Το Ηράκλειο έχει την ιδιαιτερότητα να είναι νησιωτική, παραθαλάσσια πόλη, αλλά οι άνθρωποί της δεν έχουν τέτοια νοοτροπία. Το βλέμμα τους δεν είναι στραμμένο προς τη θάλασσα, αλλά προς την ενδοχώρα, τα βουνά. Επίσης είναι μεγαλούπολη αλλά σε μικρή απόσταση από το χωριό, είναι γεμάτη πολυκατοικίες και τσιμέντο, αλλά ταυτόχρονα περιστοιχίζεται από τα Ενετικά τείχη και τα λείψανα ενός αρχαίου πολιτισμού, του Μινωϊκού.
Μεγαλώνοντας στο Ηράκλειο ζεις παράλληλα σε αντικρουόμενους κόσμους.Κάπως έτσι θυμάμαι και τις αναμνήσεις που με καθόρισαν. Οι διαφορετικοί κόσμοι των γονιών μου, ο πατέρας μου ο αυστηρός θεωρητικός, η μητέρα μου, καλλιτέχνις και αιθεροβάμων. Απ’ τη μεσοαστική χλιδή των παιδικών μου χρόνων, που είχα ό,τι ήθελα, βιβλία, κόμιξ, παιχνίδια, μέχρι τη χρεωκοπία του πατέρα μου όταν ήμουν στην εφηβεία, όπου χτύπησε το πρώτο μεγάλο υπαρξιακό καμπανάκι. Οι εφηβικοί ανεκπλήρωτοι έρωτες με καθόρισαν επίσης. Η μετέπειτα αγάπη μου για τη νύχτα και τη μοναχικότητα, να ακούω Σιδηρόπουλο στο στέρεο, να πηγαίνουμε να βλέπουμε με φίλους τις Τρύπες σε συναυλία. Η θεατρική ομάδα του σχολείου. Οι παρέες των φοιτητικών χρόνων, να περνάμε μερόνυχτα σε ίντερνετ καφέ. Η ΘΟΤΗ (Θεατρική Ομάδα ΤΕΙ Ηρακλείου) και το Αστρίτσι. Και το χιούμορ που διατρέχει όλη μου τη ζωή, αυτή η ζωτική μου ανάγκη να είμαι με φίλους, να λέμε βλακείες και να γελάμε.
Είχα την τύχη να γνωρίσω το θέατρο από παιδί και το αγάπησα από την πρώτη στιγμή.Στο γυμνάσιο και το λύκειο συμμετείχα στη θεατρική ομάδα του σχολείου. Δεν ήξερα τι να απαντήσω όταν με ρωτούσαν «τι θες να γίνεις όταν μεγαλώσεις», αλλά θυμάμαι ότι το «μπράβο» που μου έλεγαν για το θέατρο, ήταν το μόνο που έπαιρνα στα σοβαρά. Τελειώνοντας το σχολείο, ο πατέρας μου έλεγε ότι πρέπει να σπουδάσω κάτι που να οδηγεί σε μια κανονική δουλειά και μια άνετη ζωή -θεωρητικά οτιδήποτε άλλο πέρα από το θέατρο. Λίγα χρόνια αργότερα, μια φίλη συμμετείχε σε ερασιτεχνική θεατρική ομάδα και πήγα να δω την πρόβα τους. Ανέβαζαν την «Όπερα της πεντάρας» του Μπρεχτ. Καθόμουν στα πίσω καθίσματα και έλεγα μέσα μου «αυτό δεν το κάνουν καλά», σκεφτόμουν σκηνοθετικές οδηγίες και διορθώσεις. Τα συζητούσα με τη φίλη μου μετά, γελούσε μαζί μου, κι εγώ συνέχισα να πηγαίνω στις πρόβες τους μέχρι που ανέβηκε η παράσταση, πάντα ως θεατής. Το μικρόβιο του θεάτρου μέσα μου όμως είχε ξυπνήσει. Λίγο καιρό αργότερα, αποφάσισα να μπω κι εγώ σε ομάδα, πήγα μια Τετάρτη βράδυ στις 21:00, στο Αμφιθέατρο Καραναστάση στο ΤΕΙ Ηρακλείου, σε ένα απ’ τα καλέσματα της θεατρικής ομάδας της σχολής. Εκεί γνώρισα τον Πέτρο, σκηνοθέτη και μετέπειτα δάσκαλό μου, όπως και πολλούς από τους μέχρι σήμερα φίλους μου. Ήταν η πρώτη φορά στην ενήλικη ζωή μου που ένιωσα ότι ανήκω κάπου.
Ήθελα να κάνω θέατρο ή έστω κάτι άλλο καλλιτεχνικό από την εφηβεία, όμως αντιμετώπιζα ένα μεγάλο «όχι» απ’ τον πατέρα μου. Τελειώνοντας το σχολείο είχα χάσει κάθε διάθεση για διάβασμα, δεν ήξερα τι θέλω να κάνω. Έδωσα πανελλήνιες και πέρασα κατά τύχη, ευτυχώς είχα τα θεωρητικά μαθήματα να μου ανεβάζουν λίγο το μέσο όρο. Δήλωσα καμιά δεκαριά σχολές, άσχετες μεταξύ τους, μεταξύ αυτών και τη σχολή Φυτικής Παραγωγής του τότε ΤΕΙ Ηρακλείου. Πήγα, παρακολούθησα για δυο χρόνια, κι αυτό που στ’ αλήθεια μου πρόσφερε ήταν ότι γνώρισα παιδιά που ήθελαν να κάνουν αυτό ακριβώς το πράγμα. Θυμάμαι σε ένα μάθημα να μιλάμε για τις ποικιλίες της ντομάτας και τις επιστημονικές ονομασίες τους. Μου ακούγονταν όλα κινέζικα. Κι είχα δίπλα μου έναν πιτσιρικά από κάποιο χωριό της Κρήτης, βοσκαρουδάκι που λέμε – με βαριά κρητική προφορά – να τις ξέρει όλες απ’ έξω. Και εκεί είπα οκ, καταρχάς σπουδάζω στη θέση κάποιου παιδιού που θα άξιζε να είναι εδώ, και αφετέρου πρέπει να βρω αυτό που αγαπάω. Παράτησα τη σχολή για λίγα χρόνια, έκανα κάτι τεχνικές σπουδές πληροφορικής που επίσης παράτησα, δούλευα σε ίντερνετ καφέ, και όταν επέστρεψα πάλι στη σχολή, μπήκα στη Θεατρική Ομάδα.
Έχοντας το θέατρο ως προτεραιότητα στην καθημερινότητά μου, αποφάσισα να δοκιμάσω τις ικανότητές μου σε μια δραματική σχολή.Στη θεατρική ομάδα του ΤΕΙ πέρασα δυο χρόνια που δεν ασχολούμουν με τίποτε άλλο πέρα από αυτήν, παράλληλα συμμετείχα και σε άλλες ερασιτεχνικές ομάδες, είχα και φίλους που σπούδαζαν σε δραματικές. Είχε μόλις ξεκινήσει αυτή η διαρκής οικονομική κρίση, οπότε η αναζήτηση «κανονικής δουλειάς» δεν είχε πλέον νόημα. Έβλεπα φίλους, φίλες με πτυχία των μέχρι πρότινος κορυφαίων σχολών: νομική, ιατρική, μηχανολογία, να μη βρίσκουν δουλειά. Οπότε, λίγο πριν κλείσω τα 25, τελευταία μου χρονιά στη θεατρική ομάδα της σχολής, που -σαν σημάδι της μοίρας- παίξαμε κι εμείς την «Όπερα της Πεντάρας», αποφασίζουμε με δυο-τρεις φίλους να πάμε να δώσουμε εξετάσεις σε δραματικές σχολές. Ήταν η πρώτη φορά που δεν ζήτησα την άδεια του πατέρα μου, απλώς του το ανακοίνωσα. Θυμάμαι σε έναν απ’ τους καβγάδες μας να του λέω «Θέλω να διεκδικήσω την προσωπική μου ευτυχία». Έβαλε τα γέλια με την ειλικρινή μου αφέλεια, αλλά από εκείνη τη στιγμή ήταν απολύτως υποστηρικτικός. Για την ακρίβεια, έμαθα μετά από χρόνια ότι δανείστηκε χρήματα για να μπορώ να καλύπτω τα έξοδά μου όσο ήμουν στη σχολή.
Όταν έδωσα στο Εθνικό, ήταν η πρώτη και τελευταία μου ευκαιρία λόγω ορίου ηλικίας.Δεν περίμενα ότι θα περάσω, έδωσα εξετάσεις και σε πολλές ιδιωτικές σχολές. Το μόνο που ήξερα ήταν πως με τον έναν ή τον άλλον τρόπο θα προσπαθούσα να γίνω ηθοποιός. Όταν είδα το όνομά μου στους επιτυχόντες χάρηκα, αλλά ταυτόχρονα τρομοκρατήθηκα. Τι δουλειά είχα εγώ εκεί μέσα, ένα άσχετο παιδί απ’ το Ηράκλειο, μέσα στο νεοκλασικό κτήριο της Πειραιώς, γεμάτο φωτογραφίες από φαντάσματα, που τα ονόματά τους άκουγα για πρώτη φορά στη ζωή μου. Ευτυχώς βρέθηκα στη σχολή την περίοδο καλλιτεχνικής διεύθυνσης του Βίκτωρα Αρδίττη, ενός ανθρώπου με πολύ σύγχρονη, σχεδόν αντισυμβατική αντίληψη για τη θεατρική εκπαίδευση. Με δασκάλες και δασκάλους που έβαζαν πάνω απ’ όλα τη δουλειά, χωρίς να σπαταλάνε χρόνο για να περιαυτολογήσουν. Θα μπορούσα να αφιερώσω όλη τη συνέντευξη μιλώντας γι’ αυτούς. Και παρ’ ότι δεν ήμουν υπόδειγμα καλού μαθητή -θα μπορούσα ανά πάσα στιγμή να τα έχω παρατήσει ή να με διώξουν- καταλαβαίνω εκ των υστέρων ότι μου άλλαξαν τη ζωή. Η πραγματικότητα για έναν ηθοποιό είναι πολύ δύσκολη, οι εργασιακές συνθήκες είναι -όπως και σε άλλους τομείς- κανονική ζούγκλα, και την πληρώνουν συνήθως τα νέα παιδιά.
Παρότι έχει χάσει τη γοητεία της, η Αθήνα εξακολουθεί να είναι πολύ σημαντική βάση για τη δουλειά του ηθοποιού.Δεν σημαίνει ότι είναι το κέντρο του κόσμου, υπάρχει αξιόλογο θέατρο και στη Θεσσαλονίκη, το Ηράκλειο τη Λάρισα κλπ, σε μεγάλα αστικά κέντρα και στην πιο απομακρυσμένη επαρχία. Απλώς όλες οι δραματικές σχολές βρίσκονται εδώ, όλες οι δουλειές -θεατρικές, τηλεοπτικές και κινηματογραφικές- γίνονται εδώ. Θα ακουστεί παράλογο, αλλά νομίζω πως αν αθροίσεις τις θεατρικές σκηνές της υπόλοιπης Ελλάδας, θα βγουν λιγότερες από αυτές τις Αθήνας. Εδώ τα τελευταία χρόνια κλείνουν κινηματογράφοι και τους μετατρέπουν σε θέατρα. Επίσης τρέχουν παράλληλα και τόσες τηλεοπτικές παραγωγές. Πιστεύω ότι αυτήν τη στιγμή περισσότεροι συνάδελφοί μου απασχολούνται στην τηλεόραση παρά στο θέατρο. Οπότε μοιάζει πολύ θελκτικό για έναν νέο ή νέα ηθοποιό το να βρίσκεται στην Αθήνα, έχει τόσα ερεθίσματα και -εκ πρώτης όψεως- ευκαιρίες να δουλέψει.
Όταν έχεις βγει μόλις απ’ τη σχολή, κυνηγάς οντισιόν που δεν ανακοινώνονται πουθενά, κι αν βρεθείς σε δουλειά σε αντιμετωπίζουν ως αναλώσιμο προϊόν που «αν δε σ’ αρέσει, υπάρχουν κι άλλοι».Για μένα η ομάδα C. for Circus δεν είναι συνεργασία, είναι οικογένεια, σε χαρές και λύπες, και δεν θέλω να φανταστώ ότι δε θα δουλεύουμε μαζί.
Κι όταν βρίσκεις δουλειά, κατά πάσα πιθανότητα θα είναι με απλήρωτες πρόβες και μηδαμινή ασφάλιση στις παραστάσεις, και ενδέχεται να αντιμετωπίσεις απαξιωτικές συμπεριφορές από μεγαλύτερους, ηθοποιούς και σκηνοθέτες της «παλιάς σχολής». Γι’ αυτό όλοι θέλουν να έρθουν στην Αθήνα για να δουλέψουν, αλλά πολλοί επιλέγουν τελικά άλλη πόλη για να ζήσουν. Απ’ την άλλη το να μπορείς να παίζεις στην Αθήνα έχει μια ιδιαιτερότητα. Μέσα σ’ αυτό το χάος της καθημερινότητας, με την ατέλειωτη κυκλοφοριακή συμφόρηση, τις άσχημες εικόνες και τις οικονομικές ανισότητες, υπάρχουν πολλοί άνθρωποι που διψάνε για θέατρο και βλέπουν παραστάσεις, κι αυτό για μένα είναι απροσδόκητο και πολύ συγκινητικό. Επίσης έχει τόσους πολλούς θεατρικούς χώρους: κλασάτους, λαϊκούς, οικογενειακούς και underground και κάθε τόσο ξεπετάγονται καινούριοι. Καθένας με τη δική του ιστορία, το δικό του κοινό. Κι αν ως ηθοποιός μπορείς να παίζεις από τα μεγαθήρια των εκατοντάδων θέσεων, στο κάθε λογής ημιυπόγειο, που βρίσκεσαι σε απόσταση αναπνοής απ’ τους τριάντα θεατές, και να χαίρεσαι εξίσου, δε χρειάζεσαι τίποτε άλλο.
Κάποια στιγμή που δεν είχαμε κάποια άλλη πρόταση στον ορίζοντα, βρήκα χώρο να προτείνω το πιο αγαπημένο μου έργο, τον “Γλάρο” του Τσέχωφ, και η ομάδα είπε ναι. Ήταν η περίοδος της δεύτερης καραντίνας, με τις απαγορεύσεις μετακίνησης και την πλήρη αναστολή καλλιτεχνικών δραστηριοτήτων. Αυτό μας έδωσε μια αφορμή να βρισκόμαστε -έστω με μάσκες- και να δουλεύουμε πάνω στο έργο, χωρίς όμως να ξέρουμε και πώς μπορεί να στηθεί στην πράξη, ούτε αν και πότε θα μπορεί να παιχτεί. Οι κανόνες ασφαλείας επέβαλλαν αποστάσεις, όχι σωματική επαφή, μάσκες κλπ. Στο έργο οι άνθρωποι αγκαλιάζονται, φιλιούνται, οπότε πιο πολύ διαβάζαμε και φανταζόμασταν, παρά δουλεύαμε. Κι εγώ ήμουν πολύ αφελής, είχα τόσο μεγάλη αγάπη για το έργο, που νόμιζα ότι θα διαποτίσει όλους τους ηθοποιούς και δεν θα χρειαστεί να εξηγήσω τίποτα. Το έργο μετά κόπων και βασάνων ανέβηκε τελικά ενάμισι χρόνο αργότερα, όταν πια είχαν ανοίξει τα θέατρα, αλλά επειδή ήθελα να παίζω κιόλας ως ηθοποιός, ήταν απ’ τις πιο δύσκολες εμπειρίες της ζωής μου. Θεωρώ ότι δεν ήμουν καλός ούτε στον ένα ούτε στον άλλο ρόλο. Η παράσταση είχε κάποιες αρετές αλλά δεν ήταν ούτε η καλύτερή μας, ούτε έπαθα κάποια έκλαμψη με τη διαδικασία, να θέλω να το ερευνήσω περισσότερο.
Δουλεύω καλύτερα σε αυτό το ρόλο και μου φαίνεται πιο δημιουργικό όταν κινούμαι σε ένα πλαίσιο ορισμένο από κάποιον άλλον επικεφαλής, να προσπαθώ να βρω τα δικά μου πατήματα. Να πω βέβαια ότι με μεγάλη ευκολία μπορεί κάποιος να το παίξει σκηνοθέτης -όπως πολλοί απατεώνες εκεί έξω- σε άγουρους ηθοποιούς, να λέει «Βου και Α: Βα», «θα πας εκεί και θα το πεις έτσι» και «αυτό δεν το κάνεις καλά και φταις εσύ» και ένα σωρό παπατζιλίκια, που έχουμε ακούσει όλοι οι συνάδελφοι κατά καιρούς. Αλλά αν δεν μπορείς να εμπνεύσεις και να οδηγήσεις έμπειρους καλλιτέχνες, μιλώντας επί ίσοις όροις και όχι ως αυθεντία, καλύτερα είσαι ειλικρινής με τον εαυτό σου και να κάνεις κάτι άλλο.
Στο θέατρο δεν υπάρχει η αίσθηση μιας γραμμικής, εξελικτικής πορείας, που πάει μόνο μπροστά.Η δουλειά είναι εποχιακή: δουλεύεις πέντε μήνες, αν έχεις ένσημα μπαίνεις στο ταμείο ανεργίας, κι αν έχεις την τύχη να ξέρεις ότι θα έχεις δουλειά την επόμενη σεζόν έχει καλώς. Ο προγραμματισμός γίνεται όμως σε έναν περιορισμένο χρονικό ορίζοντα, είναι πολύ λίγοι αυτοί που ξέρουν από τώρα τι θα κάνουν σε ένα χρόνο. Όταν μάλιστα βρίσκεσαι σε καθεστώς οικονομικής επισφάλειας, που δε σε παίρνει να μείνεις χωρίς δουλειά γιατί δεν θα μπορείς να πληρώσεις το ρεύμα, ξεχνάς καριέρες, ξεχνάς καλλιτεχνικές ανησυχίες, κυνηγάς το βιοπορισμό και τη βγάζεις με δανεικά. Αυτή είναι η μεγαλύτερη πρόκληση που έχω αντιμετωπίσει ως τώρα, και ξέρω ότι είναι πραγματικότητα για πολλούς συναδέλφους. Για μένα είναι αγκάθι στο πίσω μέρος του μυαλού μου ακόμα και όταν έχω δουλειά. Δεν ξέρω πώς ξεπερνιέται. Πριν δέκα χρόνια, σε μια απ’ τις πρώτες μου δουλειές, συνεργαζόμουν με δύο ηθοποιούς, απ’ τους καλύτερους που γνωρίζω, με το πιο αξιοζήλευτο βιογραφικό, με συνεργασίες με κορυφαίους σκηνοθέτες, κάθε χρόνο Επίδαυρο κλπ, και να τους ακούω να συζητάνε αυτό το πράγμα: «Ως πότε θα είναι έτσι αυτό το χάλι, να μην ξέρεις αν θα έχεις δουλειά την επόμενη σεζόν;». Σκέφτηκα τότε μέσα μου, οκ, δεν είναι μόνο δικό μου πρόβλημα, πρέπει απλώς να το πάρεις απόφαση, μάλλον δε θα βγάλεις ποτέ λεφτά απ’ αυτό, κάνε αυτό που αγαπάς. Τότε ήταν που ζήτησα απ’ τους C. for Circus να με δεχτούν ως ηθοποιό στην ομάδα.
Γνωρίστηκα με την ομάδα του C. for Circus όταν συμμετείχα με τη ΘΟΤΗ σε φεστιβάλ φοιτητικών ομάδων από όλη την Ελλάδα στο χωριό Αστρίτσι.Ως ηθοποιός πρέπει απλώς να το πάρεις απόφαση ότι μάλλον δε θα βγάλεις ποτέ λεφτά απ’ αυτό, οπότε κάνε αυτό που αγαπάς.
Δεν γίναμε φίλοι εξαρχής αλλά τους θαύμαζα γιατί από τότε είχαν έναν άλλο κώδικα, έφτιαχναν παραστάσεις με δικό τους κείμενο και μουσικές, για μένα ήταν έρωτας με την πρώτη ματιά. Όταν πέρασα στο Εθνικό, συνέχιζα να πηγαίνω Αστρίτσι, τα παιδιά ήδη είχαν δημιουργήσει την ομάδα C. for Circus, και κάποια στιγμή, ήρθε σε επαφή μαζί μου η Ειρήνη Μακρή, που ήθελε κι εκείνη να δώσει εξετάσεις. Έδωσε, πέρασε, και επειδή έτυχε να ψάχνουμε κι οι δύο για σπίτι, συγκατοικήσαμε. Λίγο αργότερα ήρθαν για εξετάσεις ο Παύλος, ο Κίτσος, η Βαλέρια και η Νατάσα. Λίγο αργότερα κατέβηκε και ο Σπύρος, για να παίξουμε μαζί στον Άμλετ, της Ορχήστρας των Μικρών Πραγμάτων. Έπειτα ο Παναγιώτης και η Χρύσα, ήρθαν σχεδόν όλοι. Ακόμα κι η Μαρία Κοτίνη, που επέλεξε να ζήσει στη Θεσσαλονίκη και δίνει πόνο καλλιτεχνικά με τη μπάντα της και το «Διπολυκάκι», έχει κατέβει για να δουλέψουμε σε πέντε παραστάσεις. Κάπου εδώ να πω ότι δεν ήμουν μέλος απ’ την αρχή, με δέχτηκαν ως ηθοποιό μετά από πολλά δικά μου παρακάλια στο «Ημερολόγιο ενός απατεώνα», και κάπως έτσι περάσαμε δέκα χρόνια μαζί. Δεν είναι συνεργασία, είναι οικογένεια, η ομάδα είναι στην καθημερινότητά μου σε χαρές και λύπες, και δεν θέλω να φανταστώ ότι δε θα δουλεύουμε μαζί.
Αυτό που κρατάει την ομάδα μαζί είναι οι κοινές καταβολές.Και νομίζω προσπαθούμε να διατηρήσουμε τα ίδια χαρακτηριστικά όπως στις αρχές, να έχουν όλοι το ίδιο δικαίωμα στην άποψή τους ακόμη κι όταν διαφωνούμε, και να προσπαθούμε να κάνουμε ό,τι κάνουμε με δική μας πρωτοβουλία. Δυστυχώς ή ευτυχώς δεν υπάρχει κάποιος πάτρονας από πίσω, δεν έχουμε κάποιον επικεφαλής, ούτε σκηνοθέτη, ούτε παραγωγό. Οφείλω όμως να πω ότι αν δεν υπήρχαν οι θεατρικές επιχορηγήσεις, δεν ξέρω πώς θα είχαμε κάνει τις τελευταίες μας τρεις παραστάσεις. Η ομάδα απαρτίζεται από δέκα διαφορετικές προσωπικότητες, έχουμε δέκα διαφορετικές γνώμες στο τραπέζι οπότε γίνεται ένας διαρκής διάλογος, χωρίς διακριτή κοινή στόχευση. Τα έργα που δουλεύουμε κινούνται με αφορμή αυτόν τον διάλογο, οπότε έχουμε δοκιμαστεί σε κωμωδία και δράμα, σε ρεαλιστική και στυλιζαρισμένη σκηνοθεσία, σε γνωστά έργα και έργα της ομάδας. Αυτό στο οποίο -ίσως και ασυνείδητα- επικεντρωνόμαστε, είναι η από κοινού λειτουργία, τόσο στη διάρκεια της δημιουργίας αλλά κυρίως πάνω στη σκηνή. Θεωρώ ότι αυτό είναι που χαρακτηρίζει την ομάδα, κι ότι είναι κάτι που μπορεί να διακρίνει ο θεατής: ένα μυστικό χαμόγελο μεταξύ μας που φανερώνει αυτό το «μαζί».
Το έργο «Εφύτευσεν Ο Θεός Παράδεισον» μιλάει για το sex trafficking, το εμπόριο λευκής σαρκός που λέγανε παλιά.Είναι η ιστορία μιας κοπέλας, που ερωτεύεται ένα αγόρι, κι αυτός την οδηγεί στα πλοκάμια ενός κυκλώματος σωματεμπορίας. Απ’ τη μια στιγμή στην άλλη, ξυπνάει σε μια άλλη χώρα, φυλακισμένη σ’ έναν οίκο ανοχής, με το φόβο ότι αν αντιδράσει θα κάνουν κακό στην οικογένειά της. Η Βαλέρια έγραψε το έργο σχεδόν μόλις έγινε μητέρα, στο πιο γλυκό κορίτσι, τη Μαρία. Πιστεύω πως όταν είσαι γυναίκα και γονέας κοριτσιού, ριζώνεται μέσα σου αυτός ο φόβος, ότι μπορεί να συμβεί και σ’ εσένα. Πλέον, στο τρίτο ανέβασμα της παράστασης, η εμπειρία είναι λιγότερο τραυματική για τους ηθοποιούς. Προσωπικά δυσκολεύτηκα περισσότερο στις πρόβες, στο πλαίσιο έρευνας πάνω στην ιστορία. Να αναζητούμε πραγματικές υποθέσεις, διεθνείς και εγχώριες, να βλέπουμε ντοκιμαντέρ, να μιλάμε με επιζώσες. Και να προσπαθούμε ως ηθοποιοί να φτιάξουμε τέτοιους χαρακτήρες, να μιλάει ο καθένας και η καθεμία απ’ τη σκοπιά του θύτη και του θύματος.
Για μένα, αυτή η διαδικασία ήταν ένα αφυπνιστικό χαστούκι.Αφού άνοιξε αυτή η μεγάλη συζήτηση για το #metoo, κατάλαβα τι σημαίνει για μια γυναίκα να περπατάει μόνη στην πόλη.
Γιατί μέχρι πρότινος μιλούσα για δικαιώματα στη σεξεργασία και την αυτοδιάθεση της καθεμίας, αλλά είναι πολύ γκρίζα περιοχή το «το κάνω από επιλογή». Το πιο τρομακτικό είναι ότι συμβαίνει δίπλα μας και επιλέγουμε απλώς να κάνουμε ότι δεν βλέπουμε. Και συνήθως είναι οι ευυπόληπτοι, καθημερινοί τύποι που συντηρούν τέτοιους μηχανισμούς, από την κατανάλωση πορνογραφικού υλικού, στις επισκέψεις στο «αθώο» στριπτητζάδικο και τους οίκους ανοχής, και τις παραγγελίες κάποιου call girl κατ’ οίκον ή σε ξενοδοχεία ημιδιαμονής. Κι όσο ανεβαίνουμε κοινωνική κλίμακα μιλάμε για διασυνδέσεις με πολιτικά πρόσωπα, τις Αρχές κλπ. Ειδικά σε περιπτώσεις που είδαν το φως της δημοσιότητας, όπως στην περίπτωση του Κολωνού, να βλέπεις τέτοια προσπάθεια συγκάλυψης και κανιβαλισμό απ’ τα κυρίαρχα μέσα, σε κάνει να θες να αλλάξεις χώρα.
Μόλις πριν λίγα χρόνια, αφού άνοιξε αυτή η μεγάλη συζήτηση για το #metoo, κατάλαβα τι σημαίνει για μια γυναίκα να περπατάει μόνη στην πόλη. Η χυδαιότητα με την οποία πέφτει πάνω της το αντρικό βλέμμα -και μακάρι να ήταν μόνο αυτό- και μια καθημερινότητα με φτηνά σχόλια, λεκτικές και σωματικές επιθέσεις, κακοποιητικές συμπεριφορές… Είναι κάτι που δεν μπορώ να επεξεργαστώ. Επειδή ζούμε στην Ελλάδα, και μεγάλωσα στην επαρχία, θα πω ότι θεωρείται ακόμα συνηθισμένη η εικόνα ενός άντρα να δέρνει τη γυναίκα του και οι υπόλοιποι να κάνουν τους ανήξερους. Επειδή είχα τέτοιες εικόνες στο στενό οικογενειακό μου κύκλο, που ευτυχώς κατέληγαν σε χωρισμούς και όχι σε γυναικοκτονίες, η αντίδρασή μου ήταν να παγώνω και να περιμένω να περάσει. Ντρέπομαι που το λέω αλλά είμαι αυτός ο καθημερινός τύπος που δύσκολα θα έμπαινε μπροστά για να σώσει μια κατάσταση. Αλλά τι να πεις, εδώ έχουμε συνηθίσει το να μην παρεμβαίνει η αστυνομία, τι να πω εγώ.
Η δουλειά του ηθοποιού -τόσο στην τηλεόραση όσο και στο θέατρο- είναι να επιτελεί ένα έργο.Μου δίνεται ένα κείμενο, μια συνθήκη, και προσπαθώ να ζωντανέψω έναν χαρακτήρα, παίζοντας με τους συνεργάτες μου, προσπαθώντας να αντιδράσω σε όλα τα ερεθίσματα, να λάβω υπόψιν όλους τους περιορισμούς, με τελικό στόχο να παρουσιάσω έναν άνθρωπο και όχι έναν ρόλο. Το πιο απαραίτητο στοιχείο για μένα είναι να μπορώ να αφεθώ σε έναν εξωτερικό παρατηρητή -ιδανικά έναν καλό σκηνοθέτη- που θα μου πει «αυτό το κάνεις καλά, αυτό όχι», γιατί δεν έχω απόλυτη επίγνωση του εαυτού μου. Θα μπορούσα να απαριθμήσω τεχνικές διαφορές μεταξύ θεατρικού και τηλεοπτικού παιξίματος: πχ στο θέατρο οι αποστάσεις είναι μεγάλες, και μπορεί να παίζεις μια πολύ τρυφερή, προσωπική στιγμή του ρόλου, ενώ ταυτόχρονα πρέπει να φωνάζεις και να κάνεις μεγάλες χειρονομίες, για να μπορεί πρακτικά να σε ακούει και ο θεατής στις πίσω θέσεις. Στο γύρισμα, αναλόγως βέβαια και με το πλάνο, έχεις μια κάμερα μπροστά στα μούτρα σου και ένα μικρόφωνο ακριβώς από πάνω: μπορεί να φανεί το τρεμόπαιγμα του ματιού σου και να ακουστεί ακόμη και ο ψίθυρος.
Στο θέατρο είναι πιο μυσταγωγική η διαδικασία.Ένα τυχαίο βράδυ, κάποιοι άγνωστοι μεταξύ τους άνθρωποι αποφασίζουν να παρακολουθήσουν μια παράσταση και δημιουργούν αυτό που λέμε «κοινό» (τι ωραία λέξη), ενώ η επί σκηνής ομάδα ανθρώπων, έχουν προσπαθήσει να συμπυκνώσουν μήνες κοινής δουλειάς για να αφηγηθούν μια ιστορία. Τη στιγμή της παράστασης, μεταξύ θεατών και ηθοποιών, δημιουργείται μια αόρατη συνομιλία, ξεχωριστή κάθε φορά. Εκείνη τη στιγμή δημιουργείται μια ξεχωριστή φούσκα στο χωροχρόνο. Κι όταν η παράσταση τελειώνει, αυτή η φούσκα σκάει, κι ίσως έχει μείνει κάτι να αιωρείται στη σκέψη μας, χωρίς όμως να είναι χειροπιαστό. Σε ένα τηλεοπτικό ή κινηματογραφικό γύρισμα, οι άνθρωποι που το περιστοιχίζουν γίνονται ταυτόχρονα και επιτελεστές και θεατές. Προσπαθούν να συμπυκνώσουν έναν πολύ πιο στιγμιαίο χρόνο δουλειάς, για να γυριστεί μια σκηνή, που αν πετύχει θα δημιουργηθεί ένα μικρό πυροτέχνημα, κι άλλο ένα, κι αν είναι πετυχημένη η συρραφή τους θα προκύψει μια ιστορία, το τελικό αποτέλεσμα της οποίας θα καθορίσει το μοντάζ, και όχι η αρχική πρόθεση αυτών των ανθρώπων. Επίσης θα μείνει σ’ αυτήν την περίπτωση κάτι χειροπιαστό, αφού θα υπάρχει μια ταινία, ή ένα επεισόδιο, που να μπορεί να δει και να ξαναδεί κάποιος αν το επιθυμεί.
Με ενδιαφέρει να συμμετέχω και σε τηλεοπτικά προγράμματα που δεν ανήκουν στο είδος της κωμωδίας.Το έκανα πρόσφατα, έστω και για λίγο. Την προηγούμενη τηλεοπτική σεζόν συμμετείχα στο «Κάνε ότι κοιμάσαι», την πολύ επιτυχημένη σειρά θρίλερ της ΕΡΤ, στο ρόλο του Τόλη, ενός αινιγματικού ψυχοπαθή, που ήθελε να κάνει κακό στη βιολογική του μητέρα επειδή τον παράτησε όταν ήταν μικρός. Το λέω ως παράδειγμα, γιατί ήταν εκ διαμέτρου αντίθετη απ’ τη φετινή μου δουλειά στο «Έχω παιδιά» στο MEGA, εξίσου απολαυστική όμως ως διαδικασία. Επίσης στην παράστασή μας, ο ρόλος του Άνταμ μπορεί να έχει κάποιες ανάλαφρες νότες, αλλά κινείται σε ένα σκοτεινό και τραγικό πλαίσιο.
Αγαπώ πολύ την κωμωδία, έχει σημαντικό ρόλο στη ζωή μου, αλλά δεν είμαι κωμικός, εννοώντας ότι δεν εξειδικεύομαι στην κωμωδία.Διαφορετικά θα προσπαθούσα να κάνω stand up, που τόσο αγαπάω ως θεατής, αλλά δεν το τολμώ γιατί θεωρώ ότι απαιτεί άλλου τύπου αφοσίωση. Είμαι ηθοποιός με έφεση στην κωμωδία, αυτό το χαίρομαι πολύ γιατί δεν είναι κάτι δεδομένο, με ενδιαφέρουν όμως κι άλλες εκφάνσεις ρόλων. Άλλωστε και στη ζωή μου, αναπόφευκτα συνυπάρχει η κωμωδία με το δράμα.
Στο «Έχω παιδιά» στην κωμωδία του MEGA υποδύομαι τον Έκτορα Ταλάζ.Εκ πρώτης όψεως είναι ένας ζάπλουτος που δεν του λείπει τίποτα. Έχει έναν επιτυχημένο γάμο, είναι ερωτευμένος με τη γυναίκα του την Ιωάννα και έχουν μαζί το ιδανικό παιδί, τον Μαξιμιλιανό, που είναι ιδιοφυΐα και ταυτόχρονα πολύ ήρεμος και συγκροτημένος. Ο ίδιος όμως βρίσκεται σε μια διαρκή κρίση ταυτότητας. Τον βλέπουμε ως έναν μοντέρνο χίπη, που έχει παρατήσει τον επιχειρηματικό κόσμο και πλέον ασχολείται με κάθε νεοχίπικη μόδα, λόγω άπλετου ελεύθερου χρόνου και ανεξάντλητου διαθέσιμου μπάτζετ. Είναι ένας πολύ γλυκός γκαφατζής που αρνείται να μεγαλώσει, και που συνεχώς προσπαθεί να βρει ένα καινούριο χόμπι, και παρά τον μεγάλο του ενθουσιασμό, το κάνει χάλια. Προσπαθεί να είναι ζεν, μιλάει συνέχεια για μεθόδους διαλογισμού και γιόγκα, αλλά δεν τα καταφέρνει, αφού βλέπουμε συχνά μικρές κρίσεις παροξυσμού του, και ανακατεύει, άθελά του, τη ζωή του Μιχάλη και της Σάρας.
Θεωρητικά, αν βάζαμε δίπλα δίπλα τον Νικόλα με τον Έκτορα, ο Νικόλας θα είχε κάποιες αντιρρήσεις.Δε μου αρέσει η ευκολία κάποιων με τέτοια οικονομική άνεση, να δίνουν συμβουλές σε ανθρώπους που προσπαθούν να τα φέρουν βόλτα οικονομικά, αυτό το κάνει πολύ ο Έκτορας και η Ιωάννα. Πόσo μάλλον όταν αυτές οι συμβουλές περιορίζονται σε εκτός πραγματικότητας πρακτικές, με εναλλακτικές θεραπείες και δίαιτες, ψευτοδιαλογισμούς και ενεργειακά μπιχλιμπίδια. Επίσης, παρ’ ότι είμαι φιλοπερίεργος και ασχολούμαι κι εγώ με χίλια δυο χόμπι στα οποία επίσης είμαι μέτριος, δεν έχω στην καθημερινότητά μου αυτόν τον ενθουσιασμό του Έκτορα, γενικά είμαι πολύ πιο συγκρατημένος στις αντιδράσεις μου, κι αυτό είναι κάτι που ζηλεύω. Παρ όλα αυτά, ο Έκτορας είμαι εγώ, κι εγώ είμαι ο Έκτορας. Προσπαθώ να τον κάνω να μιλάει με τη δική μου φωνή. Αν βλέπει κάποιος στον Έκτορα έστω και λίγες ειλικρινείς αντιδράσεις: έκπληξης, χαράς, αγάπης, θυμού κλπ, είναι γνήσιες αντιδράσεις Νικόλα.
Προσπαθώ κι εγώ να βρω το ζεν στην καθημερινότητά μου,Έχω διαρκώς μια ανησυχία και δυσκολεύομαι να κάτσω ήσυχος σε ένα σημείο, ή να παρακολουθώ μια συζήτηση για πολλή ώρα
η μικρή μου επαφή με σχετικής κατεύθυνσης πρακτικές, τεχνική Alexander και γιόγκα, έχουν ησυχάσει πολύ την εσωτερική φασαρία στο κεφάλι μου. Αλλά απέχω πολύ από ενεργειακούς κρυστάλλους και ειδικές διατροφές με σπόρους τσία, κέηλ και αβοκάντο. Θέλω επίσης να είμαστε και με την Ελένη, τη γυναίκα της πραγματικής μου ζωής, ερωτευμένοι όσο είναι ο Έκτορας με την Ιωάννα. Τέλος οι γκάφες, το κατεξοχήν κοινό μας στοιχείο με τον Έκτορα, είναι αυτό που αγαπώ περισσότερο. Δε μου αρέσει καθόλου ο καθωσπρεπισμός και η σοβαροφάνεια.
Αδειάζουν οι μπαταρίες μου, γίνομαι δύστροπος, δεν θέλω να μιλάω σε άνθρωπο, θέλω να φάω κάτι, να χαζέψω στο κινητό και να είμαι κυρίως ξαπλωμένος. Ειδικά αυτήν την περίοδο, που σχεδόν μόλις παντρευτήκαμε με την Ελένη και μόλις μετακομίσαμε, προσπαθώ να βρω χρόνο να ανοίγω κούτες και να συνεννοούμαι με μεταφορικές. Κατά τ’ άλλα, σε μια χαλαρή καθημερινότητα με γεμίζουν απλά πράγματα. Μου αρέσει να κινούμαι με ΜΜΜ (ελπίζοντας ότι δε θα χαλάσει κάποιο βαγόνι ή δεν θα αρπάξει φωτιά κάποιο λεωφορείο) και να παρατηρώ τους ανθρώπους. Οπωσδήποτε ένα καλό φαγητό μες στη μέρα (συνήθως στη Λόντζα, του φίλου μου του Σπύρου), μια βόλτα σ’ ένα βιβλιοπωλείο για βιβλία και τετράδια που θα τ’ αφήσω στην άκρη «για μετά», και προσπαθώ να πηγαίνω σινεμά, ειδικά στο παλιό Αλεξάνδρα που πλέον παίζει κλασικές ταινίες. Τα πιο σημαντικά είναι να ξέρω ότι είμαστε καλά με την Ελένη, με τη γάτα μου, και να βοηθάω τη μητέρα μου όσο μπορώ.
Όταν έγινε της μόδας να λέμε για διάσπαση προσοχής, είπαμε όλοι «Α, κλασικός Νικόλας».Έχω διαρκώς μια ανησυχία και δυσκολεύομαι να κάτσω ήσυχος σε ένα σημείο, ή να παρακολουθώ μια συζήτηση για πολλή ώρα, οπότε επειδή η μισή μου ζωή είναι σε κάποια πρόβα, πάντα θα τριγυρίζω κάπου αλλού και με ψάχνουν. Σταθερά δηλαδή κάποιος θα με κυνηγάει να πάω εκεί που θα έπρεπε να είμαι. Συνήθως είμαι με έναν καφέ και κάτι φαγώσιμο στο χέρι, ή ψάχνω στο κινητό κάτι να παραγγείλω. Κλασικός Νικόλας είναι, όταν το σηκώνει η παρέα, να γελάμε με ηλίθια λογοπαίγνια. Και τέλος, όταν μετά από παράσταση λέμε «παιδιά ψήνεστε για καμιά μπύρα» εγώ να λέω «καλά να περάσετε».
Έχω τρία αγαπημένα θεατρικά έργα.Την «Όπερα της Πεντάρας» που έχω συνδυάσει με μικρούς σταθμούς μου στο θέατρο, και θα ήθελα να συμμετέχω σε οποιοδήποτε ρόλο, τον «Γλάρο» του Τσέχωφ, που παρά τη σκηνοθετική απόπειρα, δεν έχει κλείσει μέσα μου, αντίστοιχα θα έπαιζα οποιοδήποτε ρόλο με πολλή αγωνία, και έχω και έναν μονόλογο «Η νύχτα μόλις πριν από τα δάση», που με στοιχειώνει πολλά χρόνια, και είχα την τύχη να έχω δασκάλα τη Μάγια Λυμπεροπούλου που το μετέφρασε, να μας διδάσκει το έργο στο τρίτο έτος της σχολής.
Δεν έχω μάθει να κάνω όνειρα, ούτε να βάζω στόχους για το μέλλον.Ίσως γι’ αυτό με επέλεξε αυτή η δουλειά, που τη χαρακτηρίζει απολύτως η έννοια του προσωρινού. Όπως είπα, στο θέατρο, τόσο στο πρακτικό κομμάτι του προγραμματισμού, όσο και το καλλιτεχνικό, που μόλις τελειώνει μια παράσταση περνάει στη σφαίρα της μνήμης και δεν αφήνει πίσω τίποτα χειροπιαστό, δεν μπορείς να υπολογίζεις στο αύριο. Δεν έχω στόχο, σκέφτομαι πότε πότε «εγώ θα είμαι καλός ηθοποιός μετά τα 45». Δεν έχω πολύ χρόνο μέχρι τότε, αλλά βλέπω μεγάλη διαφορά όσο περνάνε τα χρόνια στη δουλειά, στο πώς παράλληλα μαθαίνω τον εαυτό μου, πώς ανακαλύπτω τον κόσμο, πώς εγγράφονται οι ώρες πάνω στη σκηνή ως ώρες πτήσης και τι καινούριο πεδίο δυνατοτήτων ξεκλειδώνεται κάθε φορά. Οι νέοι σε ηλικία ηθοποιοί έχουν τρομερή αγωνία για το «τώρα», «να παίξω τώρα ΤΟΝ ρόλο», «να παίξω τώρα στην Επίδαυρο», «να γίνω τώρα πρωταγωνιστής», και έχω περάσει κι εγώ απ’ αυτή την άνευ λόγου αγωνία και δεν πέτυχα τίποτα από αυτά. Και τι έγινε; Πριν δέκα χρόνια δεν ήξερα τι μου γίνεται. Όλη αυτή η ορμή της νιότης εξαφανίζεται με τα πρώτα πονάκια στα γόνατα, την πρώτη ρυτίδα, την πρώτη τριχόπτωση, τα πρώτα κιλά, οπότε δεν έχει σημασία. Και ούτε και τώρα ξέρω ακριβώς τι μου γίνεται, εύχομαι μέχρι τα 45 να έχω καλύτερη εικόνα.
Ο Νικόλας Παπαδομιχελάκης πρωταγωνιστεί στην κωμική σειρά του MEGA «Έχω Παιδιά» σε σκηνοθεσία Διονύση Φερεντίνου.
Επίσης, πρωταγωνιστεί στο βραβευμένο έργο της Βαλέριας Δημητριάδου «Και Εφύτευσεν ο Θεός Παράδεισον» με τη θεατρική ομάδα των C. for Circus, που ανεβαίνει για τρίτη χρονιά στο θέατρο Άνεσις (Λεωφ. Κηφισίας 14, Αθήνα. Τηλέφωνο: 21 0008 0900).
Παραστάσεις: Παρασκευή 21:15, Σάββατο 18:00, Κυριακή: 21:00, Δευτέρα 20:00, Τρίτη 21:00
Τιμές Εισιτηρίων: Από 12€ | Προσφορά προπώλησης έως 29 Σεπτεμβρίου: 12€
Link Εισιτηρίων: www.more.com/theater/kai-efyteusen-o-theos-paradeison-3os-xronos