Την εβδομάδα που πέρασε κάναμε βόλτες στην πόλη, παρακολουθήσαμε την επικαιρότητα – και όσα κρατήσαμε θέλουμε να τα μοιραστούμε μαζί σας. Συγκεντρώσαμε ότι μάς κέντρισε το ενδιαφέρον και μάς ενθουσίασε ή μας απογοήτευσε!
(+) Ο «ΑΙΑΥΤΟΣ» του Δημήτρη Δημητριάδη σε σκηνοθεσία Χάρη Φραγκούλη είναι μια παράσταση σαν καμία άλληΜε το έργο σκόπιμα να μας εισάγει σε μια σπουδή για την φύση της ντροπής, την μανία της ατίμωσης και της επικείμενης αυτοκαταστροφής, η παράσταση του Χάρη Φραγκούλη χτίζει μια υψηλής αισθητικής εικαστική μεταφορά, μεταφέροντας τα ψυχοσωματικά τραύματα σε μια βαθιά ανάγνωση, που δεν προορίζεται πάντα για κατανόηση.
Το κείμενο του Δημήτρη Δημητριάδη εστιάζει στην πολιτική κούρσα του επακόλουθου του Αίαντα, ότι δηλαδή εκείνος πρέπει να τιμωρηθεί για την σφαγή που προκάλεσε και μέσα από τους ρόλους, που ενσαρκώνουν οι δύο ηθοποιοί, χτίζει πολλαπλά επίπεδα ταυτόχρονου σχολιασμού, ιδίως προς το τέλος. Η μάχη και η ηθική επίταση της αυτοχειρίας του Αίαντα διακρίνεται σε κάθε βήμα της παράστασης, εξιχνιάζοντας την αντίθεση φύση του ανθρώπου προς αυτή. Ταυτόχρονα, η εμφανής απόδοση της αλλαγής κατάστασης του μυαλού του έρχεται σε αντιπαράθεση με τον συνολικά ακέραιο χαρακτήρα του. Το θέατρο Σφενδόνη γεμίζει ή είναι ήδη sold out και το κοινό μένει ήσυχο μπροστά στην κατάθεση ψυχής των ηθοποιών και στην υποβλητική ατμόσφαιρα του θεάτρου. Αγαπημένο μου σημείο η συνομιλία με την Τέκμησσα που ίσως αποτελεί το δυνατότερο σημείο της παράστασης ακουμπώντας τις λεπτές γραμμές τις νυχτερινής αμνησίας και της ανάκτησης συνείδησης της πράξης. Με πολύ απαιτητική κινησιολογία η παράσταση εστιάζει στην σωματικοποίηση των χαρακτηριστικών κάθε ήρωα – ιδίως εμφανής στην περίπτωση του ανυπόμονου Μενέλαου. Ο Ανδρέας Κωνσταντίνου και ο Γιάννης Παπαδόπουλος επενδύουν όλη την τέχνη τους στην απόδοση του μύθου, βαθαίνοντας σε μια φρικιαστική ψυχολογική αποτύπωση και σε μια παράσταση με φωνητικές απαιτήσεις και ακραίες εναλλαγές. Ανάμεσα στους μεγάλους μονολόγους, στον «χορό» που χτίζουν επί σκηνής, στην σημασία των ρούχων ή της απώλειας, της τρέλας που αλλάζει το χρώμα των ματιών και την επιτακτικότητα του βλέμματος, οι δύο ηθοποιοί είναι σε έναν άλλο κόσμο, απόλυτα παρόντες σε όλες τις ζυμώσεις του κειμένου.
Το σκηνικό της Eλίνας Λούκου αποκαλύπτει παράλληλα με τον μύθο τις στρώσεις του, ξεφλουδίζοντας έναν υπόγειο κόσμο, όπως αυτός του υποσυνειδήτου, ενώ και η μουσική του Κορνήλιου Σελαμσή υποβοηθά τον συναισθηματικό χάρτη των χαρακτήρων, με συρόμενα κρεσέντα, κοφτούς μεταλλικούς ήχους… τον εγκεφαλικό καμβά, πάνω στον οποίο ταίριαξε απόλυτα το ύφος των ερμηνειών. Η παράσταση του Χάρη Φραγκούλη είναι βέβαιο ότι είναι για πολλαπλές θεάσεις, για πολλαπλές αναγνώσεις και για πολλά χειροκροτήματα.
Λίνα Ρόκα
Την προηγούμενη εβδομάδα σε αυτή εδώ τη στήλη έγραψα για την ταινία “Maria” του Pablo Larraín, η οποία εκτός του ότι μου άρεσε πολύ (μπορείς να διαβάσεις εδώ περισσότερα), μού άνοιξε ένα παραθυράκι στον κόσμο της θρυλικής ντίβας – έναν κόσμο που λίγο αν διαβάσεις γι’ αυτόν ίσως νιώσεις κι εσύ πως δεν κατάφερε ποτέ να “κουμπώσει” στον δικό μας. Έναν κόσμο που έφτιαξε μια σπουδαία γυναίκα με απαράμιλλο ταλέντο αλλά και πολλά τραύματα που κουβαλήθηκαν από την ίδια, σε μια ζωή φαινομενικά φωτεινή αλλά την ίδια στιγμή με πολλές σκοτεινές πτυχές. Και κάπως έτσι η ταινία και η οπτική της με οδήγησαν στο podcast του Άρη Δημοκίδη, από ‘κει στο βιβλίο του Emanuele Melilli, καταλήγοντας σε μία επίσκεψη στο Μουσείο, αφιερωμένο στη γυναίκα που έζησε για την τέχνη και τον έρωτα. Σε ένα πολύ όμορφο διατηρητέο κτίριο του μεσοπολέμου στην οδό Μητροπόλεως στο κέντρο της Αθήνας, το Μουσείο Μαρία Κάλλας είναι το μοναδικό στον κόσμο αφιερωμένο στο ταλέντο και την συναρπαστική προσωπική ζωή ενός θρύλου του 20ού αιώνα που έχει πλέον περάσει στην αιωνιότητα.
Μιας και δεν είχε τύχει να ξαναπάω, η πρώτη μου αυτή επίσκεψη με εξέπληξε θετικά και ήρθε μάλιστα στο σωστό timing να “κουμπώσει” στις πληροφορίες που ήδη είχα μάθει το τελευταίο διάστημα “ξεσκονίζοντας” ενδιαφέροντα facts για την ίδια. Βρήκα πολύ σύγχρονα δομημένη την έκθεση – συμβάλλει σίγουρα σε αυτό και η διαδραστικότητά του που κάνει την όλη εμπειρία πιο βιωματική (ο καλύτερος τρόπος να γνωρίσεις καλύτερα την Κάλλας και να γνωρίσεις τον γεμάτο ενδιαφέρον κόσμο της όπερας), ενώ αν μάλιστα πας με παρέα οι συζητήσεις πάνω από τα εκθέματα δεν σταματούν. Στο πλαίσιο αυτό θα έχεις την ευκαιρία να δεις ξεχωριστά προσωπικά της αντικείμενα, ιδιόχειρα σημειώματα και επιστολές, ρούχα, κοστούμια, προγράμματα και αφίσες από παραστάσεις που έλαβε μέρος, οπτικοακουστικό υλικό με ηχογραφήσεις εμβληματικών έργων αλλά και εμφανίσεις της σε σπουδαιούς ρόλους επί σκηνής, καθώς και συνεντεύξεις τόσο της ίδιας αλλά και άλλων προσώπων που πέρασαν από τη ζωή της. Αυτά είναι μερικά μόνο που μου έρχονται αυτή τη στιγμή στο μυαλό. Σου προτείνω να αφιερώσεις ένα πρωινό σε μια επίσκεψη στο Μουσείο και να αφήσεις τον εαυτό σου να βυθιστεί στους πιο εμβληματικούς σταθμούς από το χρονολόγιο της ζωής της.
Ευδοκία Βαζούκη
Αρκεί η αφηγηματική δύναμη και η φαντασία για να καταστήσουν μια παράσταση ενδιαφέρουσα; Στην περίπτωση της «Κόρης του λοχαγού» φαίνεται πως αυτά είναι τα πρώτα καλά υλικά για μια καταφατική απάντηση. Η γνωστή γοητευτική νουβέλα του Αλεξάντερ Πούσκιν ήρθε στο σκηνικό φως από τον Κωνσταντίνο Ασπιώτη (που έχει ασχοληθεί ξανά στο παρελθόν με τη ρωσική εργογραφία). Κι ενώ πρόκειται για ένα πολεμικό ρομαντικό έπος με φόντο την κοζάκικη εξέγερση του Εμελιάν Πουγκατσιόφ στα μέσα του 19ου αιώνα στις ρωσικές στέπες, η παράσταση φέρει μια σημερινή φρεσκάδα και μια έντονη θεατρικότητα που επιτυγχάνεται με λιγοστά σκηνικά και μόνο με πέντε ηθοποιούς.
Στην τελευταία παράμετρο βρίσκονται πολλά κλειδιά της καλής και ευρηματικής εκτέλεσης αφού πρόκειται για πολυμήχανους ερμηνευτές: Ο Παντελής Δεντάκης, ο Μιχάλης Οικονόμου, ο Σταύρος Σβήγκος, η Θάλεια Σταματέλου και η Μαριάμ Ρουχάντζε μπαινοβγαίνουν στους ρόλους και γίνονται αφηγητές, τραγουδούν και παίζουν μουσική, όλα αυτά με λεπτότητα, χιούμορ και μια αίσθηση παιγνιώδους ξανακοιτάγματος πάνω στα δραματικά πρόσωπα και στην ιστορία που αφηγούνται. Κερδίζουν, λοιπόν, το στοίχημα να θεατροποιήσουν το αντιπολεμικό ρομάντζο, παρότι το φινάλε της παράστασης κρύβει διδακτισμό στην, κατά τα άλλα, παραμυθιακή αύρα του.
Στέλλα Χαραμή
Η νέα δημιουργία του Bansky με τίτλο «Mother & Child» μου τράβηξε το ενδιαφέρον αυτή την εβδομάδα. Το έργο απεικονίζει μια μητέρα αγκαλιά με το βρέφος της-που παραπέμπει στην εικόνα της Παναγίας να κρατά αγκαλιά τον Χριστό-η οποία φέρει μία σφαίρα στο στήθος της. Ένα αντιπολεμικό μήνυμα «γροθιά στο στομάχι» και επίκαιρο περισσότερο από ποτέ. Πόσα και πόσα παιδιά άραγε θα έχουν μείνει ορφανά αυτά τα Χριστούγεννα και θα έχουν στερηθεί τη μητρική αγκαλιά; Αλλά και αντίστοιχα, πόσες και πόσες μητέρες δεν θα ακούσουν ξανά το γέλιο και το κλάμα του παιδιού τους και δεν θα τους προσφέρουν το χριστουγεννιάτικο δώρο τους; Ας γίνει αφορμή λοιπόν αυτή η δημιουργία για εμάς που θα γιορτάσουμε τα Χριστούγεννα ασφαλείς κοντά στα αγαπημένα μας πρόσωπα να αναλογιστούμε τους συνανθρώπους μας που βρίσκονται στη δίνη του πολέμου, σαν ένας άλλος μικρός Χριστός που γεννιέται κατατρεγμένος μέσα σε ένα σκοτεινό σπήλαιο…
Μιλένα Αργυροπούλου
Η αίθουσα ήταν σχεδόν γεμάτη και όχι σε multiplex αλλά σε ένα συνοικιακό σινεμά από αυτά που αγαπάμε. Και πως αλλιώς; Η Μαρία Κάλλας, η Ελληνίδα καλλιτέχνιδα φαινόμενο που όμοια της δεν έχει υπάρξει στη διεθνή σκηνή της όπερας ήταν το θέμα της ταινίας· κι όταν μιλάμε για την Κάλλας είναι ένας μύθος αδιάσπαστος από αυτόν του Αριστοτέλη Ωνάση, οπότε το ελληνοκεντρικό ενδιαφέρον είναι δεδομένο και εξηγεί την προσέλευση. Ελάχιστες, ωστόσο, από τις προσδοκίες επαληθεύονται παρακολουθώντας την ταινία του Πάμπλο Λαράϊν, μια ακόμα ηχηρή βιογραφία μετά τα «Spencer» (για την πριγκίπισσα Νταϊάνα) και «Jackie».
Το φιλμ αφηγείται τις τελευταίες ημέρες στη ζωή της Κάλλας στο Παρίσι, όπου παλεύει ανάμεσα σε δύο αδυσώπητους κόσμους: Στον εθισμό στα ψυχοφάρμακα που την έχει μετατρέψει σε σκιά του εαυτού της και στην επιθυμία να επιστρέψει στη σκηνή, ανακτώντας τη θεϊκή φωνή της. Ο θλιβερός επίλογος ντύνεται από μια σειρά «συμβάντα» που ξεπηδούν από τη φαντασία της Κάλλας (λόγω των παραισθήσεων των ψυχότροπων φαρμάκων) αλλά και από μια φορτισμένη αναπόληση στο παρελθόν που την θρυμμάτισε ψυχικά (από τις πρακτικές της μητέρας της έως την οδύνη του χωρισμού της με τον Ωνάση).
Με εξαίρεση τη φωτογραφία του Εντ Λάκμαν που εξασφαλίζει μερικές υπέροχες καρτ ποστάλ του φθινοπωρινού Παρισιού, με εξαίρεση μερικές σκηνές ονειρικής και ποιητικής ποιότητας που σχετίζονται κυρίως με το ένδοξο οπερατικό παρελθόν της Μαρία και τέλος με εξαίρεση τους σπαρακτικούς Πιερφρανσέσκο Φαβίνο και Άλμπα Ρορβάκερ που υποδύονται τους οικονόμους της Diva, η ταινία πάσχει. Κυρίως, πάσχει εξαιτίας της Αντζελίνας Τζολί: παραείναι αψεγάδιαστη για το ρόλο μιας γυναίκας που είχε τα πάντα και βρίσκεται στο χείλος του τέλους. Και την ίδια ώρα, όσες ερμηνευτικές υπερβάσεις κι αν έχει κάνει η ηθοποιός (έχει μελετήσει τις εκφράσεις της Κάλλας στο ακέραιο) παραμένει μια ηθοποιός εγκλωβισμένη στην εικόνα της – όπως και η Κάλλας της παράμεινε εγκλωβισμένη στο μύθο της μέχρι τέλους – σε πειστικές πόζες αλά Κάλλας κι όχι σε μια ερμηνεία με βάθος. Κι αν της έρθει η υποψηφιότητα για Όσκαρ Α΄Γυναικείου Ρόλου, θα μιλάμε για μια Ακαδημία εγκλωβισμένη στην ασφάλεια της.
Στέλλα Χαραμή
Την Πέμπτη που μάς πέρασε (19/12) το δικαστήριο της Αβινιόν έκρινε ένοχο για όλες τις κατηγορίες τον σύζυγο της Gisele Pelicot, καταδικάζοντάς τον σε 20 χρόνια φυλάκισης. Ένοχοι κρίθηκαν και όλοι οι άλλοι 50 κατηγορούμενοι, με ποινές ελαφρώς χαμηλότερες. Η ιστορία αυτή μας συγκλόνισε όλους γιατί έφερε στην επιφάνεια δυσάρεστες αλήθειες που προτιμούμε να αγνοούμε: Ότι γίνεται να ζεις όλη σου τη ζωή με ένα τέρας και να μην το γνωρίζεις. Ότι υπάρχουν εκεί έξω αμέτρητοι «άνθρωποι» ικανοί να διαπράξουν φρικτά εγκλήματα χωρίς καμία αφορμή και ακόμα περισσότεροι που δεν κάνουν το παραμικρό για να τα σταματήσουν ενώ μπορούν. Και φυσικά ότι ακόμη και στην Ευρώπη του 2024 δεν είναι καθόλου σπάνια η άποψη ότι οι γυναίκες με τον έναν ή τον άλλο τρόπο ανήκουν στους άντρες τους και ότι για πολλούς η λέξη «αυτοδιάθεση» παραμένει άγνωστη. Όπως δήλωσε και ένας από τους βιαστές της Πελικό: «Αφού ο άντρας της μου είχε δώσει άδεια, στο δικό μου μυαλό είχε κι εκείνη συμφωνήσει».
Μια υπόθεση που προκάλεσε φρίκη και οργή από την αρχή έφτασε επιτέλους στο τέλος της. Υπό μια έννοια. Γιατί η κουλτούρα που επιτρέπει τέτοια εγκλήματα να λαμβάνουν χώρα είναι δυστυχώς ακόμα ζει και βασιλεύει. Και αυτός είναι και ο λόγος που αυτές οι μάχες πρέπει να δίνονται, όπως μας έμαθε η Gisele Pelicot. Για τα παιδιά και τα εγγόνια μας και «ένα μέλλον στο οποίο όλοι, γυναίκες και άνδρες, θα μπορούν να ζουν αρμονικά, με αμοιβαίο σεβασμό και κατανόηση». Αν μπορεί να έχει πίστη σε αυτό το μέλλον η Pelicot, τότε πρέπει να μπορούμε όλοι!
Ιωάννα Λυκουροπούλου
Ο «Ριχάρδος ΙΙΙ» στο Σύγχρονο Θέατρο δεν είναι απλώς μια ακόμη θεατρική απόδοση του Σαίξπηρ. Η διασκευή του Ανδρέα Φλουράκη και η σκηνοθεσία της Ρουμπίνης Μοσχοχωρίτη βουτούν στον σκοτεινό πυρήνα της εξουσίας, αγγίζοντας με τόλμη τα τραύματα του θεατρικού κόσμου. Με τη συνθήκη του «θεάτρου μέσα στο θέατρο», η παράσταση γίνεται καθρέφτης ενός περιβάλλοντος όπου οι καταχρήσεις εξουσίας έχουν καταστεί σκληρή πραγματικότητα.
Ο Ριχάρδος ΙΙΙ, και η ερμηνεία του Ορέστη Τζιόβα είναι μια φιγούρα αδίστακτης φιλοδοξίας, γεμάτη ένταση και διαφθορά. Η σκηνοθετική ματιά της Μοσχοχωρίτη δεν αφήνει καμία πτυχή ανεκμετάλλευτη, φωτίζοντας τις σκιές που πολλοί θα προτιμούσαν να μείνουν κρυμμένες. Σε κάνει πραγματικά να νιώθεις άβολα, αυτο που βλεπεις στην σκηνή – ξέρεις πως είναι λάθος και αυτο πονάει. Το έργο, η σκηνοθεσία, η εξαιρετικοί ηθοποιοί, τα σκηνικά – όλα – σε μεταφέρουν σε μια συνθήκη που αν και παρουσιάζεται μυθοπλαστική είναι (ή ελπίζω ήταν) πέρα για πέρα αληθινή. Μια κλέφτη μάτια σε έναν κόσμο απολύτως γνωστό, απόλυτως οικείο, απολύτως σαθρό• που όμως οι άνθρωποι του θέλουν να αλλάξει. Να πατε να την δείτε, και ας νιώσετε άβολα, ακόμα και αυτό, σημαίνει κάτι.
Μαρία Βαλτζάκη