Φορούν στρας, φορούν πούλιες και see through μπλουζάκια. Περνούν στρώσεις γκλίτερ και έντονης σκιάς στα μάτια. Πίνουν Palomas και Margaritas από την super premium tequila Patrón. Χορεύουν. Όπως τους είδες να χορεύουν στο «Οξυγόνο» της Στέγης, στη ριζοσπαστική σκηνοθεσία του Γιώργου Κουτλή: ολόψυχα. Με μια ενέργεια καινούργια. Με έναν ψυχικό, ορμητικό ρυθμό. Και σήμερα λάμπουν. Σαν να αναβιώνουν αυτό το παραστατικό αίσθημα.
Η Ηλέκτρα Μπαρούτα, η Χαρά Γιώτα, η Δέσποινα Λαγουδάκη και ο Νικόλας Χατζηβασιλειάδης είναι τέσσερις από τους 24 περφόρμερς της μεγάλης παραγωγής της Στέγης (θα παίζεται μέχρι και τις 12 Ιανουαρίου στην Κεντρική Σκηνή) που μεταπλάθει το έργο- μανιφέστο του Ιβάν Βιριπάγεφ σε ένα υπαρξιακό πάρτυ.
Με αυτή τη διάθεση μάς συστήνονται from scratch – μιλούν για τα όνειρα και τις επιδιώξεις τους, τον αγώνα τους για να να υπάρχουν ως καλλιτέχνες στο σημερινό τοπίο. Αλλά το κάνουν αντλώντας από το cabaret feeling στο Salon Rouge του Lolita’s.
Ηλέκτρα Μπαρούτα, ηθοποιός: «Να δημιουργηθεί χώρος για μια νέα, ανώτερη εκδοχή του εαυτού μας»Κάποιος, σε ένα εργαστήριο σωματικού θεάτρου της είπε «Ηλέκτρα, μπορείς να δώσεις στο Εθνικό Θέατρο για να γίνεις ηθοποιός». Κατά τα άλλα, η Ηλέκτρα Μπαρούτα δεν έχει συγκινητικές ιστορίες γύρω από το θέατρο να αφηγηθεί, πέραν από εκείνη τη στιγμή που ως μαθήτρια Λυκείου ακολούθησε την αδερφή της στο θέατρο. «Θυμάμαι πως μέσα μου συνέβησαν εκρήξεις αισθημάτων και ονείρων. Δεν την ξέχασα ποτέ αυτή την παράσταση, ούτε τη μέρα. Ήταν 18 Σεπτεμβρίου του 2013».
Βέβαια, είχε κερδίσει ήδη η Νομική, ένα εφηβικό της όνειρο, το οποίο την κυρίευε καθώς καλούνταν να περιγράψει τον αξιακό της κώδικα «κι όχι για να γίνω κάποια μεγάλη και τρανή δικηγόρος· αλλά επειδή πίστευα πως μέσω της Νομικής θα μπορέσω να αλλάξω τον κόσμο. Έβλεπα τόση αδικία γύρω μου. Είμαστε η γενιά που ως γυμνασιολυκειόπαιδα βλέπαμε να αλλάζουν τα πάντα: κρίση, ανεργία, άνοδος της ακροδεξιάς, προσφυγικό, ανθρώπους ολοένα και πιο δυστυχισμένους, ζορισμένους με τη ζωή τους. Ήθελα, λοιπόν, να γίνω δικηγόρος για να μπορώ να μάχομαι το άδικο. Μπαίνοντας στη σχολή την απομυθοποίησα. Το πέρασμα των χρόνων με έκανε να καταλάβω το βαθύτερο νόημα αυτής μου της επιλογής». Κι ενώ είχε μερικά μαθήματα ακόμα για να πάρει το πτυχίο, θα θυμόταν εκείνη τη φωνή που της έλεγε να δώσει στη δραματική του Εθνικού, απ’ όπου και αποφοίτησε το 2021.
Τύχη ή ταλέντο; Πάντως, λίγες εβδομάδες πριν κλείσει και το κεφάλαιο των δραματικών σπουδών στο Εθνικό ήρθε ο πρώτος της μεγάλος ρόλος στο θέατρο. Θα έπαιζε στη δεύτερη σεζόν της πολυσυζητημένης «Αντιγόνης» επί σκηνής του Θεάτρου Τέχνης σε σκηνοθεσία της Μαρίας Πρωτόπαππα, στο πλευρό του Χρήστου Στέργιογλου και του Γιάννη Τσορτέκη.
«Δε το χωρούσε ο νους μου! Μας είχαν μιλήσει στη σχολή τόσο πολύ για αυτό το αίσθημα μετεωρισμού που νιώθεις σ’ αυτό το επάγγελμα που δεν περίμενα πως θα ερχόταν τόσο γρήγορα. Μεγάλο σχολείο η ‘Αντιγόνη’, γίναμε οικογένεια. Στενοχωρήθηκα πολύ όταν τελείωσε. Έμοιαζε με τον πρώτο χωρισμό, την πρώτη μεγάλη σχέση», λέει σήμερα.
Μα να που ήρθαν κι άλλες. Το «Μια βραδιά στην Επίδαυρο» σε σκηνοθεσία Νίκου Καραθάνου στο Εθνικό, το «Παράφορα» σε σκηνοθεσία του Γιάννη Σκουρλέτη και σύντομα η τηλεόραση με «Τα καλύτερα μας χρόνια» του Σπύρου Ρασιδάκη, «Το βραχιόλι της φωτιάς» του Γιώργου Γκικαπέππα και τα δύο στην ΕΡΤ και τώρα ο δεύτερος κύκλος του «Γιατρού» του Ανδρέα Μορφονιού που προβάλλεται στον Alpha. «Κάθε δουλειά υπήρξε για μένα ένα ξεχωριστό σημείο στο χρόνο. Στο τέλος κάθε ταξιδιού ήμουν άλλη», σχολιάζει.
Ηλέκτρα Μπαρούτα: Στο Οξυγόνο υπάρχει πολλή αγάπη, τρέλα, ελευθερία και όρεξη για ζωή. Λαχτάρα και πάθος – όχι αστεία
Κι ύστερα ήρθε το «Οξυγόνο» στη Στέγη. Εδώ, η εμπειρία χρειάζεται πολλά λόγια για να περιγραφεί. «Υπάρχει πολλή αγάπη, τρέλα, ελευθερία και όρεξη για ζωή. Λαχτάρα και πάθος – όχι αστεία! Νιώθω πολύ χαρούμενη που είμαι μέρος αυτής της παράστασης. Κάθε βράδυ είναι σα να παίρνω μια γερή δόση ντοπαμίνης και σεροτονίνης μαζί. Αυτό, όμως, που με συγκινεί είναι ότι σε κάθε παράσταση – έχω, δεν έχω όρεξη- είναι σαν να κάνω ένα είδος δυναμικού διαλογισμού μέσω του οποίου έρχομαι σε επαφή με τις πιο βαθιές μου σκέψεις, τους μεγαλύτερους μου φόβους, τις πιο βαθιά χαραγμένες αναμνήσεις της ύπαρξης μου και στο τέλος επέρχεται η κάθαρση και η λύτρωση της ψυχής μέσω της αποδοχής του τέλους των πραγμάτων. Είναι μια μοναδική εμπειρία».
Η παράσταση μοιάζει να την έχει προβληματίσει και σε φιλοσοφικό επίπεδο αφού διαρκώς προσπαθεί να μεταφράσει μέσα της τα φορτία της έννοιας του οξυγόνου. «Ίσως είναι η ατέρμονη προσπάθεια να βρούμε για ποιο λόγο ζούμε. Αυτό το κάτι που μας κάνει ευτυχισμένους έστω και για λίγο. Αυτό που μας κάνει να θέλουμε να συνεχίσουμε να αναπνέουμε, να θέλουμε να κάνουμε την καρδιά μας να συνεχίσει να χτυπάει. Αυτό που προέρχεται από τόσο βαθιά, από τον πυρήνα της ύπαρξης μας και για να το βρούμε θα πρέπει να γκρεμίσουμε ότι έχουμε χτίσει. Αυτό που, για την ακρίβεια, έχουν χτίσει άλλοι για εμάς.
Είμαστε τα οικοδομήματα των συνειδήσεων άλλων ανθρώπων (των γονιών μας, των δασκάλων μας, μιας ολόκληρης κοινωνίας). Πολλά όνειρα, επιθυμίες, φόβοι και ανάγκες που έχουμε δεν προέρχονται από τα βάθη της συνείδησης μας αλλά είναι νοητικά κατασκευάσματα άλλων. Ίσως πρέπει να επαναπροσδιοριστούμε ως άνθρωποι, δηλαδή ως όντα με συνείδηση. Ή να επιτρέψουμε τη συνειδητή καταστροφή του παλιού τρόπου ύπαρξης για να δημιουργηθεί χώρος για μια νέα, ανώτερη εκδοχή του εαυτού μας», λέει. Και τα λέει χωρίς ανάσα.
Αυτήν, την τελευταία, η Ηλέκτρα τη βρίσκει στη γυμναστική. Παραδέχεται πως κάθε φορά που δεν νιώθει καλά παίρνει τους δρόμους και τρέχει. «Με κάνει να νιώθω ζωντανή και δυνατή. Είναι σα να ανοίγουν τα πνευμόνια μου και να γεμίζω ξανά με ελπίδα και πίστη». Αν και όταν πρέπει να αναζητήσει το νόημα στα πράγματα, σίγουρα θα ψηλαφίσει πιο μεγάλες περιοχές. «Βρίσκω το νόημα και το χάνω, αλλά δεν σταματώ να προσπαθώ. Γι’ αυτό γυρίζω στην αγάπη, στους φίλους, στην οικογένεια, στους ανθρώπους».
Χαρά Γιώτα, ηθοποιός: «Δεν είχα καταλάβει πως το να είσαι καλλιτέχνης δεν είναι τύχη, είναι επιλογή»Με την Αθήνα ξανασυστήνεται τους τελευταίους μήνες. Έζησε στη Θεσσαλονίκη τα τελευταία δέκα χρόνια της ζωής της. Εκεί σπούδασε αρχικά στη Νομική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου· μετά μπήκε και στη δραματική σχολή του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος. «Δεν πέρασα στην Αθήνα για λίγα μόρια, αλλά συνειδητοποιώ πως ήθελα να πάω στη Θεσσαλονίκη, κυρίως για να ζήσω ουσιαστικά την φοιτητική ανεξαρτησία. Εξάλλου, πιστεύω πως αν δεν είχα βρεθεί στη Θεσσαλονίκη, δεν θα είχα εμπλακεί με το θέατρο». Κάτι που συνέβη από το πρώτο έτος των σπουδών της στη Νομική.
Και οι δύο γονείς της ήταν δικηγόροι, οπότε ο δρόμος των νομικών σπουδών έμοιαζε κάπως σαν μια φυσική συνέχεια· την οποία η Χαρά δεν υποστήριξε με την καρδιά της. «Αποδείχθηκα φοβερά τεμπέλα ως προς τη Νομική ενώ στην πραγματικότητα δεν ήμουν. Γιατί όταν γράφτηκα στη δραματική σχολή περνούσα εκεί 10-12 ώρες από την ημέρα μου και μάλλον αυτό ξεκαθάρισε το τοπίο: απλώς δεν ήθελα να γίνω δικηγόρος. Και μάλλον ήξερα από παιδί πως το θέατρο με αφορούσε».
Ομολογεί πως πήρε την απόφαση της μεγάλης στροφής σε μια νύχτα «αλλά δεν είχα καταλάβει πως το να είσαι καλλιτέχνης δεν είναι τύχη, είναι επιλογή». Άρχισε να υπερασπίζεται αυτήν την επιλογή, όταν απόφοιτη του ΚΘΒΕ πια, είδε στα μάτια των γονιών της πως την θεωρούσαν μια επαγγελματία ηθοποιό. Κι αυτό δεν άργησε να επιβεβαιωθεί πρακτικά δουλεύοντας σε μεγάλες παραγωγές του Κρατικού Θεάτρου: φοιτήτρια ακόμα στη σκηνοθεσία του Κωνσταντίνου Ασπιώτη «Ο μπαμπάς, ο πόλεμος»· κι έπειτα κοντά στον Ακύλλα Καραζήση για τους «Ληστές» του Σίλλερ, στην Αργυρώ Χιώτη για τον «Ερωτόκριτο», στον Γιάννη Κακλέα για τον «Επιθεωρητή» κ.α.
Η ίδια πάλι άρχισε να ορίζει τη θέση της μέσα στην δουλειά της ηθοποιού απαντώντας σε πιο φιλοσοφικά ερωτήματα όπως «τι σημαίνει να συναντιέμαι με νέους ανθρώπους, ποια είναι η εργασιακή μου ηθική, πόσο συνεπής θέλω να είμαι, πόσο εντάξει να στέκομαι απέναντι στον εαυτό μου και στους συναδέλφους μου, τι πάει να πει αφοσίωση στο θέατρο και σύνδεση με τη δουλειά. Είναι ζητούμενα για μένα όλα αυτά».
Η Χαρά Γιώτα πιστεύει ότι η τύχη έχει φιλήσει τη ζωή της μέχρι σήμερα: για τους γονείς που τη μεγάλωσαν, για το μονοπάτι αυτογνωσίας μέσα στο Πανεπιστήμιο, για τους ανθρώπους που συνάντησε ως σπουδάστρια της δραματικής, για όλα όσα της έχει φέρει το σύμπαν χρησιμοποιεί τη λέξη «ευγνωμοσύνη». Το ξανασκέφτεται όταν την ρωτάς αν υπάρχει και μια δική της συμμετοχή σε όλο αυτό. «Υποθέτω πως κάτι έκανα κι εγώ. Είμαι δουλευταρού με όλη την ταπεινότητα που μπορεί να έχει αυτή η παραδοχή. Κι επίσης, ότι κατάφερα να ελευθερώσω τον εαυτό μου μέσα από όλη αυτή τη διαδρομή, είμαι πολύ ντροπαλή, αυτολογοκρίνομαι και η εξωστρέφεια που έχω κατακτήσει είναι μεγάλο κέρδος».
Χαρά Γιώτα: Αισθάνομαι γειωμένη όταν κεντράρω σε αυτά που έχουν πραγματικά νόημα. Κι εγώ βρίσκω το νόημα στο να είμαι ειλικρινής με τον εαυτό και τους γύρω μου
Αποτέλεσμα αυτής της εξωστρέφειας ήταν η αποστολή ενός βιογραφικού για το «Οξυγόνο», εκτός της θεσσαλονικιώτικης σκηνής που την ανάθρεψε. Παρότι, το συνόδεψε «με μια άκυρη φωτογραφία», παρότι δεν ήλπιζε πως θα την πάρουν γιατί είχαν σταλεί άπειρα βιογραφικά «πέρασα και στις τρεις φάσεις ακρόασεις και τις πέρασα τέλεια γιατί από κάτω υπήρχαν ωραία βλέμματα».
Μετά από 10 χρόνια στη Θεσσαλονίκη θα συστηνόταν στην αθηναϊκή πιάτσα με τη, μεγαλύτερης κλίμακας, σκηνοθεσία του Γιώργου Κουτλή για τη Στέγη και ένιωθε μεγάλη περιέργεια για το τι της επιφύλασσε αυτή. «Μόνο στη σκηνή είμαστε 23 άτομα, πολλά πράγματα θα μπορούσα να είχαν πάει λάθος. Κι όμως, όλα έχουν κυλήσει πέρα από κάθε προσδοκία, έχουμε αγαπηθεί στ’ αλήθεια και κάθε βράδυ παρτάρουμε κανονικά, μπαίνουμε στο trans του χορού, στη μαγεία του κειμένου, στην πηχτή ατμόσφαιρα των φωτισμών και προσωπικά αισθάνομαι πως κάθε φορά θα αναγνωρίσω κι άλλα πράγματα μέσα σε αυτήν την συνθήκη».
Μετά το «Οξυγόνο» η Χαρά Γιώτα θα συνεχίσει να αναπνεύει ανακουφισμένη για τους φίλους που έχει στο περιβάλλον της και μοιάζουν με οικογένεια, για την καθαυτή οικογένεια της, για το καινούργιο της σπίτι – αφού μόλις έχει μετακομίσει στην Αθήνα – στα βιβλία που έχει αγοράσει και δεν έχει προλάβει να διαβάσει. «Αισθάνομαι γειωμένη όταν κεντράρω σε αυτά που έχουν πραγματικά νόημα. Κι εγώ βρίσκω το νόημα στο να είμαι ειλικρινής με τον εαυτό και τους γύρω μου, να συνδέομαι με το εδώ και το τώρα μου, κόντρα στην εποχή που μας θέλει αντικοινωνικούς, αποσυνδεδεμένους. Εκεί θέλω να επιστρέφω».
Το επόμενο βήμα της θα είναι επίσης δυναμικό: Θα μπει σε πρόβες για μια νέα παραγωγή του Θεάτρου Τέχνης σε συνεργασία με το ΔΗΠΕΘΕ Βέροιας, ξανασυναντώντας σκηνοθετικά την Αργυρώ Χιώτη. Βαθιά ανάσα.
Δέσποινα Λαγουδάκη, χορεύτρια: «Η τηλεοπτική εμπειρία λειτούργησε ως αφορμή επαναπροσδιορισμού για μένα»Πέρασε τα παιδικά της χρόνια χορεύοντας – επηρεασμένη, όπως λέει, από το χορευτικό κέφι των ελληνικών ταινιών· μια πραγματικότητα που οι γονείς της δεν αγνόησαν, απεναντίας στήριξαν. Και παρότι, γεννήθηκε και μεγάλωσε το Ρέθυμνο, σύντομα βρέθηκε να φοιτεί στη μια και μοναδική σχολή Χορού της πόλης. Αποτέλεσμα; Μέχρι την εφηβεία της να έχει πάρει τις αποφάσεις της για το τι ήθελε να κάνει στη ζωή της. «Δεν υπήρξε τίποτε άλλο να με ενδιαφέρει στη ζωή μου όσο ο Χορός και μετά από παρότρυνση της δασκάλας μου – που ήταν επίσης απόφοιτη της Κρατικής Σχολής Ορχηστρικής Τέχνης – ήρθα στην Αθήνα για σπουδές. Βέβαια, δεν πίστευα ότι μου αξίζει να περάσω, ούτε ένιωθα ψυχολογικά έτοιμη, ήξερα πως θα ήταν πολύ δύσκολη η προσπάθεια μέχρι να τα καταφέρω. Πάντως η ΚΣΟΤ έμοιαζε κάτι σαν Τζούλιαρντ στα μάτια μου», λέει σήμερα η Δέσποινα Λαγουδάκη.
Κι ενώ είχε εξασφαλίζει το πιο έγκυρο σπουδαστικό έδαφος, για τα δεδομένα της Ελλάδας, σύντομα ως απόφοιτη πια, θα προσγειωνόταν στην πραγματικότητα: «θα έλεγα πώς ήταν Γολγοθάς. Η μόνιμη αγωνία μου ήταν να δικτυωθώ, να μπω σε μια ομάδα. Άρχισα να κυνηγώ τις οντισιόν και τη μια δουλίτσα μετά την άλλη», ομολογεί. Αυτή η αγωνιώδης συνέχεια έσπασε στη συνεργασία της με τον Κώστα Φιλίππογλου για το Φεστιβάλ Αθηνών και τον «Προμηθέα δεσμώτη» αλλά δεν έμοιαζε αρκετή για να την στερεώσει.
Ανάμεσα σε σκέψεις για φυγή στο εξωτερικό, η Δέσποινα Λαγουδάκη δήλωσε συμμετοχή στο τηλεοπτικό σόου «So you think you can dance». Και παρότι θεωρούσε πως η τηλεόραση απειλούσε να καταστρέψει ότι είχε χτίσει έως τότε συσκοτίζοντας το καλλιτεχνικό προφίλ της, τελικά την διέψευσε. «Τελικά εξελίχθηκε σε ένα μεγάλο μάθημα για μένα. Έμαθα καλύτερα τον εαυτό μου, δεν χάθηκα ούτε στιγμή και η όλη εμπειρία λειτούργησε ως αφορμή επαναπροσδιορισμού για μένα. Σταμάτησα να βάζω ταμπέλες, αποφάσισα να κάνω μεγαλύτερο focus στις πραγματικές μου ανάγκες και βρέθηκα να κινούμαι σε έναν πιο προσωπικό δρόμο», εξηγεί.
Ίσως, αυτές οι συνειδητοποιήσεις να λειτούργησαν καθησυχαστικά αφού αμέσως μετά προέκυψαν συνεργασίες αιχμής με τον Κωνσταντίνο Ρήγο και τον Αντώνη Φωνιαδάκη, τον Θωμά Μοσχόπουλο, τον Αλέξανδρο Σταυρόπουλο· με τον τελευταίο έμελλε να συνεργαστούν και στο «Cinderella’s», έργο που επιλέχθηκε από την πλατφόρμα του Aerowaves.
Οι δυο τους θα συναντιόνταν ξανά στις οντισιόν του «Οξυγόνου». Η Δέσποινα Λαγουδάκη ήταν αποφασισμένη να μπει στην ομάδα της παράστασης, αρχικά γιατί ήθελε να ξαναπάρει το ρίσκο μιας θεατρικής εμφάνισης. «Αν και δεν φανταζόμουν ότι θα έχει τόσο χορό μέσα της» σχολιάζει. Φτάνοντας, τώρα, στο τέλος των παραστάσεων την περιγράφει ως ιδανική συνεργασία «από κάθε άποψη, προβών, κλίματος, σύμπνοιας, δημιουργικότητας σε βαθμό που όταν όλο αυτό ολοκληρωθεί φοβάμαι πως θα πέσω σε κατάθλιψη».
Αναζητώντας και πάλι το επόμενο βήμα, ακούγοντας τη φωνή μέσα της που της λέει να γίνει καλύτερη και να πάρει ρίσκα, δεν έχει βγάλει από το μυαλό της το ενδεχόμενο να φύγει εκτός Ελλάδος. Ανακαλεί δε, μια συνάντηση στη Γερμανία όπου δηλώνοντας χορεύτρια εισέπραξε θαυμασμό ανάλογο ενός διακεκριμένου επιστήμονα, μια αναγνώριση που ποτέ δεν έχει βιώσει στην Ελλάδα.
Δέσποινα Λαγουδάκη: Θέλω να βρω τον τρόπο να εντάξω στη δουλειά μου την προσβασιμότητα στο χορό σε κοινωνικές ομάδες για τις οποίες είναι το λιγότερο αυτονόητο
Η διδασκαλία είναι ένα κομμάτι που αγαπά αδιαπραγμάτευτα και συντηρεί αδιάκοπα τα τελευταία χρόνια. Μια πτυχή της δουλειάς της, που την κάνει να οραματίζεται ότι θέλει να καταστήσει το χορό, ένα πεδίο ανοιχτό σε όλους όσοι δεν το έχουν – είτε για λόγους επιβίωσης, είτε γιατί το σώμα τους, τους έχει θέσει περιορισμούς που μοιάζουν ανυπέρβλητοι. «Θέλω να βρω τον τρόπο να εντάξω στη δουλειά μου την προσβασιμότητα στο χορό σε κοινωνικές ομάδες για τις οποίες είναι το λιγότερο αυτονόητο. Το έχω δει να συμβαίνει δουλεύοντας με παιδιά ΑμεΑ και ήταν κάτι το αποκαλυπτικό».
Η Δέσποινα Λαγουδάκη δηλώνει ένα κορίτσι που στη ζωή έχει προκρίνει την ανάγκη να σχετίζεται με τους άλλους, να δίνει απαντήσεις μέσα από την πίστη στους δικούς της ανθρώπους όταν έρχονται τα δύσκολα και το κυριότερο να τρέφει όσο μπορεί το παιδί μέσα της, την πίστη της σε κάτι υψηλό και μαγικό. Ακόμα κι αν αυτό σημαίνει πως θα πρέπει να ξεκινήσει τη μέρα της παρακολουθώντας μια παλιά ταινία της Disney, εκεί όπου η αθωότητα βασιλεύει ακόμα στον κόσμο.
Για ένα παιδί που έρχεται από μια κωμόπολη της Πέλλας, χωρίς καλλιτεχνικά ερεθίσματα, ο Νικόλας Χατζηβασιλειάδης έχει διανύσει μια μεγάλη απόσταση. Και όχι μόνο χιλιομετρική. Η παρουσία δύο υποστηρικτικών γονιών που τον παρότρυναν να βγει εκτός της καταγωγικής ασφάλειας και να γνωρίσει νέους κόσμους τον έφερε αρχικά στην Αμερικανική Γεωργική Σχολή Θεσσαλονίκης· εκεί όπου φύτρωσε μέσα του το σποράκι της καλλιτεχνικής έκφρασης. Και πάλι με τον πατέρα στο πλάϊ του, ο Νικόλας θα έφτανε για σπουδές στην Αθήνα, θα γινόταν δεκτός στην δραματική σχολή του Εμπρός κι έκτοτε θα άνοιγε για εκείνον ένα άλλο παράθυρο ζωής. «Ξεκινούσα από το μηδέν αλλά βίωνα μια πολύ θερμή συνθήκη, ένα περιβάλλον που με αγκάλιασε», θυμάται.
Κι ενώ ολοκλήρωνε τις δραματικές σπουδές, η καθηγήτρια του Μαριάννα Καβαλλιεράτου θα τον παρότρυνε να βρει κι άλλα κομμάτια του εαυτού του μέσα στο χορό. «Έκανα μια προετοιμασία και με όσο θάρρος, αυτοπεποίθηση και θράσος είχα πήγα στην Κρατική Σχολή Ορχηστικής Τέχνης. Ε, λοιπόν, με πήραν στο προπαρασκευαστικό τμήμα και έτσι συνεχίστηκαν όλα».
Παρότι ήταν ένας πρωταθλητής του στίβου, ασκημένος, με σώμα δυνατό, ομολογεί πως οι απαιτήσεις την ΚΣΟΤ ήταν μεγάλες. «Ζορίστηκα, η διδασκαλία εκεί ήταν πιο τετράγωνη, όλα λειτουργούσαν με μεγάλη πειθαρχία. Παρόλα αυτά, κατάφερα να αναπτύξω ένα άλλο σύστημα αντίληψης που ξεκινούσε από το σώμα μου και να βρω μια άλλη δύναμη και δυναμική στον τρόπο που επικοινωνούσα».
Με δύο πτυχία στα χέρια του πια, το 2016 ο Νικόλας Χατζηβασιλειάδης αναζητούσε τη θέση του στα πράγματα χωρίς να τοποθετεί τον εαυτό του στην μια ή την άλλη περιοχή. «Δεν αισθάνομαι ότι ανήκω κάπου συγκεκριμένα· με το χορό βρήκα το κέντρο μου, γειώθηκα και ήξερα πια πως να σταθώ. Αλλά το θέατρο είναι ένα πιο οικείο έκφρασης για μένα. Μόλις πήρα το πτυχίο της ΚΣΟΤ άρχισαν να έρχονται περισσότερες προτάσεις για συνεργασίες γύρω από το χορό, ξεκίνησα να πειραματίζομαι στη χορογραφία και να κάνω επιμέλεια κίνησης σε θεατρικές ομάδες ωστόσο, νιώθω πως υπηρετώ και τα δύο με το ίδιο πάθος, την ίδια ενέργεια και θεωρώ εξίσου καλά».
Νικόλας Χατζηβασιλειάδης: αισθάνoμαι απίστευτα τυχερός που συμμετέχω σε αυτή την δουλειά, που γνώρισα τον τρόπο εργασίας του Γιώργου Κουτλή
Εντούτοις, το δίλημμα για το «που ανήκει» συντηρήθηκε ακόμα και μέσα στις οντισιόν του «Οξυγόνου» για την Στέγη, όπου πέρασε από τις δύο πρώτες φάσεις ως ηθοποιός μα τελικά μπήκε στην ομάδα ως χορευτής. Ακόμα κι έτσι «αισθάνθηκα απίστευτα τυχερός που συμμετέχω σε αυτή την δουλειά, που γνώρισα τον τρόπο εργασίας του Γιώργου Κουτλή, που παίζω σε μια παράσταση δύο ωρών και μοιάζει μέσα μου σαν να έχω συλλέξει βιώματα μιας μέρας· γιατί είναι μια κατάσταση που απαιτεί απόλυτη εμπλοκή».
Δεν υπήρξαν πάντα τόσο ευνοϊκά τα πράγματα για το Νικόλα Χατζηβασιλειάδη. Τα εργασιακά αδιέξοδα που τροφοδότησε για χιλιάδες ανθρώπων η πανδημία τον απασχόλησαν και προσωπικά, με την απογοήτευση να κυριαρχεί. «Είχα κουραστεί πολύ από το να προσπαθώ για την επόμενη και την επόμενη δουλειά, είχα μελαγχολήσει, νόμιζα πως χρειαζόμουν ένα διάλλειμα».
Η επιτυχής ακρόαση για μια παραγωγή του ΔΗΠΕΘΕ Κοζάνης τον έβαλε ξανά σε τροχιά μέχρι που το καλοκαίρι του 2023 συμμετείχε στο Χορό του «Ιππόλυτου» για το Εθνικό Θέατρο σε σκηνοθεσία της Κατερίνας Ευαγγελάτου. Σήμερα ατενίζει με μεγαλύτερη αισιοδοξία το μέλλον, καθώς μετά το «Οξυγόνο» θα βρεθεί στη χορευτική ομάδα μεγάλης παραγωγής της Εθνικής Λυρικής Σκηνής ενώ το καλοκαίρι θα ξανασυνεργαστεί με την Ευαγγελάτου.
Έχει πάρει πια ανάσες, ως επαγγελματίας – χωρίς να έχει πάψει να φοβάται τον εφήμερο χαρακτήρα της δουλειάς του. «Οι καλοί συνεργάτες, οι συνεργάτες που είναι καθαροί άνθρωποι, που ξέρουν τι θέλουν, που μου δείχνουν εμπιστοσύνη μου δίνουν οξυγόνο. Η εμπειρία στη Στέγη ήταν μια τέτοια κατάσταση, ο Γιώργος Κουτλής, ο Αλέξανδρος Σταυρόπουλος, όλοι οι συμπρωταγωνιστές μου είναι άνθρωποι φωτεινοί, ανοιχτοί, πως είναι δυνατόν να μην θέλεις να αναπνέεις μαζί τους;», λέει.
Για το Νικόλα Χατζηβασιλειάδη η σκηνή έχει αναδειχθεί σε πηγή οξυγόνου, μοιάζει μέσα του με ένα κομμάτι προσωπικής ζωής όπου συναντά τον εαυτό του. Έξω από εκεί θα μιλήσει με μια μεγάλη ζεσταστιά για τους φίλους του «που μου λείπουν και δεν τους βλέπω όσο θα επιθυμούσα» και για την οικογένεια του: «όσο μεγαλώνω καταλαβαίνω πόσο σημαντικός είναι αυτός ο πυρήνας για μένα και συνειδητοποιώ πως όσα έχω καταφέρει είναι από την αγάπη, την εμπιστοσύνη και την έγνοια τους».
Η παράσταση Οξυγόνο του Ιβάν Βιριπάγιεφ σε σκηνοθεσία του Γιώργου Κουτλή παρουσιάζεται στην Κεντρική Σκηνή της Στέγης εως τις 12 Ιανουαρίου. Στις 20, 21 Δεκεμβρίου και στις 2, 3 Ιανουαρίου παρουσιάζεται σε συνθήκες καθολικής προσβασιμοτητας (ταυτόχρονη διερμηνεία στην ελληνική νοηματική γλώσσα και ελληνικούς υπέρτιτλους για κωφά και βαρήκοα άτομα, καθώς και με απτική ξενάγηση και ακουστική περιγραφή για άτομα με οπτική αναπηρία).