Συν & Πλην: «Μεμοράντουμ» στο Θέατρο Μπέλλος
Μια σύνοψη των θετικών και αρνητικών σημείων για το «Μεμοράντουμ» σε σκηνοθεσία Αικατερίνης Παπαγεωργίου που ανεβαίνει στο Θέατρο Μπέλλος
Ο Βάτσλαβ Χάβελ ήταν ο πρώτος πρόεδρος της Τσεχοσλοβακικής Δημοκρατίας με καθήκοντα από το 1993 έως το 2003, δημοκρατικά εκλεγμένος μετά την πτώση του Κομμουνιστικού Καθεστώτος. Υπήρξε δε, μια εμβληματική φιγούρα στη διάρκεια της Βελούδινης Επανάστασης – στα τέλη της δεκαετίας του ‘60 συμμετείχε ενεργά και στην «Άνοιξη της Πράγας» – στην οποία και πρωτοστάτησε το κόμμα του «Civic Forum». Νωρίτερα, ωστόσο, υπήρξε ένας συστηματικός επικριτής του Κομμουνισμού ως συγγραφέας και ποιητής, που παρότι λογοκρίθηκε κατά τις κομμουνιστικές πρακτικές, απόλαυσε μεγάλης εκτίμησης.
Το «Memorandum» θεωρείται ένα από τα πιο χαρακτηριστικά έργα του στο περιβάλλον της πολιτικής σάτιρας, ακολουθώντας το συγγραφικό τύπο του Φραντς Κάφκα αλλά και του Ευγένιου Ιονέσκο. Γραμμένο το 1965, μια εποχή όπου η πατρίδα του βρίσκεται σε μεγάλο κοινωνικό και πολιτικό αναβρασμό, εκτυλίσσεται στο χώρο εργασίας μιας μεγάλης δημόσιας υπηρεσίας (αγνώστων καθηκόντων), όπου αποφασίζεται από επίσης «αδιευκρίνιστες δυνάμεις» η εφαρμογή μιας νέας τεχνητής γλώσσας, ονόματι Φέντεμ. Πρόκειται για την υιοθέτηση μιας κωδικοποιημένης γλώσσας από το προσωπικό, η οποία έχει ως προσόν να μην φέρει «καμία συναισθηματική απόχρωση». Η Φέντεμ θεωρείται ως η «κορωνίδα του ορθολογισμού», «θέλει πίστη, πειθαρχία, ταλέντο και μνήμη», επιβάλλεται πάση θυσία στο σύστημα εργασίας, μέχρι τη στιγμή που ακόμα και οι πιο φανατικοί θιασώτες της να την υπηρετήσουν – πρόσωπα αγκιστρωμένα από τα υψηλά κλιμάκια της εταιρείας – συνειδητοποιούν πως είναι μια ατελέσφορη πρακτική, πως βασίζεται σε «αμφισβητήσιμες αρχές» και τελικά απειλεί το δομημένο σύστημα ιεραρχίας.
Ένα κλασικό δείγμα του θεάτρου του παραλόγου, μια ανελέητη πολιτική σάτιρα για το σύστημα που συστρέφεται γύρω από τον εαυτό του κι όχι μόνο δεν καταστρέφεται αλλά αυτοσυντηρείται, αναδύεται από τις στάχτες του – πάντα εις βάρος της μάζας.
Κι ενώ ο Βάτσλαβ Χάβελ γράφει το έργο στα σπάργανα της «Άνοιξης της Πράγας» – μιας προσπάθειας του Κομμουνιστικού Κινήματος της Τσεχοσλοβακίας να αποκτήσει δημοκρατικό σοσιαλιστικό πρόσωπο (που εννοείται πως κατεστάλη βίαια) τελικά περιγράφει άψογα τους μηχανισμούς κάθε συστήματος και ιδεολογίας.
Είτε, παλαιότερα, με εθνικοσοσιαλιστικό πρόσημο, είτε με μαρξιστικό, είτε σήμερα με δημοκρατικά νεοφιλελεύθερο, το σύστημα συντηρεί τις ίδιες δυναμικές να διαβρώνει τα πάντα για να τα ελέγχει, να δημιουργεί σταθερά μια απάνθρωπη βάση λειτουργίας, να εξοντώνει όλους όσοι διατηρούν τα ανθρώπινα χαρακτηριστικά εντός του και να στρατολογεί νέους υπάκουους οπαδούς που εγκαταλείπουν την ιδεολογία για χάρη της εξουσίας.
H παράστασηΔεύτερο συναπτό δείγμα υψηλότατων σκηνοθετικών δυνατοτήτων από την Αικατερίνη Παπαγεωργίου πάνω σε ένα στριφνό και απαιτητικό έργο από το χώρο του Παραλόγου. Η καυστική σάτιρα του Βάτσλαβ Χάβελ από το 1965 αναδεικνύεται με όλους τους χυμούς της σε μια σύγχρονη, ευφάνταστη παράσταση που διατηρεί ακέραιο το σουρεαλιστικό της ήθος, την πολιτική της βαρύτητα μέσα από μια άκρως απολαυστική απόδοση. Φυσικά, σε αυτήν συμβάλλουν τα μέγιστα οι επτά πρωταγωνιστές της.
Τα Συν (+) Η επιλογή του έργουΜετά την περσινή επιλογή του θεατρικού έργου του Ματέϊ Βίσνιεκ «Η λέξη πρόοδος στο στόμα της μητέρας μου ηχούσε πολύ φάλτσα» για τα ανθρώπινα και πραγματικά ερείπια που άφησε πίσω του ο πόλεμος της Γιουγκοσλαβίας, η Αικατερίνη Παπαγεωργίου επιλέγει και πάλι ένα πολύ δύσκολο και με αγνή πολιτική διάσταση κείμενο – εντελώς άλλου συγγραφικού ύφους και είδους· εντούτοις από την ίδια δεξαμενή κοινωνικών αναταράξεων της Ανατολικής Ευρώπης που έχει παράξει ο Κομμουνισμός και η πτώση του.
Τα γνώριμα καφκικά μοτίβα και αυτά που έχουμε αναγνωρίσει στον, σχεδόν, σύγχρονο του Ευγένιο Ιονέσκο, το «Μεμοράντουμ» του Βάτσλαβ Χάβελ έχει πολλές αρετές χωρίς να διεκδικεί μια, κάποια διαφοροποίηση, από τους προγόνους του. Είναι αινιγματικό, αλληγορικό, ιδιόρυθμο, φέρει τα χαρακτηριστικά ενός εφιαλτικού ονείρου (την εμπειρία του οποίου μπορούμε να εναποθέσουμε σε πολλές σύγχρονες πραγματικότητες), είναι ιστορικά διορατικό (προβλέποντας την καταστολή της «Άνοιξης της Πράγας») και φυσικά εντάσσεται απόλυτα στη σχολή του θεάτρου του Παραλόγου και της εξπρεσιονιστικής γραφής.
Παρότι έχει στα χέρια της ένα στριφνό κείμενο και μολονότι ο σκηνικός χώρος του θεάτρου «Μπέλλος» είναι περιορισμένος, η δουλειά της Αικατερίνης Παπαγεωργίου καταφέρνει να στρέψει τα μειονεκτήματα υπέρ της. Καταρχάς – και εικάζω σε συνεργασία με τη δραματουργική επεξεργασία του Κωνσταντίνου Ζωγράφου – φέρνει μια ωραία αφηγηματική πυκνότητα στη σκηνή, όπου το βασικό πρόσταγμα έχει το πολιτικό σχόλιο πάνω στον κοινωνικό παραλογισμό. Ο ζόφος και η τραγωδία συγκατοικούν με το γκροτέσκο και το σουρεαλισμό καθώς η σκηνοθεσία έχει αποστάξει και τις πιο μικρές λεπτομέρειες από τις οποίες μπορούν να αντληθούν και το ένα και το άλλο.
Ο ρυθμός της παράστασης είναι εντελής, κατ’ εξοχήν φαρσικός σε πολλά σημεία, υπογραμμίζοντας τον υπαρξιακό παραλογισμό των ηρώων. Οι ηθοποιοί της – οι περισσότεροι με εμπειρία κοινής συνεργασίας – μοιάζουν να έχουν αναπτύξει ένα κώδικα ομάδας (προσέξτε τις ενότητες χορικότητας στην παράσταση). Κι ενώ όλα αυτά συμβαίνουν σε ένα ιδιότροπο, από πλευράς χωροταξίας, θέατρο η σκηνοθέτρια καταφέρνει (προφανώς σε συνεργασία με την κινησιολόγο Χρυσηίδα Λιατζιβίρη και τη σκηνογράφο Μυρτώ Σταμπούλου) όχι μόνο να βρίσκει λύσεις, αλλά και να χρησιμοποιεί τον περιορισμένο χώρο για μια σκηνοθεσία σε οικειότητα με τους θεατές.
Με παρόντες πολλούς από τους ηθοποιούς της ομάδας The Young Quill (Αλέξανδρος Βάρθης, Τάσος Λέκκας, Ελίζα Σκολίδη, Φάνης Μιλλεούνης) το ανέβασμα της παράστασης εμφανίζει χαρακτηριστικά ενός ασκημένου ερμηνευτικού κώδικα που λειτουργεί συχνά στην εντέλεια. Ο κυνισμός, η απανθρωποίηση, η συστημική τοξικότητα, όλα εμποτίζουν τις ερμηνείες της επταμελούς πρωταγωνιστικής ομάδας με τη φαρσική διάσταση της απόδοσης τους να κλέβει την παράσταση.
Εδώ διαπρέπουν ιδιαίτερα, ο Αλέξανδρος Βάρθης, ο Ορέστης Χαλκιάς, η Ελίζα Σκολίδη – οι δυο τελευταίοι και για την μεγάλη τους σωματική ευχέρεια. Παράλληλα, ευχάριστη έκπληξη αποτελεί η νεοεισερχόμενη (στην ομάδα και στο θέατρο) παρουσία της Αλεξάνδρας Μαρτίνη. Στον ρόλο του παράλογα κακού κυκλοφορεί με άνεση ο Τάσος Λέκκας ενώ ο Θανάσης Βλαβιανός αποδίδει πολύ ωραία τον, αρχικά απρόσβλητο από τη διαφθορά, διευθυντή που στην πορεία γίνεται ένα ακόμα γρανάζι του απάνθρωπου συστήματος.
[relart 2]
Το αισθητικό πλαίσιο της παράστασης κερδίζεται σε τρεις βασικούς άξονες: Στην ενδυματολογία της Ειρήνης Γεωργακίλα – τα γραφειακού τύπου κοστούμια with a twist – στους προσεγμένους φωτισμούς του Αλέκου Αναστασίου και στις μάσκες των Κωνσταντίνου Χαλδαίου και Ευθύμη Γρόμφου. Τηρουμένων των αναλογιών του χώρου και η σκηνογραφία της παράστασης (από τη Μυρτώ Σταμπούλου) είναι λειτουργική.
Η κίνησηΗ ιδιομορφία του θεάτρου «Μπέλλος» αυξάνει τις κινησιολογικές απαιτήσεις μιας παράστασης που ανεβαίνει εντός της. Κι όμως, οι προτάσεις της Χρυσηίδας Λιατζιβίρη δίνουν έντονο τέμπο στην παράσταση ενώ ο συγχρονισμός λόγου και κίνησης που επιτυγχάνεται στις σκηνές των «χορικών» είναι αξιοθαύμαστος.
Τα Πλην (-)Τίποτα το αξιοσημείωτο.
Το άθροισμα (=)Κλασική αλλά, σπάνια παιζόμενη πολιτική σάτιρα του Παραλόγου σε μια δουλεμένη, σε κάθε πτυχή της, παράσταση.