Την εβδομάδα που πέρασε κάναμε βόλτες στην πόλη, παρακολουθήσαμε την επικαιρότητα – και όσα κρατήσαμε θέλουμε να τα μοιραστούμε μαζί σας. Συγκεντρώσαμε ότι μάς κέντρισε το ενδιαφέρον και μάς ενθουσίασε ή μας απογοήτευσε!
(+) Βαρόνος «Φ». Πάμε θέατρο και αυτή τη βδομάδαΟ Βαρόνος “Φ”(Φιάκας) είναι μια παράσταση για την απληστία, την εξαπάτηση, την υπερφίαλη φιλοδοξία και το χρήμα ως μέσο και ως αυτοσκοπό. Στηλιτεύει μια ολόκληρη κοινωνική κατασκευή για το status και τις σχέσεις «ανταλλαγής», το κοινωνικό καπέλο με το οποίο ομορφαίνουμε την κοινωνική μας παρουσίαση και την μεταμορφώνουμε σε «δοκιμασία» για τους άλλους και προς εμάς. Το γεμάτο θέατρο Πτι Παλαί απλώς επιβαιώνει την ανάγκη που έχουμε για τέτοιες ιστορίες και παράστάσεις, που καλούν την κριτική σκέψη μας πάνω σε μια φαινομενικά απλή ιστορία. Ο Γιώργης Τσουρής και ο Αλέξανδρος Χρυσανθόπουλος με αυτή την διασκευή και συν-σκηνοθεσία φτιάχνουν έναν ζωντανό σκηνικό κόσμο, που μεταφέρει τις περσόνες της εποχής εκσυγχρονίζοντάς τις τρόπον τινά σε μια αλληγορία που μπορούμε να δούμε στο σήμερα. Ο Θάνος Τοκάκης μένει πιστός στον χαρακτήρα του Πλουτίδη ή Πεταλούδη ή Βαρόνου Μάστερχάουζεν, δημιουργεί έναν χαρακτήρα ζωντανό, εύπλαστο από την κινητήρια επιθυμία του και διαρκώς συνοδευόμενο από την πονηριά που μπορεί να αποδώσει τα μάλα προς συμφέρον του. Όταν δε μένει τίποτα από το οποίο μπορείς κλέψεις, το σκαρίφημα δεν μπορεί να σταματήσει. Το έργο του Μισιτζή είναι μια κωμωδία ηθών και η χρήση μιας αρχαΐζουσας γλώσσας επιτρέπει ένα γλωσσικό παιχνίδι με έξυπνο χιούμορ, δυναμική και δημιουργικότητα. Ο θίασος με την Ηρώ Μπέζου, τον Γιωργή Τσουρή, την Ευαγγελία Καρακατσάνη, τον Θανάση Δόβρη και τον μουσικό/παπά Yoel Soto λειτουργούν καλοκουρδισμένα σε αυτό το δυνατό σύνολο, μιλώντας για εκείνα που μπορούν πραγματικά να βιωθούν αληθινά χωρίς την επικάλυψη του κίβδηλου και του πλαστού. Από τις worth παραστάσεις της χρονιάς!
Λίνα Ρόκα
Με πολύ εντυπωσιακό τρόπο και σε εορταστικό κλίμα έκλεισε ο κύκλος συναυλιών της Καμεράτας για το 2024 και νιώθω πολύ τυχερή που βρέθηκα στο κατάμεστο Μέγαρο Μουσικής την Παρασκευή 27 Δεκεμβρίου. Η ιστορική ορχήστρα –ανανεωμένη και πλέον resident του Μεγάρου- με τον αρχιμουσικό Γιώργο Πέτρου στο πόντιουμ, ερμήνευσε δύο από τα ωραιότερα έργα της γαλλικής μπαρόκ μουσικής, τα μεγάλα μοτέτα «Te Deum» των του Jean-Baptiste Lully (Ζαν-Μπατίστ Λυλλύ) και του Marc-Antoine Charpentier (Μαρκ-Αντουάν Σαρπαντιέ). Οι δύο εμβληματικοί συνθέτες μεσουράνησαν κατά την περίοδο της βασιλείας του Λουδοβίκου ΙΔ΄, γνωστού επίσης με το προσωνύμιο «Βασιλιάς Ήλιος».
Η βραδιά ξεκίνησε με το «Te Deum» του Lully, έργο που γράφτηκε το 1677 και υμνεί τη δύναμη του Θεού και τη δόξα του βασιλιά Λουδοβίκου ΙΔ΄. Ακολούθησε το αντίστοιχο έργο του Charpentier, το οποίο, παρά τη μεγάλη δημοτικότητά του στην εποχή του, παρέμεινε ξεχασμένο για αιώνες, έως την αναβίωσή του το 1953, που επανεντάχθηκε στο ρεπερτόριο των συμφωνικών συνόλων. Αξίζει να πούμε ότι η εισαγωγή του «Te Deum» του Σαρπαντιέ είναι το πασίγνωστο ηχητικό σήμα της Eurovision.
Η εκτέλεση της Καμεράτας, με όργανα εποχής, ήταν υποδειγματική, δίνοντάς μας την ευκαιρία ν’ απολαύσουμε την αυθεντικότητα και τη ζωντάνια των έργων αυτών. Οι σολίστες της βραδιάς όπως η υψίφωνοι Μυρσίνη Μαργαρίτη και Francesca Lombardi Mazzulli, καθώς και οι τενόροι Juan Sancho και Γιάννης Φίλιας και ο βαρύτονος Τάσης Χριστογιαννόπουλος, απέδωσαν εξαιρετικά τις απαιτητικές φωνητικές γραμμές των έργων, ενώ η Χορωδία της ΕΡΤ, υπό τη διεύθυνση του Μιχάλη Παπαπέτρου, συμπλήρωσε αρμονικά την ορχηστρική σύνθεση. Το ενθουσιώδες χειροκρότημα του κοινού επιβεβαίωσε για ακόμα μια φορά πόσο ταιριαστή είναι η ένταξη της βραβευμένης Ορχήστρας στο οργανικό δυναμικό του Μεγάρου.
Μάρη Τιγκαράκη
Προσωπικά δεν είμαι φαν των ταινιών με χριστουγεννιάτικη θεματική, όμως απολαμβάνω το binge-watching και ιδιαίτερα τις μέρες των Χριστουγέννων που ο παραπάνω ελεύθερος χρόνος το επιτρέπει. Για φέτος επιλογή μου ήταν η μίνι σειρά “Conversations with Friends”, βασισμένη στο πρώτο μυθιστόρημα της Sally Rooney, την οποία ήθελα να δω καιρό τώρα και βρήκα στο Cinobo. Έχω ήδη δει (και διαβάσει) το “Normal People”, – μου άρεσαν και τα δύο τρομερά – οπότε το να δω ακόμη μία σειρά βασισμένη αυτή τη φορά στο πρώτο μυθιστόρημα της Ιρλανδής συγγραφέως, ήταν μονόδρομος.
Τέσσερις οι χαρακτήρες στο επίκεντρο αυτής της σειράς: η Μπόμπι, η Φράνσις, ο Νικ και η Μελίσσα. Οι δύο πρώτες είναι φίλες – και παλαιότερα ζευγάρι – οι άλλοι δύο είναι παντρεμένοι. Και μπορεί η κεντρική ιστορία να θέλει να ακολουθήσει την κρυφή ερωτική σχέση που δημιουργείται ανάμεσα σε έναν παντρεμένο άνδρα (Νικ) και μία νεαρή φοιτήτρια (Φράνσις), όμως στην ουσία αυτό που παρακολουθείς είναι μία σκιαγράφηση όλων των μεταξύ τους σχέσεων – και μεταξύ τους ως ζευγάρια, και ως φίλοι αλλά και χιαστί. Αισθητικά μοιάζει αρκετά με το “Normal People” και αυτό το λέω μονάχα για καλό. 12 μισάωρα επεισόδια γεμάτα – το λέει και ο τίτλος – συζητήσεις μέσω sms, e-mails αλλά και από κοντά – όπως συνηθίζουν να κάνουν οι millenialas για τους οποίους μιλά στα βιβλία της η Rooney και στους οποίους την ίδια στιγμή απευθύνεται. Συζητήσεις που σου δίνουν την ευκαιρία να καταλάβεις πολλά περισσότερα για τον κάθε χαρακτήρα ξεχωριστά – ακόμη και τις φορές που απλώς κοιτάζονται και σιωπούν.
Η ετυμηγορία; Μου κράτησε πολύ ωραία συντροφιά αυτές τις μέρες, τη ρούφηξα. Όλα κυλούν αργά εδώ, η πλοκή δεν έχει κάτι το σπουδαίο, cliffhangers και τέτοια φυσικά απουσιάζουν. Εδώ στέκεσαι σε άλλα, και μάλιστα πολύ οικεία σου, ειδικά αν είσαι της ίδιας γενιάς. Είναι αυτή η αμηχανία στην επικοινωνία, στα θέλω, στη διαρκή ανησυχία, στην αίσθηση του ότι τα ξέρεις όλα για τον έρωτα, την αγάπη, τις σχέσεις, ενώ στην πραγματικότητα δεν ξέρεις τίποτα. Είναι αυτή η αβεβαιότητα για το πώς θα καταλήξουν τα πράγματα που σε κρατάει στα επεισόδια και το “ανοιχτό” τέλος που αφήνει περιθώρια για παραπάνω συζήτηση.
Ευδοκία Βαζούκη
Εδώ και πολύ καιρό ήθελα να δω το «Demons» σε σκηνοθεσία Χρήστου Σουγάρη, κυρίως λόγω των πρωταγωνιστών, οι οποίοι χαίρουν όλοι της εκτίμησής μου ως ηθοποιοί. Και πράγματι με έβγαλαν ασπροπρόσωπη. Ιωάννα Παππά, Μαρίζα Τσάρη, Ιωάννης Παπαζήσης και Γιάννης Κουκουράκης έδωσαν το 100% των δυνατοτήτων τους ερμηνευτικά για να αποδώσουν όλο το φάσμα μέσα στο οποίο δύναται να κινηθεί μία συντροφική σχέση. Από την καθαρά σαρκική μέχρι την απόλυτα συναισθηματική και την εντελώς τοξική και αρρωστημένη, που μπορεί να προκύψει τόσο από εξωτερικές δυσκολίες-τη μονοτονία της ρουτίνας για παράδειγμα-όσο και από την πάλη με τις εσωτερικές μας συγκρούσεις, που εμποδίζουν το ‘άνοιγμά’ μας προς τον άλλον. Σε μερικά σημεία οι πρωταγωνιστές μοιάζουν να κινούνται εντελώς στα όρια του παραλογισμού και της τρέλας, αλλά τελικά ως θεατής καλείσαι να συνειδητοποιήσεις ακριβώς αυτό, ότι η υπόθεση του έργου στηρίζεται στον ψυχισμό του κάθε ήρωα, που δοκιμάζει τις αντοχές του συμβιώνοντας με τον άλλον. Μία συνύπαρξη που βγάζει αληθινά τα λόγια «μαζί δεν κάνουμε και χώρια δεν μπορούμε», την οποία παρακολουθήσαμε και μέσα από προβολείς, προσθέτοντας έτσι και ένα κινηματογραφικό στοιχείο στη σκηνοθεσία-άλλωστε ο Χρήστος Σουγάρης έχει μιλήσει κι άλλη φορά για την έφεσή του στον κινηματογράφο. Είτε δεσμευμένος λοιπόν είτε single αξίζει να αφιερώσεις χρόνο να το δεις, για να ζήσεις από πρώτο χέρι μια συντροφική καθημερινότητα σε όλες τις εκφάνσεις της.
Στα (-) της εβδομάδας ο διασώστης προσφύγων Ιάσονας Αποστολόπουλος έφερε στο φως εικόνες από τις συνθήκες που βρίσκονται οι διασωθέντες του ναυαγίου της Ρόδου και τα λόγια είναι πια περιττά. Δεν ξέρω αν οι περισσότεροι εξέλαβαν το μήνυμα των ημερών με τον δικό τους τρόπο, να αφήσουν δηλαδή τους ανθρώπους μέσα στο κρύο, όπως τον μικρό Χριστό μέσα στη φάτνη, πάντως μάλλον η ανθρωπιά και η αλληλεγγύη-εκεί που στηρίζεται και το αληθινό χριστουγεννιάτικο μήνυμα-τους φαντάζουν άγνωστες σαν έννοιες. Δεν θα πω ‘καληνύχτα Κεμάλ’, αλλά θα πιαστώ από την ελπίδα που ‘πεθαίνει πάντα τελευταία’ για να καλωσορίσω το 2025…
Μιλένα Αργυροπούλου
Μπορεί το κλασικό χριστουγεννιάτικο μπαλέτο να είναι ο Καρυοθραύστης, φέτος τα Χριστούγεννα όμως η Λυρική ανεβάζει Δον Κιχώτη, ένα μπαλέτο γιορτινό με έναν δικό του, ιδιαίτερο τρόπο. Έτσι, λοιπόν, βρέθηκα κι εγώ να… κολυμπάω μέχρι το ΚΠΙΣΝ (όλο το χειμώνα έχουμε 25 βαθμούς και ήλιο, χριστουγεννιάτικα βρήκαν να ανοίξουν οι ουρανοί) για να το απολαύσω για μια ακόμη φορά. Και σίγουρα άξιζε η ταλαιπωρία, γιατί η παράσταση ήταν εξαιρετική.
Το πρωταγωνιστικό ζευγάρι εκείνο το βράδυ ερμήνευσαν δυο προσκεκλημένοι χορευτές, η Ρακέλε Μπουριάσσι και ο Εσνέλ Ράμος. Η Μπουριάσσι ήταν υπέροχη στον ρόλο της Κίτρι, έναν ρόλο απαιτητικό, όχι μόνο για λόγους τεχνικούς, αλλά και ερμηνευτικούς, αφού η προσωπικότητα και το ταπεραμέντο του χαρακτήρα συχνά θυσιάζονται στο βωμό της τεχνικής αρτιότητας, ακόμα και από εξαιρετικούς επαγγελματίες. Ο Ράμος ήταν επίσης πολύ καλός. Το ζευγάρι αυτό, σε συνδυασμό με τα ιδιαίτερα εντυπωσιακά κοστούμια και σκηνικά και την πάντα μαγική εμπειρία της ζωντανής ορχήστρας, έκανε το τρίωρο της παράστασης να περάσει χωρίς να το καταλάβω. Και δεν ήμουν η μόνη που πέρασε τόσο καλά. Δίπλα μου καθόντουσαν δύο αγοράκια και δυο κοριτσάκια 6-7 ετών – δεν θα κρύψω πως αγχώθηκα λιγάκι όταν κάθισαν δίπλα μου – που τελικά παρακολούθησαν όλη την παράσταση ακούνητα, αμίλητα, με μάτια ορθάνοιχτα και μόνο στα διαλείμματα συζητούσαν με ενθουσιασμό για το τι κατάλαβαν από την υπόθεση.
Η υπόθεση, λοιπόν, μια ελαφριά, ρομαντική και σχετικά κλισέ ιστορία δυο ερωτευμένων νέων που κόντρα στις αντιξοότητες καταφέρνουν να καταλήξουν μαζί, είναι πολύ ελεύθερα βασισμένη στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Θερβάντες και δεν φαίνεται να κρύβει κάποιο βαθύτερο νόημα που θα προβληματίσει τους θεατές. Σε αντίθεση με το κείμενο του Θερβάντες που διχάζει αναγνώστες και θεωρητικούς ως προς το “τι θέλει να πει ο ποιοητής”. Εγώ τείνω να συμφωνήσω με την ερμηνεία του Milan Kundera, ότι ο Δον Κιχώτης μιλάει για την ανθρώπινη ανάγκη να αντέξουμε τον πόνο. Και πιστεύω ότι ο Δον Κιχωτης το μπαλέτο μένει στο ίδιο αυτό πνεύμα, της μάχης του ανθρώπου με τον πόνο και επιλέγει να δείξει την πιο αισιόδοξη της εξέλιξη: τον θρίαμβο του ανθρώπου πάνω σε αυτά που τον πονούν. Αυτόν τον θρίαμβο νιώθω ότι εκφράζει η μουσική του Ludwig Minkus, η ερμηνεία των χορευτών, το χειροκρότημα του κόσμου και τα ορθάνοιχτα μάτια των παιδιών που καθόντουσαν δίπλα μου. Και γι’ αυτό θεωρώ τον Δον Κιχώτη ένα έργο απόλυτα ταιριαστό με τις ημέρες των γιορτών, κι ας μην είναι χριστουγεννιάτικο.
Ιωάννα Λυκουροπούλου
Αγαπώ την Αθήνα τα Χριστούγεννα· ομορφαίνει. Βοηθάνε τα λαμπάκια, οι στολισμοί, οι λίγο πιο χαρούμενοι άνθρωποι και, φυσικά, η όρεξη για εξόδους. Τα βράδια γεμίζουν πιο εύκολα τις γιορτινές μέρες, και το ίδιο συμβαίνει με τα coolμαγαζιά του κέντρου, τα οποία λατρεύω. Το Gamay, για παράδειγμα, ένα wine bar που έχει γίνει το talk of the town φέτος, σε μια γωνιά της Ζωοδόχου Πηγής στα Εξάρχεια, γέμισε το βράδυ των Χριστουγέννων μου με γλυκό κρασί, λευκό κρασί (και γενικά διάφορα κρασιά από την τεράστια λίστα τους), αλλά και ζεστή ατμόσφαιρα, ωραίους ανθρώπους και διακόσμηση που θυμίζει χριστουγεννιάτικη ταινία.
Όπως ακριβώς ήταν και το γωνιακό διαμαντάκι στο Κουκάκι, που ακούει στο όνομα Νεραντζιά, όπου βρέθηκα για brunch την επόμενη των Χριστουγέννων (εκείνη τη μέρα που κανείς δεν ξέρει τι να την κάνει). Σαν ένα γαλλικό bistro, αλλά με πιο ζεστή αίσθηση και ωραία αισθητική, το μενού και οι επιλογές στα κοκτέιλ κάλυψαν πλήρως το ραντεβού με φίλες μου για σουσού, που ξεκίνησε ως πρωινός καφές και τελείωσε 5 ώρες μετά..
Το τρίτο και τελευταίο μέρος που βρέθηκα αυτή την εβδομάδα ήταν το ΕΠΡΕΠΕ στην Κυψέλη. Παγωμένη μπίρα, γλυκύτατο προσωπικό και φίλοι από το Λονδίνο, που είχα να δω πολύ καιρό. Αγαπώ το πόσο cool είναι αυτό το μαγαζί· όχι με τη σνομπ έννοια του όρου, αλλά με την ελκυστική.
Γενικά, να βγαίνετε αυτές τις μέρες. Η Αθήνα έχει διαμαντάκια όλο τον χρόνο, αλλά ειδικά τα Χριστούγεννα. Και να είστε ευγενικοί στους εργαζόμενους, παρακαλώ· είναι όλοι τους υπέροχοι, αλλά περνούν και δύσκολα. Καλή διασκέδαση, και μην οδηγείτε πιωμένοι!
Μαρία Βαλτζάκη