Την εβδομάδα που πέρασε πήγαμε θέατρο και σινεμά, κάναμε βόλτες στην πόλη, παρακολουθήσαμε την επικαιρότητα – και όσα κρατήσαμε θέλουμε να τα μοιραστούμε μαζί σας. Συγκεντρώσαμε ότι μάς κέντρισε το ενδιαφέρον και μάς ενθουσίασε ή μας απογοήτευσε!
(+) Πρώτη ταινία σε αίθουσα για το ’25, το NosferatuΠαρακαλώ μην πέσετε να με φάτε αλλά δεν έχω δει καμία μεταφορά του μύθου του Κόμη Δράκουλα στη μεγάλη οθόνη – ναι, ούτε καν του Coppola που οι περισσότεροι φίλοι μου ανέφεραν ως αριστουργηματικό παράδειγμα σε αντιπαραβολή με τη νέα, φρέσκια μεταφορά του Robert Eggers, που μάς έφερε στις αίθουσες με το που μπήκε η νέα χρονιά. Εγώ όπως καταλαβαίνετε πήγα λευκό χαρτί στο σινεμά, έχοντας μόνο μια πολύ γενική γνώση του θρύλου, έχοντας όμως μια αδυναμία στην απόκοσμη ατμόσφαιρα που στήνει ο Eggers στις ταινίες του. Το νέο Nosferatu, λοιπόν, επανέφερε τον ήρωα που πρωτο-γνωρίσαμε μέσα από το μυθιστόρημα του Bram Stoker, όμως πιο κοντά στην ιστορία που σύστησε η ταινία του F.W. Murnau πίσω στο 1922.
Αυτή η νέα μεταφορά συνοδεύτηκε, φυσικά, με όλα εκείνα τα στοιχεία του μεταφυσικού τρόμου και της σκοτεινής ατμόσφαιρας που χαρακτηρίζουν την ιστορία του Κόμη Δράκουλα, αλλά και που ο ίδιος ο Eggers γνωρίζει καλά. Λάτρεψα σίγουρα την όλη αισθητική της ταινίας με αυτόν τον υποβόσκοντα φόβο – ή μάλλον περισσότερο αγωνία – που σου προκαλούσε η όλη ατμόσφαιρα, παρά η μορφή του Κόμη Όρλοκ (οι σκηνές που έβλεπα τη φιγούρα του μέσα στις σκιές, ακόμη και τα χέρια του με την όψη αποσύνθεσης και τα σουβλερά νύχια ή άκουγα τη φωνή του ήταν μακράν καλύτερες από ό,τι όταν τον έβλεπα ολόκληρο, εξαιτίας κάποιων, περισσότερο αστείων, συνειρμών που έκανα). Στα συν βάζω την Lily-Rose Depp που με εξέπληξε πολύ θετικά αποδίδοντας απίστευτα τον ρόλο της Ellen. Η ετυμηγορία μου μπορεί να συνοψιστεί σε μία πρόταση για μία οπτικά άρτια ταινία για μια ιστορία που ok, όλοι πάνω κάτω ξέρουμε. Τώρα, αν η οπτική του Eggers έδωσε κάτι παραπάνω ή όχι από τους προκατόχους του, δυστυχώς δεν μπορώ να το ξέρω. A, και για την τελευταία σκηνή (που δεν θα προδώσω), άξιζε ένα κάτι παραπάνω που είδα την ταινία στη μεγάλη οθόνη.
Ευδοκία Βαζούκη
Σε ένα ακόμα μυθιστόρημα καταφεύγουν φέτος ο Θανάσης Ζερίτης και η Νεφέλη Μαϊστράλη κατά την τελευταία τους θεατρική απόπειρα, μεταφέροντας τον «Ήλιο με δόντια» του Γιάννη Μακριδάκη. Ένα όχι τυχαίο μυθιστόρημα: Για την κοινωνία που δημιουργεί θύματα και υποθάλπει τους θήτες με διαχρονική και πεισματική ακρίβεια.Με διατυπωμένα τα ευαίσθητα κοινωνικά αντανακλαστικά τους, ο Ζερίτης στη σκηνοθεσία και η Μαϊστράλη στη θεατροποίηση ζωντανεύουν την ιστορία ενός περιθωριοποιημένου αγοριού που μεγάλωσε στη Χίο στις αρχές του 20ου αιώνα· περιθωριοποιημένου για τη σεξουαλική του ταυτότητα, σεξουαλικά κακοποιημένου, πάμφτωχου, βαθιά μόνου, ενός τέλειου απόκληρου. Οι δυο τους εμπιστεύονται την διαυγή γραφή του Γιάννη Μακριδάκη για να ‘αναστήσουν’ τον ήρωα του, τον Κωνσταντή και, τρόπον τινά, να τον αποκαταστήσουν. Μαζί του και τις τόσες και τόσες λοιδορημένες υπάρξεις αυτού του κόσμου.
Στη σκηνή του θεάτρου «Μπέλλος», η ιστορία – θα μπορούσε να είναι αληθινή ή και όχι – γίνεται υλικό αφήγησης και υπόδυσης για δύο ηθοποιούς. Ο Παναγιώτης Εξαρχέας και ο Γιάννης Λεάκος κουβαλούν το ψυχικό φορτίο του Κωνσταντή που δικαίωσε την ύπαρξη του περισσότερο στη δαιδαλώδη φαντασία του παρά στην πραγματική ζωή του. Αυτή η ακροβασία του ήρωα αποτυπώνεται με ειλικρίνεια και ανθρωπιά ώστε το τραύμα ενός ανώνυμου νεκρού γίνεται η ζωντανή ενοχή κάθε κοινωνικού συνόλου που κανιβαλίζει την ανθρώπινη αδυναμία.
Στέλλα Χαραμή
Μια χαλαρή βραδιά με γέλιο υπόσχεται το «Μη σου τύχει» του Φράνσις Βέμπερ σε σκηνοθεσία Μανώλη Δούνια και Αιμίλιου Χειλάκη στο Θέατρο Αθηνών. Για (καλή της τύχη) και δεύτερη χρονιά η μαύρη κωμωδία συγκεντρώνει πολύ κόσμο όλων των ηλικιών στο θέατρό της, που πραγματικά ανταποκρίνεται με γέλιο και δημιουργεί θεατρική ατμόσφαιρα. Μάλλον είναι κάτι παραπάνω από τύχη. Το πλούσιο σκηνικό γεμίζει το μάτι και αξιοποιείται υπέρ της παράστασης, καθώς όλοι οι ηθοποιοί το διασχίζουν, το κατοικούν προσωρινά κυριολεκτικά ως δωμάτιο ξενοδοχείου. Η υπόθεση βρίσκει δύο άντρες για διαφορετικούς λόγους να βρίσκονται σε δύο διπλανές σουίτες. Αν αφεθείς στην ροή, στο παιχνίδι των αντιθέσεων και τα έξυπνα λογοπαίγνια, η παράσταση μπορεί να λειτουργήσει πάρα πολύ καλά και ευχάριστα.
Το πρωταγωνιστικό δίδυμο Χειλάκης-Στυλιανού είναι ξεκαρδιστικό ιδιαίτερα από το δεύτερο μισό της παράστασης και το υπόλοιπο καστ με τους Καρακάση, Ξυγκόρου, Βαμβακάρη και Τρύπη να συμπληρώνει με ωραίες κωμικές νότες το σύνολο. Αυτό που μου έλλειψε για να το διασκεδάσω πλήρως, αφορά περισσότερο στο κείμενο και κάποιες ενστάσεις μου για το πώς κάποιες έννοιες από ένα πρώτο χιουμοριστικό επίπεδο «ξέφυγαν» σοβαρού σχολιασμού και παρέμειναν λίγο πρόχειρες σε ένα κατά τ’ άλλα έξυπνο κείμενο.
Λίνα Ρόκα
Τετάρτη βράδυ και βρέθηκα στο θέατρο Altera Pars για μια παράσταση για την οποία δεν είχα ακούσει κάτι στα «δικά μας πηγαδάκια». Φτάνοντας όμως στο θέατρο και βλέποντας τόσο κόσμο ψυλλιάστηκα ότι κάτι ιδιαίτερο παίζει με αυτή τη -διαρκώς sold out- «Ατζέντα».
Γρήγορα συνειδητοποίησα ότι ο βασικός πόλος έλξης του, κατά κύριο λόγο, νεανικού κοινού ήταν ο γνωστός ράπερ Anser, ο οποίος εμφανίζεται για πρώτη φορά στο θέατρο, αναλαμβάνοντας τον κεντρικό ρόλο ενώ υπογράφει και τη μουσική της παράστασης. Το έργο βασίζεται στο σενάριο της Ιζαμπέλ Αγκιλέρ για την ταινία «The Place» (2017) του Πάολο Τζενοβέζε και εκτυλίσσεται σε σύντομες σκηνές, με φόντο ένα σκοτεινό, συνοικιακό μπαρ. Εκεί, ο περίεργος τύπος, που υποδύεται ο Anser, κάθεται στο ίδιο τραπέζι, κρατώντας σημειώσεις σε μια παλιά ατζέντα.
Διάφοροι άγνωστοι έρχονται και μιλούν μαζί του καθένας με μια προσωπική επιθυμία: Μια γυναίκα θέλει να γίνει πιο ελκυστική, ένας άντρας λαχταρά να περάσει μια νύχτα με μια πορνοστάρ, μια ηλικιωμένη γυναίκα παρακαλάει για τη θεραπεία του άντρα της από το Αλτσχάιμερ, ένας πατέρας, απελπισμένος, ζητά τη σωτηρία του παιδιού του. Ο άντρας τους κοιτάζει ψυχρά και απαντά κάθε φορά το ίδιο: «Μπορεί να γίνει», αλλά για κάθε επιθυμία το τίμημα είναι βαρύ. Για να αποκτήσουν αυτό που επιθυμούν περισσότερο, καλούνται να αναλάβουν πολύ ακραίες αποστολές…
Δεν θα εστιάσω στη σκηνοθεσία και τις ερμηνείες, καθώς η όλη ομάδα των ηθοποιών καταβάλλει φιλότιμες προσπάθειες για να διατηρήσει το σασπένς σε όλη τη διάρκεια του ψυχολογικού θρίλερ. Το σίγουρο είναι ότι η συμμετοχή του Anser, ενός από τους πιο επιδραστικούς καλλιτέχνης της ραπ μουσική σκηνής, έφερε στο θέατρο θεατές, που ενδεχομένως να βρέθηκαν για πρώτη φορά σε θεατρική αίθουσα, κάτι που για μένα είναι το μεγάλο «Συν» αυτής της παράστασης.
Μάρη Τιγκαράκη
Μαζευτήκαμε, που λέτε, όλα τα κορίτσια από το γραφείο να πάμε θέατρο – πρώτη φορά. Η επιλογή; Το Festen του Οδυσσέα Παπασπηλιόπουλου, με ένα cast γεμάτο ταλέντο (Ναταλία Τσαλίκη, Γιώργος Ζιόβας, Προμηθέας Αλειφερόπουλος, Αναστάσης Λαουλάκος, Ιωάννα Κολλιοπούλου, Ιωάννα Τζίκα, Γιάννης Καπελέρης, Μιχάλης Αφολαγιάν, Μαριάννα Πουρέγκα, Πένυ Παπαγεωργίου και Νικόλας Seymour Σταθόπουλος) και μια φήμη πως τη μισή ώρα της παράστασης οι θεατές, μαζί με τον θίασο, την περνάνε όρθιοι στο φουαγιέ.
Δεν θέλω να σας πω πολλά, γιατί εγώ, που δεν είχα ιδέα, νομίζω το ευχαριστήθηκα περισσότερο από κάποιον που γνώριζε ήδη κάτι. Θα σας πω όμως αυτό: φορέστε τα καλά σας, γιατί στην πραγματικότητα θα παρευρεθείτε σε ένα πάρτι γενεθλίων που για 2+ ώρες θα είστε πάνω στη σκηνή, κάτω από τη σκηνή, στην είσοδο και στον δρόμο απ’ έξω – δεν υπερβάλλω, είναι παράσταση cardio. Οι ηθοποιοί ελπίζω να πληρώνονται αρκετά για ΟΛΑ όσα κάνουν, και βασικά τους αξίζουν όλα τα συγχαρητήρια της γης – και στον Παπασπηλιόπουλο για την πιο ευρηματική σκηνοθεσία που έχω δει ποτέ.
Δεν ξέρω τι άλλο να σας πω χωρίς να κάνω κανένα παραπάνω σπόιλερ, οπότε θα χρησιμοποιήσω τη φράση της Ευδοκίας, που επαναλάμβανε καθ’ όλη τη διάρκεια της παράστασης: «Έχει δυσκολέψει πολύ το θέατρο».
Μαρία Βαλτζάκη
Την διάθεση της Νικόλ Κίντμαν να συνδέεται με αντισυμβατικούς ρόλους και σκηνοθέτες εκτός της Χολυγουντιανής «πιάτσας» είναι μια πρακτική που την έχει δικαιώσει και ανανεώσει όχι μόνο τυπικά (για το βιογραφικό της) αλλά και ουσιαστικά. Αρκεί να θυμηθούμε τα «Μάτια ερμητικά κλειστά» του Στάνλεϊ Κιούμπρικ (1999) το «Dogville» του Λανς Φορν Τρίερ του 2003, και το πιο πρόσφατο «Θάνατο του ιερού ελαφιού» του Γιώργου Λάνθιμου. Θα μπορούσε η συμμετοχή της στο «Babygirl» της Αλίνα Ρέιν να προστεθεί στη σειρά εξίσου τολμηρών, θεματικά, επιλογών. Μόνο που εδώ, η Νικόλ Κίντμαν είναι μάλλον μόνη της. Η ιστορία της ως ένα επιτυχημένο στέλεχος πολυεθνικής που γνωρίζει έναν γοητευτικό ασκούμενο και μαζί του πραγματοποιεί όλες τις σεξουαλικές φαντασιώσεις τις οποίες δεν έχει καταφέρει να μοιραστεί με τον άνδρα (στο ρόλο του ο Αντόνιο Μπαντέρας) μάλλον δεν έχει να προσθέσει και πολλά στο ζήτημα της καταπιεσμένης σεξουαλικότητας και της ενοχοποιημένης ερωτικής επιθυμίας για μια γυναίκα που μοιάζει να έχει τα πάντα: Εξουσία, χρήματα, επαγγελματική αναγνώριση, οικογενειακή ευτυχία. Η ταινία λειτουργεί ως ένα κομψό περιτύλιγμα που θέλει να αποκαλύψει άβολες πραγματικότητες, αλλά έχει σοβαρό έλλειμα γενναιότητας. Αν διακρίνεται γενναιότητα κάπου είναι στο πρόσωπο και, κατά τόπους, στην ερμηνεία της Κίντμαν.
Στέλλα Χαραμή
«Καλή χρονιά, ο φασίστας είναι νεκρός». Με αυτό το σύνθημα πλήθος Γάλλων υποδέχτηκε το 2025. Στο άκουσμα της είδησης πως ο Ζαν Μαρί Λεπέν, ο πρωτεργάτης της γαλλικής ακροδεξιάς, είναι νεκρός, δεκάδες πυροτεχνήματα εκτοξεύτηκαν στον ουρανό του Παρισιού. Δεν θέλω να σταθώ τόσο στην κίνηση σαν κίνηση, άλλωστε ως άνθρωπος αλλά και ως χριστιανή δεν θα μπορούσα να ‘πανηγυρίσω’ την απώλεια ενός ατόμου-όποιο κι αν είναι αυτό. Ωστόσο, προσπαθώντας να ‘μπω στα παπούτσια’ των Γάλλων, κατανοώ τον συμβολισμό της συγκεκριμένης χειρονομίας. Εκείνη η βαθιά χαρά και ικανοποίηση που κατακλύζει κάποιον όταν αισθάνεται πως ‘ένα μέρος του κακού’ έχει οριστικά τελειώσει. Το ερώτημα εδώ όμως είναι άλλο. Γιατί σε έναν κόσμο όπου εκατομμύρια άνθρωποι αποστρέφονται τον φασισμό (να μη συζητήσουμε για όσους έχουν πραγματικά υποφέρει εξαιτίας της ύπαρξής του), η παρουσία του ακόμα καλά κρατεί; Αυτό συνειδητοποιώ τουλάχιστον από τα δύο φρικτά περιστατικά που ήρθαν στο φως της δημοσιότητας αυτήν την εβδομάδα. Αφορούν βέβαια την ελληνική πραγματικότητα, η φασιστική νοοτροπία όμως ξέρουμε καλά πως δεν γνωρίζει σύνορα. Στην Κομοτηνή ένα 10χρονο αγόρι τραμπουκίζεται από ακροδεξιούς, που το υποχρεώνουν να φωνάξει «ζήτω ο Κασιδιάρης», και το βίντεο κάνει τον γύρο του διαδικτύου, την ίδια ώρα που οπαδοί της Χρυσής Αυγής στήνουν πανό στη γέφυρα της Κατεχάκη για τα 45 χρόνια από τη σύσταση της εγκληματικής οργάνωσης. Και τα λόγια απλώς περισσεύουν. Θα μπορούσα να κάνω σύγκριση, ελληνικής-γαλλικής πραγματικότητας, δεν είναι παρόλα αυτά θέμα έθνους ούτε κράτους, αλλά θέμα ανθρώπου. Και πιστεύω αυτό θα έπρεπε να μας προβληματίζει όλους σε συλλογικό επίπεδο…
Μιλένα Αργυροπούλου