Μα Γκραν’μα, σε σκηνοθεσία Δημήτρη Χαραλαμπόπουλου στην Πειραματική Σκηνή Νέων Δημιουργών του Εθνικού
«Μα Γκραν’μα», η νέα παράσταση της Πειραματικής Σκηνής Νέων Δημιουργών του Εθνικού, σε σκηνοθεσία Δημήτρη Χαραλαμπόπουλου, είναι ένα έργο-αφιέρωση στη σχέση γιαγιάς-εγγονού/ής, ένα ποιητικό ταξίδι στις μνήμες του παρελθόντος, την αγάπη, τον αποχωρισμό.
Η νέα παράσταση της Πειραματικής Σκηνής Νέων Δημιουργών με τίτλο «Μα Γκραν’μα» κάνει πρεμιέρα στις 13 Δεκεμβρίου στο Θέατρο REX – Σκηνή «Κατίνα Παξινού», σε σκηνοθεσία Δημήτρη Χαραλαμπόπουλου. Ένα έργο-αφιέρωση στη σχέση γιαγιάς-εγγονού/ής, ένα ποιητικό ταξίδι στις μνήμες του παρελθόντος, την αγάπη, τον αποχωρισμό. Μια παράσταση για όσα μεγαλώνοντας χάνουμε, για όσα δεν πρόλαβαν να ειπωθούν και για το πώς οι αγαπημένοι μας θα ζουν μέσα μας για πάντα.
«Η υπόσχεση πως δεν θα σε ξεχάσω».
«Μα Γκραν’μα»: Λίγα λόγια για το έργοΤο «Μα Γκραν’μα» είναι μια πρωτότυπη σκηνική σύνθεση, που εκκινεί από την πραγματική σχέση του σκηνοθέτη με τη γιαγιά του, για να δραπετεύσει γρήγορα από τα όρια του προσωπικού και να διαμορφώσει έναν τόπο συλλογικό. Ένα σύμπαν μυθοπλασίας, μαγείας και ρεαλισμού, που φέρει τη βαθιά πεποίθηση πως μόνο η λήθη μπορεί να φέρει την αληθινή απουσία. Πέντε ηθοποιοί-αφηγητές επιστρέφουν στο σπίτι της γιαγιάς. Άλλοτε λειτουργώντας ως ενιαίο σύνολο, άλλοτε ως πρόσωπα αυτής της οικογένειας, ξετυλίγουν γεγονότα, αφηγήσεις και εξομολογήσεις. Το σπίτι δεν έχει πια την όψη του παρελθόντος. Ένα και μόνο ερέθισμα, ωστόσο, αρκεί, μια αίσθηση μονάχα, κι ο τοίχος που χωρίζει το παρελθόν από το παρόν γκρεμίζεται. Τίποτα πια δεν συγκρατεί τις αναμνήσεις. Ο χρόνος που περνά και φέρει αναπόφευκτα μαζί του το γήρας, η μοναξιά, ο αποχαιρετισμός, όσα δεν προλάβαμε ποτέ να μοιραστούμε, η μνήμη και η ζεστασιά του παρελθόντος. Όλα είναι εδώ.
Ένα κορίτσι γεννήθηκε κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, μετανάστευσε λίγα χρόνια αργότερα στην Αυστραλία και επέστρεψε στην Ελλάδα σύζυγος και μητέρα. Και έπειτα έγινε γιαγιά. Μια γυναίκα που, χρόνια μετά, έχασε τον άντρα της και ύστερα τον γιο της. Που περπάτησε κι αυτή τον δρόμο των γηρατειών βιώνοντας την απόλυτη μοναξιά, τη συντριβή του τέλους.
Πώς μπορούμε άραγε να μιλήσουμε για τους οικογενειακούς δεσμούς; Για τα πρώτα δώρα της τρυφερότητας, για ένα νανούρισμα, για ένα χάδι; Για τη γιαγιά; Την αγαπημένη αυτή μορφή; Για τα αθέατα ίχνη της ζωής της; Γι’ αυτή τη δεύτερη μαμά; Που έκανε τα στραβά μάτια, όταν δεν τηρούνταν οι κανόνες του σπιτιού. Που ήταν πάντοτε εκεί. Εκείνη που όλο αφηγούνταν ιστορίες, αλλά για τη δική της ζωή σπάνια μιλούσε. Πόσο τη γνωρίσαμε στ’ αλήθεια; Μπορούμε να τη φανταστούμε έξω από τον ρόλο της γιαγιάς; Πώς ήταν νέα; Ονειρευόταν σαν εμάς; Βασανίστηκε κι αυτή όταν ερωτεύτηκε; Έκανε αστεία με τις φίλες της; Τι ζωή έζησε τελικά; Κι ύστερα τα γηρατειά. Πώς χώρεσε μέσα της όλη αυτή τη μοναξιά;
Μια τελευταία συνάντηση κι ένα γράμμα που γράφτηκε την ημέρα του οριστικού αποχαιρετισμού εμπνέουν ένα σκηνικό σύμπαν, που θυμίζει χειροποίητο κολλάζ. Μια βαθιά προσωπική εξομολόγηση.
ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
- Αθήνα