Συν & Πλην: «Λεωφορείο, ο πόθος» στο Προσκήνιο
Μια σύνοψη των θετικών και αρνητικών σημείων για το «Λεωφορείο, ο πόθος» σε σκηνοθεσία Δημήτρη Καραντζά που ανεβαίνει στο θέατρο Προσκήνιο.
Το 1947, ο Μάρλον Μπράντο ήταν ένας άγουρος ηθοποιός που ο Ελία Καζάν θα επέλεγε για να υποδυθεί τον Στάνλεϊ Κοβάλσκι στο παρθενικό του ανέβασμα του «Λεωφορείου, ο πόθος» από τον Τένεσι Ουίλιαμς. Ένα χρόνο αργότερα, το έργο θα γνώριζε τη διεθνή καταξίωση ενός βραβείου Πούλιτζερ και το 1951 θα γινόταν υλικό ταινίας – και πάλι σε σκηνοθεσία του Ελία Καζάν. Διόλου τυχαίο, που ο Μάρλον Μπράντο θα συμμετείχε και σε αυτή τη διανομή (μαζί με την Κιμ Χάντερ στο ρόλο της Στέλλα), έχοντας συμπυκνώσει αριστοτεχνικά αυτό που στον σύγχρονο δημόσιο διάλογο τοποθετούμε κάτω από την ομπρέλα του πατριαρχικού προτύπου.
Στη συντηρητική μεταπολεμική Αμερική, με την εκστρατεία Μακάρθι σε πλήρη εφαρμογή, ο Τένεσι Ουίλιαμς γράφει ένα έργο για τους κοινωνικά ηττημένους. Αναμφίβολα, η Μπλανς Ντιμπουά, η ξεπεσμένη αριστοκράτισσα από τον αμερικανικό Νότο που χρεοκόπησε, έβγαλε στο σφυρί την έπαυλη του Μπελ Ρεβ και τώρα αναζητά καταφύγιο στην εργατική συνοικία που μένει η αδερφή της Στέλλα είναι μια τέτοια περίπτωση. Στο δια ταύτα, το βιοτικό της επίπεδο δεν στέκεται μακριά από εκείνο ενός αμόρφωτου Πολωνού μετανάστη δεύτερης γενιάς, εργάτη στην αμερικανική βιομηχανία. Αυτός είναι ο Στάνλεϊ Κοβάλσκι. Ο Ουίλιαμς αναγνωρίζει πως η κοινωνική καταπίεση θρέφει γενναιόδωρα τη βία – εξάλλου ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος έχει επιβεβαιώσει τραγικά την οικονομική ύφεση ως κεντρικό παράγοντα στην άνοδο και επικράτηση του φασισμού. Φυσικά, το συγγραφικό τοπίο του επιμένει στη μικροκλίμακα, στα οικιακά συνήθως περιβάλλοντα και στην ψυχογραφία των προσώπων εντός τους. Εντούτοις κι εκεί ευδοκιμούν μορφές τυραννίας κι επιβολής, που καταποντίζουν τους ακόμα πιο εύθραυστους και ασταθείς – όχι μόνο κοινωνικά αλλά και ψυχικά. Αυτή είναι η Μπλανς Ντυμπουά.
Μακροσκοπικά ιδωμένο – και χωρίς διάθεση επικαιρικής αυθαιρεσίας – το «Λεωφορείο, ο πόθος» είναι μια ιστορία βγαλμένη από το στομάχι του σύγχρονου πατριαρχικού κόσμου που ένας ανοιχτά ομοφυλόφιλος συγγραφέας μπορούσε να διαγνώσει· περιβάλλοντας την με την διεισδυτική ψυχαναλυτική ποιητική του. Η Μπλανς Ντυμπουά όπως και η αδερφή της Στέλλα είναι δύο γυναικείες φιγούρες που υπομένουν την αυταρχική ανδρική συμπεριφορά, γίνονται δέκτες σωματικής και σεξουαλικής βίας, ορίζονται εξίσου από την επιθυμία που γι’ αυτές είναι ενοχή και ανέχονται τη ‘στημένη’ από τους άνδρες, παρτίδα. Ο αρχικός τίτλος του έργου που ο Τένεσι Ουίλιαμς ονόμασε τελικά «Λεωφορείο ο πόθος» ήταν άλλωστε «Η βραδιά του πόκερ».
H παράστασηΗ εισήγηση του Δημήτρη Καραντζά στη σύγχρονη σκηνική αντιμετώπιση του Τένεσι Ουίλιαμς έρχεται μέσα από τη χρήση πραγματικότητας. Μια επιλογή που στοιχειοθετείται κατά την παρακολούθηση του σημερινού ανθρώπινου τύπου καθώς νοηματοδοτεί στρεβλά τα πάθη του μέσα από τον κανόνα της πατριαρχικής βίας. Το, κατά Καραντζά, «Λεωφορείον, ο πόθος» είναι η μετωπική σύγκρουση με μια εποχή που πάσχει από «πολλή πραγματικότητα» και θρηνεί πολλά θύματα.
Σε αυτό το περιβάλλον, λειτουργούν με υψηλό ερμηνευτικό ενδιαφέρον, οι Άρης Μπαλής, Δήμητρα Βλαγκοπούλου, Βασίλης Μαγουλιώτης με επικεφαλής τη συνταρακτική ερμηνεία της Αλεξίας Καλτσίκη που σηκώνει και το μεγαλύτερο βάρος της «εσωτερικότητας». Ενώ, για μια ακόμα φορά, τον σκηνοθετικό κόσμο του Καραντζά συνεπικουρεί η πολυσήμαντη σκηνογραφία της Μαρίας Πανουργιά.
Δεν είναι η πρώτη φορά που ο ρεαλισμός μπαίνει στην εξίσωση της θεατρικής αποτύπωσης ενός έργου του Τένεσι Ουίλιαμς. Η ίδια συζήτηση έχει επαναληφθεί και για άλλες μεταφορές του «Λεωφορείου», όπως επίσης και του «Γυάλινου κόσμου» – ακριβώς επειδή είναι τα δύο πιο στενά συνδεδεμένα έργα του με την έννοια του πραγματικού. Από εδώ εφορμά η προσέγγιση του Δημήτρη Καραντζά, αναδεικνύοντας την πιο γήινη εξ ου και γεμάτη πληγές, τραύματα, ατέλειες και ζωτικά ψεύδη φύση των ηρώων του. Προχωρώντας όλο και πιο βαθιά στην αναγνώριση ενός περιβάλλοντος φόβου και βίας όπου αναμφίβολα ζούμε, η ματιά αυτή δεν έρχεται μόνο ως δόκιμη αλλά ως αληθινή ανάγκη ανάγνωσης των συμπτωμάτων που έχουν παρόν, κυρίως γιατί έχουν παρελθόν από την εποχή του Τένεσι Ουίλιαμς και πολύ, μα πολύ παλαιότερα. Το ευτυχές είναι πως η σκηνοθεσία του Καραντζά δεν ενδίδει σε μια στεγνή, «εδώ και τώρα» αφηγηματική συνθήκη, αλλά αναδεικνύει την εσωτερικότητα και τα ψυχικά τοπία των ηρώων, όπου και φωλιάζει η συγκίνηση και υψώνεται η ποίηση.
Οι ερμηνείεςΑπό τα αφετηριακά σημεία για το ανέβασμα ενός έργου όπως το «Λεωφορείο, ο πόθος» είναι το ερώτημα «ποια θα ερμηνεύσει την Μπλανς Ντυμπουά». Η απάντηση στη σκηνοθεσία του Δημήτρη Καραντζά ευτυχεί στο πρόσωπο της Αλεξίας Καλτσίκη, που επιτυγχάνει την πιο διεισδυτική ερμηνεία που έχουμε δει τελευταία στον εμβληματικό αυτό το ρόλο και σηματοδοτεί σίγουρα μια στιγμή προσωπικού επιτεύγματος για την ίδια. Τα πρόσωπα της Μπλανς ως εύθραυστη, ρομαντική, απελπισμένη, ερωτικά ανικανοποίητη, ένοχη κι ενοχική, υστερική και ακατάληπτη, επηρμένη, ταπεινωμένη και πάντα απόλυτα μόνη γίνεται ένα ερμηνευτικό ρόλερ κόστερ με το οποίο η Καλτσίκη συγκρούεται πρόθυμα. Αυτή είναι η μοίρα της Μπλανς και την ακολουθεί τυφλά. Ο Άρης Μπαλής μπαίνει στην πρόκληση να ερμηνεύσει τον κόντρα ρόλο του Στάνλεϊ Κοβάλσκι, όπου η τραχύτητα και η βαναυσότητα δεν κατοικούν στην στερεοτυπική απεικόνιση κάποιου γεροδεμένου αγροίκου αλλά στο σώμα ενός κανονικού ανθρώπου – όπως έχει κανονικοποιηθεί και η βία. Ο Μπαλής κάνει, πράγματι, ένα ερμηνευτικό άλμα, ενδύεται τη συμπεριφορά του χυδαίου, προσβλητικού και κακοποιητή άνδρα, χωρίς όμως να αποφεύγει την παγίδα της υπερβολής σε στιγμές της ερμηνείας του. Η χημεία του με την Δήμητρα Βλαγκοπούλου είναι ένα ακόμα κατακτημένο πεδίο όπου από κοινού πείθουν για την ζωώδη επιθυμία που τους ενώνει. Η Βλαγκοπούλου φέρνει γήινες αποχρώσεις στη φιγούρα της Στέλλα και προσεγγίζει με αλήθεια τη γυναικεία εκείνη πλευρά που ενώ βιώνει βία και αδικία, ακινητοποιείται και εξακολουθεί να την υπομένει. Ο Βασίλης Μαγουλιώτης στο ρόλο του Μιτς μοιάζει ιδανικός: απηχεί όλη την τρυφερότητα και την ευαισθησία που μπορούν να συγκινήσουν ένα αλλόκοτο πλάσμα σαν την Μπλανς, αλλά όταν το «ανήθικο» παρελθόν της αποκαλύπτεται μεταμορφώνεται σε ένα ακόμα μέλος της ανδρικής αγέλης· σχεδόν ένα κακέκτυπο του Στάνλεϊ, το οποίο κάπως άτσαλα μιμείται και ο Γιάννης Κόραβος. Τέλος, η Ιωάννα Ραμπαούνη, παρά τον περιορισμένο σκηνικό χρόνο ως Ευνίκη, κερδίσει με την ανεπιτήδευτη φυσικότητα της.
Δεν είναι η «μινιατούρα» του φτωχικού διαμερίσματος των Κοβάλκσι που παρουσιάζει ενδιαφέρον στη σκηνογραφική σύλληψη της Μαρίας Πανουργιά. Είναι και αυτό, εφόσον υπογραμμίζει τις «στενές», αδιέξοδες ζωές που επιβάλλει η φτώχεια. Κυρίως, όμως, αξία έχει η εγγύτητα του σκηνικού με την πλατεία: λες και μας χωρίζει ένας χάρτινος τοίχος, λες και είμαστε οι κάτοικοι του διπλανού διαμερίσματος που κρυφακούμε (αμήχανοι, άπραγοι) τους καυγάδες και το πανδαιμόνιο που επικρατεί στο σπίτι τους. Δημιουργεί μια αίσθηση συνενοχής στη βία το σκηνικό αυτό και, εν πολλοίς, σε αυτήν την ιδέα οφείλεται η δυσφορία του θεατή στα τεκταινόμενα. Σε ένα τρίτο επίπεδο δε, η μακρόστενη δομή παραπέμπει σε λεωφορείο. Από την άλλη, μοιάζει αινιγματική η σκηνογραφική λύση του φινάλε όπου η Μπλανς πραγματοποιεί τη μεγάλη έξοδο σε ένα ολάνθιστο κήπο. Ίσως, πάλι, να είναι μια υπόμνηση προς την ποιητική φύση της ηρωίδας που διαρκώς επαναλαμβάνει ότι «μαραίνεται».
Είχε ξανά αντιμετωπίσει το καθήκον της κινησιολογίας σε συνθήκες ασφυκτικής σκηνογραφίας ο Τάσος Καραχάλιος – να θυμίσουμε τον προπέρσινο «Θείο Βάνια» και πάλι σε σκηνοθεσία Δημήτρη Καραντζά και πάλι σε σκηνογραφία Μαρίας Πανουργιά. Καταφέρνει και σε αυτή την περίπτωση να χειριστεί το αίτημα που δεν αφορά μόνο στον εγκλωβισμό των ηρώων αλλά και στο χειρισμό των αχαλίνωτων σωμάτων τους.
Τα Πλην (-)Υπάρχουν σκηνές της παράστασης όπου η ένταση στις ερμηνείες είναι περιττή, αφαιρεί αντί να προσθέτει σε «πραγματικότητα». Εξάλλου, η βία δηλώνεται με ένα σωρό άλλους τρόπους και ο προφανής είναι ο λιγότερο επιδραστικός.
Το άθροισμα (=)Εκρηκτικός, τραχύς ρεαλισμός που δεν εξαιρεί τη συγκίνηση και την εσωτερικότητα. Και από τα σπλάχνα του αναδύεται μια εξαιρετική ερμηνεία της Αλεξίας Καλτσίκη ως Μπλανς Ντυμπουά.