MENU
Κερδίστε Προσκλήσεις
ΔΕΥΤΕΡΑ
16
ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ
ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ

Δημήτρης Ήμελλος (1957-2024): Για μένα το φως είναι η χαρά. Ξέρω ότι υπάρχει και την αναζητώ

Αποχαιρετώντας πρόωρα τον Δημήτρη Ήμελλο που έφυγε στα 57 του χρόνια, ανατρέχουμε στην συνάντηση που είχαμε μαζί του το 2022.

KEIMENO: Στέλλα Χαραμή | 16.12.2024 Φωτογραφίες: Θανάσης Καρατζάς

Ετοιμαζόταν για την 12η κάθοδο του στην Επίδαυρο. Θα έπαιζε τον πλάνητα Οδυσσέα στην τραγωδία του Σοφοκλή “Αίας”. Θα γινόταν για μια ακόμα φορά ένα κομμάτι του Εθνικού Θεάτρου. Θα τον σκηνοθετούσε ένας καλός του φίλος, ο Αργύρης Ξάφης. Το καλοκαίρι είχε μπει για τα καλά.

Ο Δημήτρης Ήμελλος στεκόταν στην παλιά είσοδο της Πειραματικής Σκηνής, στο κτίριο Τσίλερ σαν φύλακας των αναμνήσεων που είχε δημιουργήσει από τα πρώτα του βήματα στο Εθνικό.

Θα κάναμε μαζί μια αναδρομή στην πορεία του, όχι από την ανάγκη μιας κάποιας ρετροσπεκτίβας. Αν και ο δρόμος του ήταν σπαρμένος από σπουδαίες συναντήσεις, συνεργασίες, διδασκαλίες, ερμηνείες. Από τον “Ηλίθιο” του Ντοστογιέφσκι σε σκηνοθεσία Στάθη Λιβαθινού έως το “΄Υστατο σήμερα” στο πλευρό του Λευτέρη Βογιατζή. Δεν κόμπαζε για τίποτα από όλα αυτά. Απλώς είχε φτάσει η στιγμή που αισθανόταν την ελευθερία να τα κοιτάξει κατάματα.

Ακουγόταν σίγουρος και ευγνώμων για τις «μεγάλες βιογραφίες» της ζωής του. Πενθούσε, τότε, τον πατέρα του και την ίδια ώρα κοιτούσε με ελπίδα την πορεία του γιου του, Φοίβου, στην τέχνη. Μιλούσε για το πέρασμα του χρόνου με απορία.

Δύο και κάτι χρόνια πέρασαν από εκείνο το απόγευμα που ο Δημήτρης Ήμελλος έδειχνε καλά στερεωμένος στη ζωή. Και ήταν βέβαιος πως γι’ αυτό χρωστούσε πολλά στο θέατρο. Το θέατρο που τώρα, πρόωρα, τον αποχαιρετά.

Ο Δημήτρης Ήμελλος έξω από την πόρτα της πρώτης Πειραματικής Σκηνής του Εθνικού Θεάτρου

Έχετε μια εκλεκτική σχέση με το αρχαίο δράμα.

Ο «Αίας» είναι δωδέκατη αφορμή με την οποία θα πάω στην Επίδαυρο. Δεν μπορώ να πω ότι δεν έχω παρουσία – απλώς τα πρώτα χρόνια ήταν πιο πυκνή. Γιατί καταρχάς, με απασχολεί και το με ποιους συνεργάτες πηγαίνω – συμμετείχα σε παραστάσεις του Βογιατζή, του Λιβαθινού, του Γκότσεφ, του Αντύπα. Κατά τα άλλα, από μια ηλικία και μετά, επέλεξα να προσφέρω τα καλοκαίρια μου λίγο στον εαυτό μου. Ο χειμώνας είναι πολύ βαρύς με παραστάσεις, μαθήματα, σινεμά – τώρα και με τηλεόραση. Είχα, δηλαδή, αρνηθεί καλοκαιρινές παραγωγές γιατί η περιοδεία είναι μεγάλη δέσμευση. Φέτος, αφενός ήρθε η πρόταση από τον Αργύρη (Ξάφη) που εκτιμώ ιδιαίτερα και αφετέρου το καλοκαίρι μου είναι δεσμευμένο με τα γυρίσματα για τον «Σασμό». Επομένως, αφήνω στην άκρη την ανάπαυλα.

Aπό που αντλείτε δυνάμεις;

Από τον ελεύθερο χρόνο μου αλλά και, πολλές φορές, από τη δουλειά μου. Δύναμη παίρνω από οπουδήποτε με κάνει να νιώθω χαρά: Από την οικογένεια μου, από τον γιο μου, από τις συνεργασίες και τις παραστάσεις. Αυτό τον χειμώνα, για παράδειγμα, έπαιρνα δύναμη από τον «Κοτζάμπαση». Περίμενα να έρθει το βράδυ για να κάνω ένα θεατρικό ντους, καθώς τα τηλεοπτικά γυρίσματα είναι πολύωρα και επίπονα. Εξαρτάται, λοιπόν, από την συνθήκη.

Δεν είμαι άνθρωπος της, κατά μέτωπο, σύγκρουσης. Χρησιμοποιώ και έμμεσους τρόπους

Τι άλλο σας φέρνει στον Αίαντα, αυτή την σπάνια παιζόμενη τραγωδία;

Ο Αίας και ο Φιλοκτήτης είναι από τα πιο αγαπημένα μου έργα – και θεωρώ από τα πιο σύγχρονα έργα του Σοφοκλή. Δυστυχώς, είναι και παραγκωνισμένα. Συνήθως ένας σκηνοθέτης επιβεβαιώνεται με πιο δημοφιλή έργα, μιαν «Αντιγόνη», έναν «Οιδίποδα». Μα πρόκειται για μια πλάνη του ελλαδικού χώρου, γιατί η παράσταση με ένα λιγότερο στιγματισμένο έργο σου δίνει τη δυνατότητα να πεις περισσότερα πράγματα, σου δημιουργεί μεγαλύτερη ελευθερία. Αντίθετα, ένα έργο που ανεβαίνει συχνά δημιουργεί μια αναμονή ακόμα και στους θεατές για κάτι διαφορετικό, νιώθουν ήδη ειδήμονες πάνω στο έργο. Κι όταν έχεις ειδήμονες στο κοινό, δεν έχεις παράσταση.

Τι πιστεύετε πως ευθύνεται που ο Αίας δεν συγκαταλέγεται στα δημοφιλή έργα;

Είναι ένα έργο για loosers, όχι για winners. Μιλάει για το τέλος της ηρωικής εποχής. Στον «Αίαντα» σταματάει η εποχή όπου σκοπός της ζωής είναι ο ωραίος θάνατος, σκοπός πλέον είναι η επιβίωση. Οι ήρωες που έχουν τον ωραίο θάνατο ως προορισμό – όπως ο Αίας ή ο Αχιλλέας – χάνονται οριστικά. Στην Ιλιάδα πεθαίνει η ηρωϊκή εποχή και αρχίζει η εποχή του survivor όπως είναι ο Οδυσσέας: Ένας νικητής απέναντι στα στοιχεία της φύσης. Μέσα από την ευφυΐα αναδύεται μια καινούργια δύναμη. Αυτά τα έργα, λοιπόν, δεν τα επιλέγουμε συχνά ίσως γιατί προτιμάμε να ανήκουμε στους winners.

«Πάντα υπάρχουν στιγμές που πιστεύουμε ότι οι άλλοι μας έχουν αδικήσει, αλλά στην πραγματικότητα τα βάζουμε με τον εαυτό μας», λέει.

Υπό αυτήν την έννοια, με τι μάτια κοιτάζετε τον Οδυσσέα;

Συναντάμε τον Οδυσσέα μετά το τέλος της Ιλιάδας, στον δέκατο χρόνο του Τρωϊκού Πολέμου. Τότε, που ο Αχιλλέας σκοτώνεται από τον Πάρη και τα όπλα του μέλλουν να κληροδοτηθούν, βάσει εθίμου, στον Αίαντα, στον δεύτερο στην ανδρεία. Ωστόσο, με παρέμβαση της Αθηνάς, τα όπλα φτάνουν στα χέρια του Οδυσσέα κι αυτή είναι η μεγαλύτερη καταγεγραμμένη αδικία στον Τρωϊκό πόλεμο. Από εκεί γεννιέται ο θυμός του Αίαντα, στρέφεται κατά των Αχαιών και στο τέλος στρέφεται κατά του εαυτού του με τον πιο ταπεινωτικό θάνατο στον κόσμο των ηρώων, την αυτοχειρία. Σε αυτό το περιβάλλον, ο Οδυσσέας είναι ένα αρκετά προστατευμένο πρόσωπο από τον Σοφοκλή. Είναι αυτός που θα πείσει τους Ατρείδες να ταφεί ο Αίας και επεμβαίνει αλλάζοντας την απόφαση του Αγαμέμνονα. Είναι ό,τι πιο σύγχρονο έχει γραφτεί για το πως συμβαίνουν τα πράγματα σε διπλωματικό επίπεδο. Ο Οδυσσέας εκπροσωπεί τη στιγμή που ο πολιτισμός αρχίζει να βλέπει τα όρια του. Οδηγεί από την εποχή του πολέμου στην εποχή των ελιγμών και της διπλωματίας.

Αν πέθαινα σήμερα, δεν θα είχα παράπονο. Είμαι πολύ ικανοποιημένος από αυτά που έχω ζήσει

Εσείς, είστε ένας άνθρωπος της μέσης οδού;

Δεν θα έλεγα ότι είμαι ένα πράγμα – πάντως δεν είμαι άνθρωπος της, κατά μέτωπο, σύγκρουσης. Χρησιμοποιώ και έμμεσους τρόπους γιατί, μην ξεχνάμε, είμαι και δάσκαλος. Και επειδή είμαστε η δουλειά μας, η δουλειά του δασκάλου είναι να κουλαντρίζουμε ψυχές – χωρίς να τις στήσουμε στον τοίχο. Εκ των πραγμάτων, η τέχνη είναι ένας έμμεσος τρόπος επικοινωνίας.

Ομολογεί πως «Δεν έχω κάνει τίποτα που δεν είναι δικό μου. Ό,τι κάνω είναι απόλυτη επιλογή μου».

Από την άλλη, έχετε βρεθεί εκτός συστήματος; Να μην αισθάνεστε ότι ανήκετε;

Αμέ, πολλές φορές. Κι αδικημένος. Αλλά εδώ, παίζει τεράστιο ρόλο ο εγωισμός. Πάντα υπάρχουν στιγμές που πιστεύουμε ότι οι άλλοι μας έχουν αδικήσει, αλλά στην πραγματικότητα τα βάζουμε με τον εαυτό μας. Αυτό που αναζητάμε στη ζωή έχει πάντα ένα τίμημα. Δεν γίνεται να θέλεις και το ένα και το άλλο. Επί καραντίνας, δεν δέχθηκα να πάρω βοήθημα για τους ηθοποιούς, καθώς είχα προτάσεις για να κάνω τηλεόραση, άρα μου δόθηκε η δυνατότητα να περάσουν χρήματα από τα χέρια μου – κι όμως τις αρνήθηκα. Δεν μπορώ να έχω και το ένα και το άλλο. Δεν είναι αδικία λοιπόν· είναι επιλογή.

Σας έχουν δικαιώσει οι επιλογές σας;

Αφού με βλέπετε μπροστά σας… Αν πέθαινα σήμερα, δεν θα είχα παράπονο. Είμαι πολύ ικανοποιημένος από αυτά που έχω ζήσει. Σε κάποια πράγματα είμαι και πάρα πολύ τυχερός. Έχω κάνει τόσα πολλά. Αν και πάντα μένουν πράγματα που δεν έχω κάνει.

Όπως;

Δεν έχω παίξει πρώτο ρόλο στην Επίδαυρο, δεν έχουν περάσει λεφτά από τα χέρια μου. Αλλά αυτά που έχω κάνει εγώ, άλλοι δεν μπορούν ούτε να τα ονειρευτούν.

Δώστε μου παραδείγματα.

Το γεγονός ότι έχω παίξει στον «Ηλίθιο», μια παράσταση επτά ωρών όπου δεν έπεφτε καρφίτσα. Το γεγονός ότι ανεβάσαμε την «Ιλιάδα», ταξιδέψαμε σε ολόκληρο τον πλανήτη με αυτήν, πήγαμε μέχρι τη Χιλή και δώσαμε 10 sold out παραστάσεις σε 600άρες σκηνές, χωρίς να μας ξέρει κανείς… Όλα αυτά είναι πράγματα που άλλοι δεν έχουν δει ούτε με το κιάλι. Όπως κι εγώ, δεν μπορώ να δω κατακτήσεις άλλων. Πάντως, νιώθω πλήρης με όσα έχω ζήσει και μου ανήκουν ως εμπειρίες. Αυτά αναζητούσα.

Κάρπισαν οι επιλογές σας, δηλαδή.

Ευτυχώς μου δόθηκε η ευκαιρία να κάνω πράγματα που επέλεξα. Θα ήμουν αχάριστος, αν έλεγα ότι δεν είμαι δικαιωμένος.

Δεν έχω παίξει πρώτο ρόλο στην Επίδαυρο, δεν έχουν περάσει λεφτά από τα χέρια μου. Αλλά αυτά που έχω κάνει εγώ, οι άλλοι δεν μπορούν ούτε να τα ονειρευτούν

Μετά από την συμπόρευση με δύο προσωπικότητες του ελληνικού θεάτρου, τον Λευτέρη Βογιατζή και τον Στάθη Λιβαθινό, αισθάνεστε ότι αυτή η εποχή έχει παρέλθει;

Μα δεν έχει; Έφυγε αυτή η εποχή. Δεν το έκρινε μόνο ο θάνατος του Λευτέρη. Έκλεισε το Αμόρε, τέλειωσε η εποχή των κυψελών, σκηνοθέτες και ηθοποιοί που δοκίμαζαν. Στην Πειραματική λέγαμε να πάμε να δούμε τι παίζει το «Αμόρε» και το «Αμόρε» τι παίζουμε εμείς. Ύστερα μπήκα στον κόσμο του Λευτέρη. Έχω δημιουργήσει μεγάλες σχέσεις, μεγάλες βιογραφίες. Ήμουν ένας νέος ηθοποιός που βρέθηκε στο Εθνικό για επτά χρόνια με μόνιμη και δημιουργική δουλειά. Αλλά τέλειωσε αυτό. Δεν υπάρχουν τέτοιοι χώροι και τέτοιες δυνατότητες.

Πώς θα περιγράφατε την εποχή που έχει ανατείλει στο ελληνικό θέατρο;

Ως μια εποχή πολύ πιο θαρραλέα γιατί δεν έχει ούτε την ασφάλεια, ούτε την αγκαλιά που είχαμε εμείς. Είναι μια εποχή που τίποτα δεν χαρίζεται και όλα τα κερδίζεις με τον ιδρώτα σου. Εύχομαι να είναι και εξίσου θαρραλέα καλλιτεχνικά – αλλά, θαρρώ, αυτά πάνε μαζί.

Για τον χρόνο: «Δεν καταλαβαίνω και πολύ τον χρόνο – νομίζω πως είναι έξω από τον άνθρωπο».

Δικά σας πράγματα γιατί δεν έχετε κάνει;

Όλα είναι δικά μου. Είναι τερατώδης η παρεξήγηση: Δεν έχω κάνει τίποτα που δεν είναι δικό μου. Ό,τι κάνω είναι απόλυτη επιλογή μου, όπως επιλογή μου είναι και οι άνθρωποι με τους οποίους τα κάνω. Αν, λοιπόν, με ρωτάτε αν θέλω την αρχιστρατηγία ή την Τροία, θα προτιμούσα το δεύτερο.

Κάνω σαφέστερη την ερώτηση: Γιατί δεν έχετε σκηνοθετήσει;

Θα σας πάω στο έργο του Σοφοκλή. Ο Οδυσσέας δεν επιβουλεύτηκε, ούτε επιδίωξε ποτέ τη θέση του Αγαμέμνονα. Όμως, ήταν αυτός που πήρε την Τροία. Μπορεί τη νίκη να την καρπώθηκε ο Αγαμέμνων, αλλά την Τροία την πήρε ο Οδυσσέας. Θέλω να πω ότι δεν είναι σκοπός η αρχηγία, είναι μέσο, θέση και φύση.

Είναι μια εποχή που τίποτα δεν χαρίζεται και όλα τα κερδίζεις με τον ιδρώτα σου. Εύχομαι να είναι και εξίσου θαρραλέα καλλιτεχνικά

Είστε αισιόδοξος άνθρωπος;

Νομίζω πως δεν υπάρχει απαισιόδοξος καλλιτέχνης. Θυμάμαι όταν κάναμε παραστάσεις με τον Λευτέρη τον ρώτησα «γιατί τέτοιο σκοτάδι στα έργα σου; Δεν βλέπεις φως πουθενά; Καλλιτέχνης είσαι άλλωστε!». Και μου απάντησε «δεν έχεις δίκιο, υπάρχει φως. Στο χιούμορ». Κατάλαβα, λοιπόν, πως δεν αναζητούμε όλοι οι καλλιτέχνες το φως ανάβοντας το ίδιο σπίρτο· αλλά όλοι είμαστε κάπου φωτεινοί και αισιόδοξοι. Κι επίσης πιστεύω πως όλοι οι άνθρωποι είναι αισιόδοξοι, γιατί αλλιώς θα έπεφταν από το μπαλκόνι.

Αν για τον Βογιατζή ήταν το χιούμορ, εσείς από που αντλείτε φως;

Για μένα το φως είναι η χαρά. Έχω γευτεί τη χαρά για τα πράγματα, ξέρω ότι υπάρχει και την αναζητώ. Κι όταν είσαι χαρούμενος, είναι μεταδοτικό. Είναι πανδημιακό το θέμα. Αγαπώ ένα στίχο του Σαραντάρη που λέει «θ’ αφήσουμε τη χαρά στους άσχετους;».

Σχολιάζοντας. τον τρόπο λειτουργίας της τηλεόρασης: «Η τηλεόραση, δεν επενδύει στο κοινό, δεν θέλει να εκπαιδεύσει το κοινό· θέλει να πουλήσει κάτι, εκείνη τη στιγμή».

Μιλώντας για το τέλος των πραγμάτων και των εποχών, αναρωτιέμαι αν σας δυσκολεύουν οι αποχαιρετισμοί, οι απώλειες;

Έζησα την απώλεια πέρυσι, χάνοντας τον πατέρα μου. Τα άλλα δεν είναι απώλεια, είναι εξελίξεις και περιπτώσεις της ζωής. Όμως, με τον θάνατο του πατέρα μου, στα 55 μου χρόνια, ένιωσα ορφανός. Ήταν πολύ παράξενο, δεν το περίμενα. Δεν έκλαψα, όμως ένιωσα την βαθιά απώλεια. Δεν είχα τον πατέρα μου πια, έφυγε ο λόγος για τον οποίο υπάρχω στον κόσμο. Είναι ένα υπαρξιακό ζήτημα η ορφάνια. Την τελευταία μέρα που πήγα να τον δω στο νοσοκομείο, ξέραμε ότι ‘φεύγει’, ξέραμε ότι δεν θα βγάλει το βράδυ. Κι εγώ έπρεπε να πάω στη δουλειά. Μου έγνεψε με το χέρι του και έμοιαζε να είναι το πιο φυσικό πράγμα. Αλλά το κουβαλάω. Βλέπετε, είμαστε γεννημένοι από απώλειες, αφού ερχόμαστε στον κόσμο έχοντας απωλέσει την κοιλιά της μάνας μας.

Θυμάμαι την ημέρα που γεννιόταν ο γιος μου, ο Φοίβος. Πήγα στο μαιευτήριο και παρακολούθησα όλη τη διαδικασία του τοκετού. Επέστρεψα για λίγο στο σπίτι και το απόγευμα ξαναπήγα στο μαιευτήριο. Τότε, μπαίνοντας στο αυτοκίνητο παρατήρησα τον εαυτό μου, για πρώτη φορά, να βάζει ζώνη. Σε κάποια συμβάντα στη ζωή αλλάζεις δέρμα. Με αυτό το συμβάν στη ζωή του ανθρώπου ασχολείται και το θέατρο.

Έχουν περάσει, σχεδόν, 25 χρόνια από τότε και ο Φοίβος είναι πλέον σκηνοθέτης. Πώς είναι η σχέση σας;

Ο Φοίβος εδώ μεγάλωσε, στο Εθνικό. Με ακολουθούσε παντού στα καμαρίνια. Έχει γνωρίσει το ελληνικό θέατρο από τα παιδικά του χρόνια. Στις περιοδείες ερχόταν μαζί μου. Στην πρώτη του ταινία, έπαιξε ο Αργύρης Ξάφης· αυτή είναι η μόνη περιουσία που του έχω αφήσει. Βέβαια, εξαιτίας της δουλειάς μου υπήρχαν πάντα παράπονα. Μόνο τώρα που μπήκε κι εκείνος στη δουλειά με καταλαβαίνει. Νωρίτερα, ένιωθε προδομένος. Δεν θα ξεχάσω πως όταν ήταν μικρός, μια Κυριακή που δούλευα με ρώτησε «που πας;». Του εξήγησα πως έρχομαι στο Εθνικό μαζί με άλλους ηθοποιούς και δεν γίνεται να το αναβάλλω. Και μου απάντησε «δεν πειράζει, να μην πας, ας κλαίνε οι ηθοποιοί». Ο χρόνος κάνει τη σχέση πατέρα- γιου, δεν είναι μια σχέση αυτόματη.

Δεν είναι σκοπός μου η αρχηγία

Πώς αφομοιώνετε το χρόνο στη σκέψη, στις δυνάμεις σας;

Δύσκολα. Αρχίζεις κι αγκομαχάς δένοντας τα κορδόνια των παπουτσιών σου. Επίσης, έχεις μετακινηθεί και καταλαβαίνεις ότι στη θέση που είχες κάποτε εσύ, τώρα έχουν έρθει άλλοι. Πριν μερικά χρόνια, στις εξετάσεις της δραματικής, αναγνώρισα ένα οικείο όνομα ανάμεσα στους υποψηφίους: Ήταν η κόρη ενός συμφοιτητή μου στη δραματική σχολή. Την ρώτησα, λοιπόν, αν τον γνωρίζει και μου είπε πως είναι ο πατέρας της. Τότε θυμήθηκα ένα αντίστοιχο περιστατικό: Όταν έδινα εξετάσεις στο Εθνικό, ο Τάσος Λιγνάδης με ρώτησε «τι συγγένεια έχεις με τον Στέφανο Ήμελλο, τον καθηγητή Πανεπιστημίου;» και του λέω «θείος μου είναι». Ξαφνικά ένιωσα πως πέρασαν 25 χρόνια μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα. Μέχρι τότε, είχα την πλάνη πως ο χρόνος δεν περνάει. Γενικά, δεν καταλαβαίνω και πολύ τον χρόνο – νομίζω πως είναι έξω από τον άνθρωπο.

«Οι μισοί που με σταματούν στο δρόμο δεν μου λένε ‘μπράβο’, μου λένε ‘ευχαριστώ»’ λέει, σχολιάζοντας την νέα κατάσταση της τηλεοπτικής αναγνωρισιμότητας.

Τα πράγματα έχουν έρθει στη ζωή σας στη σωστή στιγμή;

Αισθάνομαι πως δεν θέλω να καθορίζω εγώ τα πράγματα, μου αρέσει να τα παρακολουθώ. Ίσως γι’ αυτό και δεν με έχετε δει να σκηνοθετώ. Μου αρέσει να ανεβαίνω στο λεωφορείο και όχι να το οδηγώ. Αυτό είναι ένα δικό μου timing. Νιώθω, κάθε φορά, πως τώρα πρέπει να κάνω αυτό. Κι από τη στιγμή που το κάνω, έχω αποφασίσει πως θα είναι καλό. Ο Αριστοτέλης λέει πως «η ευτυχία δεν είναι κατάσταση, είναι επιλογή». Συμμερίζομαι απόλυτα αυτή τη σκέψη. Πολλές φορές, επέλεξα πράγματα που δεν τα σκέφτηκα καθόλου, κι άλλες φορές πράγματα μετά από πολλή σκέψη. Και στις δύο περιπτώσεις δεν μετάνιωσα, γιατί μου έχουν δώσει χαρά.

Και πώς ανεβήκατε στο ‘λεωφορείο’ της τηλεόρασης;

Το επεξεργάστηκα αρκετά μέσα μου πριν το κάνω. Νομίζω πως κι αυτό δεν θα το μετανιώσω.

Πρωταγωνιστείτε, εξάλλου, σε μια σειρά με μεγάλη αποδοχή.

Είναι τέτοιο μέσον η τηλεόραση που η μεγάλη αποδοχή είναι και επικίνδυνη. Το θέατρο είναι ένα μέσον βραδείας καύσης και η τηλεόραση το αντίθετο.

Έζησα την απώλεια πέρυσι, χάνοντας τον πατέρα μου. Στα 55 μου χρόνια, ένιωσα ορφανός

Φοβηθήκατε την τηλεόραση;

Την φοβόμουν πριν, για πολλούς λόγους. Καταρχάς, γιατί γεύεσαι πολύ γρήγορα τους καρπούς της και η άποψη μου για τα πράγματα είναι άλλη: Δεν πιστεύω στην γρήγορη καρποφορία. Όταν ο σπόρος φυτρώνει αμέσως και αμέσως το δέντρο καρπίζει, το φρούτο δεν είναι καλό. Έχει άλλη αξία, να φυτεύεις τον σπόρο, να τον ποτίζεις, να περιμένεις, να βλέπεις το δεντράκι να μεγαλώνει και να θεριεύει. Δεν μου αρέσουν τα βιαστικά πράγματα. Και στην τηλεόραση, από τα πρώτα επεισόδια προβολής μιας σειράς, βγαίνει η απόφαση. Χωρίς, μάλιστα, να αναγνωρίζεις το κριτήριο.

Πώς αντιμετωπίζετε την τηλεόραση, σε δημιουργικό επίπεδο;

Με την ίδια σοβαρότητα του να παίζω Σαίξπηρ. Είναι ευθύνη μου, δεν μου το ζητάει κάποιος. Αυτό που κάνω γίνεται με έγνοια και μεράκι – απλώς μέχρι τώρα δεν ήξερα ότι «πουλάει» κιόλας. Το θέατρο δεν έχει μόνο σκοπό να πουλήσει, είναι δύσκολο να βιοποριστεί από μόνο του. Στα γυρίσματα του «Σασμού», πολλές φορές αναζητούσα ένα δεύτερο επίπεδο σε μια σκηνή, αλλά μου έλεγαν πως «το τηλεοπτικό κοινό δεν ζητάει τέτοια πράγματα». Εγώ, με τη σειρά μου, επέμενα πως κάνουν λάθος. Το ζητάει, τους έλεγα! Ξέρετε, είναι άλλο το κοινό και άλλη η εντύπωση που έχουμε γι’ αυτό. Η τηλεόραση, δεν επενδύει στο κοινό, δεν θέλει να εκπαιδεύσει το κοινό· θέλει να πουλήσει κάτι, εκείνη τη στιγμή.

Εξηγώντας την σχέση του με το θέατρο: «Αν δεν έκανα αυτή τη δουλειά, θα ήμουν άλλος άνθρωπος. Είναι μια συνάντηση που μου άλλαξε τη ζωή 180 μοίρες. Μιλάω για έναν άλλο Δημήτρη».

Είναι κάπως οξύμωρο που, μετά από τόσα χρόνια δουλειάς, η αναγνώριση έρχεται τώρα;

Δεν το αισθάνομαι έτσι. Δουλεύω συχνά σε μικρά θέατρα, 100 και 200 θέσεων, επομένως δεν μπορώ να έχω την απαίτηση της αναγνωρισιμότητας. Με γνωρίζουν και με εκτιμούν αυτοί που θέλω, οι θεατές του θεάτρου. Δεν ζητούσα να γίνω γνωστός στον κάτοικο της επαρχίας, γιατί δεν έχω παίξει εκεί. Όμως, αυτή η αναγνωρισιμότητα με χαροποίησε με έναν άλλο τρόπο: Η δουλειά, έτσι όπως εγώ την καταλαβαίνω, μπορεί να αρέσει. Μου άρεσε το βήμα που έκανα προς το τηλεοπτικό κοινό το οποίο θέλει να δει και κάτι άλλο. Και πως το συνάφι μου, εκτιμά το γεγονός ότι δεν κάνω εκπτώσεις, επειδή παίζω σε καθημερινό σίριαλ, αλλά παραμένω συνεπής σε μένα. Δεν είναι τυχαίο που οι μισοί, οι οποίοι με σταματούν στο δρόμο, δεν μου λένε «μπράβο», μου λένε «ευχαριστώ».

Η μεγάλη αποδοχή στην τηλεόραση είναι και επικίνδυνη

Τι θα λέγατε πως ορίζει τη σχέση σας με το θέατρο;

Αν δεν έκανα αυτή τη δουλειά, θα ήμουν άλλος άνθρωπος. Είναι μια συνάντηση που μου άλλαξε τη ζωή 180 μοίρες. Μιλάω για έναν άλλο Δημήτρη. Δεν ξέρω αν θα ήμουν χειρότερος αν δεν είχα καταπιαστεί με το θέατρο – πάντως θα ήμουν άλλος. Η δουλειά μου είναι μέρος της προσωπικότητας και της ύπαρξης μου κατά την ενήλικη ζωή μου.

Θυμάστε τον εαυτό σας πριν το θέατρο;

Δεν είχε θέμα, κέντρο. Δεν με ενδιέφερε και δεν με απασχολούσε τίποτα πραγματικά. Βαριόμουν που ζούσα, ό,τι κι αν έκανα αποτυπωνόταν μέσα μου με τον ίδιο τρόπο – γι’ αυτό και πήγα να σπουδάσω Νομική για να αναλάβω το συμβολαιογραφείο του πατέρα μου. Αν με ρωτούσες τι θέλω, δεν ήξερα. Δεν ζητούσα τίποτα. Ευτυχώς συναντήθηκα με το θέατρο και τελικά γνώρισα μιαν άγνωστη πλευρά του εαυτού μου, την οποία και τελικά ερωτεύτηκα.

Δημιουργικά, ο Δημήτρης Ήμελλος είναι «στη φάση που αισθάνομαι πιο ελεύθερος. Ακόμα και πιο ελεύθερος να βγάλω χρήματα» όπως λέει.

Σε ποια φάση της πορείας σας βρίσκεστε, σήμερα;

Είναι μια νέα φάση, όχι μόνο δουλειάς αλλά και ζωής. Ο γιος μου είναι 24, έχει τελειώσει τις σπουδές του, δουλεύει. Συνεπώς, έχει φύγει ένα κομμάτι απόλυτης ευθύνης για τη ζωή ενός άλλου. Κατά κάποιο τρόπο, πήρα… σύνταξη από αυτό. Κι ίσως σχετίζεται με το γεγονός πως δέχθηκα να δουλέψω στην τηλεόραση. Νωρίτερα, όταν ο Φοίβος ήταν μικρός, δεν ήθελα να εμπλακώ με την τηλεόραση για να μην μεγαλώνω ένα παιδί, του οποίου ο πατέρας θα είναι μια τηλεοπτική περσόνα. Δεν έκανα τηλεόραση – με εξαίρεση το σπουδαίο «Δέκα». Θα έλεγα, λοιπόν, πως τώρα είμαι στη φάση που αισθάνομαι πιο ελεύθερος. Ακόμα και πιο ελεύθερος να βγάλω χρήματα – ένιωσα πως μου επιτρέπεται κι αυτό. Άλλωστε, πλέον, κάνω τηλεόραση με σημείο εκκίνησης το θέατρο.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑΑίας του Σοφοκλή, σε σκηνοθεσία Αργύρη Ξάφη στο Αρχαίο Θέατρο της Επιδαύρου12.09.2018

Περισσότερα από Πρόσωπα