, κάτι πρωτόγνωρο που θα τον αλλάξει για πάντα…
Γι’ αυτό, ήθελε ο θεατής, όταν βλέπει την ταινία, να αισθάνεται ότι βρίσκεται μέσα στη χώρα του Οζ, να τη βιώνει, να είναι μέρος του κόσμου του. Για εκείνον, ο μόνος τρόπος να το πετύχει αυτό ήταν να χτίσει πραγματικά τον κόσμο του Οζ. Κάθε τοποθεσία, κάθε αντικείμενο – σχεδόν τα πάντα- δημιουργήθηκαν από την αρχή. Έχτισε όλα εκείνα που υπάρχουν στη φαντασία όσων έχουν διαβάσει ή δει το Wicked. Και μετά έφερε τους ηθοποιούς που θα ζούσαν όντως στον κόσμο του Οζ.
Οι ηθοποιοίΜπορεί να άφησα προς το τέλος το cast της ταινίας σε αυτό το κείμενο, αλλά σας διαβεβαιώνω ότι στην πραγματικότητα ήταν η αρχή της. Για να πετύχει ένα τόσο μεγάλο στοίχημα, μουσικής, χορού, ηθοποιίας και όχι μόνο, χρειάζονται άνθρωποι υπερ-ταλαντούχοι, ιδιαίτεροι, διαφορετικοί αλλά και πολύ συγκεκριμένοι ταυτόχρονα.
Οι ρόλοι που καλούνται να παίξουν μπορεί να ζουν σε ένα φανταστικό κόσμο, αλλά έχουν συναισθήματα και εμπειρίες που είναι πέρα για πέρα αληθινά και πραγματικά. Και επίσης τα ζουν και τα βιώνουν πολλές φορές, όχι αυτόνομα, αλλά ως μέρος ενός συνόλου, οπότε πρέπει να έχουν και χημεία. Τέλος, έχουν να ανταποκριθούν στις προσδοκίες χαρακτήρων που τους έχουν υποδυθεί μοναδικοί καλλιτέχνες για χρόνια. Είναι λίγο να πούμε πως η δουλειά τους ήταν δύσκολη.
Ηθοποιοί όπως ο Jeff Goldbum (Jurassic Park), η Michelle Yeoh (Everything Everywhere All At Once) αλλά και ο Jonathan Bailey (Bridgerton, Fellow Travelers) είναι μέρος ενός πολυμορφικού και τρομερά λαμπερού cast στο κέντρο του οποίου βρίσκονται η Ariana Grande ως Glinda και η Cynthia Erivo ως Elphaba.
Η Ariana Grande, είναι μια πασίγνωστη τραγουδίστρια με εμπειρία και δουλειές που την κατατάσσουν στην λίστα με τους πιο δημοφιλείς καλλιτέχνες της γενιάς μας, αλλά και ανάμεσα στους πιο ταλαντούχους. Οι φωνητικές της ικανότητες είναι αδιαμφισβήτητες και όπως φαίνεται, το ίδιο συμβαίνει και με τις υποκριτικές της. Ωστόσο, για την ίδια, ο ρόλος της Glinda δεν ήταν απλώς ένα μέσο για την μεγάλη οθόνη, ήταν το όνειρο της ζωής της που έγινε επιτέλους πραγματικότητα. Έχει εκμυστηρευτεί πως, από τη στιγμή που είδε για πρώτη φορά το μιούζικαλ στο Broadway με το original cast, όταν ήταν μόλις 10 χρονών, κάτι μέσα της άλλαξε για πάντα. Το “Wicked” έγινε «το ασφαλές της μέρος», όπως λέει και η ίδια, και επιστρέφει στα τραγούδια του όποτε χρειάζεται μία αίσθηση ηρεμίας και ασφάλειας. Μάλιστα, από την αρχή της μουσικής της καριέρας, μιλούσε για το πόσο σημαντικό είναι για εκείνη το συγκεκριμένο έργο και πως θα έκανε τα πάντα για να παίξει την Glinda κάποια στιγμή στη ζωή της. Στο βίντεο που υπάρχει από τη στιγμή που της ανακοινώνει ο Chu πως πήρε τον ρόλο, εκείνη, ενώ ξεσπάει σε κλάματα, λέει χαρακτηριστικά: «Ω, θα την προσέξω τόσο πολύ, υπόσχομαι!»
Η Cynthia Erivo, από την άλλη, μία υπερ-ταλαντούχα καλλιτέχνης (κάθε φορά που ακούω το τραγούδι “Stand Up”, ανατριχιάζω), είδε για πρώτη φορά το “Wicked” στα 25 της χρόνια και ήταν κάτι που την άλλαξε για πάντα, καθώς όπως λέει: «Ούτε είχα δει, ούτε είχα ακούσει κάτι παρόμοιο ποτέ». Όταν την κάλεσαν για να κάνει audition και την είδε ο σκηνοθέτης John M. Chu, απλά δεν μπορούσε να την βγάλει από το μυαλό του. Τόσο ακατέργαστη, ευαίσθητη και διαφορετική ήταν, λες και ήταν φτιαγμένη για την ιστορία της Elphaba. Ήταν και για εκείνη ένα όνειρο που γινόταν πραγματικότητα: να είναι μέρος μίας οικουμενικής ιστορίας που μιλάει για την αγάπη, την καλοσύνη και τη φιλία, και πώς όλοι τα αξίζουν. Άλλωστε, όπως λέει και η Ariana: «’Ολοι οι άνθρωποι εκεί έξω έχουν κάτι από αυτές τις δύο γυναίκες μέσα τους».
Ο (δικός μου) επίλογοςΥποθέτω πως σας έχω πει όλα όσα μπορεί να χρειάζεται, ή και όχι, ένας άνθρωπος να ξέρει πριν πάει να δει αυτή την ταινία – βασικά παραπάνω. Ή και ακόμα κι αν δεν πάει να την δει. Εγώ, ας πούμε, θα ήμουν μία από αυτούς που μάλλον δεν θα πήγαιναν, οφείλω να το παραδεχτώ. Οι ιστορίες, τα παραμύθια και οι Μάγοι ποτέ δεν με συγκλόνιζαν ή με γοήτευαν. Αλλά μετά από τόσο διάβασμα που χρειάστηκε να κάνω για αυτό το κείμενο, κατάλαβα πως αν και αυτή είναι μία ταινία που διαδραματίζεται σε φανταστικό κόσμο, βασικά είναι μία ταινία για την «ιδέα πως συναντάς κάποιο άτομο και εκείνο αλλάζει τη πορεία της ζωής σου, για πάντα», και εμένα αυτό με γοητεύει. Ακριβώς όσο η γυναικεία φιλία, η μαγεία, το ταλέντο και η χημεία μεταξύ των ανθρώπων – όσα πράγματα δηλαδή είναι στ’ αλήθεια το “Wicked”. Για όλα αυτά που με γοητεύουν, λοιπόν, θα είμαι σίγουρα σε κάποια κινηματογραφική αίθουσα στις 5 Δεκέμβρη, με ένα μεγάλο ποπ κορν στο χέρι και ίσως μερικά χαρτομάντηλα.
To musical “Wicked” θα κάνει πρεμιέρα στις 5 Δεκεμβρίου στις κινηματογραφικές αίθουσες από την Tanweer.
Καστ: Σίνθια Ερίβο, Αριάνα Γκράντε, Μισέλ Γεό, Τζεφ Γκόλντμπλουμ, Τζόναθαν Μπέιλι, Ίθαν Σλέιτερ, Μαρίσα Μπόουντ, Μπόουεν Γιανγκ, Μπρόνγουιν Τζέιμς, Κεάλα Σετλ
Σκηνοθεσία: Τζον Μ. Τσου
Σενάριο: Γουίνι Χόλζμαν
Σενάριο βασισμένο στο μιούζικαλ Wicked, μουσική και στίχοι του Στίβεν Σουόρτς, βιβλίο της Γουίνι Χόλζμαν, από το μυθιστόρημα του Γκρέγκορι Μαγκουάιρ
Παραγωγοί: Μαρκ Πλατ, Ντέιβιντ Στόουν
Executive Producers: Ντέιβιντ Νίκσεϊ, Στίβεν Σουόρτς, Τζάρεντ ΛεΜποφ