Νομίζω ήμουν έξι χρονών, όταν είχα διαβάσει μια ιστορία που έγραψε η αδερφή μου, και σκέφτηκα «απίστευτο! Οι άνθρωποι μπορούν να γράφουν ιστορίες!» Και έτσι άρχισα να γεμίζω τετράδια με ιστορίες για δίδυμα, έρωτες, σχολεία, χαρακτήρες, πολέμους, θρίλερ. Έγραφα με μεγάλη ποικιλία για να ικανοποιώ το δύσκολο κοινό μου που ήταν οι δύο μου αδερφοί μου, στους οποίους διάβαζα τις ιστορίες μου τα καλοκαίρια, τα «αριστουργήματά μου». Σιγά-σιγά, άρχισα να χάνομαι πιο πολύ στους διαλόγους. Ήθελα να είναι απολύτως φυσικοί, να συμβαίνουν, να είναι σαν να έχουν γίνει. Οπότε άρχισα να βγαίνω από τις ιστορίες και για να αποτυπώνω τους διαλόγους, άρχισα να τους παίζω. Έτσι μπήκα σε έναν κόσμο που άρχισε να με αφορά περισσότερο κι από τον πραγματικό. Αυτόν της φαντασίας. Έπαιρνα από την πραγματικότητα και έβαζα στη φαντασία, έβγαζα από τη φαντασία και έμπαινα στην πραγματικότητα. Η ανησυχία έγινε η πηγή και αφετηρία της τέχνης, έβρισκα και έχανα την ελευθερία μου εκεί μέσα.
Ντρεπόμουν να πω στη μαμά μου ότι θέλω να γίνω ηθοποιός και της το έγραψα σε ένα χαρτί.Πάντα μαζί με το γράψιμο, ερωτευόμουν και τη μαγεία και το ταξίδι της φωνής.
«Θέλω να γίνω ηθοποιός. Θέλω να γραφτώ στη θεατρική ομάδα του δήμου». Έτσι κι έγινε. Η γιαγιά μου, όταν της συζητούσα τις ανησυχίες μου για τις Πανελλήνιες, τα όνειρά μου, τις εναλλακτικές που ήθελα να τις εκπληρώσω όλες, με κοιτούσε κάπως πονηρά και με τα τεράστια γλυκά μάτια της, σαν να ήξερε τα πάντα, μου έλεγε: «Εσύ είσαι για το σανίδι». Η υπεύθυνη της θεατρικής ομάδας, μας αντιμετώπιζε σαν ενήλικες, έβλεπα αυτή τη δουλειά σοβαρά αλλά και σαν ένα τρελό παιχνίδι, σαν φάρσα που ενώνει τους ανθρώπους και τους κοιτάει στην αλήθεια. Οι καθηγήτριες που είχα στο Γυμνάσιο και στο Λύκειο, όπως η Γιαννακαρίου που μας έκανε Λογοτεχνία, έμπαινε στην τάξη σίφουνας, μέσα σε μια ανησυχία για τη ζωή, την πολιτική και τα πράγματα.
που μας έκανε η φιλόλογος κ. Φέλιου εγώ ένιωθα ότι οι λέξεις, δεν μπορούν να απαντήσουν. Οπότε άρχισα να ψάχνω μέσα από μία πιο βαθιά κατεύθυνση, πιο μέσα, πιο έξω από νόρμες και τις τυπικότητες. Αυτές οι καθηγήτριες με ακολουθούν στο θέατρο και κάθε φορά που τις βλέπω συγκινούμαι και θυμάμαι γιατί είμαι εδώ. Ο Λιάπης, ήταν ο καθηγητής ο οποίος με προετοίμασε για τις Πανελλήνιες, ο οποίος διαγνώστηκε με καρκίνο, όσο κάναμε ιδιαίτερα. Τα μαθήματα δεν ήταν απλώς μαθήματα, ήταν ολόκληρα ταξίδια, ένιωθα σαν να είναι ο Πλάτωνας και είμαι ο Αριστοτέλης. Αμφισβήτηση, ελευθερία, κλάμα, αγώνας, έδινε το όλον του για τη γνώση, τη ζωή, τους μαθητές του, τον κόσμο. Όταν έφυγε από τη ζωή, ήξερα ότι η γοητεία του, το πάθος του, η ζωή του θα έμενε για πάντα εδώ. Ήξερα ότι έπρεπε να παλεύω. Να ψάχνω, να μη φοβάμαι να ψάχνω – δεν μπορούσα να μην ψάχνω, ήταν κόντρα στη φύση μου. Όλα αυτά τα πρόσωπα κι άλλα πολλά μου άνοιγαν τον δρόμο, που δεν ξέρω πώς, πότε και γιατί, αλλά αυτός ο δρόμος ήταν (για κάποιο λόγο_ πάντα εκεί. Μέσα από πολλά, πάρα πολλά παρακλάδια, ήταν… μονόδρομος.
Καθώς πάντα μου άρεσε να γράφω, είχα δει ότι η σχολή ΜΜΕ στο Πανεπιστήμιο Αθηνών είναι η μόνη ακαδημαϊκή σχολή, που αφιερώνει πολλά και διαφορετικά μαθήματα στις τέχνες, στην έρευνα και στην ψυχολογία.Ο ρυθμός για μένα είναι το παν της ζωής και της τέχνης. Εκεί νομίζω υπάρχει κάτι ανεξάντλητο που αφορά όλον τον κόσμο, ένας παλμός που μπορεί να κάνει μια ρωγμή σε όλο το σύστημα, στην κάθε φωνή, σε όλη την ύπαρξη.
Και πράγματι εκεί ισχυροποιήθηκε ο έρωτάς μου για τη Φιλοσοφία έτσι όπως την έφερε ο Θάνος Παπούλης, τη Λογοτεχνία από την Έλλη Φιλοκύπρου, το ντοκιμαντέρ της Εύας Στεφανή. Είχα έναν έντονο προβληματισμό γιατί με ενδιέφερε πάρα πολύ η επιστήμη της Ψυχολογίας και η Αγγλική Φιλολογία στις οποίες μπορούσα να μπω, αλλά εκεί θυμόμουν τα λόγια της γιαγιάς μου: «Ό, τι και να κάνεις, δεν έχει και πολύ σημασία γιατί θα είσαι πάντα κάπως μέσα στην τέχνη». Στα ΜΜΕ συναντήθηκα με ανθρώπους που μου σημάδευαν την καρδιά με το βάθος και την προσωπικότητά τους. Η Μυρτώ Ρήγου, μία γυναίκα όλο φωτιά και πάθος, με μια ανεξάντλητη γοητεία που πήγαζε από τη γνώση και την ομορφιά της με συνεπήρε. Μας μιλούσε για τον Άμλετ, τη ζωή, τον έρωτα, την τέχνη, αποφάσισα να κάνω και την πτυχιακή μου μαζί της ακριβώς για να νιώθω ότι είμαι διαρκώς σε ένα ταξίδι εξερεύνησης. Η αδερφή της, Μαρίνα Ρήγου, εξέπεμπε μια δύναμη που με έλκυε εξίσου, μας έκανε ραδιόφωνο και εκεί συναντήθηκα επίσης με αυτόν τον τεράστιο κόσμο του ραδιοφώνου που έχει τόσο πλούτο και αλήθεια. Το αστείο είναι ότι στην αρχή ένιωθα ξένη στα ΜΜΕ, σαν να έχεις βάλει έναν πιανίστα μέσα σε ένα δικαστήριο να υπερασπιστεί κάποιον κατηγορούμενο. Όμως, την περίοδο της καραντίνας, άρχισα να βρίσκω διέξοδο εκεί πέρα. Μου άνοιγε το μυαλό. Θυμόμουν ότι ο μονόδρομός μου έχει πάντα παρακλάδια.
Η μουσική είναι ο έρωτας, η αγάπη, ο γάμος μου, ο εραστής μου, τα πάντα μου.Πάντα μαζί με το γράψιμο, ερωτευόμουν και τη μαγεία και το ταξίδι της φωνής. Πάλι με αφορμή την αδερφή μου, κρυφοκοίταζα τα μαθήματα φωνητικής που έκανε. Αυτή πρέπει να ήταν γύρω στα 16, εγώ έξι και έβγαζα άθελά μου κορώνες μαζί της. Θυμάμαι να κρύβομαι πίσω από μια αυλή και να παρατηρώ κρυφά κάποια παιδάκια να παίζουν κι εγώ να τραγουδάω για να δω την αντίδρασή τους. Μου φαινόταν πολύ κινηματογραφικό· και πράγματι σταματούσαν το παιχνίδι και έλεγαν «ποια είναι αυτή η αγγελική φωνή;» Κι εγώ, μετά από ώρα, έβγαινα από αυτό το παράξενο παιχνίδι για να παίξω μαζί τους, επειδή ήθελα να κάνω εμφάνιση.
Ο πατέρας μου είδε την αγγελία ακρόασης για τη χορωδία της Λυρικής και με παρότρυνε.Στην αρχή αντιστεκόμουν, του είπα, «θέλω να είμαι σε μπάντα». Μου είπε «καλά, μάθε και κάτι κλασικό και κάνεις και μπάντα». Εκεί, λοιπόν, γνωρίστηκα με τη Μάτα Κατσούλη, μια δυναμική και ξεχωριστή γυναίκα που με ενέπνευσε και με πίστεψε πολύ. Ήταν μια εμπειρία που θα ήθελα να κρατήσει για πάντα, η μουσική, οι άνθρωποι, το θέατρο, η μαγεία, ήταν ένα όνειρο. Έτσι, από μικρή αναρωτήθηκα πού μπορεί να χωράνε όλα αυτά τα όνειρα, η μουσική, το γράψιμο, το παιχνίδι, οι άπειρες ζωές και η αλήθεια; Στο θέατρο. Όπως γέμιζα τετράδια με ιστορίες, έτσι γέμιζα και φακέλους με χαρτιά από τραγούδια και στίχους. Καθόμουν στο πιάνο και μ’ άρεσε πιο πολύ να γράφω δικά μου, παρά να μελετάω αυτά που έπρεπε. Ο μπαμπάς μου είχε ένα βιβλίο των Beatles για να μαθαίνεις ακόρντα μόνος σου και άρχισα με τη βοήθειά του να μαθαίνω κιθάρα. Σιγά-σιγά περνούσα ώρες ν’ αυτοσχεδιάζω, να ηχογραφώ, να τραγουδάω. Ο ρυθμός για μένα είναι το παν της ζωής και της τέχνης. Οι νέοι ήχοι, το καινούριο, το φρέσκο, το ροκ, το κλασικό, η περφόρμανς. Εκεί νομίζω υπάρχει κάτι ανεξάντλητο που αφορά όλον τον κόσμο, ένας παλμός που μπορεί να κάνει μια ρωγμή σε όλο το σύστημα, στην κάθε φωνή, σε όλη την ύπαρξη.
Έχω καταλάβει ότι η τέχνη δεν μπαίνει σε συστήματα και η τέχνη είναι άνθρωποι, από τη σχολή ακόμα καταλαβαίνεις ότι όλα έχουν να κάνουν με τον άλλον.
Βρέθηκα σε μια σχολή, μέσα σε ένα έτος που με καθόρισε και αγαπώ βαθιά. Ο υπεύθυνος του έτους μου, ο Αργύρης Ξάφης, είναι πάντα παρών στο μυαλό μου σε κάθε δουλειά. Σκέφτομαι, «Τι θα έλεγε τώρα; Πώς θα το έκανε αυτός;». Μπήκα πάλι μέσα σε ένα πλαίσιο μεγάλης ποικιλίας, ανεξάντλητου χιούμορ και τεράστιας δημιουργικότητας. Τα τελευταία τρία χρόνια πραγματικά δεν έχω καταλάβει τι έχει συμβεί. Άρχισα να δουλεύω στο θέατρο πριν καλά-καλά αποφοιτήσω, κατά τη διάρκεια των πτυχιακών μου και το ίδιο καλοκαίρι έπαιξα στην Επίδαυρο, όπως και τα επόμενα δύο καλοκαίρια. Δεν έχω καταλάβει πώς έχουν γίνει όλα αυτά και μάλλον δε θέλω να καταλάβω. Ξέρω ότι έχω συναντήσει ανθρώπους με τους οποίους έχω γελάσει απίστευτα, έχω θαυμάσει και έχω ερωτευτεί πλατωνικά για την ψυχοσύνθεση, το μυαλό και τις ιδέες τους. Με έχουν κάνει να ανυπομονώ να τους συναντήσω για να παίξουμε μαζί, να δημιουργήσουμε και να κάνουμε πλάκα. Θυμάμαι τα λόγια του Ξάφη, όταν μας έλεγε: «Όταν χάνεστε, να θυμάστε πάντα την αφετηρία σας». Γι’ αυτό κι εγώ γυρνάω πάντα στις πρώτες ιστορίες μου, θυμάμαι απ’ έξω κι ανακατωτά τα τραγουδάκια που έγραφα και μάθαινα στους συμμαθητές μου για να απομνημονεύσουμε τους ορισμούς της Φυσικής, τις ζωές που έπαιζα μόνη μου όταν γυρνούσα από το σχολείο. Για να μην ξεχνάω ποτέ ότι αυτή η δουλειά δεν μπορεί να μπει σε ένα σύστημα, αυτή η δουλειά είναι δουλειά αλλά έχει μαγεία, είναι μαγεία. Σπάει τον κόσμο και τους ανθρώπους στα δύο για να μπει κάτι μέσα τους, να χωρέσει όλο το σύμπαν. Έχω καταλάβει ότι η τέχνη δεν μπαίνει σε συστήματα και η τέχνη είναι άνθρωποι, από τη σχολή ακόμα καταλαβαίνεις ότι όλα έχουν να κάνουν με τον άλλον.
Είμαστε μια γενιά νευρώσεων, άγχους, στρες και πίεσης.Μεγάλης κατάθλιψης και απογοήτευσης. Πρέπει να μιλάμε γι’ αυτά, να ενώνουμε τις δυνάμεις μας. Με γοητεύει η δύναμη των ΜΜΕ και πώς θα μπορούσαν να επηρεάζουν, να βοηθούν, να μας εξελίσσουν, αλλά δυσανασχετώ και οργίζομαι με τη λειτουργία τους. Η δύναμή τους γίνεται αηδιαστική, πληροφορίες η μία μετά την άλλη προς καταναλωτισμό της νεύρωσής μας. Αυτό είναι μία χρήση των ΜΜΕ, πώς η μία πληροφορία εναλλάσσεται με την άλλη ανεξαρτήτως αξίας και δύναμης. Πληροφορίες, πληροφορίες, πληροφορίες, άγχος, πόνος, πανικός και πάντα ταυτόχρονα να είμαστε μηχανές παραγωγικότητας, απόδοσης και αποτελέσματος. Πάντα ταυτόχρονα να πληρούμε τα κοινωνικά πρότυπα, να είμαστε όμορφες, αλλά και αστείες, έξυπνες, χαριτωμένες αλλά και κουλ. Να είμαστε όλοι οι τέλειες εκδοχές του εαυτού μας αλλά αβίαστα, να κοπιάζουμε, να κάνουμε συνέχεια την υπέρβαση. Να θυσιάζουμε λίγο-λίγο τον εαυτό μας, μέχρι τα ένστικτά μας να απενεργοποιηθούν, να νεκρώσουν. Μπαίνουμε σε έναν αυτόματο πιλότο και ο πόνος μας υπνωτίζεται μέσα και κάτω από μία ρουτίνα πολυπαραγοντικού και πολυσύνθετου άγχους.
να βρούμε τη φωνή μας που, όπως λέει κι ο Θεόδωρος Τερζόπουλος: «Να έχει ρίζα, μνήμη». Πιστεύω σ’ εμάς, πιστεύω ότι η αλήθεια είναι μέσα μας και ξεσπάει μια φωνή ολόφρεσκια με μια ρίζα χιλιετιών που μπορεί να ανατρέψει τα δεδομένα και να ξεφύγει από αυτό το μονόδρομο μαύρης τρύπας. Στην «Ορέστεια», ο Τερζόπουλος έφτιαξε μια σκηνή στην οποία ο Χορός σχηματίζαμε ένα ανθρώπινο χαλί για να πατήσει επάνω μας ο Αγαμέμνων. Αυτή είναι η γενιά μας, ο λαός είμαστε ένα χαλί που βράζει, προορισμένο να κοχλάζει ακούνητο, περιμένοντας πότε θα μας σκοτώσει η βόμβα που θα πέσει πάνω μας. Όμως, σε αυτή τη γενιά θα βρεθεί η νάρκη που θα ανοίξει τον κόσμο στα δύο και έστω κι αν κλείσει η φωνή μας, εμείς θα συνεχίσουμε να τραγουδάμε μέχρι να σπάσουμε τον ουρανό και να ραγίσουμε τον ωκεανό.
Με τη «Μήδεια» σε σκηνοθεσία Γιάννη Καλαβριανού, έπαιξα για πρώτη φορά στην Επίδαυρο, γνώρισα ανθρώπους με τους οποίους νιώθω ότι θα είναι σχέσεις ζωής.Από την πρώτη στιγμή που τον γνώρισα γέλασα απίστευτα και όταν βγήκα από την αίθουσα, πανηγύρισα γιατί αισθάνθηκα ότι κάτι πολύ φωτεινό υπάρχει εδώ μέσα. Στα «Ανεμοδαρμένα Ύψη» – επίσης σε δική του σκηνοθεσία – πάλι συναναστράφηκα με ανθρώπους που αγάπησα πραγματικά. Με ενδιαφέρουν πολύ οι ανθρώπινες σχέσεις, είναι κάτι παραπάνω από συνεργατικές. Είναι σχέσεις ζωής, θέλουν υπομονή, θάρρος, αμφισβήτηση, υποχώρηση, αντίσταση και πίστη. Κι αυτό έχει και η συγκεκριμένη.
Πού συναντιέται στο τώρα, άρα και στο διαχρονικό; Δηλαδή σε αυτό που θα μπορούσε να ανήκει στο πάντα; Η ιστορία αυτή είναι συγκλονιστική, η ζωή της Κλωντέλ με συνεπαίρνει και με συγκινεί βαθιά. Συνδέομαι πολύ με αυτή τη γυναίκα που, όλο τρέλα και πάθος, πάει να δώσει αγώνα για το δικό της μονόδρομο στη γλυπτική και ο έρωτας, ο χαρακτήρας και η τύχη της, την εγκλωβίζουν σε μια αναβλητικότητα, σε μία άδεια τρύπα στην οποία πέφτουμε όλοι μας. Έχει απίστευτο ‘σήμερα’ η ιστορία της.
Όπως είπε κι ο Τερζόπουλος σε μία πρόβα: «Μην τρομάζετε με τις καιρικές συνθήκες. Αν έχει αέρα και φυσάει, αφήστε να το δείτε πού θα πάει». Φοβόμαστε τους κεραυνούς, τον κρότο τους και την αστραπιαία λάμψη τους, όμως στην πραγματικότητα είναι ένα άνοιγμα χωροχρόνου. Ένα δευτερόλεπτο στο οποίο μπορεί να χωρέσει όλη η παρουσία και απουσία του κόσμου. Είναι ένα έργο για το χρόνο, το άνοιγμά του.
Την έννοια της αγάπης μας είχε ζητήσει να σχολιάσουμε η φιλόλογός μας στο Λύκειο η κ. Φέλιου.Θυμάμαι, τότε, ότι όλοι είχαμε πάρει πολύ χρόνο και αναστενάζαμε, αφήναμε τα μολύβια, κοιταζόμασταν και κανένας, μα κανένας μαθητής, δεν ήξερε πώς να απαντήσει. Μετά διαβάσαμε τις απαντήσεις μας δυνατά. Ήταν πολύ αστείο. Άλλοι απαντούσαν με χιούμορ, άλλοι ορθολογικά, άλλοι με γεγονότα, άλλοι πιο ποιητικά. Ο καθένας αγαπούσε αλλιώς. Ο καθένας, όμως, αγαπάει. Και η αγάπη μπορεί να τα έχει όλα. Είμαι πολύ σίγουρη γι’ αυτό, όσο κλισέ κι αν ακούγεται, ότι η αγάπη χωράει τα πάντα και είναι η λύση για όλα. Είναι μία αόρατη δύναμη που μπορεί να κινήσει βουνά και νομίζω αν υπάρχει μαγεία, η αρχή της είναι σίγουρα αυτός ο μυστικός παλμός που κρύβεται στο συστατικό της αγάπης.
Ο αγαπημένος μου πίνακας είναι η «Γκουέρνικα» χωρίς αμφιβολία.Ο μπαμπάς μου ζωγραφίζει καταπληκτικά και πάντα είχαμε πάρα πολλούς πίνακες και γλυπτά στο σπίτι αλλά η «Γκουέρνικα» είναι πραγματικά η αρχή των πάντων για μένα. Η αγριότητα, ο κατακερματισμός, το σουρεάλ, η ποίηση, τα κεφάλια, όλα έχουν μια στιγμή που χωράνε τα πάντα. Όπως ο Ροντέν έφτιαχνε «στραπατσαρισμένες μύτες», έτσι κι εμένα με εμπνέει στα πάντα η ρωγμή, το λάθος, το ακατέργαστο, η ατέλεια που φτιάχνει την τελειότητα στα μάτια μου. Ένας πίνακας που μπορεί να σου ουρλιάξει, έχει ήχο, τραγουδάει και κρύβει μια «Ορέστεια» τραγωδιών και πόνου. Είναι ένας ύμνος στη ζωή καταδεικνύοντας τη φρικαλεότητα του πολέμου. Μια ωδή στα έγκατα της ανθρώπινης ύπαρξης που ακόμα και στην πιο μεγάλη τραγωδία, διαφαίνεται κάτι ελαφρύ, μία διέξοδος, ένα άσμα στο δώρο της ζωής.
Η Λυγερή Μητροπούλου πρωταγωνιστεί στην “Πύλη της Κόλασης” που ανεβαίνει στο Θέατρο του Νέου Κόσμου (Κεντρική Σκηνή, Αντισθένους 7 & Θαρύπου, Φιξ)
Κείμενο−Σκηνοθεσία Γιάννης Καλαβριανός
Σκηνικά Μαρία Καραθάνου
Κοστούμια Βάνα Γιαννούλα
Μουσική Θοδωρής Οικονόμου
Κίνηση Μαριάννα Καβαλλιεράτου
Σχεδιασμός φωτισμών Εβίνα Βασιλακοπούλου
Ηχητικός σχεδιασμός Κώστας Μπώκος
Βίντεο Βασίλης Κουντούρης
Βοηθός σκηνοθέτη Αλεξία Μπεζίκη
Ιστορικός σύμβουλος Ελένη Δρίβα
Παίζουν Γιώργος Γλάστρας, Κωνσταντίνος Ζωγράφος, Χριστίνα Μαξούρη, Λυγερή Μητροπούλου. Σε βίντεο: Λυδία Φωτοπούλου
Παραστάσεις: Κάθε Τετάρτη 18.30, Παρασκευή 21.00, Σάββατο 21.15 και Κυριακή 18.30
Εισιτήρια: https://nkt.gr/plays/h-pylh-ths-kolashs/ & https://www.more.com/theater/i-pyli-tis-kolasis/