Συν & Πλην: «Brokeback Mountain» στο θέατρο Κνωσσός
Μια σύνοψη των θετικών και αρνητικών σημείων για το «Brokeback Mountain» σε σκηνοθεσία Κωνσταντίνου Ρήγου που ανεβαίνει στο θέατρο Κνωσσός.
Τον Οκτώβριο του 1997 δημοσιεύεται στον New Yorker η νουβέλα της Άννι Πρου με τίτλο «Brokeback Mountain». Ένα χρόνο αργότερα αποσπά το βραβείο του αμερικανικού Magazine Award και το 2000 φτάνει στους φιναλίστ για το βραβείο Πούλιτζερ. Ήταν μια τολμηρή ιστορία ακόμα και για την δύση του 20ου αιώνα, όχι μόνο γιατί εξέθετε έναν ομοφυλοφιλικό δεσμό ανάμεσα σε δύο άνδρες αλλά κυρίως γιατί το έκανε χρησιμοποιώντας ένα σύμβολο αρρενωπότητας στο αμερικανικό κοινωνικό-ιστορικό κατεστημένο, τους cowboys. Η ιστορία διαδραματίζεται στις αρχές της δεκαετίας του 1960 όταν δύο νεαρά και καλοφτιαγμένα αγόρια της αμερικανικής επαρχίας του Γουαϊόμικ πιάνουν δουλειά σε ένα ορεινό ράντσο. Ο Ένις ως βασικός επιστάτης του καταυλισμού και ο Τζακ ως φύλακας των κοπαδιών. Κι ενώ ο πρώτος καυχιέται για τον επικείμενο γάμο του αλλά και ο δεύτερος για το πάθος του στο Rodeo, επαληθεύοντας τον ορμητικό ανδρισμό τους, βρίσκονται να υποκύπτουν στην αναμεταξύ τους έλξη. Μια έλξη που αποδεικνύεται πως δεν είναι μόνο σαρκική αλλά ένας αληθινός έρωτας που θα διαρκέσει 20 χρόνια στη σιωπή.
Σε συνεντεύξεις της η πολυβραβευμένη (με Πούλιτζερ και Φόνκερ) Άννι Πρου είχε δηλώσει πως εμπνεύστηκε το έργο μετά από μια μακρά παρατήρηση της αμερικανικής αγροτικής κουλτούρας, του συντηρητισμού της επαρχίας, του σεξουαλικού ρατσισμού αλλά και της ματαίωσης των ανθρώπων που συνειδητοποιούσαν πως ακολούθησαν ένα μονοπάτι ζωής που πολύ απείχε από τα όνειρα και τις επιθυμίες τους.
Πέραν από την λογοτεχνική του αξία, η επιρροή αλλά και η φήμη «Βrokeback mountain» εκτοξεύθηκε όταν μεταπλάστηκε σε κινηματογραφικό σενάριο από τον Λάρι ΜακΜάρτι (για το οποίο βραβεύθηκε με Όσκαρ) σε σκηνοθεσία του Ανγκ Λι (επίσης βραβρευθής με ΄Οσκαρ) με πρωταγωνιστές τους Χιθ Λέτζερ και Τζέικ Τζίλενχαλ. Υπήρξε μεγάλη επιτυχία στο box office του 2005 όχι μόνο για τα ποιοτικά του χαρακτηριστικά· κυρίως γιατί το περιεχόμενο της ιστορίας και η σεξουαλικότητα των ηρώων εκκίνησε μεγάλες συζητήσεις. Για την ακρίβεια, κατάφερε να φέρει μια gay ερωτική ιστορία στη mainstream αγορά και στο δημόσιο διάλογο και φυσικά να λειτουργήσει ως το εφαλτήριο των νέο-ρομαντικών queer drama – τουλάχιστον σε αυτήν την κλίμακα.
Διόλου τυχαίο που η ιστορία έγινε υλικό όπερας ενώ μόλις πέρυσι λανσαρίστηκε και η θεατρική διασκευή του από τον ΄Ασλεϊ Ρόμπινσον στο West End του Λονδίνου. Εδώ σε μετάφραση της Έρις Κύργια.
Το ριζοσπαστικό (στην εποχή του και ακόμα) queer drama της Άννι Πρου και μαζί η θορυβώδης κατάρριψη της αμερικανικής αρρενωπότητας επισκέπεται την αθηναϊκή σκηνή σε μια εύρυθμη, ευρηματική και αισθητικά άρτια πρόταση από τον Κωνταντίνο Ρήγο. Ωστόσο, η παράσταση πάσχει σοβαρά στις ερμηνείες.
Οι διακεκριμένοι ηθοποιοί Δημήτρης Καπουράνης και Μιχαήλ Ταμπακάκης που καλούνται να ερμηνεύσουν το ερωτευμένο ζευγάρι των cowboys μένουν σε ένα πρώτο επίπεδο προσέγγισης, αφήνοντας την παράσταση στεγνή από συναίσθημα.
Τα Συν (+) Η σκηνοθεσία – Η σκηνογραφίαΠώς ανεβάζεις σε μια θεατρική σκηνή ένα έργο που, επί τω πλείστον, εκτυλίσσεται στα παγωμένα βουνά των Δυτικών Ηνωμένων Πολιτειών; Ανακαλώντας τα σιωπηλά πλάνα της ορεινής ερημιάς από το φακό του Άνγκ Λι, αυτό πρέπει να υπήρξε σπαζοκεφαλιά για τον Κωνσταντίνο Ρήγο. Παρόλα αυτά, στην σκηνή του ανακαινισμένου «Κνωσσός» αναπτύσσει μια πολύ γόνιμη ιδέα που, εν πολλοίς, σχετίζεται με τη σκηνογραφία. Όλα τα τοπία του έργου – εξωτερικά και εσωτερικά – απεικονίζονται με εντυπωσιακές προβολές (κάποιες ποιητικής ομορφιάς με την υπογραφή του Βασίλη Κεχαγιά) που αντανακλώνται στην επιφάνεια ενός ξύλινου κουτιού. Κι ενώ αυτή η επιλογή έχει υψηλή αισθητική αξία, καταλήγει να πάρει και μια δραματουργική αξία, την χρήση ενός συμβόλου: Οι ξύλινες επιφάνειες δεν λειτουργούν μόνο σαν ‘οθόνες’ μα και σαν ντουλάπες, παραπέμποντας «στους κρυμμένους σκελετούς», στα προσωπικά μυστικά που μένουν καλά φυλαγμένα· διαφορετικά θα σημάνουν την κοινωνική κατακραυγή και απόρριψη.
Πιστός στη ρεαλιστική φύση του έργου και εξασφαλίζοντας μια στρωτή και εύρυθμη αφήγηση, ο Ρήγος διαχειρίζεται με λεπτότητα αλλά και ειλικρίνεια τις ερωτικές σκηνές του έργου – που εμφανίζουν μεγάλη δυσκολία στην αναπαράσταση τους, σε αντίθεση με τον προστατευμένο χώρο ενός κινηματογραφικού σετ.
Τα country τραγούδια του Νταν Γκιλέζμπι Σελς – σε ενορχήστρωση των Δημήτρη Αρώνη και Moa Bones – που γράφτηκαν για τη θεατρική διασκευή του έργου, παίζουν ένα κρίσιμο ρόλο στην αφήγηση: Από τη μια λειτουργούν ως υπόμνηση του περιβάλλοντος στο οποίο εξελίσσεται η πλοκή, από την άλλη φέρουν ένα λυρικό τόνο στην γραμμικότητα του έργου. Πολύ ατμοσφαιρικά τραγουδισμένα από την Δωροθέα Μερκούρη όσο και πολύ ωραία εκτελεσμένα από τους, επί σκηνής, μουσικούς Κώστα Σιδηροκαστρίτη, Γιάννη Πανηγυράκη και Γιώργο Κωστόπουλο.
Τυπικά υλικά από την Άγρια Δύση του 20ου αιώνα τα κοστούμια της Ιωάννας Τσάμη, θυμίζουν πολύ και τις στιλιστικές επιλογές της ταινίας, λειτουργώντας και ως αναφορά σε αυτήν.
Δύο ικανότατοι ηθοποιοί της νεότερης γενιάς, ο Δημήτρης Καπουράνης και ο Μιχαήλ Ταμπακάκης παίρνουν το ρίσκο της έκθεσης και αυτό δεν είναι αυτονόητο. Δυστυχώς, εδώ σταματούν τα θετικά αυτής της συνάντησης. Παρότι τολμούν να αναπαραστήσουν την ερωτική ιστορία δύο ανδρών χωρίς περιστροφές, δίνουν την εντύπωση πως το κάνουν με κάποια αγωνία. Ελλείψει καθοδήγησης, η σκηνική τους σχέση δεν αποκτά την οικειότητα και σίγουρα όχι τη φλόγα των ηρώων, δεν κατακτά το αναγκαίο συναισθηματικό βάθος – παρά σε ελάχιστα σημεία, όπως η αφήγηση του Ένις για την παιδική του ανάμνηση από την δολοφονία δύο ανδρών συγχωριανών του που συζούσαν.
Αποτέλεσμα, ένα ρομάντζο – τόσο αντισυμβατικό για την εποχή και τον τόπο που εκτυλίσσεται – να παραμένει επιφανειακό μην καταφέρνοντας να μεταδώσει τον τρόμο της κοινωνικής χλεύης, τη ματαίωση της σεξουαλικής καταπίεσης και το κυριότερο να μην μεταδίδει τον ερωτικό ηλεκτρισμό που κυριεύει αυτούς τους δύο ανθρώπους against all odds.
Όσο για τους ηθοποιούς των δεύτερων ρόλων ο Δημήτρης Καπετανάκος δεν προλαβαίνει να δώσει ερμηνευτικό στίγμα καθώς κλίνεται να παίξει τρεις ρόλους (με πιθανή εξαίρεση το ρόλο του πατέρα Ντελ Μαρ) ενώ η Κορίνα – Άννα Γκουγκουλή εμφανίζεται με αμηχανία στο ρόλο της γυναίκας του Ένις. Επίσης, για μια ακόμα φορά η χρήση ψειρών αποδεικνύεται μεγάλη παγίδα, καταστρέφοντας το ηχόχρωμα και την άρθρωση των ερμηνευτών, ακόμα και στις σκηνές μιας ερωτικής εξομολόγησης ή συνεύρεσης.
Ευρηματική αναπαράσταση του cowboy queer drama που, ωστόσο, πάσχει ερμηνευτικά.