6+1 χριστουγεννιάτικα ποιήματα που αξίζει να διαβάσουμε
Η γιορτή της ενανθρώπισης του Θεού, όπως αυτή υμνήθηκε μέσα στην ελληνική ποίηση.
Όπως όλα τα μεγάλα γεγονότα της ιστορίας, έτσι και το σπουδαίο γεγονός του ερχομού του Χριστού στον κόσμο σκιαγραφήθηκε στα έργα πολλών γνωστών ποιητών μας, που μας άφησαν πλούσια κληρονομιά μέσα από τις δημιουργίες τους. Αφού ευχηθούμε σε όλους καλά και ευλογημένα Χριστούγεννα, ας δούμε μερικά από τα ωραιότερα.
1. Κωστής Παλαμάς-«Χριστούγεννα» (απόσπασμα)Να ’μουν του στάβλου έν’ άχυρο, ένα φτωχό κομμάτι,
την ώρα π’ άνοιξ’ ο Χριστός στον ήλιο του το μάτι!
Να ιδώ την πρώτη του ματιά και το χαμόγελό του,
το στέμμα των ακτίνων του γύρω στο μέτωπό του,
να λάμψω από τη λάμψη του κι εγώ σα διαμαντάκι,
κι από τη θεία του πνοή να γίνω λουλουδάκι,
να μοσχοβοληθώ κι εγώ από την ευωδία
που άναψε στα πόδια του των Μάγων η λατρεία,
να ιδώ την Αειπάρθενο, να ιδώ το πρόσωπό της
πώς εκοκκίνισε, καθώς πρωτόειδε το μικρό της,
όταν λευκό, πανεύοσμο το προσωπάκι εκείνο,
της θύμισ’ έτσι άθελα του Γαβριήλ τον κρίνο…
Να ’μουν του στάβλου έν’ άχυρο, ένα φτωχό κομμάτι,
την ώρα π’ άνοιξ’ ο Χριστός στον ήλιο του το μάτι!
Ο ποιητής ονειρεύεται τον εαυτό του παρών το βράδυ της Γέννησης. Τέτοια είναι μάλιστα η δίψα του να γευτεί λίγη από τη θεϊκή λάμψη, που φαντάζεται να επιτελεί ακόμη και τον πιο φτωχό και ‘ευτελή’ ρόλο μέσα στο σκηνικό, όπως αυτόν του άχυρου μέσα στον στάβλο.
Είδα χθες βράδυ στ’ όνειρό μου
το γεννημένο μας Χριστό·
τα βόδια απάνω του εφυσούσαν
όλο το χνώτο τους ζεστό.
Βοσκοί πολλοί και βοσκοπούλες
τον προσκυνούσαν ταπεινά·
ξανθόμαλλοι άγγελοι εστεκόνταν
κι έψελναν γύρω του «Ωσαννά!».
Το μέτωπό του ήταν σαν ήλιος
και μέσα η Φάτνη η φτωχική,
άστραφτε πιο καλά από μέρα,
με κάποια λάμψη μαγική.
Στα πόδια του έσκυβαν οι Μάγοι
κι έμοιαζε τ’ άστρο από ψηλά,
πως θα καθίσει σαν κορώνα
στης Παναγίτσας τα μαλλιά.
Μα κι από αγγέλους κι από Μάγους
δεν ζήλεψα άλλο πιο πολύ,
όσο της Μάνας Του το στόμα
και το ζεστό, ζεστό φιλί.
Με γλαφυρότητα και με όλη τη γλυκύτητα της- παιδικής θα λέγαμε- αθωότητας ο Τέλλος Άγρας περιγράφει τη σκηνή της Γέννησης, εστιάζοντας στην πιο όμορφη για εκείνον στιγμή, που δημιουργείται με το χάδι της Μάνας.
3. Γιώργος Θέμελης- «Η φάτνη»Μέσα μας γίνεται η Γέννηση.
Έξω στέκει το σχήμα της –
Μας φανερώνεται.
Εδώ που στήσαμε τη φάτνη,
Εδώ που κρεμάσανε το άστρο,
Είναι σα μια μεγάλη πέτρα –
Πέτρα υψηλή, μετέωρη.
Ένα πυκνό σημείο αιωνιότητας.
Το Βρέφος, ο Ιωσήφ και η Μαρία,
Τ’ αγαθά ζώα. Οι Άγγελοι
Σταματημένοι σε μια πτήση
Ψηλά, στη σιωπή, παίζοντας όργανα.
Άρπα, κορνέτα, βιολί και φυσαρμόνικα.
Ακίνητοι σαν από πορσελάνη,
Με σιωπή απόλυτη, μουσική.
(Η Νύχτα απλώνεται σαν την ηχώ
Αυτής της μουσικής, της σιωπής,
Της μουσικής των Αγγέλων μέσα μας, έξω μας).
Αν στέκουν εδώ, πετούν εκεί,
Στον άλλο χώρο∙ αντλούν
Αίμα σκληρό απ’ το αίμα μας,
Αγάπη απ’ την αγάπη μας.
Παίρνουν τα όνειρά μας και τα ψηλώνουν.
Η Μάνα στέκει κοντά τους ακίνητη,
Σαν από πορσελάνη, αγγίζει τα εύθραυστα πόδια τους.
Βλέπει το αόρατο στο μαγικό καθρέφτη του ορατού.
Τι τώρα, τι πάντα.
Ω καθαρότατη ψυχή,
Άμωμη, αμόλυντη, ανυπόκριτη.
Ο χρόνος ανοίγει σαν το φεγγίτη που μας φωτίζει.
Τα παίρνουμε και τα πλαγιάζουμε
Μέσα σ’ ένα κουτί να κοιμηθούν
Πάνω σε χάρτινο άχυρο να μη ραγίσουν.
Ο ποιητής επιλέγει εδώ να αποδώσει το μήνυμα της Γέννησης, όπως αυτό βιώνεται εσωτερικά στον κάθε άνθρωπο. Ένα θαύμα που ξεκινά από μέσα μας, καθώς να καλούμαστε να μετατρέψουμε τη δική μας καρδιά σε φάτνη, για να γεννηθεί ο Χριστός μέσα της.
4. Ζωή Καρέλλη-«Το ταξίδι των Μάγων»Έπρεπε νάμαστε τρεις.
Αν δεν ήταν τόσο σκοτάδι,
θα καταλάβαινα ίσως, γιατί
έχω μείνει τόσο μονάχος.
Πόσο έχω ξεχάσει.
Πρέπει απ’ αρχής πάλι το ταξίδι
ν’ αρχίσει.
Πότε ξεκινήσαμε, τότε, οι τρεις;
Ή μήπως, κάποτε, είχαμε ανταμώσει…
Μαζύ πορευτήκαμε ένα διάστημα,
όσο μας οδηγούσε άστρο λαμπρό.
Αυτό άλλαξε την οδό ή εγώ
τίποτα πια να δω δεν μπορώ;
Πού βρίσκομαι τώρα, σε τέτοιον καιρό,
σκληρό, ανένδοτο, δύσκολο,
εγώ, ανήσυχος, βιαστικός.
Μήπως κι’ η ώρα πλησίασε;
Πού να το ξέρω!
Πού είναι τα δώρα;
είχαμε τότε τοιμάσει δώρα
ήμερα, ήσυχα
δώρα ημών των ταπεινών, χρυσόν
λίβανον και σμύρναν άλλοτε
με θαυμασμό κι’ ευλάβεια τού φέρναμε.
Τώρα σ’ αυτόν τον καιρό
σίδερο, κεραυνό και φωτιά.
Ήμασταν τρεις,
τώρα κανέναν άλλον δε βλέπω
κι’ αισθάνομαι τα χέρια μου
πότε άδεια, πότε βαριά.
Βασιλείς τότε προς τον βασιλέα
του κόσμου, τώρα κανείς
δε βασιλεύει με βεβαιότητα.
Σκοτάδι βαρύ. Ποιος μ’ οδηγεί;
Δίχως συντροφιά,
δίχως άστρο κανένα πηγαίνω.
Μόνη προσφορά, η μεγάλη που γνωρίζω,
συμφορά της στέρησής Του.
Τι να προσφέρω σημάδι ευλάβειας
κι’ υποταγής; Εμείς, άνθρωποι
της παράφορης τούτης εποχής,
τι μπορούμε, δικό μας, ευτυχείς
να Του δώσουμε; Είναι ανάγκη
να βρούμε την προσφορά.
Τίποτα δεν προσφέρει της ψυχής μας
ο τόσος αγώνας.
Χρυσόν, λίβανον και σμύρναν
άλλοτε, δώρα απλά.
Μας παιδεύει η ασυμπλήρωτη προσφορά.
Τώρα που πορεύομαι στο σκοτάδι,
χωρίς τη χαρά των δώρων, μονάχος,
δεν έχω παρά τον εαυτό μου να δώσω.
Εν συντριβή βαδίζοντα.
Η ποιήτρια αναζητά το δώρο που θα προσφέρει στον μικρό Βασιλιά ως ένας άλλος σύγχρονος μάγος μέσα σε έναν κόσμο που έχει λησμονήσει την αξία της προσφοράς. Ώσπου ολοκληρώνοντας πια την πορεία της προς τη Βηθλεέμ, συνειδητοποιεί πως το δώρο της δεν είναι άλλο από τον ταπεινό εαυτό της, παραπέμποντάς μας στη θυσία του Χριστού, που ήρθε για να προσφέρει τον εαυτό Του στην ανθρωπότητα.
5. Γεώργιος Δροσίνης-«Νύχτα Χριστουγεννιάτικη»Τὴν ἅγια νύχτα τή Χριστουγεννιάτικη
λυγοῦν τὰ πόδια
καὶ προσκυνοῦν γονατιστὰ τὴ φάτνη τους
τ’ ἄδολα βώδια.
Κι’ ὁ ζευγολάτης ξάγρυπνος θωρώντας τα
σταυροκοπιέται
καὶ λέει μὲ πίστη ἀπ’ τῆς ψυχῆς τ’ ἀπόβαθα,
Χριστὸς γεννιέται!
Τὴν ἅγια νύχτα τὴ Χριστουγεννιάτικη
κάποιοι ποιμένες
ξυπνοῦν ἀπὸ φωνὲς ὕμνων μεσούρανες
στὴ γῆ σταλμένες.
Κι’ ἀκούοντας τὰ Ὡσαννὰ ἀπ’ ἀγγέλων στόματα
στὸ σκόρπιο ἀέρα,
τὰ διαλαλοῦν σὲ χειμαδιὰ λιοφώτιστα
μὲ τὴ φλογέρα.
Τὴν ἅγια νύχτα τὴ Χριστουγεννιάτικη
—ποιὸς δὲν τὸ ξέρει; —
τῶν Μάγων κάθε χρόνο τὰ μεσάνυχτα
λάμπει τ’ ἀστέρι.
Κι’ ὅποιος τὸ βρεῖ μέσ’ στ’ ἄλλα ἀστέρια ἀνάμεσα
καὶ δὲν τὸ χάσει
σὲ μιὰ ἄλλη Βηθλεὲμ ἀκολουθῶντας το
μπορεῖ νὰ φτάσει.
Ο Γεώργιος Δροσίνης, περιγράφοντας τα γεγονότα της νύχτας της Γέννησης, παρομοιάζει την πορεία προς τη Βηθλεέμ με την πορεία της ζωής, στη διάρκεια της οποίας ο κάθε άνθρωπος χρειάζεται το φως του άστρου για να μη χάσει τον δρόμο του.
6.Μίλτος Σαχτούρης-«Χριστούγεννα 1948» (Από τη συλλογή “Με το πρόσωπο στον τοίχο”)Σημαία
ακόμη
τα δόκανα στημένα στους δρόμους
τα μαγικά σύρματα
τα σταυρωτά
και τα σπίρτα καμένα
και πέφτει η οβίδα στη φάτνη
του μικρού Χριστού
το αίμα το αίμα το αίμα
εφιαλτικές γυναίκες
με τρυφερά κέρινα
χέρια
απεγνωσμένα
χαϊδεύουν
βόσκουν
στην παγωνιά
καταραμένα πρόβατα
με το σταυρό
στα χέρια
και το τουφέκι της πρωτοχρονιάς
το τόπι
ο σιδερόδρομος της λησμονιάς
το τόπι του θανάτου
Επηρεαζόμενος από τα τραγικά βιώματα του εμφυλίου, ο ποιητής φαντάζεται να συντελείται το θαύμα της Γέννησης μέσα στη φρίκη και τη βαρβαρότητα του πολέμου. Βρέφη που όπως ο μικρός Χριστός γεννιούνται κατατρεγμένα και βιώνουν τις πρώτες ώρες της ζωής τους σε κρύες και σκοτεινές γωνιές.
7. Τάσος Λειβαδίτης-«Η γέννηση» (Από την ενότητα “Ο αδελφός Ιησούς” της συλλογής ¨Ο τυφλός με τον Λύχνο”)«Ένα άλλο βράδυ τον άκουσα να κλαίει δίπλα.
Χτύπησα την πόρτα και μπήκα.
Μου ‘δειξε πάνω στο κομοδίνο ένα μικρό ξύλινο σταυρό.
“Είδες – μου λέει – γεννήθηκε η ευσπλαχνία”.
Έσκυψα τότε το κεφάλι κι έκλαψα κι εγώ.
Γιατί θα περνούσαν αιώνες και αιώνες
και δε θα ‘χαμε να πούμε τίποτα ωραιότερο απ’ αυτό.»
Ίσως το ομορφότερο χριστουγεννιάτικο ποίημα κατά τη γνώμη μου. Ο Τάσος Λειβαδίτης συνοψίζει μέσα σε λίγες μόλις γραμμές το αληθινό μήνυμα τη Γέννησης, που και μόνο το άκουσμά του αρκεί για να φέρει δάκρυα βαθιάς συγκίνησης. Η ενότητα, η αγάπη, η αδελφοσύνη, η ευσπλαχνία και η ελπίδα συνοδεύουν τον ερχομό του Σωτήρα του κόσμου.