Tack στην ιστιοπλοΐα σημαίνει αλλαγή πορείας λόγω αντίθετων ανέμων. Και από τη στιγμή που η χρυσή ολυμπιονίκης Σοφία Μπεκατώρου αποφάσισε ν’ αλλάξει πορεία και να μιλήσει δημόσια για τον βιασμό της, πριν από πολλά χρόνια, από ισχυρό παράγοντα της Ελληνικής Ιστιοπλοϊκής Ομοσπονδίας, απελευθερώθηκε μια τεράστια, καλά κρυμμένη δύναμη και μπήκε πολύ νερό στο αυλάκι του ελληνικού #MeToo κινήματος.
Παρακινημένη από τον δημόσιο λόγο της Μπεκατώρου, η νεαρή Αμαλία Προβελεγγίου, έχοντας υποστεί από πολύ μικρή συστηματική σεξουαλική κακοποίηση από τον δικό της πρώην προπονητή που απολάμβανε την εμπιστοσύνη όλων και δηλώνει ακόμα «ερωτευμένος» μαζί της, αποφασίζει να βρει την Μπεκατώρου και να μιλήσει. Κι έτσι, η Αμαλία και η Σοφία κάνουν το σωστό tack. Όχι ότι ο δρόμος είναι ανοικτός και τα σκυλιά δεμένα. Τα στάδια από το να αποφασίσει κανείς να μιλήσει μέχρι να φτάσει στο δικαστήριο και να εκδοθεί απόφαση, είναι πολλά, δύσκολα και πολλοί άνθρωποι τα παρατάνε ή δεν ξεκινούν καν.
Το Tack, η ταινία της Βάνιας Τέρνερ, που προβάλλεται στις αίθουσες από τη Δευτέρα 25 Νοεμβρίου σε παραγωγή Onassis Culture, ακολουθεί επί δυόμισι χρόνια την Αμαλία σε όλη αυτή τη διαδρομή μέχρι τη δίκη-ορόσημο, την πρώτη του ελληνικού #MeToo. Παράλληλα ακολουθεί την ίδια την Μπεκατώρου στη δική της πορεία, αλλά και τη σχέση με τον πατέρα της μέσα από την οποία σκιαγραφείται το χρονικό της κακοποίησης.
Όπως έχει δηλώσει η Τέρνερ: «Θέλησα να προχωρήσω και πέρα από τη ζωή των πρωταγωνιστριών, για να αφηγηθώ την ιστορία ενός σαθρού συστήματος ποινικής δικαιοσύνης και πώς αυτό κατακερματίζει τα θύματα. Μέσα από αυτή την οδυνηρή καταγραφή, ελπίζω να προβληματίσω για την έλλειψη ειδικής εκπαίδευσης των δικαστών και συνηγόρων σε θέματα έμφυλης βίας και παιδικής κακοποίησης, αλλά και την απουσία ενός γενικού πλαισίου προστασίας των θυμάτων. Ελπίζω ακόμα να δημιουργήσω ερωτήματα για το πώς οι σεξιστικές αντιλήψεις, η κυρίαρχη κουλτούρα, η τοξικότητα και η νοσηρότητα απομονώνουν, στιγματίζουν και φιμώνουν τα θύματα, ακόμα και όταν αυτά είναι παιδιά».
Με αφορμή λοιπόν την ταινία μιλήσαμε με την Κλειώ Παπαπαντολέων, δικηγόρο ποινικολόγο, πρώην πρόεδρο της Ελληνικής Ένωσης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου και συνήγορο της Αμαλίας:
Τι αποτρέπει μια γυναίκα από το να καταγγείλει και να προσφύγει στη δικαιοσύνη;«Φοβούνται – και επιβεβαιώνονται – ότι θα υποστούν διαπόμπευση», μας λέει η Κ. Παπαπαντολέων. «Επίσης λειτουργεί αποτρεπτικά το πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα που διαρκεί μια ποινική διαδικασία από την υποβολή μήνυσης. Το θύμα σκέφτεται ότι για τα επόμενα χρόνια της ζωής του θα είναι ψυχικά δεσμευμένο μαζί με τον κακοποιητή του. Το εξαιρετικά δύσκολο στοιχείο σε αυτά τα εγκλήματα είναι η απόδειξη. Τελούνται πάντα κρυφά, χωρίς μάρτυρες και αφορούν την πολύ στενή ιδιωτική σφαίρα του προσώπου, για την οποία έτσι κι αλλιώς δύσκολα μιλάει κανείς, πόσω μάλλον όταν είναι κάτι τόσο τραυματικό».
Τι μπορεί να περιμένουμε από τη δικαιοσύνη;Πολλές επίσης αποθαρρύνονται από τη δυσαναλογία μεταξύ της όλης επίπονης διαδικασίας και της πιθανής τελικής τιμωρίας του δράστη. «Χρειάζεται να πεις στον εαυτό σου ‘θα το κάνω και δεν το φοβάμαι, όποια κι αν είναι η έκβαση’. Οι άνθρωποι έχουν διάφορες προσδοκίες από τη δικαιοσύνη, στις οποίες εκείνη είναι δύσκολο να ανταποκριθεί. Η ποινική διαδικασία έχει πολύ συγκεκριμένες λειτουργίες και στοχεύσεις και δεν πρέπει να συγχέεται με άλλου τύπου θεραπευτικές διαδικασίες. Ακόμα κι όταν ο δράστης φυλακίζεται, για τα θύματα τα χρόνια φαίνονται πάντα λίγα. Αν δεν εκτίσει καθόλου ποινή, η όλη διαδικασία τους φαίνεται σαν μια συνολική αποτυχία. Στην Ελλάδα δε, ο λόγος για την ποινική δικαιοσύνη εξαντλείται στα χρόνια φυλάκισης, στην «ποσότητα» του εγκλεισμού. Διαφορετικά νιώθουμε σαν ο άλλος να «την έχει γλυτώσει». Δεν είναι αντιληπτό ότι η απονομή ποινικής δικαιοσύνης και η τιμωρία του δράστη είναι μια συνθλιπτική διαδικασία γι’ αυτόν, είτε εκτίσει ποινή είτε όχι. Η καταδίκη συνιστά δημόσια μομφή σε βάρος ενός προσώπου, η οποία μένει ως μόνιμο και διαρκές αποτύπωμα. Και βεβαίως, υποτιμάμε ή δεν γνωρίζουμε τί σημαίνει η εγγραφή τέτοιων πράξεων για το ποινικό μητρώο ενός προσώπου».
Η σκηνοθέτις της ταινίας, Βάνια Τέρνερ, άρχισε να κινηματογραφεί, όπως λέει, την Μπεκατώρου, χωρίς να γνωρίζει τι θα ακολουθήσει κι ενώ το κύμα των καταγγελιών είχε μόλις αρχίσει να ξεδιπλώνεται. Έτσι γνώρισε την Αμαλία και άρχισε να περνά χρόνο μαζί της και να κινηματογραφεί την ίδια και την οικογένειά της. Η υπόθεση της Σοφίας Μπεκατώρου είχε παραγραφεί, όταν ξεκίνησε να μιλάει γι’ αυτό. Μέσω εκείνης όμως συναντήθηκε και η Κλειώ με την Αμαλία.
«Το πολύ ενδιαφέρον με τη Σοφία είναι ότι ξεκίνησε το κίνημα στην Ελλάδα από μια παλιά υπόθεση, μίλησε γι’ αυτό πολλά χρόνια μετά», σχολιάζει η Κλειώ Παπαπαντολέων. «Αυτό αποδεικνύει ότι αυτές οι πράξεις «γράφουν» ανεξίτηλα πάνω στον άλλον κι έτσι εξηγείται και το γιατί κανείς μπορεί να μιλήσει πολύ αργότερα. Αυτή η καταγραφή είναι πολύ βοηθητική και για τα άλλα θύματα. Είναι πολύ θετικό και το ότι το αγκάλιασε αυτό η πολιτική τάξη και η κοινωνία. Το γεγονός ότι είναι ολυμπιονίκης, είναι δημόσιο πρόσωπο που δεν είχε απασχολήσει με άλλο τρόπο ή αρνητικά τη δημοσιότητα, είναι εθνικό σύμβολο, έχει σηκώσει τη σημαία, έχει δοξάσει την πατρίδα, αυτά όλα έχουν σημασία για την αξιοπιστία του προσώπου. Όταν μάλιστα τη γνωρίσεις από κοντά, αντιλαμβάνεσαι πόσο συγκροτημένο άτομο είναι και αμετακίνητη στα πιστεύω και στις αξίες της. Πραγματικά πιστεύει σε αυτό που σου λέει».
Η διαδικασία απονομής ποινικής δικαιοσύνης βήμα-βήμα«Δεν έχω ελπίδες, έχω στόχο» ακούω την Μπεκατώρου να λέει στην ταινία κι αυτή τη φράση νομίζω ότι δεν θα την ξεχάσω ποτέ. Ζητώ από την Κλειώ να μου εξηγήσει την όλη διαδικασία, ξεκινώντας από την καταγγελία και το τι συναντά κανείς εκεί: «Η διαδικασία ξεκινάει με την υποβολή μήνυσης. Η αντιμετώπιση του θύματος, όταν πάει να καταγγείλει στην αστυνομία, συχνά δεν είναι καλή – ακόμα κι αν οι αστυνομικοί είναι πρόθυμοι, γιατί δεν είναι βέβαιο ότι ξέρουν πώς να χειριστούν ένα τέτοιο περιστατικό. Ενδεχομένως εξαιτίας της άγνοιας αυτής χάνονται πάρα πολλά στοιχεία ποινικά ενδιαφέροντα, αποδεικτικά στοιχεία κλπ. Η έρευνα, όπως η συλλογή στοιχείων, τοξικολογικές εξετάσεις κλπ, αν δεν γίνει εγκαίρως, το κενό δεν αναπληρώνεται από κανένα άλλο στοιχείο ούτε βέβαια από μάρτυρες που δεν υπάρχουν».
Η διαρροή των καταθέσεων, όταν συμβαίνει σε υποθέσεις μεγάλης δημοσιότητας, είναι σχεδόν εγκληματική. Διαπιστώνουμε ότι θύματα που είναι διατεθειμένα να μιλήσουν, κάνουν ένα βήμα πίσω
«Και βέβαια ο τρόπος που ενίοτε τίθενται οι ερωτήσεις, πολλαπλασιάζει την ενοχή και την ντροπή που ήδη νιώθει το θύμα και άρα λειτουργεί αποτρεπτικά για τα επόμενα στάδια: ‘Γιατί πήγες σπίτι του, γιατί έφυγες μαζί του, τι δουλειά είχες εκεί, τι φορούσες, μήπως του είπες κάτι, μήπως προκάλεσες, να ξέρεις θα σου κάνει κι αυτός μήνυση για συκοφαντική δυσφήμιση και ψευδή κατάθεση’, κλπ. Είναι πολύ αποθαρρυντικό και τραυματικό το στάδιο αυτό, παρότι, ειδικά για το έγκλημα του βιασμού, προβλέπεται πλέον η παρουσία ψυχολόγου σε ανήλικους και ενήλικες».
«Επίσης, η διαρροή των καταθέσεων, όταν συμβαίνει σε υποθέσεις μεγάλης δημοσιότητας, είναι σχεδόν εγκληματική. Διαπιστώνουμε ότι θύματα που είναι διατεθειμένα να μιλήσουν, κάνουν ένα βήμα πίσω, γιατί σκέφτονται ότι θα δουν τις καταθέσεις τους στα πρωτοσέλιδα και ότι όλος ο κόσμος θα ξέρει όχι απλώς ότι είναι θύματα βιασμού αλλά και τις πλήρεις λεπτομέρειες της πράξης αυτής».
Η διαδικασία στο Μικτό Ορκωτό ΔικαστήριοΕφόσον περάσεις αυτά τα στάδια και φτάσεις στο μικτό ορκωτό δικαστήριο, ξεκινά μια άλλη διαδικασία: «Οι ένορκοι καθρεφτίζουν την κοινωνία. Ρωτάνε αρκετά πράγματα και συχνά διχάζονται, δεν έχουν κοινή στάση. Ή μπορεί να είναι και πολύ επιεικείς, μου έχει τύχει σε περίπτωση παιδικής πορνογραφίας να ζητούν αθώωση κατηγορουμένου για πράξη που ο ίδιος είχε ομολογήσει! Υπάρχει ένα είδος αλληλεγγύης. Το δε φύλο δεν παίζει ρόλο. Οι γυναίκες είναι συχνά σκληρότερες από τους άντρες». Στην περίπτωση της Αμαλίας βλέπουμε άλλωστε τις μητέρες άλλων κοριτσιών της ομάδας να καταθέτουν υπέρ του κατηγορούμενου.
Να σημειωθεί εδώ – κι όσοι έχετε δει ή θα δείτε την παράσταση Prima Facie βασισμένη στο βιβλίο της Suzie Miller θα το καταλάβετε – ότι συχνά και οι γυναίκες δικηγόροι δεν είναι βοηθητικές. «Ιδίως όταν υπερασπίζονται κατηγορούμενους για σεξουαλικά εγκλήματα, νιώθουν ότι όχι απλώς πρέπει να κάνουν τη συνήθη υπεράσπιση του κατηγορούμενου, αλλά να προχωρήσουν ένα βήμα παρακάτω, με αποτέλεσμα να αποδομούν τα θύματα. Όταν μια γυναίκα διατυπώνει απόψεις, υπαινιγμούς και ερωτήσεις που μεταφέρουν την ευθύνη του βιασμού στο θύμα, νομιμοποιεί το λόγο αυτόν διαφορετικά και πολύ περισσότερο από έναν άντρα», μας λέει η Κλειώ Παπαπαντολέων.
Victim Blaming και εξαντλητικές ερωτήσειςΣτην ταινία Tack, σκίτσα animation ζωντανεύουν με συγκλονιστικό τρόπο τη σκληρή ακροαματική διαδικασία, στη διάρκεια της οποίας η Αμαλία υφίσταται εξαντλητικές καταθέσεις, victim blaming και συνεχείς απόπειρες αμφισβήτησης της αξιοπιστίας της. Μου εξηγεί η Κλειώ: «Στο δικαστήριο το πρόσωπο φέρει συνήθως μόνο τη δική του μαρτυρία, οπότε αναγκαστικά υπόκειται σε εξαντλητικές ερωτήσεις. Επίσης, ιδίως η πλευρά της υπεράσπισης θεωρεί ότι το πρόσωπο αυτό πρέπει να εξευτελιστεί και να τιμωρηθεί, επειδή κατήγγειλε.
Έχει υποστεί αυτήν την ούτως ή άλλως τεράστια ταλαιπωρία για χρόνια μέχρι να φτάσει στο ακροατήριο. Μιλά εκεί για πολύ ιδιωτικά πράγματα σε άγνωστους ανθρώπους και νιώθει ενοχή και ντροπή – είναι τα εγγενή στοιχεία των αδικημάτων αυτών και τα φέρουν τα θύματα μέχρι το τέλος. Και πίσω του στην αίθουσα κάθεται ο κακοποιητής του. Σε αυτό το καθεστώς, η παραμικρή πίεση πολλαπλασιάζεται, πολύ περισσότερο όταν ο άλλος έρχεται με φόρα να σε ισοπεδώσει και να βγάλει στην επιφάνεια την ενοχή και ντροπή που ξέρει ότι νιώθεις.
Πιέζουν ένα πρόσωπο σε τέτοιο βαθμό με επαναλαμβανόμενες ερωτήσεις ή ερωτήσεις για ασήμαντες λεπτομέρειες που εκείνο πασχίζει να απαντήσει, νομίζοντας ότι είναι πολύ σημαντικές. Το πιέζουν για να αποσπάσουν κάτι ανακριβές, για να υποπέσει σε κάποια αντίφαση, για να το εξαντλήσουν. Τότε μπορεί αυτό το πρόσωπο πράγματι να μπερδευτεί ως προς κάποια λεπτομέρεια, να πει κάτι για πρώτη φορά, να το πει διαφορετικά, είναι λογικό αυτό».
Ποιες είναι οι προκλήσεις για τη Δικαιοσύνη και οι προκαταλήψεις, με τις οποίες παλεύουν τα θύματα της σεξουαλικής κακοποίησης;«Ειδικά από το #MeToo και μετά γίνεται δημόσια συζήτηση που έχει φτάσει και στον δικαστικό μηχανισμό. Προσπαθούμε να πούμε ότι το τραύμα είναι άχρονο κι ότι, αν θες να αντιμετωπίσεις το ζήτημα ως έχει, πρέπει να προστρέξεις όχι μόνο στον Ποινικό Κώδικα, αλλά να λάβεις υπόψη σου κι άλλες παραμέτρους και στοιχεία κι από άλλες επιστήμες, όπως ψυχιατρική, ψυχολογία ή κοινωνιολογία. Αλλιώς, είναι αδύνατον να δικάσεις αυτές τις υποθέσεις. Όλοι θα σου φαίνονται αναξιόπιστοι: ‘Γιατί το θύμα έχει καθυστερήσει, γιατί δεν πήγε τότε στο Αστυνομικό τμήμα, γιατί το θυμήθηκε 10 χρόνια μετά;’. Για μένα, αυτό είναι το στοίχημα των επόμενων χρόνων για τη δικαιοσύνη. Αυτό ισχύει μεν και γι’ άλλα εγκλήματα, αλλά εκείνα μπορεί να υποστηρίζονται από κάποια στοιχεία. Στο βιασμό τα στοιχεία πολλές φορές απουσιάζουν, εκτός αν το πρόσωπο προσφύγει εγκαίρως στις αρχές κι εκείνες εγκαίρως ανταποκριθούν. Χρειάζεται να γίνει ιατροδικαστική έρευνα, τοξικολογικές εξετάσεις ή έστω να έχει πάει το θύμα εγκαίρως σε έναν ψυχίατρο. Κάπου να έχει αποτυπωθεί».
Η σεξουαλική κακοποίηση αφορά την αξιοπρέπεια του ανθρώπου, δεν είναι ιδιωτική υπόθεση«Υπάρχει η υπολανθάνουσα αντίληψη ότι τα αδικήματα αυτά είναι ιδιωτικές υποθέσεις των ανθρώπων, ότι ‘το ζήτημα αφορά αυτούς τους δύο’. Δεν είναι όμως έτσι, αλλιώς δεν θα ήταν αυτεπαγγέλτως διωκόμενα εγκλήματα. Μας ενδιαφέρουν όλους, γιατί εδώ πλήττονται έννομα αγαθά, σημαντικά για όλη την κοινωνία: Η ατομική ελευθερία, ο αυτοπροσδιορισμός, η σωματική ακεραιότητα, η αξιοπρέπεια. Γιατί το πιο βασικό είναι η αξιοπρέπεια των ανθρώπων και πώς αυτή θα προστατευτεί. Άρα όταν δεν κάνεις τις διαδικασίες όπως πρέπει, δηλαδή είτε αποθαρρύνεις τα πρόσωπα και δεν έρχονται ποτέ να καταγγείλουν, είτε έρχονται και δημιουργείς τόσες δυσκολίες που γίνεται αδύνατο και εν τέλει αθωώνεται ο κατηγορούμενος, αυτός που τελικά χάνει δεν είναι μόνο ο παθών, αλλά όλοι μας.
Είναι τόσο μεγάλη η έκθεση που υφίσταται ένα πρόσωπο καταγγέλλοντας ένα τέτοιο αδίκημα, που δεν είναι συνηθισμένο να κάνει ψευδείς καταγγελίες με κρυφό σκοπό. Ο βιασμός είναι άλλωστε πρωτίστως έγκλημα εξουσίας, όχι ανεξέλεγκτης επιθυμίας.
Αν αφήσεις τον δράστη ολότελα ατιμώρητο, θα έχει πλέον τη βαθύτατη και επιβεβαιωμένη πλέον πεποίθηση, ότι μπορεί να το ξανακάνει. Είναι περίεργο πώς υπάρχει αυτή η έλλειψη ενδιαφέροντος στο να τιμωρηθεί αυτού του είδους η εγκληματικότητα, σε μια χώρα μάλιστα που όλη την ώρα μιλάει για εγκληματικότητα. Πώς σπουδαιολογούμε για τον πορτοφολά και όχι γι’ αυτά που διαλύουν τις ζωές των ανθρώπων; Οι άνθρωποι έρχονται ψυχικά καταρρακωμένοι, η ζωή του θύματος διαλύεται και πραγματικά θέλει πολύ κόπο για να την ξαναφτιάξει, να ξαναδομήσει τον εαυτό του και να ξαναποκτήσει αυτοσεβασμό και αυτοκυριαρχία. Τα δε θύματα που έχουν υποστεί σεξουαλική κακοποίηση στη διάρκεια της ανηλικότητας (και συνήθως από κάποιο κοντινό τους πρόσωπο) νιώθουν σαν να μην ελέγχουν τη ζωή τους και να μην μπορούν να βάλουν όριο».
Νέα έρευνα της Ευρωπαϊκής ΕπιτροπήςΤα στοιχεία μιλάνε από μόνα τους: Σε έρευνα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής που μόλις δημοσιεύθηκε, για τη βία κατά των (ενήλικων) γυναικών φαίνεται ότι 1 στις 3 γυναίκες στην ΕΕ έχει υποστεί σωματική βία, σεξουαλική βία ή απειλές στην ενήλικη ζωή της, 1 στις 6 γυναίκες στην ΕΕ έχει υποστεί σεξουαλική βία, συμπεριλαμβανομένου του βιασμού, στην ενήλικη ζωή της, 1 στις 5 γυναίκες έχει υποστεί σωματική ή σεξουαλική βία από τον σύντροφό της, συγγενή ή άλλο μέλος του νοικοκυριού, 1 στις 3 γυναίκες έχει υποστεί σεξουαλική παρενόχληση στην εργασία, ωστόσο μόνο 1 στις 5 έχει επικοινωνήσει με φορέα παροχής υγειονομικής περίθαλψης ή κοινωνικών υπηρεσιών και μόλις 1 στις 8 έχει καταγγείλει το περιστατικό στην αστυνομία.
Γιατί λοιπόν εξακολουθεί να είναι τόσο δύσκολο να πιστέψει κανείς ένα θύμα σεξουαλικής κακοποίησης;«Ακούμε, ιδίως στο χώρο της τέχνης, ότι οι καταγγέλλουσες ’τώρα το θυμήθηκαν’, ‘ότι έκαναν καριέρα’ ή ‘ο άλλος μπορούσε να έχει όποια θέλει’, κλπ.», λέει η Κ. Παπαπαντολέων. «Δεν είναι όμως σύνηθες να λένε ψέματα οι καταγγέλλουσες. Είναι τόσο μεγάλη η έκθεση που υφίσταται ένα πρόσωπο καταγγέλλοντας ένα τέτοιο αδίκημα, που δεν είναι συνηθισμένο να κάνει ψευδείς καταγγελίες με κρυφό σκοπό. Ο βιασμός είναι άλλωστε πρωτίστως έγκλημα εξουσίας, όχι ανεξέλεγκτης επιθυμίας. Συνήθως δεν έχει σημασία ποιο είναι το πρόσωπο, γι’ αυτό και ως επί το πλείστον δεν υπάρχει μόνο ένα θύμα, θα υπάρχει και επόμενο. Αυτή η πρόσληψη του άντρα που τον «άναψαν», που δεν μπόρεσε να κρατηθεί, είναι ξεπερασμένη, ωστόσο έρχεται και επανέρχεται στις ερωτήσεις δικαστών και ενόρκων. Όπως επίσης είναι δύσκολο να καταλάβουν τι σημαίνει «πάγωσα».
Θεωρούν ότι το πρόσωπο μετάνιωσε που ενέδωσε τότε και το ονομάζει τώρα βιασμό. Στο μυαλό τους ο βιασμός είναι συνυφασμένος με την άσκηση έντονης βίας και αντίστοιχα έντονης αντίστασης κι ότι χωρίς αυτά δεν στοιχειοθετείται, παρότι κάτι τέτοιο δεν περιγράφεται στον Ποινικό Κώδικα: Για πράξεις πριν το 2019, που δεν ήταν ποινικοποιημένος ο βιασμός με μόνη την έλλειψη συναίνεσης, θα πρέπει να αποδείξει κανείς ότι ασκήθηκε βία ή απειλή ή ότι ήταν πρόσωπο ανίκανο να αντισταθεί. Με την τροποποίηση του Ποινικού Κώδικα από το 2019 εισήχθη η έλλειψη συναίνεσης. Τα πράγματα διευκολύνονται, αλλά η απόδειξη παραμένει πολύ δύσκολη».
Το #MeToo στην Ελλάδα με ορόσημο ακριβώς την Μπεκατώρου, άλλαξε κάτι σε όλα τα παραπάνω;«Ο εξευτελισμός και η διαπόμπευση, η πλήρης ηθική και προσωπική αποδόμηση του θύματος, εξακολουθούν να υφίστανται. Η Αμαλία υπήρξε ιδιαίτερη τυχερή και στους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας να έχει Προέδρους και δικαστές που της συμπεριφέρθηκαν με ιδιαίτερη ευαισθησία και διακριτικότητα, χωρίς αυτό σε τίποτα να μειώνει την ενδελεχή ποινική εξέταση την οποία έκαναν, αποδεικνύοντας ότι ένα θύμα μπορεί να εξετάζεται και ταυτόχρονα να προστατεύεται η αξιοπρέπειά του. Υπάρχουν όμως και τα αντίθετα παραδείγματα.
Χρειάζεται λοιπόν δουλειά στο δικαστικό μηχανισμό και στην αστυνομία. Απ’ όλο αυτό το κίνημα δημιουργήθηκε μια κοινότητα, βγαίνουν συμπεράσματα από κοινές εμπειρίες των θυμάτων, είτε έχουν καταγγείλει και προσφύγει είτε όχι. Υπάρχουν κοινοί παρονομαστές και αυτό είναι χρήσιμο εργαλείο για τον δικαστή, τον αστυνομικό ή τον ιατροδικαστή. Υπάρχει πολλή δουλειά στην εξαγωγή συμπερασμάτων και εργαλείων, που βοηθούν να σχηματίσεις στέρεη αντίληψη και πεποίθηση για το τι έχει συμβεί και να κάνεις σωστή αξιολόγηση του προσώπου, καθώς φυσικά υπάρχει το τεκμήριο της αθωότητας και η δικαιοσύνη πρέπει να είναι σίγουρη για την κάθε καταδίκη. Όλα αυτά απαιτούν πολύ χρόνο επεξεργασίας για να γίνουν κομμάτι της νομολογίας και να εισαχθούν στις νομικές έννοιες. Θέλει χρόνο και διάθεση. Νομίζω όμως ότι με κάποιον τρόπο αυτό θα γίνει, το σπρώχνει η νέα πραγματικότητα. Θα διαμορφωθεί μια καινούρια κατάσταση, σίγουρα καλύτερη από την προηγούμενη.
Στο βιασμό για παράδειγμα, η Ελλάδα είχε παγίως μια μάλλον επιεική ποινική μεταχείριση στους δράστες. Όσα χρόνια και αν προέβλεπε ο Ποινικός Κώδικας, ο δράστης καταδικαζόταν σε 6-7, ίσως και λιγότερα. Δεν έχει να κάνει όμως με το πόσα χρόνια θα καταδικαστεί ο δράστης, αλλά πόσες περιπτώσεις έχουμε. Τώρα μπορεί να έχουμε περισσότερες καταγραφές και προσφυγές στη δικαιοσύνη κι αυτό από μόνο του αλλάζει τις αντιλήψεις και την αίσθηση για το καλό και το κακό, το απαγορευμένο και μη, το τι κάνουμε και τι δεν κάνουμε, τι σημαίνει όχι και τι σημαίνει συναίνεση».
Να επισημάνουμε εδώ πάντως, ότι δεν υπάρχει σύστημα καταγραφής των σεξουαλικά κακοποιημένων ανηλίκων, παρά τις σχετικές εξαγγελίες το 2022.
Με την υποστήριξη του Onassis Culture, το TACK ξεκίνησε την κινηματογραφική διανομή του από το CineDoc στον Δαναό από τις 25 Νοεμβρίου, Παγκόσμια Ημέρα για την Εξάλειψη της Βίας κατά των Γυναικών.
Από την Πέμπτη 28/11, οι προβολές στην Αθήνα πλαισιώνονται με θεματικά Q&A με καλεσμένες ομιλήτριες από τον τομέα της δικαιοσύνης, της ψυχικής υγείας, του αθλητισμού και της εκπαίδευσης. Ειδικότερα:
Θα ακολουθήσει συζήτηση με τη σκηνοθέτιδα Βάνια Τέρνερ, τη Θεώνη Κουφονικολάκου, Συνήγορο του Παιδιού και την Κλειώ Παπαντολέων, δικηγόρο. Τη συζήτηση θα συντονίσει η δημοσιογράφος του Solomon, Δανάη Μαραγκουδάκη.
Θα ακολουθήσει συζήτηση με τη σκηνοθέτιδα Βάνια Τέρνερ και τη Μαρία Γεωργάτου, Ολυμπιονίκη Ρυθμικής Γυμναστικής. Τη συζήτηση θα συντονίσει η Νεκταρία Σταμούλη, ανταποκρίτρια του Politico στην Ελλάδα και δημοσιογράφος στην Καθημερινή.
Θα ακολουθήσει Q&A με τη σκηνοθέτιδα Βάνια Τέρνερ, την Ξένη Δημητρίου, Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου επί τιμή και την Άννα Κάβουρα, Ψυχολόγο – Αθλητική Ψυχολόγο, Εντεταλμένη Διδάσκουσα Τμήματος Ψυχολογίας Πανεπιστημίου Ιωαννίνων. Τη συζήτηση θα συντονίσει η Αλεξία Καλαϊτζή, δημοσιογράφος στην Καθημερινή και την ΕΡΤ.
Θα ακολουθήσει Q&A με τη σκηνοθέτιδα Βάνια Τέρνερ, τη Λίνα Λυκομήτρου, Σχολική ψυχολόγο, Ψυχοθεραπεύτρια, Τραυματοθεραπεύτρια και τη Φιλίππη Ρούβαλη, Εκπαιδευτικό, Ηθοποιό, Θεατρο-παιδαγωγό.
Θα ακολουθήσει Q&A με τη σκηνοθέτιδα Βάνια Τέρνερ και τη Γεωργία Δεσπότη, Ψυχολόγο, Ψυχοθεραπεύτρια. Τη συζήτηση θα συντονίσει η Νιόβη Αναζίκου, Δημοσιογράφος και Ντοκιμαντερίστρια, αντιπρόεδρος του WIFT.
ΡΕΘΥΜΝΟ – Χώρος Πολιτισμού “Σημείο”- Σάββατο 30 Νοεμβρίου, 20.00
Παρουσία της σκηνοθέτιδας Βάνιας Τέρνερ
Προπώληση στο ταμείο του χώρου (Πατριάρχου Αθηναγόρα 17, Ρέθυμνο)
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ – Λιμάνι (Αποθήκη 1, Αίθουσα «Σταύρος Τορνές»)- Τετάρτη 11 Δεκεμβρίου, 18.45
Προπώληση: more.com. Πληροφορίες: https://www.filmfestival.gr/el/