Μια γυναίκα βρίσκεται στο θάλαμο του νεκροτομείου. Μια γυναίκα δολοφονείται. Μια γυναίκα εξωθείται στην πορνεία. Μια γυναίκα βιάζεται από συνάδελφο της. Μια γυναίκα αποθαρρύνεται από την αστυνομία να καταγγείλει επίσημα την κακοποίηση της. Μια γυναίκα βιάζεται συστηματικά από τον πατέρα της – περισσότερες από μια γυναίκες. Μια γυναίκα εκδιώκεται από το δικαίωμα της στην άμβλωση. Μια γυναίκα κακοποιείται σωματικά και ψυχικά από τους εργοδότες της. Μια γυναίκα εξαναγκάζεται σε ανεπιθύμητο γάμο. Μια γυναίκα.
Τα αντανακλαστικά της σκηνής στην γυναικεία κακοποίησηΣήμερα, Παγκόσμια Ημέρα για την Εξάλειψη της Βίας κατά των Γυναικών, αυτά τα θύματα θα βρουν φωνή· για λίγο, μάλλον. Στις θεατρικές σκηνές η κραυγή τους είναι, παραδόξως, πιο δυνατή. Τα αντανακλαστικά της θεατρικής (και γενικότερα καλλιτεχνικής) κοινότητας σε μεγάλα κοινωνικά ζητήματα ήταν και παραμένουν οξυμένα, χωρίς αυτό να εξαιρεί την αποτύπωση της πανδημίας βίας που ασκείται παγκοσμίως κατά των γυναικών.
Στην Ελλάδα, η πιο πρόσφατη έρευνα του Εθνικού Κέντρου Κοινωνικών Ερευνών (διάστημα συλλογής στοιχείων: Ιανουάριος 2021 – έως Απρίλιο 2023) σε δείγμα 12.000 γυναικών, ηλικίας 18-74 ετών, αποδεικνύει πως 1 στις 3 γυναίκες έχει υποστεί σωματική βία και 1 στις 5 σεξουαλική βία – κάποια στιγμή στην ενήλικη ζωή της. Το ίδιο ακριβώς διάστημα, στην Ελλάδα, 81 γυναίκες θα δολοφονούνταν – η συντριπτική πλειοψηφία από συντρόφους, συζύγους, οικεία πρόσωπα. Στον κόσμο καταγράφονται 133 γυναικοκτονίες σε ημερήσια βάση. Τα ποσοστά των θυμάτων, επιζησάντων ή δολοφονημένων, προκαλούν αποτροπιασμό και μαζί ψυχική ακινητοποίηση.
Μετά το metooΤον άλλο δρόμο, τον πιο ενεργητικό απέναντι στο φαινόμενο, ακολουθούν ολοένα και περισσότερες παραστάσεις, ολοένα και περισσότεροι καλλιτέχνες, αφού όπως εξηγεί η υπεύθυνη επικοινωνίας της γυναικείας οργάνωσης Διοτίμα, Νατάσσα Κεφαλληνού η έκρηξη του metoo αποτέλεσε ένα αφετηριακό σημείο αφύπνισης για το χώρο. «Φαίνεται πως έκτοτε γίνεται πιο συστηματική μια προσπάθεια ευαισθητοποίησης και πολλοί δημιουργοί στρέφονται σε αυτή τη θεματική, κάτι που είναι ωφέλιμο αν λάβουμε υπόψιν ότι η πρόσβαση που έχουν οι καλλιτέχνες στο δημόσιο βήμα, συντηρεί και την ορατότητα αυτού του κοινωνικού προβλήματος, μέσα από ένα άλλο κανάλι. Είναι μια προσπάθεια τόσο πρόληψης όσο και καταπολέμησης της έμφυλης βίας», σχολιάζει.
Από την αρχή της σεζόν μέχρι σήμερα, έχουν ανέβει περισσότερες από δέκα παραγωγές με απευθείας σύνδεση στη θεματική της γυναικείας κακοποίησης ενώ ο αριθμός τους διπλασιάζεται καθώς το θεματικό κάδρο ανοίγει μιλώντας για το πατριαρχικό σύστημα και την κοινωνική καταπίεση -ανελευθερία που υπομένει διαχρονικά η γυναίκα.
Στο «Κυανιούχο Κάλιο» που παρουσιάζεται στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά θίγεται η αδυναμία της γυναίκας να ορίσει το σώμα της, όταν της απαγορεύεται το δικαίωμα στην άμβλωση. Στο «Prima Facie» στο Θέατρο Πορεία, αποτυπώνεται η ψυχική κατακρήμνιση μιας ικανής δικηγόρου από τη στιγμή που πέφτει θύμα βιασμού από συνάδελφό της.
Στο «Festen» στη σκηνή του «Άλμα», δυνάστης είναι ο ευυπόληπτος αστός πατέρας: βιάζει όλα τα παιδιά του, κορίτσια και αγόρια. Θύματα βιασμού είναι και οι κόρες ενός άλλου «πατέρα» στον «Τρόμο του Κροκόδειλου» που ανεβαίνει στο Θέατρο του Νέου Κόσμου. Η σεξουαλική παρενόχληση θίγεται μεταξύ πολλών άλλων θεμάτων στο «Αγαπητέ μαλάκα» του «Μικρού Γκλόρια». Για τρίτη χρονιά ανεβαίνει το «Και εφύτευσεν ο Θεός παράδεισον» στο «Άνεσις» καθώς διαπραγματεύεται την βιομηχανία του trafficking. Και τόσα άλλα παραδείγματα που, είτε παίζονται ήδη είτε έπονται μέσα στη χειμερινή σεζόν.
Οι αμβλώσεις σε συζήτησηΜετά το «Pieta» που άγγιζε με χαρακτηριστικά θεάτρου ντοκουμέντου το θέμα της γυναικοκτονίας στην Ελλάδα, η Μάρθα Μπουζιούρη επανέρχεται στο ζήτημα της γυναικείας βίας διασκευάζοντας το έργο του Φρίντριχ Βολτ «Κυανιούχο κάλιο». Έργο ηλικίας 95 ετών, γραμμένο από ένα διωκόμενο γιατρό καταγράφει το ιστορικό γεγονός της καθολικής απαγόρευσης των αμβλώσεων στην εθνικοσοσιαλιστική Γερμανία και την κατάργηση του δικαιώματος στην υγεία και στη ζωή χιλιάδων γυναικών που επέλεξαν άλλους αμφιλεγόμενους τρόπους έκτρωσης γιατί ήταν τόσο φτωχές ώστε αδυνατούσαν να συντηρήσουν τα παιδιά τους.
Η Μπουζιούρη παραμένει συνειδητά στην «ίδια περιοχή, αφού είναι ο ζωτικός μου χώρος, με δονεί σαν γυναίκα και στην πραγματικότητα μιλάμε για μια άλλη έκφανση της ίδιας αρχετυπικής βίας. Πόσο μάλλον, όταν σε 75 χώρες του κόσμου το δικαίωμα στην άμβλωση έχει καταργηθεί, στην Ελλάδα δεν έχει κατοχυρωθεί συνταγματικά και ολοένα επιστρέφει στην πολιτική ατζέντα ακροδεξιών πολιτικών. Αλλά ακόμα και σήμερα όπου η άμβλωση στη χώρα μας δεν διώκεται, καταγράφονται διαρκώς περιστατικά όπου γιατροί δημόσιων νοσοκομείων αρνούνται την ιατρική πράξη υπό το πρόσχημα της επιστημονικής δεοντολογίας αναγκάζοντας δεκάδες γυναίκες, αν έχουν την οικονομική δυνατότητα, να στραφούν στον ιδιωτικό τομέα».
Η έρευνα της Μάρθας Μπουζιούρη ξεκίνησε πριν από δύο χρόνια σε ένα θέατρο της Βαρσοβίας και σε μια χώρα όπου από το 2020 απαγορεύεται η διακοπή της κύησης. Έχοντας συγκεντρώσει πραγματικές μαρτυρίες όπου γυναίκες δεν είχαν ασφαλή πρόσβαση στην άμβλωση βρέθηκε στη μέση ενός ακόμα απολυταρχικού μέτρου: η τότε διευθύντρια του θεάτρου αποπέμφθηκε και η παράσταση ακυρώθηκε. Φυσικά, το θέμα – με τις ΗΠΑ να πρωταγωνιστούν στην παγκόσμια ατζέντα – εμφανίζει χαρακτηριστικά κατεπείγοντος. «Μέσα από την παράσταση, διαπίστωσα πως ποτέ στην Ελλάδα δεν είχε ανέβει ένα έργο που να μιλάει για την άμβλωση, όχι καταγγελτικά, αλλά ανθρωποκεντρικά και χαίρομαι που εξασφαλίζουμε μια κάποια ορατότητα εκεί που πριν δεν υπήρχε. Ήμουν τυχερή που βρήκα ένα έργο το οποίο για 100 χρόνια είχε περιπέσει στην αφάνεια και σήμερα, σε μιαν άλλη ευρωπαϊκή χώρα κάποιος το εντόπισε και θέλει να αφήσει ένα στίγμα. Ας υπάρχει ένα ίχνος καταγραφής, όπως το 1929 το άφησε ο Φρίντριχ Βολτ».
Θύμα βιασμούΜε το κοινωνικό χρέος αναμετριέται και η Λένα Παπαληγούρα που υποδύεται την Τέσα Ένσλερ στο διάσημο, πια, έργο της Σούζι Μίλλερ που έχει ανέβει σε 30 χώρες διεθνώς. Η ηρωίδα της, ένας άνθρωπος με τυφλή πίστη στο νόμο και στο σύστημα, βρίσκει να προδίδεται καθολικά όταν καταλήγει στη θέση του θύματος: Ένας κοινωνικά και εργασιακά καταξιωμένος συνάδελφος της, την βιάζει, ενώ έχουν ήδη αναπτύξει συντροφική σχέση. «Αυτός με βίασε αλλά εγώ δικάζομαι», λέει η Παπαληγούρα με παρρησία στη σκηνή του «Πορεία» εκθέτοντας τον παραλογισμό του νομικού συστήματος απέναντι στην επιζήσασα μιας σεξουαλικής επίθεσης. «Είναι τόσο σημαντικό αυτό το κείμενο που θεωρώ μεγάλη την ευκαιρία που μου δόθηκε να το αρθρώσω. Το λέω αυτό από την ανθρώπινη πλευρά των πραγμάτων, είναι χρέος του ηθοποιού να αφουγκραστεί ένα τόσο μεγάλο κοινωνικό ζήτημα, να κάνει την υπέρβαση και να δει την κατάσταση έξω από το μικρό του εαυτό και το πόσο καλός/καλή είναι ως ερμηνευτής. Η θεματική με ξεπερνάει και έρχομαι να υπερασπιστώ ένα δικαίωμα ανθρώπινο».
Λένα Παπαληγούρα: Είναι χρέος του ηθοποιού να αφουγκραστεί ένα τόσο μεγάλο κοινωνικό ζήτημα, να κάνει την υπέρβαση και να δει την κατάσταση έξω από το μικρό του εαυτό και το πόσο καλός/καλή είναι ως ερμηνευτής
Η Μίλλερ τονίζει στο κείμενο της το στατιστικό δεδομένο πως 1 στις 3 γυναίκες έχει βρεθεί στη δεινή θέση της ηρωίδας της. Η Λένα Παπαληγούρα κάνει ένα πρόχειρο υπολογισμό και καταλήγει πως μέσα στην πλατεία του «Πορεία» υπάρχουν κάθε βράδυ τουλάχιστον 50 γυναίκες που φέρουν παρόμοιο βίωμα. Αισθάνεται πως η ανταπόκριση είναι ακαριαία. Στη σκηνή του βιασμού, γυναίκες θεατές έχουν αποχωρήσει. Και δεν είναι οι μόνες.
Πώς αντιδρά το κοινόΗ πρωταγωνίστρια του «Τρόμου του κροκόδειλου», Άννα Καλαϊτζίδου μοιράζεται επικοινωνίες γυναικών με το ταμείο του Θεάτρου του Νέου Κόσμου που «ρωτούν αν υπάρχει επί σκηνής κακοποίηση. Άλλες φεύγουν τρέχοντας στις σκηνές βίας. Επίσης, ενώ το κείμενο έχει μια σουρεαλιστική διάσταση, άρα και μαύρο χιούμορ, συνειδητοποιούμε πως οι θεατές δεν μπορούν να γελάσουν. Υπερισχύει μέσα τους το δεδομένο της κακοποίησης».
Η Ελένη Ευθυμίου σκηνοθέτρια και συν-συγγραφέας της παράστασης του Εθνικού Θεάτρου «Στο σώμα της» έχει ακούσει θεατές να καθησυχάζουν κάποια – κάποιες που ταράζονται στο σημείο όπου το έργο εστιάζει στο θέμα της γυναικείας κακοποίησης. Με λίγα λόγια, τα θύματα είναι εκεί έξω και είναι πολλά περισσότερα από όσα παρουσιάζουν οι επίσημες έρευνες. «Το φαινόμενο υποκαταγράφεται. Αν όλες κατήγγειλαν τη βία που έχουν υποστεί, τα νούμερα θα εκτοξεύονταν σε απίστευτο βαθμό. Θεωρούμε πως δεν υπάρχει ούτε μια γυναίκα εκεί έξω που δεν έχει βιώσει κάτι τραυματικό ή βίαιο σε όλη την πορεία της ζωής της», επαληθεύει η Νατάσσα Κεφαλληνού του Κέντρου Διοτίμα.
Η διαφορά του θεατρικού λεξιλογίουΦυσικά, η ανταπόκριση του θεατρικού κοινού στη θεματική της γυναικείας βίας δεν μπορεί να είναι ένας υπολογίσιμος στατιστικός δείκτης. Από την άλλη, όμως, στερεώνει τη δυναμική της θεατρικής γλώσσας να εμβαθύνει εκεί όπου άλλα μέσα διακίνησης της πληροφορίας δεν μπορούν. Η σκηνοθέτρια Άντζελα Μπρούσκου δρομολογεί το ανέβασμα μιας δραματουργικής σύνθεσης με τίτλο «Ου φονεύσεις» στη σκηνή Ω του Δημοτικού Θεάτρου Πειραιά με σημείο αναφοράς την ιστορική καταγραφή της γυναικοκτονίας. «Οι καθημερινές γυναικοκτονίες ήταν το έναυσμα. Από εκεί ξεκινάμε για να συναντήσουμε την ανάγκη σχολιασμού της βίας που έχει υποστεί το γυναικείο φύλο από καταβολής κόσμου. Το πατριαρχικό μοντέλο που βιώνουμε από τις γιαγιάδες μας, τις μητέρες μας, τις οικογένειες μας». Η σκηνοθέτρια πιστεύει ακράδαντα πως το λεξιλόγιο του θεάτρου «μπορεί να επιδράσει ουσιαστικά και να πυροδοτήσει έναν ανοιχτό διάλογο στα θέματα που αποσιωπούνται αλλά μας πληγώνουν καθημερινά και ασχημαίνουν την ζωή μας. ΄Εχει την ικανότητα να φέρνει στο φως και να εκθέτει παθογένειες μιας κοινωνίας, καθώς η βία κατά των γυναικών δεν είναι ‘ιδιωτικό πρόβλημα’. Είναι προφανές ότι στη βάση κάθε γυναικοκτονίας – ως ακραία μορφή έμφυλης βίας – ενυπάρχει η επιθυμία ολοκληρωτικής και απόλυτης κυριαρχίας της γυναίκας από τον άνδρα, για όποιο λόγο».
Εύα Κοτανίδη: Είναι καλό να εξετάσουμε πως το θέατρο περνάει το μήνυμα στο θεατή· δεν ψυχαγωγεί μόνο, αλλά και κινητοποιεί
Την ίδια πεποίθηση μοιράζεται και η Εύα Κοτανίδη που συνέλαβε την ιδέα θεατροποίησης του βιβλίου – μανιφέστου της Βιρζινί Ντεπάντ «Αγαπητέ μαλάκα» και πρωταγωνιστεί σε αυτήν στο Μικρό Γκλόρια. «Είναι καλό να εξετάσουμε πως το θέατρο περνάει το μήνυμα στο θεατή· δεν ψυχαγωγεί μόνο, αλλά και κινητοποιεί. Του επιτρέπει να φύγει από το πλαίσιο της καθημερινότητας και του προκαλεί σκέψη, συγκίνηση, μια ανάγκη να καταλάβει και να μοιραστεί. Εναλλακτικά, θα μπορούσαμε να μοιραστούμε αυτές τις σκέψεις σε διαμαρτυρίες δρόμου; Πόσο εύκολο είναι, όμως, να δημιουργηθούν ομοιογενείς ομάδες σκέψης που προβληματίζονται ουσιαστικά για όσα μας συνθλίβουν;», σχολιάζει.
Μάρθα Μπουζιούρη: Είναι ζωτικής σημασίας να βιώνεις έναν ομοϊδεατισμό, να συναντιέσαι με ανθρώπους που έχουν τις ίδιες ερωτήσεις, κοινούς προβληματισμούς
Η Μάρθα Μπουζιούρη αναγνωρίζει στο θέατρο έναν κοινωνικό και κοινοτικό χώρο, παρότι ξέρει ότι είναι ουτοπικό να πιστεύει πως η κοινωνία θα μετακινηθεί χάρη στην τέχνη. «Φυσικά, αυτή είναι μια αντίληψη που υπομονεύεται μόλις μπαίνω στη φάση μια τέτοιας δημιουργίας. Είναι ζωτικής σημασίας να βιώνεις έναν ομοϊδεατισμό, να συναντιέσαι με ανθρώπους που έχουν τις ίδιες ερωτήσεις, κοινούς προβληματισμούς και θα το κάνεις ενώ ξέρεις πως, τις περισσότερες φορές, η μάχη είναι χαμένη. Χρειαζόμαστε να ξέρουμε πως δεν είμαστε μόνοι και μόνες», τονίζει. Η Λένα Παπαληγούρα, με τη σειρά της, εντοπίζει τον καθαυτό μηχανισμό που κάνει το θέατρο πιο επιδραστικό γιατί «από τη στιγμή που μπαίνεις σε ένα προστατευμένο χώρο όπως είναι μια θεατρική σκηνή νιώθεις πιο ευάλωτος, πιο ανοιχτός σε μια διαδικασία όπου επί μία ή δύο ώρες θα επεξεργαστείς μιαν αλήθεια, ένα γεγονός».
Νατάσσα Κεφαλληνού: Κάθε τέτοια παράσταση έχει τη δυνατότητα να ενισχύσει την αντιληπτική μας ικανότητα γύρω από το φαινόμενο, να λειτουργήσει ενδυναμωτικά για την καθεμιά από εμάς, δίνοντας παράλληλα χώρο στα θύματα
Ειδικά στην περίπτωση των θεματικών για τις μορφές γυναικείας κακοποίησης, η Νατάσσα Κεφαλληνού παρατηρεί πως μέσα στη θεατρική αίθουσα είναι δυνατόν να αναδειχθούν «πιο αθέατες πτυχές του φαινομένου, πέρα από τα προφανή· να ξεφύγουμε από την εξατομίκευση μιας εμπειρίας και να συλλογικοποιηθεί το τραύμα της βίας. Οπότε κάθε τέτοια παράσταση έχει τη δυνατότητα να ενισχύσει την αντιληπτική μας ικανότητα γύρω από το φαινόμενο, να λειτουργήσει ενδυναμωτικά για την καθεμιά από εμάς, δίνοντας παράλληλα χώρο στα θύματα. Γιατί, μην ξεχνάμε, στο θέμα της γυναικείας κακοποίησης δεν είναι μόνο οι θεσμοί και οι αρχές που χωλαίνουν· είναι και η ίδια η κοινότητα που δεν στέκεται επαρκώς δίπλα στα θύματα».
Άλλο προηγούμενο στο δημόσιο διάλογοΤην ίδια ώρα, το θέατρο και η τέχνη γενικότερα δημιουργεί και καλλιεργεί συστηματικά ένα άλλο ποιοτικό προηγούμενο συζήτησης στο δημόσιο διαλόγο για την βία εις βάρος των γυναικών. Την ώρα που ο κυρίαρχος λόγος γύρω από το θέμα στα media στέκεται επιδερμικά, φευγαλέα, επιπόλαια αν – στην χειρότερη – δεν αναπαράγει στερεότυπα και δεν προχωρά στις συνήθεις πρακτικές victim blaming. Η Άντζελα Μπρούσκου παρατηρεί πως η είδηση μιας γυναικοκτονίας καταγράφεται με όρους εντυπωσιασμού.
Άντζελα Μπρούσκου: Το θέατρο έχει την ικανότητα να φέρνει στο φως και να εκθέτει παθογένειες μιας κοινωνίας, καθώς η βία κατά των γυναικών δεν είναι ‘ιδιωτικό πρόβλημα’
«Σαν θέαμα που διεγείρει το κοινό με το σασπένς ενός θρίλερ και όχι σαν μια τραγική είδηση. Θα λέγαμε ότι γίνεται με τρόπο ώστε να ερεθίζει το ενδιαφέρον του κοινού του μέσα από ένα είδος αισθησιασμού, προκειμένου να κερδίσει νούμερα τηλεθέασης» και τελικά αυτό «εκπαιδεύει την ανοχή της κοινωνίας και το κυριότερο την ανοχή των νεότερων γενεών» όπως συμπληρώνει η Άννα Καλαϊτζίδου.
Κίνδυνος μιθριδατισμούΝα μια περιοχή επαφής με το φαινόμενο που η θεατρική τέχνη αντιμάχεται. Δεν μιμείται τους κανόνες της κατακλυσμιαίας πληροφόρησης και της μηδενικής εμβάθυνσης που συντηρούν τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης. Γιατί όταν ένα γεγονός συμβαίνει και μεταδίδεται σε τέτοια συχνότητα, όπως τα καθημερινά περιστατικά βίας κατά των γυναικών, ο κίνδυνος μιθριδατισμού για όλες και όλους είναι ορατός. «Ασφαλώς και υπάρχει το ενδεχόμενο απευαισθητοποίησης της κοινής γνώμης αλλά αυτή είναι μια μάχη με μορφή διελκυστίνδας που δίνεται για πολλά θέματα. Από την ατομική έως τη συλλογική ευθύνη, από την προσωπική επαγρύπνηση έως το έργο των φορέων και των θεσμών πρέπει να προσπαθήσουμε για να μην κυριαρχήσουν αυτές οι αναγνώσεις αλλά εκείνες που ενισχύουν επί της ουσίας την έμφυλη δικαιοσύνη».